του Σπύρου Κακουριώτη
Παρήλθε η δισεκατονταετηρίδα, παρήλθε και η επέτειος των 201 ετών, κι όμως η εκδοτική παραγωγή για το 1821 συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς, καθώς μερικές από τις σημαντικότερες σχετικές μελέτες εκδόθηκαν τους πρώτους μήνες του 2022 ή στην εκπνοή της επετειακής χρονιάς, όπως το έργο του Mark Mazower, Η ελληνική επανάσταση, για το οποίο γράψαμε χωριστά. Φαίνεται πως η στιγμή για ένα συνολικό απολογισμό της ιστοριογραφικής παραγωγής που πυροδότησε η επέτειος των 200 χρόνων δεν έχει φτάσει ακόμη…
Είναι η 6η συλλογή βιβλίων για το 1821.
Κωνσταντίνα Ζάνου, Τραυλίζοντας το έθνος: Διεθνικός πατριωτισμός στη Μεσόγειο, 1800-1850, Αλεξάνδρεια
Μέσα από την πορεία μιας γενιάς διανοουμένων που γεννήθηκαν σε αυτοκρατορίες αλλά ενηλικιώθηκαν σε έναν κόσμο που τον όριζε η γλώσσα του εθνικισμού, την οποία, σε μεγάλο βαθμό, είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι, η Κωνσταντίνα Ζάνου, καθηγήτρια Ιταλικής και Μεσογειακής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia, διερευνά τη μακρά διαδικασία μετάβασης από τον κόσμο των αυτοκρατοριών σε εκείνον των εθνικών κρατών. Στο βιβλίο της Τραυλίζοντας το έθνος αφηγείται την ιστορία διανοουμένων και πολιτικών στοχαστών από τα Επτάνησα, που βίωσαν την κατάρρευση της Ενετικής Δημοκρατίας και τη διάλυση του κοινού πολιτιστικού και πολιτικού χώρου της Αδριατικής, συμβάλλοντας στη δημιουργία του ιταλικού και του ελληνικού εθνικισμού. Μέσα από το λησμονημένο πνευματικό σύμπαν από το οποίο προήλθαν και στο οποίο έδρασαν αναδύεται ένας κόσμος που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές πολιτισμικές, πνευματικές και πολιτικές συσχετίσεις, ένας κόσμος που θάφτηκε κάτω από τη συμβατική αφήγηση για τον σχηματισμό των εθνικών κρατών. Ποιητές και πολιτικοί, όπως ο Ugo Foscolo, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ιωάννης Καποδίστριας ή ο Niccolo Tommaseo, που θεωρούνται «εθνικοί ποιητές» ή «εθνικοί ηγέτες» για την Ελλάδα και την Ιταλία, επανεγγράφονται στο περιφερειακό και πολυπολιτισμικό τους πλαίσιο, αποτελώντας φωτεινά παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο τα έθνη αποτέλεσαν προϊόν ανάμειξης, παρά σύγκρουσης, ιδεών σχετικά με την αυτοκρατορία και τον φιλελευθερισμό, τον Διαφωτισμό και τη θρησκεία, την επανάσταση και τον συντηρητισμό, την Ανατολή και τη Δύση. Επανεξετάζοντας την προέλευση του ιταλικού και του ελληνικού εθνικισμού, και των αντίστοιχων κρατών, η ιστορικός υπογραμμίζει στη μελέτη της τους πνευματικούς δεσμούς της ιταλικής χερσονήσου, της Ελλάδας και της Ρωσίας, αποκαθιστώντας τον χαμένο κρίκο που συνδέει τα μεταβαλλόμενα γεωπολιτικά πλαίσια της δυτικής Ευρώπης, της Μεσογείου και των Βαλκανίων κατά την Εποχή των Επαναστάσεων.
Historein, 1821: What made it Greek? What made it Revolutionary?, Vol. 20.1 (2021)
«1821: Τι το έκανε ελληνικό και τι επαναστατικό;» Επιλέγοντας αυτόν τον τίτλο για το ειδικό αφιερωματικό του τεύχος το αγγλόφωνο περιοδικό ιστορικών σπουδών Ιστορείν, επιχειρεί, μέσα από τα άρθρα που φιλοξενεί, να προσεγγίσει τα γεγονότα της Επανάστασης πέρα από την τελεολογία που συνήθως χαρακτηρίζει κάθε αφήγηση για το ’21. Όπως σημειώνουν στην εισαγωγή τους οι ιστορικοί Άντα Διάλλα και Γιάννης Κοτσώνης («1821 and the Crooked Line to the Nation-State»), μέσα από τις σελίδες του περιοδικού η Ελληνική Επανάσταση προσεγγίζεται ως μια σύνθετη ιστορική διαδικασία, που εμπεριέχει τη δυναμική πολλών και συχνά αντιθετικών τάσεων, μεταξύ των οποίων και παραμέτρων που δεν ήταν αναμενόμενες, αλλά υπήρξαν αποτέλεσμα τυχαίων, ανοργάνωτων και υποκειμενικών παραγόντων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία του ελληνικού κράτους, και του έθνους που υφίσταται εντός του, αντιμετωπίζεται μάλλον ως ένα από τα πολλά ενδεχόμενα παρά ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επανάστασης. Τα κείμενα του αφιερώματος επικεντρώνονται στις διαπεριφερειακές προσεγγίσεις και στη μεταφορά ιδεών, συμβόλων και εννοιών από το ένα πολιτισμικό περιβάλλον στο άλλο, στη ρευστότητα των εννοιών. Εξετάζουν τα επαναστατικά γεγονότα ενταγμένα μέσα σε διαφορετικά πλαίσια: το ευρωπαϊκό, το οθωμανικό, το βαλκανικό και το μεσογειακό, ασφαλώς, έναν χώρο όπου όλες οι αυτοκρατορίες διασταυρώνονταν, σύμφωνα με την γεωπολιτική λογική και τα συμφέροντά τους. Στο αφιέρωμα συμμετέχουν με άρθρα του οι ιστορικοί Ντην Κωνσταντάρας («Sources of Political and Social Unrest in the Peloponnese on the Eve of the Revolution»), Θανάσης Μπαρλαγιάννης («From Warriors to Soldiers: Regularising Military Logistics and the Emergence of Military Medicine. The Case of the Armatoles (c. 1800-1831)»), Μιχάλης Σωτηρόπουλος («“United we stand, divided we fall”: Sovereignty and Government during the Greek Revolution, 1821-1828»), Δημήτρης Δημητρόπουλος («The Capture of the Ship Ayios Ioannis Theologos in the Summer of 1825: An Investigation of Limits»), Δημήτρης Κουσουρής («The Catholic Communities of the Aegean Archipelago during the Greek Revolution, 1821-1830»), Ευδόξιος Δοξιάδης («Neophotistoi and Apostates: Greece and Conversion in the Nineteenth Century»), Άντα Διάλλα («Imperial Rhetoric and Revolutionary Practice: The Greek 1821»), Άννα Καρακατσούλη («French Involvement in the Greek War of Independence») και Peter Hill («Mount Lebanon and Greece: Mediterranean Crosscurrents, 1821-1841»). Η πρόσβαση σε αυτό, όπως και σε όλα τα τεύχη του Historein, είναι ελεύθερη.
