Λογοτεχνία των μεταπολιτεύσεων (του Αλέξη Πανσέληνου)

0
924

 

του Αλέξη Πανσέληνου

  

Ακόμη και όταν το αρνείται, η λογοτεχνία επηρεάζεται από την πολιτική και άλλοτε εμφανώς, άλλοτε σιωπηρά και κρυφά, αυτή διαποτίζει το υπέδαφος της μυθοπλασίας της. Από τον 19ο αιώνα ήδη συγγραφείς όπως ο Φλομπέρ, ο Μοπασάν, ο Ουγκώ, ο Σταντάλ και ο Μπαλζάκ, αλλά ακόμα και λιγότερο ρεαλιστές συγγραφείς και ποιητές όπως ο ντε Νερβάλ, αποκαλύπτουν στα μάτια του σημερινού αναγνώστη τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μες στις οποίες εμφανίζεται το έργο τους.

Ενώ σύσσωμη η Ευρώπη, δυτική και ανατολική εξίσου, σείστηκε συθέμελα από την κατάρρευση του σοβιετικού κόσμου και η πτώση του τείχους στο Βερολίνο σημάδεψε με πυροτεχνήματα και μουσικές τη δύση ενός συστήματος που είχε σαπίσει και την ανατολή ενός νέου του οποίου τη φυσιογνωμία ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να την προβλέψουμε, στην Ελλάδα προηγήθηκε μια – τηρουμένων των αναλογιών – μικρότερου βεληνεκούς μεταπολίτευση με την πτώση της Χούντας του 67 και την δρομολόγηση μιας σταδιακής μεταβολής του προσώπου της δεξιάς συντηρητικής παράταξης, η οποία βρέθηκε φορτωμένη με το στίγμα του χώρου στους κόλπους του οποίου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γεννήθηκε και ανδρώθηκε το τέρας της επτάχρονης δικτατορίας.

Η δική μας μεταπολίτευση (όπως συνηθίσαμε να την ονομάζουμε) του 1974 γέννησε μεγάλες αλλαγές στη λογοτεχνία, ακόμα και όσο αφορά συγγραφείς που είχαν εμφανιστεί δεκαετίες νωρίτερα και εξακολουθούσαν να είναι ενεργοί. Όσο για τους νεότερους, εκείνους δηλαδή που εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, αναζητούσαν μια νέα θεματολογία και νέες αφηγηματικές τεχνικές για να την υπηρετήσουν.

Έτυχε πρόσφατα να διαβάσω δυο συγγραφείς, έναν Γερμανό, γεννημένο στο Πότσνταμ της Ανατολικής Γερμανίας το 1969, τον André Kubiczek, και έναν Ρώσο, τον Igor Sakhnovski, γεννημένο το 1958. Από αυτούς ο πρώτος, όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου και η Γερμανία ενώθηκε, ήταν είκοσι ετών και ο δεύτερος, όταν η Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ έδωσε τη θέση της στη Δημοκρατία της Ομοσπονδίας της Ρωσίας, λίγο πάνω από τα τριάντα του. Στο βιβλίο του Kubiczek “Η αξέχαστη χρονιά της αναρχίας” που βγήκε πρόσφατα εφέτος στην “Κριτική” περιγράφεται η βαθμιαία αλλαγή της καθημερινότητας των Ανατολικογερμανών και η καθημερινότητα της γερμανικής επαρχίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας μετά την επανένωση της χώρας το 1989. Η πρόζα του Kubiczek χαρακτηρίζεται από μια αφήγηση ευθεία, ρεαλιστική και ένα ανάλαφρο χιούμορ, χωρίς ιδεολογικές εξάρσεις και με έκδηλη την αμηχανία και την κρυφή χαρά μιας γενιάς που άρχισε γρήγορα να καταλαβαίνει πως τα κρυμμένα όνειρά της μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα, ενώ παράλληλα η αργή πρόοδος της αλλαγής έσειε από μακρυά μπροστά της το ενδεχόμενο αυτό το όνειρο και “ο δυτικός παράδεισος”  που ανέτειλε να μεταβληθεί πολύ σύντομα στην γκρίζα καθημερινότητα μιας αβέβαιης και σκληρής επιβίωσης.

Αν κάτι ξεχωρίζει τον Kubiczek, αλλά και τους περισσότερους Γερμανούς συγγραφείς της γενιάς του, από τους παλιότερους, είναι η οριστική απόρριψη του διδακτισμού που συχνά διατρέχει την γερμανόφωνη παράδοση. Επιστρέφουν εμφανέστατα στον ρεαλισμό της απεικόνισης ανθρώπων και πραγμάτων “ως έχουν” (και πάντως “όπως τα βλέπουν” οι ίδιοι) χωρίς να αποπειρώνται κατηγοριοποιήσεις, αποτιμήσεις και κοινωνιολογικο-πολιτικές κατατάξεις των δρώμενων στις σελίδες τους. Η κριτική και κατατακτήρια ματιά του θεωρητικού αντικαθίσταται από την λεπτή ειρωνεία, την ενσυναίσθηση με τους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι, ό,τι κι αν κάνουν, όπου κι αν ανήκουν αυτοί. Και στην περίπτωση του Kubiczek, που ήρωές του είναι παιδιά στην πρώτη τους νεότητα, όπως υπήρξε ο ίδιος την καταλυτική εκείνη χρονιά του 1989, είναι τελείως φυσιολογική μια τέτοια οπτική του κόσμου. Ο συγγραφέας αναπτύσσει τις ιστορίες του πάνω στον αργά κυλιόμενο τάπητα και στο ξέμακρα διαγραφόμενο σκηνικό της πολιτικής μεταβολής. Μιας κοσμογονίας που και αυτή τη φορά πραγματοποιήθηκε όχι με πάταγο αλλά μ’ έναν στεναγμό.

