του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Μπορούμε να φανταστούμε ένα σχετικά πρόσφατο μυθιστόρημα όπου, ανάμεσα στις ψυχοδιανοητικές οντότητες που πρωταγωνιστούν, τοποθετείται ένα πλυντήριο ρούχων σαν αυτό που έχουμε στο μπάνιο μας, η χρήση του οποίου έχει επίπτωση στην πλοκή του έργου; Με άλλα λόγια, κατά πόσο η σύγχρονη λογοτεχνία εμπεριέχει οργανικά- όχι ως ντεκόρ- την αισθητή πραγματικότητα που μας περιβάλλει;
Ας το κάνουμε πιο συγκεκριμένο, με ένα παράδειγμα: κατά πόσο τα επαγγέλματα των πρωταγωνιστών επιδρούν (με ουσιαστικό τρόπο, όχι ως θαμπές αναφορές) στην εξέλιξη των έργων; Ενας μηχανικός, ένας εργολάβος,ένας δικηγόρος ποινικών υποθέσεων, ένας έμπορος, ένας χειρώνακτας, ένας κούρριερ, ένας άνεργος, μπορούν απλά να στριμωχτούν σε έναν ψυχοδιανοητικό τύπο; Για να συννενοηθούμε, αρκεί να φέρουμε στο μυαλό μας το «Ανθρώπινο Θέατρο» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (στα ελληνικά πρωτομεταφράστηκε ως «κωμωδία», κι έτσι έμεινε), αυτό το πελώριο έργο του 19ου αιώνα, όπου χωρίς τα επαγγέλματα του μαγαζάτορα Καίσαρα Μπιροτώ, του Συνταγματάρχη Σαμπέρ, των τραπεζιτών, των γιατρών, των θυρωρών, και των άλλων δεκάδων πρωταγωνιστών, απλά δεν θα υπήρχαν αυτά τα μυθιστορήματα, και όπου τα επαγγέλματα όχι μόνο εισάγουν την κοινωνία στην πλοκή με πολυδιάστατο τρόπο, μα συχνά δίνουν και το «κλειδί» για την ερμηνεία των συμπεριφορών και των σχεδιασμών των πρωταγωνιστών.
Ο Andrew O’Hagan, άνθρωπος των γραμμάτων στην Αγγλία, με πρόσφατο άρθρο του σε βρετανική επιθεώρηση, αναδεικνύει το ζήτημα αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ως χαρακτηριστική περίπτωση το έργο του Καρόλου Ντίκενς στο οποίο ζουν λογοτεχνικά δώδεκα έμποροι και δώδεκα νοσοκόμες, 47 υπάλληλοι, τρεις μυλωνάδες, τέσσερις επιμελητές εκδόσεων, δύο ψαράδες, 32 δάσκαλοι, αρκετοί δικαστικοί, ένας κατασκευαστής ομπρελών, και άλλοι πολλοί. Μνημονεύει επίσης τον D.H. Lawrence, τον συγγραφέα του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ» (1928), ο οποίος στο έργο του ζωντανεύει στο χαρτί τον κόσμο των ανθρακωρύχων.
Το ζήτημα της ολοκληρωτικής απουσίας, μεταξύ άλλων, των χειρωνάκτων στη σύγχρονη λογοτεχνία απασχολεί τον O’Hagan, ο οποίος αναφέρεται μάλιστα σε σύγχρονους Άγγλους συγγραφείς που αισθάνονται ότι μια τέτοια παραμέληση έχει σχέση με το ότι οι ίδιοι, σε αντίθεση με τους πατεράδες τους που έκαναν όλες τις δουλειές, γνωρίζουν τον κόσμο κυρίως μέσα από τα διαβάσματά τους. Έχει τη σημασία του ότι το μυθιστόρημα με το οποίο ο O’Hagan έκανε τη δυναμική του εκκίνηση στη βρετανική λογοτεχνική σκηνή είναι το «Our fathers» (1999) που ξεκινάει με την επίσκεψη ενός ώριμου άνδρα στον ηλικιωμένο και αλκοολικό πατέρα του, ο οποίος ως χτίστης δούλεψε για την ανέγερση πολλών πολύ υψηλών κτιρίων στη Σκωτία στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, και τώρα ζούσε σε ένα από αυτά σε πολύ υποβαθμισμένες συνθήκες, και με την απογοήτευση ότι τα οράματα της νεότητάς του δεν άντεξαν στην πορεία των πραγμάτων.