Μιχάλης Σωτηρόπουλος, Η ιστορία και η Επανάσταση, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΚΕΑΕ
Μια κριτική επισκόπηση της ιστοριογραφίας για την Ελληνική Επανάσταση επιχειρεί η μελέτη του Μιχάλη Σωτηρόπουλου, η οποία αποτελεί μέρος της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και είναι ελευθέρα προσβάσιμη στο Διαδίκτυο. Η σχετική ιστοριογραφία, επισημαίνει ο συγγραφέας, η οποία ξεκινάει, παραδόξως, μέσα στην επαναστατική δεκαετία, έχει μέχρι σήμερα κινηθεί βασισμένη σε τρία, κυρίως, ερμηνευτικά πλαίσια, τα οποία διαμορφώθηκαν ως δίπολα αντιτιθέμενων ερμηνειών. Το πρώτο αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ μιας «εθνικής» και μιας «κοινωνικής» ερμηνείας του 1821. Ακολούθησε το δίπολο «νεωτερικής» ή «παραδοσιακής» επανάστασης, προϊόν μιας «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας, ηγεμονικής για χρόνια. Το τελευταίο, πιο πρόσφατο και λιγότερο πολεμικό, είναι αυτό που αντιμετωπίζει την επανάσταση είτε ως «ευρωπαϊκή», αλλά με κριτική διάθεση απέναντι στο εκσυγχρονιστικό πλαίσιο, είτε ως κατά βάση «οθωμανική». Η μελέτη, μολονότι επισκοπεί τα επιστημολογικά και μεθοδολογικά θεμέλια όλων αυτών των πλαισίων, δίνει έμφαση στο τελευταίο. Εξετάζει τους ερευνητικούς δρόμους που ανοίγει (όπως είναι η πιο περίπλοκη πρόσληψη της νεωτερικότητας και της γεωγραφίας του πολιτισμού, η έμφαση στην τοπικότητα, αλλά και στο οθωμανικό και το ευρύτερο περιφερειακό πλαίσιο), αλλά και σημαντικά μειονεκτήματα που το χαρακτηρίζουν, όπως η έμφαση στη συγκυρία και η αδυναμία να συνδέσει το εμπειρικό υλικό με ευρύτερες διαδικασίες και ερμηνευτικά σχήματα. Τέλος, η μελέτη, αφενός, προτείνει έναν οδηγό για μελλοντική έρευνα που αξιοποιεί τις στροφές της πρόσφατης ιστοριογραφίας («εννοιολογική», «χωρική», «παγκόσμια»), αφετέρου, να δείξει τη σημασία της Ελληνικής Επανάστασης ως μιας περίπτωσης που είχε πολλές ομοιότητες με τα κινήματα στον εξωευρωπαϊκό κόσμο –κάτι ιστοριογραφικά προκλητικό, αφού αν περιπτώσεις όπως η ελληνική, αλλά και η σικελική, η ισπανική κ.ά., είχαν τόσα κοινά με διαδικασίες που συντελούνταν στον αποικιοκρατούμενο κόσμο, πόσο νόημα έχουν αυτές οι διακρίσεις; Με άλλα λόγια, πόσο «ευρωπαϊκή» ήταν η ιστορία της Ευρώπης;
Β. Γούναρης – Δ. Λυβάνιος (επιμ.), Άγνωστες πτυχές του ’21, University Studio Press
Τη συμβολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στους εορτασμούς της δισεκατονταετηρίδας αποτυπώνει ο παρών συλλογικός τόμος, στον οποίο περιλαμβάνονται εργασίες «νέων» ιστορικών, δηλαδή ερευνητών που συνήθως απασχολούνται στο πανεπιστήμιο σε συνθήκες επισφάλειας, αποτελώντας το λεγόμενο «επιστημονικό πρεκαριάτο», χωρίς σταθερή σχέση εργασίας στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας. Αυτό, βέβαια, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο αναγνώστης του συλλογικού τόμου, δεν τους/τις κάνει λιγότερο παραγωγικούς ή τις εργασίες τους λιγότερο σημαντικές. Ο τόμος, τελικό προϊόν ερευνητικού προγράμματος που είχε στόχο να αναδείξει αυτές ακριβώς τις αρετές, διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στους εορτασμούς και τις αναπαραστάσεις του 1821 στο ΑΠΘ (Στάθης Πουλιάσης), στη Νάουσα, με την κατασκευή ενός μακεδονικού Ζάλογγου (Γεωργία Βλαχοδήμου), κατά τη διάρκεια της εκατονταετηρίδας (Χρήστος Μανδατζής), αλλά και στις απεικονίσεις της μετεπαναστατικής πορείας των αγωνιστών (Σωτηρούλα Βασιλείου). Η δεύτερη αφορά μελέτες που εκμεταλλεύονται ανέκδοτο αρχειακό υλικό, από τα σερβικά αρχεία (Jasmina I. Tomasevic), τις οθωμανικές πηγές (Χρήστος Κυριακόπουλος), την αλληλογραφία για την τύχη των αιχμαλώτων του Αγώνα (Αλέξης Ντάσιος – Σπύρος Γαστεράτος), ενετικές και οθωμανικές πηγές για τον αρματολισμό (Κώστας Σαρρής). Τέλος, η τρίτη ενότητα περιέχει τέσσερις μελέτες που κάνουν εκτεταμένη χρήση δευτερογενών πηγών, όπως είναι οι εφημερίδες της Επανάστασης και ο δημόσιος λόγος τους (Κωνσταντίνος Διώγος), οι ρωσικές πηγές για τις εγγράμματες ελίτ και τη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση (Μαριάννα Χεριανίδου), η τουρκική ιστοριογραφία για το 1821 (Μαρία Ντισλή) ή η Μικρά Ασία κατά την ίδια περίοδο (Ευμορφία Πεγνίογλου). Όπως σημειώνει ο εκ των επιμελητών Βασίλης Γούναρης, καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ, «τα κενά των γνώσεών μας για την Επανάσταση είναι πολλά, το διαθέσιμο υλικό προς μελέτη άφθονο και τα νέα ερωτήματα ανεξάντλητα».
Θανάσης Μπαρλαγιάννης, Ιατρική ιστορία της Επανάστασης του 1821. Οι απαρχές της συγκρότησης της ελληνικής δημόσιας υγείας 1790-1831, ΕΑΠ
Με ένα συνθετικό εγχείρημα γύρω από μια σειρά θεμάτων με άξονα την ιατρική και τη δημόσια υγεία κατά την περίοδο της πολεμικής δεκαετίας που ακολούθησε την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και των τριών δεκαετιών που προηγήθηκαν, ο συγγραφέας, ιστορικός με ειδίκευση στη δημόσια υγεία, προσφέρει μία μελέτη κοινωνικής ιστορίας της Επανάστασης. Η ιατρική και οι επαγγελματίες της, οι θεσμοί και τα οικονομικά της υγείας, αλλά και οι επιδημίες και η αντιμετώπισή τους, οι συνθήκες υγιεινής, η περίθαλψη και η πρόνοια εξετάζονται μέσα από αρχειακές πηγές και ειδικές μελέτες. Η πραγμάτευση ξεκινά με μια επισκόπηση των αλλαγών που παρατηρούνται κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα στην οθωμανική διακυβέρνηση της υγείας και του σώματος. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι δημογραφικές και υγειονομικές συνέπειες της Επανάστασης, ενώ ένα κεφάλαιο αφιερώνεται στη στρατιωτική ιατρική, στο πεδίο της μάχης ή στα μετόπισθεν, σε ιδιωτικό ή θεσμικό επίπεδο. Τέλος, ο συγγραφέας μελετά τους μηχανισμούς ιατρικής διαχείρισης της ένδειας, καθώς και του ελέγχου της γεωγραφικής εξάπλωσης της αρρώστιας, ιδίως της πανώλης, και η διαδικασία καθορισμού των γεωγραφικών υγειονομικών συνόρων του αρτισύστατου κράτους. Επικεντρώνοντας σε αυτόν τον εξειδικευμένο κλάδο της ιστοριογραφίας, ο οποίος τοποθετεί στο κέντρο των κοινωνικών και ιστορικών διαδικασιών τη βιολογία, ο συγγραφέας, μελετώντας τους λόγους περί σώματος και υγείας, καθώς και τις κοινωνικές, υγειονομικές και ιατρικές πρακτικές, επιχειρεί να μελετήσει τους μηχανισμούς που, μέσα από τη βιαιότητα αλλά και τις ανατροπές των επαναστατικών χρόνων, επιτάχυναν τις διαδικασίες εμπέδωσης της λογικής της δημόσιας υγείας, η οποία υποστήριξε τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Έτσι, μέσα από τις σελίδες της μελέτης, καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο η ανάδειξη ενός δυναμικού ιατρικού και γραφειοκρατικού προσωπικού, οι επιδράσεις των φιλελλήνων αλλά και της ίδιας της ιατρικής των αρχών του 19ου αιώνα, που προωθούσε την αποϊεροποίηση του σώματος και του πολιτικού, συνέβαλαν στη θεσμοποίηση και τη σταθεροποίηση των μετασχηματισμών στη Νότια Βαλκανική, ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες συγκρότησης της ελληνικής δημόσιας υγείας.
