Λόγος της κρίσης (του Παναγιώτη Βλάχου)

0
298

του Παναγιώτη Βλάχου

[… Εγώ δεν έχω ευαισθησίες νομίζετε; Προχτές παραλίγο να καθυστερήσω στη δουλειά μου για να περάσω απέναντι τον τυφλό, αλλά ο τυφλός ήταν κύριος, πεντακάθαρος, εδώ αυτός είναι βρώμικος, βρωμάει, δεν έχει ποτέ του πλυθεί, στραβοί είστε;]

 

Το βιβλίο Σύνταγμα-ΚΑΤ είναι ένα αλεξικέραυνο. Και ως αλεξικέραυνο, έχει αυτό το παράδοξο: όταν είσαι κοντά του κινδυνεύεις να καείς και ταυτόχρονα αποτελεί μια ασπίδα προστασίας.

Ένας οδηγός λεωφορείου κάνει το τακτικό του δρομολόγιο, Σύνταγμα-ΚΑΤ. Στην αρχή της διαδρομής επιβιβάζεται στο λεωφορείο ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος-αντικείμενο, ένας άνθρωπος σκουπίδι ή απόρριμμα. Ένα κάτι φασκιωμένο από γάζες, βρώμικο, βλαβερό, πηγή αρρώστιας, πηγή αηδίας. Στο μυαλό του οδηγού δεν φέρνει επάνω του τίποτα από όλα εκείνα που στοιχειοθετούν την ανθρώπινη υπόσταση. Υπό μία έννοια θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε έναν Homo sacer, ένα εξάγιστο άνθρωπο, έναν εξόριστο από την κοινωνία άνθρωπο χωρίς πλέον δικαιώματα που ακόμα και ο θάνατός του δεν λογίζεται ως έγκλημα.

Τι αποτελεί αυτός ο άνθρωπος για τον οδηγό; Σίγουρα δεν είναι αυτό που του δήλωσε: διαβητικός που πηγαίνει στο ΚΑΤ για να βοηθηθεί. Είναι οτιδήποτε άλλο: ναρκομανής, άστεγος, ζητιάνος, αλήτης, φορέας ηπατίτιδας β και πάει λέγοντας. Στο βιβλίο δεν τον ακούμε να μιλάει. Το μόνο που ακούμε είναι οι σκέψεις του οδηγού. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, μιας και το πρώτιστο στην καθιέρωση της ανθρώπινης υπόστασης είναι το δικαίωμα στην ομιλία. Αυτός ο άνθρωπος σκουπίδι, έγινε ο πυροκροτητής που πυροδότησε πολλά πράγματα. Φόβο, ανασφάλεια, αηδία, σίγουρα πάντως όχι σύγχυση στο μυαλό του οδηγού. Εκεί η απάντηση ήδη είχε δοθεί. Όλα είναι εντάξει.

Παρακολουθώντας την πορεία του οδηγού από στάση σε στάση αισθάνεσαι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όλα είναι γνωστά. Το κέλυφος της πόλης, οι δρόμοι της, τα αλλοτινά στολίδια της που τώρα παρακμάζουν. Ωστόσο περισσότερο γνωστά είναι όλα εκείνα που κατοικούν στο μυαλό του. Τα παράπονα για όσα του συμβαίνουν, η αδυναμία του να ανταπεξέλθει στα δύσκολα, οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάντια. Είναι συμπυκνωμένα όλα αυτά που συζητήσαμε και συζητάμε ακόμη.

Από στάση σε στάση ξεδιπλώνεται ένας λόγος που καταπιάνεται με κάθε διαφορετικότητα και με κάθε παρέκκλιση μιας κατασκευασμένης κανονικότητας: Εβραίοι, Ρώσοι, Αλβανοί, Πακιστανοί, Τσιγγάνοι, φεμινίστριες, κουνιστοί, οι αστοί των βορείων προαστίων, τα παιδιά των αστών των βορείων προαστίων, εφοπλιστές και πλούσιοι, οι γυναίκες που δεν ξέρουν να κρατήσουν το σπίτι τους, Αφρικανοί, οι διαφορετικές γλώσσες, η τέχνη. Και όλα αυτά είναι η αιτία του κακού.