*
Τα επαγγέλματα συνιστούν μόνο ένα παράδειγμα. Το ζήτημα είναι γενικότερο. Ποιος είναι, μεταξύ πολλών άλλων διαστάσεων της ενεργούς ζωής, ο ρόλος του χτισμένου περιβάλλοντος που μας περιβάλλει, στην πλοκή της σύγχρονης λογοτεχνίας; Δεν εννοούμε βέβαια τα κτίρια ως υποτονικό σκηνικό, μα ως διαδραστική πραγματικότητα. Παρεμπιπτόντως, αν και δεν είναι ο κινηματογράφος το θέμα μας, τα κτίρια της παρούσας ζωής είναι εξαφανισμένα εδώ και δεκαετίες από τα περισσότερα ελληνικά τηλεοπτικά σήριαλ, όπως και από πολλές ελληνικές ταινίες- με εξαιρέσεις βεβαίως, όπως η ταινία “Το μικρό ψάρι” του Οικονομίδη, όπου το κτισμένο τοπίο διαπλέκεται με την υπόθεση του έργου.
Στο πεδίο αυτό, ο Αγγλος J.G. Ballard, από τους επιφανέστερους συγγραφείς της Βρετανίας τον 20ο αιώνα, έγραψε αριστοτεχνικά για τη σχέση χτισμένου περιβάλλοντος και της κοινωνίας της μεταπολεμικής εποχής στην Ευρώπη, με μυθιστορήματα όπως τα: «Concrete Island» (1974), «High Rise» (1975), που εξελίσσονται στο καινοφανές μεταπολεμικό χτισμένο περιβάλλον της Ευρώπης, αλλά και πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων το «Cocaine Nights» (1996) και το συναφές «Super- Cannes» (2000), στο οποίο πρωταγωνιστούν κλειστές στον έξω κόσμο κοινότητες υψηλόβαθμων στελεχών εταιρειών, αλλά και το τελευταίο του «Kingdom is coming» (2006) που διαδραματίζεται σε εμπορικά κέντρα και πάρκινγκ εταιρειών. Ο Ballard, οριακά γνωστός και πολύ λίγο συζητημένος στην Ελλάδα, είναι δεινός και πρωτότυπος ανατόμος της ψυχοπαθολογίας της μεσαίας τάξης την εποχή του Κράτους Πρόνοιας και της Σοσιαλδημοκρατίας. Στα έργα του αναδεικνύει μεταξύ άλλων την υποβόσκουσα έντονη βία σε ένα περιβάλλον φαινομενικής κοινωνικής αρμονίας. Σε απόσταση τόσο από τον μαρξισμό όσο και την ψυχανάλυση και την τρέχουσα κοινωνιολογία, που ήταν τα βασικά εργαλεία μιας πλειάδας διανοούμενων εκείνης της εποχής, φέρνει ακόμα σε αμηχανία όσους θέλουν να κατατάξουν το έργο του σε κάποιο είδος («επιστημονική φαντασία» γράφει η εγκυκλοπαίδεια Brittanica), το οποίο είναι χαρακτηριστικό της ριζοσπαστικότητας των προσεγγίσεών του.
*
Συνεχίζοντας τη διαπραγμάτευση του θέματος, θα έλεγε κανείς ότι η αστυνομική λογοτεχνία, όπως στα έργα του Τζον Γκρίσαμ (1955-) και άλλων στην Αμερική, ή άλλων στη Γαλλία, συνιστά ένα σύγχρονο είδος μυθιστορήματος σε συνάφεια με την περιβάλλουσα αισθητή πραγματικότητα. Αυτό είναι σωστό, μα μόνο σε έναν περιορισμένο βαθμό. Τα έργα του Ζωρζ Σιμενόν (1903- 1989), γραμμένα σε προηγούμενη από τη σημερινή εποχή, προσφέρονται για την ανάδειξη των περιορισμών, στο πεδίο που εξετάζουμε, της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας. Από τη μια είναι τα καθαρόαιμα αστυνομικά με πρωταγωνιστή τον ντέτεκτιβ Μαιγκρέ, στα οποία, στο πλαίσιο της πλοκής, περιγράφεται η ατμόσφαιρα επαρχιώτικων πόλεων της Γαλλίας ή γειτονιών των Παρισίων. Η περιγραφή είναι αριστοτεχνική και κατά κάποιο τρόπο είναι αυτό που θα «έβλεπε» ένας καλλιεργημένος και υποψιασμένος επισκέπτης- αυτό λίγο δεν είναι, ασφαλώς, και προσθέτει μια ιδιαίτερη γοητεία στις περιπέτειες του Μαιγκρέ. Μα είναι τα άλλα έργα του Σιμενόν, τα romans dur, τα «σκληρά μυθιστορήματα» όπως τα ονομάζει ο ίδιος, όπου δια της εμβάθυνσης στην αισθητή πραγματικότητα των περιστάσεων, στα συγκεκριμένα έργα, καταβυθίζεται και μας εισάγει στα σπλάχνα της ανθρώπινης κατάστασης. Τα εμβληματικά βιβλία «Ενας ξένος στο σπίτι» (1940) και «Το μπλε δωμάτιο» (1964), μεταξύ άλλων, θα μπορούσαν να καταταγούν στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Καταλήγοντας, η καλή αστυνομική λογοτεχνία του καιρού μας, με τις πολλές αρετές της, προσομοιάζει περισσότερο στο πρώτο είδος του Σιμενόν, ενώ το παρόν κείμενο αναζητά συνάφειες με το δεύτερο είδος.