Μιχάλης Φέστας, Το οικιστικό πλέγμα της Πελοποννήσου στα χρόνια της Επανάστασης, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΚΕΑΕ
Σε ένα ζήτημα που δεν συγκέντρωσε συστηματικά το ενδιαφέρον της ιστοριογραφικής παραγωγής σχετικά με τα χρόνια της Επανάστασης, αυτό του πληθυσμού του ελληνικού χώρου και της συγκρότησης του εκάστοτε οικιστικού δικτύου, επικεντρώνεται η ανά χείρας μελέτη, που αποτελεί μέρος της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και είναι ελευθέρα προσβάσιμη στο Διαδίκτυο. Μελέτες ιστορικής δημογραφίας που να θέτουν ως κεντρικό τους ερώτημα τις αλλαγές που επήλθαν στον πληθυσμό των επαναστατημένων περιοχών κατά το χρονικό διάστημα από το 1821 έως το 1832 σπανίζουν, ενώ ο αντίκτυπος της Επανάστασης στον πληθυσμό μελετήθηκε κυρίως μέσα από το πρίσμα των προσφυγικών μετακινήσεων. Για τον συγγραφέα της παρούσας μελέτης, ο χώρος δεν γίνεται αντιληπτός απλώς ως σκηνικό διεξαγωγής των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά ως αναπόσπαστη παράμετρος της ανθρώπινης κατοίκησης, που μπορεί να προσφέρει νέα ερωτήματα για τη μελέτη της Επανάστασης, τα οποία διευρύνουν την οπτική μας για την κατανόηση των πολλαπλών πτυχών της. Η σημασία της χωρικής κλίμακας στην ιστορική έρευνα, όπως την ανέδειξε η σχολή των Annales, εκφράστηκε μέσω της ένταξης της γεωγραφίας στη μελέτη και την κατανόηση των ιστορικών φαινομένων, επανασημασιοδοτώντας τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Η εγκατάσταση του πληθυσμού πάνω στο έδαφος συγκροτεί ένα δίκτυο σχέσεων και ενοτήτων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η έννοια του οικιστικού δικτύου εμπεριέχει την έννοια των οικισμών στη διττή τους διάσταση, ως φυσικών οντοτήτων, αλλά και ως κοινωνικοοικονομικών κόμβων, οι οποίοι εξετάζονται στην παρούσα μελέτη ως προς τη χωρική τους κατανομή και την κοινωνική και οικονομική τους λειτουργία. Ο συγγραφέας επικεντρώνει τη μελέτη του στη γεωγραφία της Πελοποννήσου, επιλέγοντας ως μελέτη περίπτωσης την Τρίπολη και τους οικισμούς της κατά την περίοδο της Επανάστασης.
https://1821.digitalarchive.gr/library
Αμαλία Παππά (επιμ.) Το 1821 και οι πρωταγωνιστές του, ΓΑΚ – Τράπεζα Πειραιώς
Με μια ανθολογία αρχειακών τεκμηρίων, εν πολλοίς ανέκδοτων, από τα χρόνια του Ρήγα μέχρι τον Καποδίστρια, τα καταταλαιπωρημένα Γενικά Αρχεία του Κράτους συμμετείχαν και εκδοτικά στους εορτασμούς της δισεκατονταετηρίδας. Μέσα από τις γραφές των ίδιων των πρωταγωνιστών του 1821, η έκδοση αυτή επιχειρεί να ανασυνθέσει το δίκτυο της Επανάστασης, να αποτυπώσει τη δράση των Αρχών της, να αναδείξει τις σχέσεις και τις διαδρομές των προσώπων που τις στελέχωσαν, αλλά και την καθημερινότητα των αφανών πρωταγωνιστών της. Η μύηση από την Υπέρτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, η πρώτη προκήρυξη και η έναρξη της Επανάστασης, η πρώτη εφημερίδα της, η οργάνωση του Αγώνα, η αγωνία της αποδοχής του από το διεθνές περιβάλλον, ο αγώνας στη θάλασσα και οι νικηφόρες ναυμαχίες, η πολιορκία του Μεσολογγίου, ο εμφύλιος πόλεμος (1824-1826), οι αγωνίες για την επιβίωση των στρατευμάτων εξαιτίας της έλλειψης ανεφοδιασμού και τα παράπονα των αγωνιστών είναι μερικές από τις όψεις που αναδεικνύονται μέσα από τα τεκμήρια που αναπαράγονται στις σελίδες του τόμου. Διαθέτοντας την αμεσότητα της πληροφορίας που διασώζουν, προβάλλουν στον πραγματικό χρόνο τους την καταγραφή πολεμικών επιχειρήσεων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ή τους γραμματικούς τους, μια προβολή που, κάποιες φορές, έχει τη μορφή οιονεί φωτογραφικής αναπαράστασης. Για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, κάθε πρωτότυπο τεκμήριο συνοδεύεται από τη μεταγραφή του, καθώς στόχος της έκδοσης είναι να αποτελέσει ένα εργαλείο εξοικείωσης του ευρύτερου κοινού με τις άμεσες πηγές της Ιστορίας και ειδικότερα με ορισμένες πτυχές της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Η έκδοση έγινε με την επιμέλεια της αναπληρώτριας διευθύντριας των Γενικών Αρχείων του Κράτους και στηρίζεται εξολοκλήρου σε τεκμήρια που φυλάσσονται στις συλλογές τους και ιδιαίτερα από τα αρχεία των αγωνιστών, στα οποία περιέχεται η προσωπική τους αλληλογραφία.
Κατερίνα Λυμπεροπούλου (επιμ.), Όταν ο Τύπος έγραφε την ιστορία του 1821, Μορφωτικό Ίδρυμα ΕΣΗΕΑ – Ελληνογερμανική Αγωγή
Τη συνοπτική αφήγηση της Επανάστασης, όπως αυτή καταγράφηκε στις εφημερίδες της εποχής, επιχειρεί η ανά χείρας έκδοση, που επιχειρεί ένα «δημοσιογραφικό διάλογο 200 ετών», χάρη στο υλικό που διασώζεται στα πρωτότυπα φύλλα εφημερίδων όπως τα Ελληνικά Χρονικά ή ο Φίλος του Νόμου, και αναπαράγεται στις σελίδες του τόμου, σχολιασμένο από πλειάδα γνωστών δημοσιογράφων. Η επιλογή των δημοσιευμάτων, που δεν ήταν διόλου εύκολη, όπως ομολογεί στην εισαγωγή της η συντονίστρια της έκδοσης και μέλος του Δ.Σ. του Μ.Ι. ΕΣΗΕΑ, Κατερίνα Λυμπεροπούλου, έγινε από φύλλα εφημερίδων που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ «Δημήτρης Ι. Πουρνάρας», η οποία ανακαινίσθηκε πρόσφατα και άνοιξε τις πύλες της για τους ερευνητές. Οι πρωτότυπες εφημερίδες από τις οποίες αντλήθηκε το υλικό είναι: Ελληνικά Χρονικά, Φίλος του Νόμου, Γενική Εφημερίς, Λόγιος Ερμής, Σάλπιγξ Ελληνική και η χειρόγραφη Αχελώος. Το υλικό που συγκεντρώθηκε κατανέμεται σε δέκα θεματικές ενότητες, οι οποίες σχολιάζονται εκτενώς από γνωστούς σύγχρονους δημοσιογράφους: Οι χειρόγραφες εφημερίδες του αγώνα (Τίτος Αθανασιάδης), «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»: Η κήρυξη της επανάστασης (Πέτρος Ευθυμίου), Η ανεξαρτησία του Τύπου στην επανάσταση (Παύλος Τσίμας), Οι φιλέλληνες και η συμβολή τους στον αγώνα (Έλενα Χουζούρη), Το ιδανικό της ελευθερίας στον Τύπο (Νικόλας Βαφειάδης), Τα οικονομικά του Αγώνα (Άγγελος Στάγκος), Αγώνας και εξωτερική πολιτική (Κώστας Ιορδανίδης), Εσωτερική πολιτική και διχόνοια των Ελλήνων (Σωτήρης Μανιάτης), Μεσολόγγι: Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι (Χρήστος Μπάρλας), Ο πρώτος κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους (Δημήτρης Κ. Ψυχογιός), ενώ το επίμετρο γράφει η γραμματέας του Μορφωτικού Ιδρύματος Φανή Πετραλιά, αφιερώνοντάς το στον «μαχητή της ελευθεροτυπίας» Ιάκωβο Μάγερ, πλήρη σειρά της εφημερίδας Ελληνικά Χρονικά, την οποία εξέδωσε, διαθέτει η Βιβλιοθήκη της ΕΣΗΕΑ.