Τι είναι κρίση; Τι είναι αυτό που ονομάζουμε κρίση; Είναι μια κατάρρευση. Πολλά από εκείνα που στο παρελθόν αποτελούσαν βασικούς πυλώνες στη ζωή μας, που έδιναν όραμα, προοπτική και συνεκτικότητα, αμφισβητήθηκαν, έπαψαν να υπάρχουν. Υπάρχει ωστόσο ένα ιδιαίτερο στοιχείο της κατάρρευσης, πιο σημαντικό και το πιο επικίνδυνο. Είναι η κατάρρευση της αλήθειας. Το γεγονός πως δεν υπάρχει κανένας εγγυητής που να βεβαιώνει την αλήθεια των πραγμάτων, πως γι’ αυτό τον λόγο συμβαίνουν, πως έτσι ερμηνεύονται. Και ακόμη περισσότερο πως είναι τόσο πολλοί εκείνοι που πιστεύουν πως γνωρίζουν, που κατέχουν την αλήθεια, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την κατοχή της, που στο τέλος αυτό το πολλοί ισοδυναμεί με το τίποτα. Και ακόμη περισσότερο, ο καθένας από εμάς μπορεί να τοποθετεί τον εαυτό του σε καθεστώς προνομιακής εξαίρεσης. Εγώ ξέρω. Μαζί με αυτό το φαινόμενο της αλήθειας που τραμπαλίζεται καταρρέει και η εμπιστοσύνη. Κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν. Κανείς δεν ακούει κανέναν. Ακούει μόνο τον εαυτό του.

Εδώ είμαστε. Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη, ως πιστή γραμματέας, καταγράφει τα λόγια που κατοικούν στο μυαλό αυτού του οδηγού. Τα λόγια αυτά συγκροτούν έναν λόγο. Αναφέρει το οπισθόφυλλο: «Έναν λόγο παραληρηματικό, σκληρό, κοινότοπο, φοβικό. […] Και καθώς ο οδηγός πλησιάζει προς το τέρμα ο λόγος γίνεται πιο έξαλλος, ένα κήρυγμα μίσους». Έτσι είναι. Είναι από τα οπισθόφυλλα που δεν αποκρύπτουν την αλήθεια. Δεν παραπλανούν τον αναγνώστη.

Αυτά τα λόγια που κατοικούν στο κεφάλι του, έχουν εγκατασταθεί εκεί. Αλλά από κάπου τον επισκέφτηκαν. Έχουν την μήτρα τους σε πολλά από εκείνα που τα τελευταία χρόνια αλλά και στο παρελθόν διακινήθηκαν είτε ως συγκροτημένες απόψεις, είτε ως  απλές σκέψεις που επιζητούν συγκρότηση. Όσο διαρκεί η διαδρομή οι σκέψεις διαρκώς πυκνώνουν και αποκτούν συνοχή. Αλλά όταν κάτι συμπιέζεται και δεν υπάρχει μια ασφαλιστική δικλείδα διαφυγής τότε αυτό που πρέπει να αναμένουμε είναι ένα acting out, ένα πέρασμα στην πράξη.

Το τέλος του βιβλίου παραμένει ανοιχτό, αν και διαφαίνεται μία πρόθεση φόνου. Το σπάσιμο δηλαδή ενός εκ των κρίκων της αλυσίδας που συνθέτει τον κοινωνικό δεσμό. Την προσπάθεια συμβίωσης μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή η πρόθεση φόνου, αν και πρόθεση, είναι μια πράξη με ιδιαίτερο συμβολικό περιεχόμενο. Ορίζει μία αλλαγή. Το πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη. Αλλιώς παραμένει ένα αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Με αυτό τον τρόπο αναφέρομαι εδώ στον φόνο ως μύθο. Αλλά αυτή η πρόθεση για φόνο σε τι αλλαγή θα οδηγούσε; Τι αλλαγή μπορεί να επιφέρει ο φόνος του θύματος και όχι του θύτη; Είναι σαν να επαναδιατυπώνουμε το αίνιγμα της Σφίγγας, το ερώτημα που σπέρνει τον όλεθρο στην πόλη της Θήβας καταβροχθίζοντας τη νιότη της.