Οπότε;
Γιατί μπορεί να μας ενδιαφέρει αυτό το ζήτημα;
Πρώτα απ’όλα, με όλο τον σεβασμό και την αναγνώριση που οφείλουμε σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας, η μονοκαλλιέργεια, δηλαδή η επικράτηση ενός μόνο τρόπου προσέγγισης και ανάπτυξης (οι υψηλής ποιότητας εξαιρέσεις που υπάρχουν απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα) έχει την παθολογία της. Συγκεκριμένα, η απόσταση από την αισθητή πραγματικότητα (την ώρα μάλιστα που παράλληλα εκδηλώνεται, συχνά και από πολλούς συγγραφείς μια επαναλαμβανόμενη λεκτική δυσφορία τόσο για το «άϋλο σύμπαν» που όλο και περισσότερο λέμε ότι μας περιβάλλει, όσο και για την απ-εδαφικοποίηση, την απεμπλοκή μας δηλαδή από τις πραγματικότητες του πεδίου στο οποίο ζούμε), μας εμποδίζει να αντιληφθούμε επί της ουσίας αυτή την πραγματικότητα και να τη διαπραγματευτούμε.
Παραφράζοντας τον Γάλλο φιλόσοφο Ζιλ Ντελέζ των αρχών της δεκαετίας του 1970: « Πώς μπορούμε να κάνουμε ψυχανάλυση εν κενώ, αν δεν συνδέσουμε τις περιπέτειες της ψυχής με την αντιαποικιοκρατική εξέγερση, όπως τον πόλεμο του Βιετνάμ, που αναστατώνει τις μέχρι τώρα πλανητικές βεβαιότητες, ή όλο τον αναβρασμό γύρω από τον Μάη του 68, που ανέτρεψε τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τα ήθη και τις μεταξύ τους σχέσεις, στη Γαλλία και αλλού;» Συμπληρώνοντας, δεν χρειάζεται απαραίτητα να ανοίξουμε τόσο πολύ την βεντάλια, προκειμένου να προσεγγίσουμε την τοποθέτηση του Ντελέζ. Στο πεδίο της γνώριμής μας πραγματικότητας, γνωρίζουμε ότι (και) οι νέοι άνθρωποι στη χώρα μας καταφεύγουν μαζικά στην ψυχανάλυση: είναι οι συνθήκες εργασίας, ο τρόπος που είναι δομημένο το σύστημα παραγωγής, οι γενικές θεωρήσεις της κοινωνίας, άσχετες με τα προβλήματα της ψυχής τους;
Μπορούμε να αντιληφθούμε τον εαυτό μας (χωρίς να εκφυλίσουμε τις αναζητήσεις μας σε έναν ιδιόμορφο αυτισμό), και, κυρίως, να τον εξελίξουμε, αγνοώντας τους άλλους γύρω μας; Ο φημισμένος Ιταλός δημιουργός του νεορεαλισμού Cesare Zavattini (1902-1989) λέει σχετικά σε ένα περίφημο δοκίμιό του: «Αισθάνομαι πως χρωστώ να εμβαθύνω την ανάλυσή μου του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία τη σημερινή: πέρα από τον εαυτό μου, υπάρχουν οι άλλοι…οι άλλοι…οι άλλοι…οι άλλοι έχουν σημασία…οι άνθρωποι που ζούνε γύρω μας, τί κάνουν, πώς ζούνε, είναι καλά, υποφέρουνε μήπως, και γιατί να υποφέρουμε, γιατί πονάνε; Ο,τι συμβαίνει γύρω μας, συχνά μάλιστα το πιο κοινό πράγμα που βλέπουμε στον δρόμο, δίπλα στα πιο σοβαρά γεγονότα, κοντινά ή μακρινά, έχει μια σημασία, μια έννοια ανθρώπινη και κοινωνική, δραματική, και προβάλλει τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου.»