Χριστίνα Φιλίου, Βιογραφία μιας Αυτοκρατορίας, Αλεξάνδρεια
Το ευρύτερο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια σειρά απόπειρες από τα πάνω για μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμό και εκδυτικισμό –οι οποίες κατέληξαν στην άσκηση μαζικής κρατικής βίας– εξετάζει στο έργο της η συγγραφέας, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας. Για να το πετύχει, επιδιώκει να καταδείξει το τι συνιστούσε το οθωμανικό κράτος και οι θεσμοί, τα δίκτυα και τα άτομα που λειτουργούσαν εντός του και μεταλλάσσονταν διαρκώς. Επιλέγει να εξερευνήσει την πρακτική της οθωμανικής διακυβέρνησης, λοιπόν, μέσα από το φακό της ιστορίας ενός ατόμου, του Στέφανου Βογορίδη, γνωστού και ως Ιστεφανάκη Μπέη, που γεννήθηκε με το όνομα Στόικο Στόικοφ στη σημερινή Βουλγαρία, και μέσω ενός γάμου αφομοιώθηκε στο ελληνόφωνο φαναριώτικο περιβάλλον, για να υπηρετήσει το οθωμανικό κράτος από υψηλές θέσεις, όπως αυτή του πρίγκιπα της Ηγεμονίας της Σάμου ή του μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μέσα από την ιστορία του Βογορίδη, η μελέτη σκιαγραφεί την από πολλές απόψεις άγνωστη ιστορία της φαναριώτικης ελίτ, σκιαγραφώντας τα ευρύτατα δίκτυα, υπεράνω εθνοτικών, θρησκευτικών και θεσμικών συνόρων, στα οποία κινούνταν, επιδεικνύοντας την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε πολλών ειδών αλλαγές. Σε αυτήν τη «μεταεθνική ιστορία της οθωμανικής διακυβέρνησης», η συγγραφέας εστιάζει, αρχικά, στην προ του 1821 άνοδο των Φαναριωτών, τις αβεβαιότητες που δημιουργούσε η ταλανιζόμενη από την κρίση οθωμανική διακυβέρνηση καθώς και τις ενδεχόμενες δυνατότητες που αντιλαμβάνονταν οι Φαναριώτες. Στη συνέχεια, εξετάζει τα συγκλονιστικά γεγονότα της δεκαετίας του 1820 όπως είναι η ίδρυση του ελληνικού Βασιλείου, η κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων και η πρόκληση που συνιστούσε για τον Σουλτάνο ο Μεχμέτ Αλί της Αιγύπτου, γεγονότα τα οποία πυροδότησαν, αντίστοιχα, τα εθνικά κινήματα στα Βαλκάνια, τον αυτοκρατορικό εκσυγχρονισμό και τη διαμόρφωση της νεότερης Μέσης Ανατολή. Τέλος, μελετά, πάντα μέσα από το παράδειγμα του Βογορίδη, την πολιτική κρίση, την κρίση του αυτοκρατορικού λόγου με την οποία ήρθε αντιμέτωπο το οθωμανικό κράτος στις αρχές της δεκαετίας του 1850, η οποία θα κλιμακωθεί στον Πόλεμο της Κριμαίας και θα πυροδοτήσει τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, το 1856, τρία χρόνια πριν τον θάνατο του Βογορίδη στην Κωνσταντινούπολη.
Σουκρού Ίλιτζακ, Μια διερεύνηση της πολιτικής των Αλβανών κατά τον ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΚΕΑΕ
Με μια ιδιαίτερα υποτιμημένη πτυχή του Αγώνα, τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι αλβανοί πολέμαρχοι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όπως αυτός αναδύεται μέσα από τις ίδιες τις οθωμανικές πηγές, ασχολείται ο τούρκος ιστορικός Şükrü Ilıcak στη μελέτη του αυτή, που αποτελεί μέρος της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και είναι ελευθέρα προσβάσιμο στο Διαδίκτυο. Επισημαίνοντας τις αποτυχημένες προσπάθειες της Υψηλής Πύλης να κινητοποιήσει τους αλβανούς προύχοντες ενάντια στους έλληνες επαναστάτες, αναδεικνύει την ανάγκη της να καταφύγει στην «αγορά βίας», της οποίας σημαντικότεροι προμηθευτές ήταν οι μουσουλμάνοι αλβανοί πολέμαρχοι. Μέχρι την άφιξη των αιγυπτιακών δυνάμεων, το 1825, το οθωμανικό κράτος βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεός τους προκειμένου να καταστείλει την ελληνική εξέγερση. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, το αλβανικό στοιχείο απουσιάζει από την ιστοριογραφία της Επανάστασης ως τέτοιο, καθώς οι μουσουλμάνοι Αλβανοί αντιμετωπίζονται ως Τούρκοι, για την ακρίβεια «Τουρκαλβανοί», με αποτέλεσμα η αλβανική τους ταυτότητα να παραβλέπεται, οι δε χριστιανοί χαρακτηρίζονται Έλληνες. Έτσι, ο ανταγωνισμός φαινομενικά αφορά μόνο δύο αντίπαλες πλευρές. Ωστόσο, η πραγματική εικόνα είναι πολύ πιο περίπλοκη, επισημαίνεται στη μελέτη. Στο πεδίο της μάχης, ο πόλεμος για την ελληνική ανεξαρτησία ήταν ένας αγώνας εξουσίας ανάμεσα σε πλήθος παικτών, με αδιάκοπη αναδιάταξη των συμφερόντων και αναδιανομή της εξουσίας. Ο τούρκος ιστορικός αναζητά στη μελέτη του τις αιτίες για τις οποίες οι οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις αντιμετώπισαν τόσο αντίξοες συνθήκες και οι Αλβανοί έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο στον πόλεμο για την ελληνική ανεξαρτησία στη δεκαετία που προηγήθηκε, η οποία, όπως επισημαίνει, αποτελεί μια από τις λιγότερο μελετημένες περιόδους της οθωμανικής ιστορίας.