Ο οδηγός νοσταλγεί. Η απάντησή του στην προσωπική και κοινωνική κρίση είναι η επιστροφή στο ήδη γνωστό. Αν υπάρχει ωστόσο κάτι που χρειάζεται να νοσταλγούμε είναι αυτό που δεν βρέθηκε ακόμη. Όχι κατ’ ανάγκη οι μικροί προσωπικοί παράδεισοι όπου ζήσαμε, όπου αισθανόμασταν ασφαλείς και που τρέφουμε την υψηλή φαντασίωση πως μπορούν να υπάρχουν διαρκώς. Σίγουρα είναι σημαντική αυτή η φαντασίωση μέσα στην δυσφορία του πολιτισμού, αλλά δεν αρκεί.

Αυτό είναι το πρώτο θεμελιακό λάθος στη σκέψη του οδηγού. Πως δεν υπάρχει συγκρότηση ταυτότητας του ενός χωρίς την ύπαρξη του άλλου, του διαφορετικού. Πως αυτό το κάτι, που ήταν και δεν ήταν άνθρωπος, και που μπήκε στο λεωφορείο του θα είναι πάντα ο ξενιστής στη φαντασίωση μιας ευτυχούς ολοκληρωμένης ζωής. Ένας ξενιστής που θα μας υπενθυμίζει το είδος του ανθρώπου που είμαστε και το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να έχουμε. Το δεύτερο θεμελιακό λάθος στη σκέψη του έχει να κάνει με την άγνοια. Αυτόν τον ξενιστή δεν είναι δυνατόν να τον σκοτώσεις. Θα μας επισκέπτεται πάντα με διάφορες μορφές. Είτε σαν πρόσφυγας, είτε σαν αποτυχημένος έρωτας, είτε σαν ματαιωμένη προσδοκία, είτε σαν μια επίπονη ασθένεια. Το τρίτο θεμελιακό λάθος στην σκέψη του είναι πως κάθε φορά που φαντασιώνεται πως τον σκοτώνει στην πραγματικότητα ήδη δολοφονεί κάτι από τον εαυτό του και από την κοινωνία του. Δολοφονεί κυρίως τη δυνατότητα πως παρά τα πισωγυρίσματα του ανθρώπου και της ιστορίας, υπάρχει πάντα μια ευκαιρία διαφυγής από τη βαρβαρότητα.

Το Σύνταγμα-ΚΑΤ με έναν διαφορετικό τρόπο σκιαγραφεί εκείνο που ο Ουμπέρτο Έκο προσδιόριζε, με τα δεκατέσσερα σημεία του, ως ψυχολογία του πρωτοφασισμού. Αλλά δεν την διαπραγματεύεται με τον ορθό λόγο, με την επιστήμη. Το κάνει με τη δυνατότητα της ελευθερίας που προσφέρει η λογοτεχνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά την ηθική ενός πράγματι πολύπαθου ανθρώπου. Μια ηθική που δεν αναζητά ισορροπίες στις πολύπλοκες αντιφάσεις του κόσμου αλλά οδηγείται αναπόφευκτα σε αποκλεισμούς και σε μια de facto στάση που λέει: ή εγώ ή αυτός. Στο μυαλό του οδηγού υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ζήσει κάποιος τη ζωή του. Είναι ο δικός του τρόπος. Αν κάποιος τον ακολουθούσε θα ήταν όλα διαφορετικά σε αυτό τον τόπο. Είναι ο τρόπος που ίδιος μεγάλωσε, ο τρόπος που ο ίδιος διαχειρίζεται την οικογένεια του, ο τρόπος που ο ίδιος αντιλαμβάνεται τις ηθικές επιταγές ενός θεού που πιστεύει. Είναι η ηθική του. Δεν τίθεται καν το ερώτημα αν ο ίδιος δεν έκανε κάτι σωστά. Τι απουσιάζει από τη σκέψη του οδηγού; Η αμφιβολία. Από τι είναι πλήρες το μυαλό του οδηγού; Από βεβαιότητα.