Ασφαλώς, «πολύ νερό έχει κυλήσει κάτω από τη γέφυρα», τόσο από τη δεκαετία του 1970 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όσο, και πολύ περισσότερο, από τον 19ο αιώνα, πολλά μέσα και τρόποι έκφρασης έχουν αλλάξει, πολλές κοινωνικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί ριζικά, μα η αγωνία σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση είναι μια διαχρονική σταθερά των αναζητήσεών μας, έτσι ή αλλιώς. «Θέλω να είμαι πάντα και πριν απ’όλα ένας σύγχρονος: κι’αυτό, γιατί η τέχνη δεν φθάνει σε μια καλλιτεχνική έκφραση, σε μια ανθρώπινη γλώσσα, σε μια γλώσσα κοινωνική και οικουμενική, παρά όταν προσφέρει τη σημασία των γεγονότων, των ομαδικών δραμάτων του καιρού της» συμπληρώνει ο Zavattini.
*
Από κει και πέρα: ποιες είναι οι συνθήκες που συντηρούν αυτή την έλλειψη;
Πολλές μπορεί να είναι οι αιτίες. Η πρώτη ενδέχεται να είναι η εκ των πραγμάτων μεγάλη δυσκολία συνολικής εποπτείας των πραγμάτων. Ζούμε σε μια εποχή, όπως προσφυώς παρατηρεί ο σύγχρονος Ιταλός φιλόσοφος και ψυχαναλυτής Umberto Gallimberti, όπου επικρατεί μια πλήρης διαμερισματοποίηση δραστηριοτήτων και δεξιοτήτων των ανθρώπων: άλλοι είναι για να χορεύουν, άλλοι για να παίζουν ποδόσφαιρο, άλλοι για να γράφουν, άλλοι για να δουλεύουν χειρωνακτικά, κλπ. Ακόμα και οι χώροι είναι για να επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες: η αρρώστια, ο θάνατος και το πένθος, για παράδειγμα, έχουν εξοριστεί από το εσωτερικό του σπιτιού. Ακόμα και ο χορός, η συλλογική διασκέδαση, τα «τραπέζια», γίνονται σχεδόν πάντοτε πια εκτός σπιτιού. Επί πλέον, και στις πολυκατοικίες όπου συγκατοικούν τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι, πρακτικά είναι μεταξύ τους αποξενωμένοι. Χωρίς να εξιδανικεύουμε τις συνθήκες του παρελθόντος (κάθε εποχή έχει τη δική της ατομική και κοινωνική παθολογία, και τις δικές της αρετές), η έννοια «γειτονιά» είναι μετέωρη σήμερα, καθώς δεν αντιστοιχεί σε κάποιο λειτουργικό πλαίσιο. Καταλήγοντας: η οικοδόμηση, κατά το δυνατόν, μιας συνολικής εποπτείας, συνιστά μια πολύ απαιτητική άσκηση του βίου- δεν υπάρχει «βασιλική οδός»: αποκλείεται να αποκτηθεί χωρίς εμπειρίες, μόνο από διαβάσματα-, η οποία άσκηση ξεκινά από την επίγνωση ακριβώς αυτής της έλλειψης.
Μα οι δημιουργοί είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι η κοινωνία καθ’εαυτή. Αισθάνεται άραγε η σύγχρονη κοινωνία την ανάγκη για μια επί της ουσίας συνολική θέαση της πραγματικότητας; Τεράστιο (και πολύ ενδιαφέρον) θέμα, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια του παρόντος κειμένου, οπότε ας αποπειραθούμε να το ψηλαφήσουμε στο περιορισμένο πεδίο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι για πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα υπάρχει μια συστηματική αποφυγή σχεδόν κάθε ουσιαστικής συζήτησης για την ζώσα πραγματικότητα και τα προβλήματά της, με την έννοια της σοβαρής, συγκροτημένης και εμπνευσμένης προσέγγισης των ζητημάτων, ώστε κατά το δυνατόν να αντιμετωπιστούν τα όποια προβλήματα στο φως του ήλιου, και να εξελιχθούν με βιώσιμη προοπτική υπέρ της συλλογικής ευημερίας (όχι στενά της οικονομικής).