Σάκης Γκέκας, Απόμαχοι. Οι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 στο οθωνικό κράτος, ΙΙΕ/ΕΙΕ
Το τέλος των μαχών του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, το φθινόπωρο του 1829, άφησε πίσω του χιλιάδες ανθρώπους που αγωνίστηκαν, καθώς και τις οικογένειές τους, χωρίς κανένα μέσο να διασφαλίσουν τη διαβίωσή τους, με αποτέλεσμα πολλοί να καταφύγουν στη ζητιανιά. Ακόμη χειρότερα, ανάμεσά τους πολλοί ήταν οι ανάπηροι, οι χήρες και τα ορφανά. Οι περισσότεροι από αυτούς «αφανείς», που απουσιάζουν από τις πρώτες καταγραφές των «ενδόξων αγωνιστών», επιδίωξαν τη βοήθεια του κράτους προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα επίδομα για να ζήσουν, όπως άλλωστε είχαν υποσχεθεί οι επαναστατικές Διοικήσεις κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Σύμφωνα με κατάλογο που κατατέθηκε στη Βουλή το 1850, οι δικαιούχοι ανέρχονταν σε 500 περίπου απομάχους (πολλοί ανάπηροι ανάμεσά τους) και 2.000 χήρες και ορφανά που συνταξιοδοτούνταν από το κράτος. Η ιστορία των απομάχων, ιδιαίτερα εκείνη των αναπήρων πολέμου, δεν εμπνέει ούτε συγκινεί όσο η ιστορία των πεσόντων στις μάχες, καθώς η ύπαρξή τους θυμίζει στις μεταπολεμικές κοινωνίες με τρόπο ανεπιθύμητο τα ανοιχτά τραύματα που άφησε πίσω του ο πόλεμος. Αυτών την ιστορία επιχειρεί να φωτίσει ο συγγραφέας στην ανά χείρας μελέτη, κάνοντας χρήση πρωτογενούς υλικού της μετεπαναστατικής περιόδου που παρέμενε αναξιοποίητο και έγινε προσιτό χάρη στην ψηφιοποίησή του. Χωρίς να ασχολείται με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ «αληθών» και «κίβδηλων» αγωνιστών που ξέσπασαν μετά την επανάσταση, η έρευνά του επιχειρεί να καλύψει το κενό των γνώσεών μας για τους χιλιάδες «άσημους» που έχασαν μέλη του σώματός τους ή τις περιουσίες τους και επέζησαν, συγκροτώντας παράλληλα μια κοινωνική ιστορία της Επανάστασης και της οθωνικής περιόδου μέσα από τα μάτια των ίδιων των αγωνιστών της Επανάστασης.
Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων – Ένωση Ελλήνων Νομικών, Η Δίκη των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα (1834), Νομική Βιβλιοθήκη
Τις ιστορικές, συνταγματικές και ποινικές όψεις της δίκης των αγωνιστών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα, με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του Όθωνα, τον Απρίλιο του 1834, εξετάζει ο ανά χείρας συλλογικός τόμος. Όπως είναι γνωστό, η δίκη ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου του Ναυπλίου διεξήχθη στο «Βουλευτικόν» της πόλης και διήρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου του 1834. Η πλειοψηφία του πενταμελούς δικαστηρίου καταδίκασε τους κατηγορουμένους σε θάνατο, όμως ο πρόεδρος, Αναστάσιος Πολυζωίδης, και ο Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση. Τρεις ημέρες αργότερα, η θανατική ποινή μετετράπη με βασιλική χάρη σε εικοσαετή δεσμά και στις 20 Μαΐου 1835, όταν ο νεαρός βασιλιάς ενηλικιώθηκε, αμνήστευσε τους κατηγορουμένους. Στον τόμο περιλαμβάνονται οι εισηγήσεις σε διεπιστημονική εκδήλωση που διοργάνωσε η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων μαζί με την Ένωση Ελλήνων Νομικών e-Θέμις το φθινόπωρο του 2021, στο πλαίσιο του εορτασμού της δισεκατονταετηρίδας. Η επιστημονική συζήτηση ανέδειξε μείζονα διαχρονικά προβλήματα που χαρακτήρισαν την κρίσιμη εκείνη περίοδο και την εξέλιξη των θεσμών του νεαρού Βασιλείου της Ελλάδος έως και τη σημερινή Ελληνική Δημοκρατία. Το βιβλίο προλογίζει ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, ενώ σε αυτό περιλαμβάνονται οι συμβουλές τόσο νομικών, όπως του Δημήτρη Αναστασόπουλου, προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Νομικών e-Θέμις, του Σπύρου Βλαχόπουλου, καθηγητή Νομικής ΕΚΠΑ, και του Ηλία Αναγνωστόπουλου, προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και επίσης καθηγητή Νομικής ΕΚΠΑ, όσο και ιστορικών, όπως οι Μαρία Ευθυμίου, Βάσω Σειρηνίδου και Ελισσάβετ Τσακανίκα, καθώς και του καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών, Αριστείδη Χατζή.
Σπύρος Αλεξίου, 21 ρωγμές στην επίσημη ιστορία για το 1821, Τόπος
Είκοσι μία μικρές αφηγήσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούν εκείνοι οι αγωνιστές της Επανάστασης που η επίσημη ιστορία άφησε στο περιθώριο, συγκροτούν το ανά χείρας βιβλίο. Μέσα από αυτές, ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδομήσει το επίσημο αφήγημα για την Επανάσταση του 1821, έτσι όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των εορτασμών των 200 χρόνων. Ονόματα που συζητήθηκαν λιγότερο, όπως είναι αυτά του Βλαδιμηρέσκου, του Βασιλείου, του Καρατζά, του Οικονόμου ή του Λογοθέτη, αλλά και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, όπως ο Μαυροκορδάτος ή ο Καραϊσκάκης, παρουσιάζονται στις πραγματικές τους διαστάσεις, μέσα από τις αντιφάσεις τους, χωρίς αγιογραφίες ή δαιμονοποιήσεις. Το ίδιο και επεισόδια που έχουν αποσιωπηθεί ή παραποιηθεί, τα οποία ο συγγραφέας επιδιώκει να ανασύρει από τη λήθη: Η «εξαφάνιση» της Φιλικής Εταιρείας λίγο μετά την έναρξη του Αγώνα και η αποσιώπηση του ρόλου της έκτοτε· τα περιβόητα δάνεια του Αγώνα και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες· η στάση των προυχόντων απέναντι στους πρόσφυγες, μετά την καταστροφή των Ψαρών ή την έξοδο από το πολιορκημένο Μεσολόγγι· ο ρόλος και η δράση του Ιωάννη Καποδίστρια· αλλά και ιστορίες που απέχουν χρονικά από την Επανάσταση, αλλά συνδέονται στενά μαζί της, όπως αυτές του Πατσίφικο και του Παπουλάκου… Μέσα από την «αναψηλάφηση» αυτών των ιστοριών, ο συγγραφέας επιδιώκει να αντιπαρατεθεί, από τη σκοπιά της μαρξιστικής ιστοριογραφικής παράδοσης, τόσο στην «επίσημη» εθνικιστική ιστορία του 19ου αιώνα, που αποσιωπά τις κοινωνικές αντιθέσεις, όσο και στην πρόσφατη παρουσίαση της Επανάστασης ως μιας απόπειρας εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, υποτιμώντας τον συγκρουσιακό χαρακτήρα και την καθοριστική παρουσία του λαϊκού στοιχείου. Για τον συγγραφέα, αποτελεί μια αστική επανάσταση, ενταγμένη στην παγκόσμια εποχή των επαναστάσεων, με καθοριστική παρουσία του λαϊκού στοιχείου και έντονες κοινωνικές αντιθέσεις.