Το βιβλίο δεν διαπραγματεύεται το μίσος, αλλά αυτό είναι διάχυτο, κυκλοφορεί ανάμεσα στις λέξεις. Δεν υπάρχει πραγματικό γεγονός που το γέννησε, υπάρχει όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η κρίση. Και η κρίση γεννά όλες τις περιπτώσεις του μίσους σε φαντασιακό επίπεδο. Μίσος από πεποίθηση υπεροχής, από μνησικακία, από τον φόβο του φόβου. Και οι τρεις περιπτώσεις παίζουν στις σκέψεις του οδηγού. Ο φόβος του φόβου είναι η πιο εμφατική περίπτωση. Τον οδηγεί αναπόφευκτα σε κάτι το σωματικό. Πέρα από το γεγονός πως κρατά το σώμα του σε διαρκή ένταση που αναζητά εκτόνωση, κυριαρχεί η αηδία. Το σώμα του άλλου είναι βρώμικο, μυρίζει, σήπεται. Το σώμα του άλλου δεν έχει τίποτα από τον έρωτα της ζωής, είναι φορέας θανάτου. Πρέπει λοιπόν να εξαφανιστεί.

Το βιβλίο είναι μικρό, ευκολοδιάβαστο αλλά όχι εύκολο. Επειδή σου επιτρέπει και δεν σου επιτρέπει την εύκολη ταύτιση. Είναι ένας μονόλογος. Το χαρακτηρίζει ο ρυθμός. Η γραφή τόσο κοντά στην αμεσότητα του προφορικού λόγου, δεν έπεσε στην ευκολία να τον υιοθετήσει. Θα ήταν ένα ρεπορτάζ. Αλλά το βιβλίο Σύνταγμα-ΚΑΤ είναι λογοτεχνία. Η ιδιαιτερότητά του δεν ορίζεται μόνο από το τι λέει και το πώς το λέει, τα λέει σίγουρα πολύ καλά, αλλά κυρίως από το τι δεν λέει και το πώς δεν το λέει. Υπάρχουν στιγμές στην εξιστόρηση όπου ο οδηγός θα μπορούσε να ματαιώσει την πρόθεση φόνου, αλλά η Χριστίνα Φραγκεσκάκη αποφεύγει να το πει. Δεν έχει λόγο να το κάνει. Είναι η καλή πλευρά της λογοτεχνίας. Το κείμενο παραμένει ανοιχτό, επειδή το βιβλίο λειτουργεί ως καθρέφτης.

Ανέφερα στην αρχή πως το βιβλίο έχει αυτό το παράδοξο του αλεξικέραυνου. Όταν είσαι κοντά του μπορεί να σε κάψει ή να αποτελέσει μια ασπίδα προστασίας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή μπορεί να αναγνωρίσουμε πολλές από τις δυσκολίες του οδηγού ως δικές μας. Το ζήτημα είναι πώς θα τις ερμηνεύσουμε και πού θα αποδώσουμε τις αιτίες τους. Κινδυνεύουμε να μας καταπιεί η λογική της ηθικής των βεβαιοτήτων του οδηγού και όχι των ερωτημάτων. Τότε θα έχουμε νομιμοποιήσει αυτή την πορεία των σκέψεων του οδηγού προς τον φόνο. Θα έχουμε νομιμοποιήσει τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, του Παύλου Φύσσα, τις επιθέσεις σε οτιδήποτε δεν ταιριάζει στον κόσμο μας.

Το Σύνταγμα-ΚΑΤ δεν είναι ένα βιβλίο για την Κρίση. Είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε μέσα στην Κρίση, είναι ένα παιδί της Κρίσης.

 

 

info: Χριστίνα Φραγκεσκάκη, Σύνταγμα – ΚΑΤ, Κέδρος

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ αληθινή ταυτότητα και το φαίνεσθαι  (της Λίλιας Τσούβα)
Επόμενο άρθροΠοίηση στα χρόνια της κρίσης (του Βαγγέλη Καραμανωλάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