Μια «διάρροια λόγου», με συνθηματολογίες, αγοραίες ιδεοληψίες και αδιάκοπες εγκλήσεις και αντεγκλήσεις ή ευγενικά πλην αόριστα ευχολόγια, επικαλύπτουν τη συστηματική αποφυγή της ουσίας, όπως και την πρακτική να αποφασίζονται όλα «κάτω από το τραπέζι»: η Παιδεία και οι στοχεύσεις της, ο ρόλος και η λειτουργία του Δημόσιου και του Ιδιωτικού τομέα, η παραλυτική γραφειοκρατία, η λειτουργία των Κομμάτων, η κατάσταση των λεγόμενων ψυχιατρικών κλινικών, η δυνατότητα να κάνεις μια δημιουργική δουλειά, η αισθητική και η λειτουργικότητα των πόλεων, η ύπαιθρος χώρα, η κατασπατάληση των δημόσιων πόρων σε σκάνδαλα κάθε λογής που ανακοινώνονται πανηγυρικά μόνο για να ξεχαστούν, όλα αυτά μαζί και άλλα περισσότερα, δεν εξετάζονται σε συνάφεια με τη σχέση αιτίου-αιτιατού, παρά μόνο ως επιφαινόμενα…Ολη αυτή η στάση μπορεί να θεωρείται- ανομολόγητα- στενά (ρηχά) συμφεροντολογική, μα μια συνολική θέαση της κατάστασης θα αμφισβητούσε ριζικά αυτή τη θεώρηση: ποιό μπορεί να είναι το συμφέρον μιας κοινωνίας ώστε να φορτώνεται μόνιμα μια τόσο έντονη και διάχυτη κακοριζικιά; Βγαίνουν οι λογαριασμοί με τα συν και τα πλην; Ακόμα περισσότερο που στη σημερινή παγκόσμια αναστάτωση, η κοινωνία καθίσταται έτσι εξαιρετικά ευάλωτη, σε κάθε είδους αναταράξεις;
Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάμε και μια άλλη παράμετρο των εν δυνάμει εξελίξεων: ότι μια τέτοια στάση ενδέχεται να σπρώξει τελικά τους ανθρώπους εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως των προθέσεών τους, όπως το παρατηρούμε σε διάφορες ιστορικές περιόδους όταν τα πράγματα στριμώχνουν πολύ, σε ένα καθεστώς αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην ταπεινή υποταγή και τη γεμάτη μνησικακία βία, φαινόμενα που αναμφισβήτητα δεν προοιωνίζουν κάτι το φωτεινό. Σε συνάφεια με αυτό εκδηλώνεται και ένα άλλο φαινόμενο: όταν γίνεται κατ’εξακολούθηση μια δυσανεκτική αναφορά σε μια διάχυτη κακοριζικιά και ακηδία, χωρίς να αναζητούνται τα αίτιά της, άρα και ο τρόπος άρσης των όποιων προβλημάτων, δημιουργείται μια μόνιμη απώθηση ως προς την πραγματικότητα που μας περιβάλλει («ζούμε σε φαβέλες!» είναι μια σταθερά επαναλαμβανόμενη αγοραία κραυγή, που έρχεται να συναντήσει άλλες ανάλογες κραυγές), η οποία απώθηση στη συνέχεια συνιστά ένα εύφορο έδαφος για την αποκοπή από την πραγματικότητα, και τη δημιουργία «απόλυτων» (συνήθως μετέωρων και αντιορθολογικών) αντιλήψεων, που δεν επιδέχονται συζήτηση ή συνεννόηση.
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγουμε ότι η διάθεση της ελληνικής κοινωνίας για μια συνολική και επί της ουσίας εποπτεία της κατάστασης είναι ασθενική. Δεν μπορεί αυτή η διάσταση να μην αντανακλάται και στους δημιουργούς.