Μανόλης Δρακάκης, Η Αγία Ζώνη στην Κρήτη το ’21, Το Δόντι
Σε «Ιερά ταξίδια και ταξιδιώτες σε καιρούς πανδημίας και Επανάστασης», όπως δηλώνει και ο υπότιτλος, μεταφέρει τον αναγνώστη ο αρχειονόμος και ερευνητής Μανόλης Δρακάκης. Συγκεκριμένα, στις σελίδες του βιβλίου του τεκμηριώνει, όσο το δυνατόν εξαντλητικότερα, ένα ταξίδι που κράτησε δέκα χρόνια –μια αληθινή οδύσσεια!– αυτό του κειμηλίου της αγίας Ζώνης, που από τη Μονή Βατοπαιδίου βρέθηκε στην Κρήτη, λόγω της έξαρσης των κρουσμάτων από την επιδημία της πανώλης που είχε εκδηλωθεί από το 1817 και είχε προσβάλει όλα τα αστικά κέντρα του νησιού. Για να ελευθερωθεί «από το κακόν της πανώλης», η χριστιανική κοινότητα του Μεγάλου Κάστρου ζήτησε από τη μονή την αποστολή της αγίας Ζώνης. Όμως, τον Ιούνιο του 1821, και ενώ έχουν ξεσπάσει σφαγές των χριστιανών στις μεγάλες πόλεις ως αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση, η λειψανοθήκη με την αγία Ζώνη κλάπηκε. Αργότερα θα βρεθεί στη Σαντορίνη, στα χέρια του άγγλου προξένου Ντομένικο Σανταντόνιο, από τον οποίο εξαγοράσθηκε, κατόπιν εράνου που διενήργησε ο τοπικός επίσκοπος, για να επιστρέψει, δέκα χρόνια αργότερα, το 1831, στο Άγιον Όρος. Τις διαδρομές αυτές και τα ερωτήματα που εγείρονται, όπως αποτυπώνονται στα τεκμήρια, εξετάζει ο συγγραφέας, μελετώντας μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαπλοκή προσώπων, θεσμών και καταστάσεων, με θεολογικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποχρώσεις. Πρωταγωνιστές της αφήγησης η μοναστική κοινότητα του Βατοπαιδίου και οι θρησκευτικές αρχές στην Κρήτη, τη Σαντορίνη και την Πόλη· οι οθωμανικές αρχές των υπόδουλων και τα υπουργεία των επαναστατημένων· ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας κι ο αδελφός του, Βιάρος· οι αγιοζωνίτες πατέρες, συνοδοί και απεσταλμένοι· οι έμποροι, οι καπεταναίοι, οι γιατροί και οι πρόξενοι ευρωπαϊκών δυνάμεων, μαζί με τον με τον φανατισμένο όχλο και τον ευσεβέστατο, θεοσεβή λαό…
Δημοσθένης Δαββέτας, Είχε ελληνικές ρίζες ο Μ. Ναπολέων;, Κάκτος
Από όλα τα ερωτήματα που θα μπορούσε να θέσει κανείς σχετικά με τον Ναπολέοντα και για τη σχέση του με την Ελληνική Επανάσταση, ο συγγραφέας επέλεξε να θέσει το πλέον αδιάφορο: αν ο Κορσικανός που θα μετατρεπόταν σε γάλλο αυτοκράτορα είχε, όπως θέλουν τα θρυλούμενα, ελληνική καταγωγή. Αν κάποιος που ανάμεσα στις πολλές ιδιότητές του δεν συγκαταλέγεται αυτή του ιστορικού θέτει, αρχικά μάλιστα σε επιφυλλίδες του, αδιάφορα ερωτήματα είναι κάτι που δεν θα πρέπει να ενοχλεί κανέναν, εκτός ίσως από τους αναγνώστες του. Όταν όμως, σχεδόν από την αρχή μέχρι το τέλος, μεταχειρίζεται το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου και επιχειρηματολογεί θεωρώντας ως δεδομένο αυτό που πρέπει να αποδειχθεί, τότε, μάλλον, η «κοινή λογική» του αναγνώστη, την οποία τόσο πολύ επικαλείται (στη θέση της αποδεικτικής δύναμης των τεκμηρίων), κάπου βραχυκυκλώνει. Η θέση την οποία επιχειρεί να προάγει ο συγγραφέας στο ολιγοσέλιδο πόνημά του είναι πως υφίσταται μια απροσδιορίστου είδους συγγένεια ανάμεσα στον Βοναπάρτη και την οικογένεια του Demetrio Stefanopoli (Στεφανόπολι ή Στεφανόπουλου), κορσικανού μανιάτικης καταγωγής, ο ισχυρισμός του οποίου ότι είναι απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών της Τραπεζούντας είχε αναγνωριστεί από τον Λουδοβίκο 16ο. Η στενή σχέση των δύο οικογενειών, το γεγονός ότι ο Βοναπάρτης επέλεξε να στείλει τον Στεφανόπολι ως γάλλο πράκτορα στη Μάνη προκειμένου να εκτιμήσει τις δυνατότητες εξέγερσης του πληθυσμού μετά την κατάληψη των Επτανήσων, καθώς και αρκετά μεταγενέστερες ακριτομυθίες οδηγούν τον συγγραφέα να σχηματίσει ένα… γενεαλογικό δέντρο όπου ως συνδετικός κρίκος του Βοναπάρτη με τη Μάνη εμφανίζεται κάποιος Καλόμερος (ή και Καλημέρης), που εξιταλίζεται αργότερα σε Buonaparte. Και βέβαια, όπως και ο Στεφανόπολι, έλκει και αυτός την καταγωγή του από τους βυζαντινούς Κομνηνούς. Το ζήτημα δεν είναι αν η ευφάνταστη αυτή αφήγηση εδράζεται στις πηγές και την ευάριθμη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος· είναι τα ερωτήματα που θέτει στις πηγές σχετικά με το γιατί, το πότε, το πού και από ποιον λέγεται ή γράφεται αυτό που παραδίδουν οι πηγές…
Άγγελος Παληκίδης, Τέχνη και ιστορική συνείδηση στην Ελλάδα του 19ου αι., Gutenberg
Οι εικόνες των αγωνιστών και των γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης βρίσκονται παντού, από την αίθουσα του σχολείου μέχρι εκείνη του Κοινοβουλίου –και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της δισεκατονταετηρίδας, αλλά από πολύ νωρίς. Με τη μορφή είτε βαρύτιμων πινάκων είτε ταπεινών χρωμολιθογραφιών, καθόρισαν το βλέμμα μας, όρισαν τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουμε» το 1821 και τους πρωταγωνιστές του. Έτσι, μας έγιναν τόσο γνώριμες που συχνά παραβλέπουμε τον κόσμο στον οποίο γεννήθηκαν και έζησαν, αλλά και τις πολλές ζωές που έζησαν και εξακολουθούν να ζουν σήμερα. Όμως, όπως τονίζει ο συγγραφέας του ανά χείρας τόμου, «οι εικόνες δεν έχουν μόνο ιστορία, έχουν και ιστορικότητα». Έτσι, μέσα από τη μελέτη της ιστορικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα δεν επιδιώκει να ασχοληθεί με την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης ή την ιστορική πραγματικότητα της επαναστατημένης Ελλάδας. Αυτό που επιδιώκει μελετώντας την εικονογραφία είναι να καταδείξει μέσα από αυτήν το πώς έβλεπαν τον εαυτό τους οι Έλληνες, ποιο ρόλο πίστευαν ότι καλούνταν να διαδραματίσουν τη νέα εποχή, πώς επιθυμούσαν να εγγραφούν στη συλλογική μνήμη και να τους θυμούνται οι επόμενες γενιές. Κι αυτό γιατί η ιστορική εικόνα δεν αντανακλά μόνο τον κόσμο μέσα στον οποίο γεννήθηκε αλλά και αλληλεπιδρά μαζί του, διαμορφώνοντάς την ιστορική συνείδηση και κουλτούρα του εκάστοτε παρόντος και του