Η περίπτωση του Sakhnovski (1958 – 2019) είναι διαφορετική. Ο συγγραφέας της “Συνωμοσίας των αγγέλων” δεν αναφέρεται ευθέως στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά ανατρέχει στην περίοδο της παιδικής του ηλικίας σε μια βιομηχανική πόλη στα Ουράλια, μια εποχή που ελάχιστοι μόνο παρατηρητές θα μπορούσαν να προβλέψουν την πτώση της ΕΣΣΔ. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τη ζωή τότε, μαρτυρά την ανακούφιση που αισθάνεται αναφερόμενος σε έναν εφιάλτη οριστικά του παρελθόντος. Παράλληλα μεταφέροντας στην αφήγησή του βιώματα της μεταγενέστερης, μετά την κατάρευση της ΕΣΣΔ, ζωής του στην Αγγλία, πραγματοποιεί μια ηδονική βουτιά σε περιοχές κάποτε απαγορευμένες, όπως ο μυστικισμός και ο ερωτισμός, που διαποτίζουν αμέτρητες από τις σελίδες του άναρχου αυτού μυθιστορήματος, που αρθρώνεται σπαστά και ολοκληρώνεται ως σύνολο μόνο μέσα στο μυαλό του αναγνώστη και αφού αυτός έχει φτάσει στο τέλος του βιβλίου.

Εδώ δεν έχουμε την γραμμική αφήγηση του Γερμανού, αλλά μια άναρχη αλληλουχία αναμνήσεων και εντυπώσεων από αναγνώσεις και αφηγήσεις άλλων, ιστορίες που διαδραματίζονται σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικές εποχές (Ιρκούτσκ, Αίγυπτο, στην Ισπανία του 16ου αιώνα και στη Φλάνδρα) ένα μεθυστικό κολλάζ που μαρτυρά την απόλαυση του συγγραφέα καθώς αφήνει πίσω του κάθε επιταγή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, της υποχρέωσης του καλλιτέχνη να ενισχύει το ηθικό του αναγνωστικού κοινού με ηρωικά παραδείγματα και να του υπαγορεύει πίστη στην ιδεολογία του κράτους. Ο Sakhnovski είναι νοσταλγικός, ερωτικός, μυστικιστής, σαρκαστής, άλλοτε ρεαλιστής και άλλοτε ποιητικός – πάνω απ’ όλα ένας άψογος στυλίστας, ένας αφηγητής που αρπάζει τον αναγνώστη και τον βυθίζει στον κόσμο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, των αναμνήσεων και των ονείρων μιας ζωής που κυριαρχείται από την υψηλότερη αισθητική και δρασκελίζει τολμηρά τα όρια των εποχών και τα σύνορα των λαών.

Και οι δύο συγγραφείς μεταφράστηκαν πανάξια, ο Kubiczek από τον Απόστολο Στραγαλινό και ο Sakhnovski από την Σταυρούλα Αργυροπούλου – δυο μεταφραστές με απόλυτη κυριαρχία στη γλώσσα στην οποία  μεταφράζουν (που είναι το κυρίως ζητούμενο στη λογοτεχνία) αλλά διαθέτουν και την αισθητική παιδεία που τους επιτρέπει να μεταφέρουν το κλίμα και το ύφος του συγγραφέα, χωρίς δουλική μεταφορά της πρωτότυπης γλώσσας στα ελληνικά, με αξιοπρόσεκτες μετατροπές όσων απλώς μεταφραζόμενα θα έχαναν κάθε νόημα.

Οι Εκδόσεις Κριτική έχουν έναν ήδη μακρύ κατάλογο νέας Γερμανικής λογοτεχνίας, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε και το Γερμανικό Υπουργείο Πολιτισμού που επιδοτεί τις μεταφράσεις των νεότερων συγγραφέων τους. Τα βιβλία της σειράς αυτής είναι μια απόλαυση τόσο στο μάτι όσο και στο χέρι. Ο Ποταμός πάλι διαθέτει μια πολύ ιδιαίτερη αισθητική στις εκδόσεις του και μια αξιέπαινη ερευνητική ματιά στα τεκταινόμενα εκτός (αλλά και εντός) Ελλάδος, επιλέγοντας από πολλές γλώσσες βιβλία λογοτεχνικής αξίας, ένα κορυφαίο από τα οποία είναι και τούτο το σπουδαίο έργο του Igor Sakhnovski.

 

André Kubiczek, Η αξέχαστη χρονιά  της αναρχίας,  (Εκδ. Κριτική 2021– μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού)

Βρες το εδώ

 

 

 

 

 

Igor Sakhnovski, Η συνωμοσία των αγγέλων, (Εκδ. Ποταμός – μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου)

Βρες το εδώ

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ αβόλευτος κόσμος του Σκαμπαρδώνη (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΠράσινοι Ροβινσώνες ή ποιοι οι (πρώτοι) φίλοι; (της Κατερίνας Καρατάσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