*
Μεταξύ των δημιουργών και της κοινωνίας λειτουργούν οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης, απαραίτητοι στη σύγχρονη ζωή ώστε να κοινωνούνται τα έργα. Με δεδομένη την κατάσταση που περιγράψαμε, υπάρχουν και εκεί προβλήματα. Πολύ σχηματικά: αν μεταφερθούμε από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο (τα επί μέρους πεδία της Τέχνης είναι διαφορετικά, μα λειτουργούν μεταξύ τους ως συγκοινωνούντα δοχεία), πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί χρηματοδότηση και ποια υποστήριξη θα υπάρξει από τα μεγάλα ΜΜΕ για μια ταινία που η θεματολογία της έχει συνάφεια με τα προαναφερθέντα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας;
Το δένδρο της θεωρίας είναι γκρίζο, μα τα φύλλα μπορεί να είναι πράσινα
Αν η γενική κατάσταση χαρακτηρίζεται από στοιχεία όπως αυτά στα οποία αναφερθήκαμε, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν παντού άνθρωποι στη χώρα μας που «το μάτι τους παίζει», που ενδιαφέρονται για μια ζωή εμπνευσμένη και ποιοτική, και μάλιστα θέλουν να συμβάλλουν κατά το δυνατόν στη δημιουργία συνθηκών τέτοιας ανάπτυξης. Σ’αυτούς τους ανθρώπους απευθυνόμαστε ζητώντας τις ιδέες και τα σχόλιά τους. Κι έπειτα, η εξέλιξη των κοινωνιών παρουσιάζει κάθε τόσο απρόβλεπτες ανατροπές, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αν δεν μιλήσουμε ουσιαστικά για τα πράγματα, πώς θα βοηθήσουμε ώστε αυτό που θάρθει να είναι το καλλίτερο, αντί για το χειρότερο;
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, κλείνουμε με ένα σχετικό κείμενο του Alain (ψευδώνυμο του Emile- Auguste Chartier, 1858-1951, φιλοσόφου στα πεδία της πολιτικής και της τέχνης), μεταφρασμένο από τον Αντώνη Μοσχοβάκη, αναφερόμενο στον Μπαλζάκ, τον συγγραφέα που ξεκινά ένα από τα αριστουργήματά του, το μυθιστόρημα «Χαμένες ψευδαισθήσεις» με μια αναλυτική περιγραφή μιας καινούριας τυπογραφικής μηχανής:
«…Τι γύρεψα στον Μπαλζάκ, έξω από την απόλαυση να διαβάζω; Γύρεψα ιδέες φορτωμένες από ύλη και γεννημένες από το έδαφος. Ιδέες που να έχουν πρόσωπα. Έτσι, όχι οικονομία, αλλά οικονόμους που «μαστορεύουν» στη γωνιά τους: ο Γκραντέ, ο Γκομπτσέκ, ο Μπενασίς, ο Οσόν, ο Λα Μπωντραί. Όχι πολιτική, αλλά πολιτικούς ίδια μυστηριακούς σαν τους γάτους. Όχι τη συνόψιση των παθών του έρωτα, αλλά ερωτευμένους, πλούσιους ή φτωχούς, εύπιστους ή ζηλιάρηδες, ευτυχισμένους ή δυστυχισμένους….Μας συμβαίνει καμμιά φορά να καταδικάζουμε την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά από σύγκριση με μια αφηρημένη τελειότητα, που δεν υπάρχει. Αντίθετα, το δεδομένο, ακόμα και για τον πιο τολμηρό αναμορφωτή, πρέπει να είναι η ίδια η ανθρωπότητα, έτσι όπως είναι κατασκηνωμένη στο χώμα κι έτσι όπως ξεφωνίζει ασυνάρτητα…Ο Μπαλζάκ θεραπεύει από τη μισανθρωπία. Σ’αυτό είναι καλός, μ’όλα αυτά τα αλυσοδεμένα δαιμόνια, χαμηλά, ψηλά, παντού εφευρέτες και ποιητές, που σκέφτονται κατά το σχήμα τους και ως προς τη θέση που έχουν στα πράγματα. Να τους καταλάβεις καλά, να όλη η υπόθεση και να συγχωρήσεις, αυτονόητο. Πρόσεξα πως, ακόμα και για να σκεφτείς αληθινά τους ανθρώπους, πρέπει να τους αγαπάς μ’αυτό τον τραχύ τρόπο που μας μαθαίνει ο Μπαλζάκ…»
—————————————————————————————————–
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.