μέλλοντος. Για να το επιτύχει, ο συγγραφέας εστιάζει τόσο στην ακαδημαϊκή ζωγραφική ευρωπαίων και ελλήνων καλλιτεχνών όσο και στη λαϊκότροπη τέχνη· τόσο στις τοιχογραφίες του βασιλικού κήπου του Μονάχου όσο και στις ευτελείς λιθογραφίες που κρεμούσαν στα καφενεία –μια διαφορά που ο συγγραφέας, τουλάχιστον όσον αφορά τον 19ο αιώνα, θεωρεί επίπλαστη, καθώς η μια μορφή πέρναγε στην άλλη και οι ζωγράφοι, σπουδαγμένοι και αυτοδίδακτοι, αντλούσαν από τα ίδια εικονογραφικά πρότυπα. Ακόμη, επεκτείνει την αναζήτησή του και στα επιτύμβια μνημεία του αθηναϊκού Α’ Νεκροταφείου, «έναν πολυσήμαντο υβριδικό μνημονικό τόπο δημόσιας έκφρασης του ιδιωτικού πένθους, όπου το νεωτερικό παρών συγχωνεύεται με το αρχαίο προγονικό παρελθόν». Μέσα από την ερμηνεία των ιστορικών εικόνων υπό το πρίσμα της ιστορικής συνείδησης και κουλτούρας, και τη μεταγλώττιση των οπτικών κωδίκων σε λεκτικούς, αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ένας κόσμος που «ζούσε ανάμεσα σε αυτό που ήταν και σε αυτό που προσδοκούσε να είναι ή που πίστευε ότι θα γίνει»…
Παναγιώτης Πυρπυρής, Μια ανάγνωση της εικονογραφίας του 1821. Αισθητική προσέγγιση και οπτικός γραμματισμός, Δωδώνη
Στην εικονογραφία της Επανάστασης εστιάζει και η ανά χείρας μελέτη, ιδιαίτερα εκείνη που κυριαρχεί στις επετειακές εκδηλώσεις, η οποία, καθώς συνήθως δεν προσεγγίζεται κριτικά, συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας επιλεκτικής, παραμορφωμένης και παραμορφωτικής συλλογικής ιστορικής μνήμης για την Ελληνική Επανάσταση. Στοχεύοντας στην κριτική προσέγγιση έργων της λεγόμενης ιστορικής ζωγραφικής, τα οποία αντιμετωπίζει ως κείμενα πολύσημα, ανοιχτά σε ποικίλες και διαφορετικές αναγνώσεις, ο συγγραφέας επιχειρεί, με βάση αυτό το υλικό, έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Αντιμετωπίζει τα έργα για τα οποία συζητά μέσα από διαφορετικές, κάθε φορά, οπτικές γωνίες, καθώς άλλα προσφέρονται περισσότερο για αισθητική προσέγγιση, ενώ άλλα για ιστορική ή κοινωνιολογική, στοχεύοντας στην καλλιέργεια του οπτικού γραμματισμού, της ιστορικής σκέψης και συνείδησης. Η μελέτη αναπτύσσεται σε τέσσερα κεφάλαια: στο πρώτο παρουσιάζονται οι μεθοδολογικές αρχές προσέγγισης των έργων ζωγραφικής που συνιστούν καλλιτεχνήματα και ταυτόχρονα ιστορικές πηγές, με ιδιαίτερη έγνοια για την εφαρμογή τους στη σχολική τάξη. Στο δεύτερο επικεντρώνεται στα βασικά κινήματα και τις συνθήκες που στις αρχές του 19ου αιώνα επέτρεψαν την ενασχόληση ξένων δημιουργών με τον ελληνικό Αγώνα, ενώ παράλληλα εκθέτει τα χαρακτηριστικά των ελλήνων καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν από πρόσωπα και γεγονότα της Επανάστασης. Τέλος, τα επόμενα δύο κεφάλαια αφιερώνονται στην παράθεση και «ανάγνωση» όψεων των εν λόγω απεικονίσεων, αφενός, των ευρωπαίων ζωγράφων και χαρακτών, με ανάλυση θεματικών όπως η παρουσία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, η προβολή της θρησκείας, η απεικόνιση στιγμιότυπων από τον Αγώνα και προσωπογραφιών αγωνιστών, αφετέρου, των ελλήνων καλλιτεχνών (προσωπογράφων, θαλασσογράφων κ.λπ.), τόσο του 19ου όσο και του 20ού αιώνα. Έτσι, η ανά χείρας μελέτη λειτουργεί και ως εγχειρίδιο, που εξοπλίζει θεωρητικά τον εκπαιδευτικό που θα αποφασίσει να κάνει χρήση ιστορικού υλικού, και μάλιστα καλλιτεχνημάτων, στο σχολείο.
Λάμπρος Λιάβας, «Φάγαμεν ψωμί, τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν»: Τα τραγούδια και οι μουσικές του 1821, Ελληνική Μουσική Πυξίδα
Το τραγούδι αποτέλεσε, διαχρονικά, κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό μουσικο-ποιητικό είδος· λειτούργησε ως ισχυρό σύμβολο τοπικής, εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας, κιβωτός για τη συλλογική μνήμη, σημείο αναφοράς για την κοσμοθεωρία και την ιδεολογία της ομάδας, λειτουργικά ενταγμένο στις επιτελεστικές πρακτικές στον κύκλο του χρόνου και της ζωής των ανθρώπων. Ως τέτοιο, αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για έναν ουσιαστικό αναστοχασμό όσον αφορά τη συγκρότηση της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας, αποφεύγοντας τα νεοκλασικά στερεότυπα και τις φολκλορικές αγιογραφίες, όπως απαιτεί μια σύγχρονη ματιά τόσο στην επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση όσο και στην πορεία δύο αιώνων συγκρότησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μια τέτοια ματιά επιχειρεί να ρίξει στο τραγούδι, τη μουσική και τους χορούς των Ελλήνων, ενόπλων και αόπλων, στα χρόνια της Επανάστασης, ο Λάμπρος Λιάβας στον ανά χείρας τόμο, που δανείζεται τον τίτλο του από μια φράση του Μακρυγιάννη. Η μελέτη διαρθρώνεται σε οκτώ ενότητες, οι οποίες αφορούν τον Ρήγα και τους άλλους επώνυμους βάρδους του Αγώνα· τα ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια και την κοινωνική και εθνική σημασία τους· τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν (ταμπουράδες και λύρες, ζουρνάδες και νταούλια, άσκαυλοι, βιολί και διάφορα στρατιωτικά όργανα)· τους χορούς των κλεφτών και τα πανηγύρια όπως περιγράφονται από τον Φωριέλ· τη μουσική παιδεία στο νεοσύστατο κράτος και τις απόψεις του Κοραή και του Καποδίστρια για τη μουσική· τη μουσική «Βαβυλωνία» που επικρατούσε στην πρώτη πρωτεύουσα, το Ναύπλιο του 1827· τον απόηχο του 1821 στην Ευρώπη· τέλος, η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με τη μετάβαση από το δημοτικό στο αστικό τραγούδι, έτσι όπως πραγματοποιείται μέσα από τους χορούς στα ανάκτορα ή την «εισβολή» και τις πρώτες παραστάσεις μελοδράματος. Η μελέτη του Λάμπρου Λιάβα ολοκληρώνεται με την παράθεση της σχετικής δισκογραφίας (και βιβλιογραφίας), ενώ την έκδοση συνοδεύει ένας δίσκος ακτίνας με 21 τραγούδια για το 1821, ιστορικά και κλέφτικα, μοραΐτικα και ρουμελιώτικα, αλλά και από περιοχές που δεν αποτέλεσαν τμήμα του ελληνικού βασιλείου.
Μορντεκάι Μανουέλ Νόε, Η αιχμάλωτη Ελληνοπούλα ή η άλωση της Αθήνας, Κάππα Εκδοτική
Ένα σπάνιο δείγμα της αμερικάνικης φιλελληνικής δραματουργίας γίνεται προσβάσιμο στην ελληνική γλώσσα, διακόσια χρόνια μετά τη συγγραφή και τη μοναδική παράστασή του στη Νέα Υόρκη, χάρη στην επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Κατερίνα Διακουμοπούλου, που ανέσυρε το κείμενο από την αφάνεια και το μετέφερε στη γλώσσα μας. Γραμμένο το 1822, από τον επιφανή αμερικανοεβραίο διπλωμάτη, δημοσιογράφο και εκδότη, προκειμένου να υποστηρίξει την αμερικανική εμπλοκή σε έναν αγώνα που έμοιαζε να αφορά τις προοπτικές της ελευθερίας παγκόσμια, το έργο παραστάθηκε μία και μοναδική φορά, στις 17 Ιουνίου 1822, στο Park Theatre της Νέας Υόρκης. Έργο γεμάτο χρονικές και γεωγραφικές μετατοπίσεις και άλλες δραματουργικές αυθαιρεσίες (π.χ. τοποθετεί τον Αλή πασά και το παλάτι του στην Αθήνα, παρουσιάζει ως σύγχρονες τις βενετο-τουρκικές συγκρούσεις που συνέβησαν αιώνες πριν κ.λπ.), φυλετικά και έμφυλα στερεότυπα (όπως η θηλυκοποιημένη Ελλάς, που προσωποποιεί η αιχμάλωτη Ζέλια), αποτελεί, παρά ταύτα, ένα έξοχο δείγμα της φιλελληνικής γραμματείας όπως αυτή διαμορφώθηκε στον Νέο Κόσμο. Παρά τις ευγενείς προθέσεις, η παραστασιακή μοίρα του έργου στάθηκε ιδιαίτερα ατυχής, όπως εξηγεί διά μακρών στην εισαγωγή της η επιμελήτρια. Οι ηθοποιοί προτίμησαν να αυτοσχεδιάσουν αντί να αποστηθίσουν το κείμενο, αφού επρόκειτο να παρασταθεί άπαξ. Η ιδέα, όμως, να μοιραστεί το κείμενο του έργου στους θεατές δημιούργησε κομφούζιο, καθώς προσπαθούσαν μάταια όλοι μαζί να το παρακολουθήσουν. Τη χαριστική βολή έδωσε ένας ελέφαντας βάρους τριών τόνων, που ανεβάστηκε στη σκηνή προκειμένου να μεταφέρει τον… Αλέξανδρο Υψηλάντη, που όμως δεν μπορούσε να ισορροπήσει στην πλάτη του, ενώ οι κινήσεις του ζώου προκάλεσαν τη δυσφορία των μουσικών και κραυγές φόβου εκ μέρους των θεατών. Δικαίως, ίσως, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφερόταν στα έργα του σημειώνοντας ότι προσθέτουν «ένα μικρό λιθαράκι στη φήμη μου και τίποτα στην περιουσία μου»! Η ανά χείρας έκδοση πλαισιώνεται από επίμετρο της σκηνοθέτιδας Τζένης Αρσένη και πρόλογο της Μαρίας Γεωργοπούλου, διευθύντριας της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, η οποία φιλοξένησε πέρυσι την έκθεση για τον αμερικανικό φιλελληνισμό «Γενναίοι και ελεύθεροι», στην οποία περιλαμβανόταν και μια φανταστική μακέτα του σκηνικού της παράστασης, η ίδια που κοσμεί και το εξώφυλλο της παρούσας έκδοσης.
Ανδρέας Μαράτος (επιμ.), 1821-2021: Μνήμες τεχνών, θραύσματα ιστορίας, Νήσος – Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς
Δύο αιώνες «νεοελληνικής περιπέτειας» διατρέχει αναστοχαστικά ο ανά χείρας τόμος, που αποτελεί τη συμβολή του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς στον δημόσιο διάλογο με αφορμή τη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Επιλέγοντας τη σκοπιά της τέχνης, μέσα από τις 47 συμβολές που φιλοξενούνται στις σελίδες του ανιχνεύει στιγμιότυπα, πτυχές και αθέατες όψεις αυτής της πορείας. Ο χαρακτήρας των προσεγγίσεων του τόμου είναι πολυπρισματικός, ανασύροντας θραύσματα ιστορίας όπως αυτά ανιχνεύονται στο σώμα της τέχνης, στα διάφορα είδη πολιτισμικής πρακτικής και καλλιτεχνικών μορφών έκφρασης: την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη μουσική και το τραγούδι, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τον χορό, τα εικαστικά, τη φωτογραφία, τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, τη λαϊκή αφήγηση. Οι συμβολές καλλιτεχνών και θεωρητικών της τέχνης κατανέμονται σε οκτώ ενότητες, οι οποίες, εν είδει σπαραγμάτων, παρακολουθούν την πολιτισμική πορεία του τόπου παράλληλα με την πολιτική του εξέλιξη: Από τα χρόνια της Επανάστασης στον αιώνα του αλυτρωτισμού κι έπειτα στη Μικρασιατική Καταστροφή και τις αναζητήσεις που προκάλεσε· στις αναζητήσεις της ελληνικότητας μέσα στα χρόνια της «καχεκτικής δημοκρατίας» κι έπειτα στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας· τέλος, «το μετέωρο βήμα της Μεταπολίτευσης» και τα χρόνια της κρίσης, που αναδεικνύονται πια, ορθώς, σε ξεχωριστό πεδίο μελέτης, εδώ υπό τον αγωνιώδη τίτλο: «Πώς θα διαβάσουν άραγε στο μέλλον το αρχείο του δικού μας καιρού;»
Παναγιώτης Πυρπυρής, Το 1821 στον Τύπο, 1911-1922, Δωδώνη
Στην κρίσιμη δεκαετία που προηγήθηκε της εκατοντετηρίδας της Επανάστασης του 1821, την περίοδο από τη βενιζελική «ανόρθωση» μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος του ελληνικού αλυτρωτισμού, επικεντρώνει την έρευνά του ο συγγραφέας, επιχειρώντας να διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο η μνημόνευση του 1821 επηρεαζόταν από τις πολιτικές εξελίξεις του τότε παρόντος, το οποίο χαρακτηριζόταν από αλλεπάλληλους πολέμους, από την οξεία αντιπαράθεση μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού, που οδήγησε σε ρήξη με εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, αλλά και από τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων, την εσωτερική μετανάστευση και την προσφυγιά. Ως τον κατεξοχήν ενδείκτη του τρόπου με τον οποίο μνημονευόταν η Επανάσταση σε αυτά τα περίπου δέκα χρόνια επέλεξε τις εφημερίδες της εποχής. Μέσα από τις σελίδες τους επιχειρεί να διακρίνει αν οι εφημερίδες αρκούνταν να αφιερώνουν, κατά τον εορτασμό της επετείου του 1821, ρεπορτάζ για τις εορταστικές εκδηλώσεις, να υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους στιγμές δόξας ή πάθους από το ’21 και να παραθέτουν τους λόγους που εκφωνούσαν σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα και πνευματικοί άνθρωποι· ή, αντίθετα, αν η Ελληνική Επανάσταση, με όλη τη συμβολική σημασία της ως «αναγέννηση του έθνους», χρησιμοποιείται από τους δημοσιογράφους και τους σχολιαστές με τρόπο ώστε να υπηρετηθούν οι στοχεύσεις των πολιτικών παρατάξεων που κάθε εφημερίδα υποστήριζε στα εκάστοτε φλέγοντα ζητήματα εσωτερικής ή εξωτερικής πολιτικής.
Χριστίνα Κουλούρη (επιμ.) Η οικοδόμηση του ελληνικού κράτους, Αλεξάνδρεια
Η δισεκατονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης, παρά τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες γιορτάστηκε –λες και οι «στρογγυλές» επέτειοι του ’21 είναι καταραμένες…– υπήρξε, ταυτόχρονα, μια ευκαιρία για την επισκόπηση της πορείας οικοδόμησης του ελληνικού κράτους μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια. Ένα κράτος ευθύς εξαρχής νεωτερικό, η νεωτερικότητα του οποίου υπήρξε διαρκώς αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στα ποικίλα κοινωνικά στρώματα και ομάδες. Αυτή την πορεία των δύο αιώνων επιχειρεί να επισκοπήσει και ο παρών συλλογικός τόμος, μέσα από τις συμβολές 19 πανεπιστημιακών δασκάλων, υπό την επιμέλεια της ιστορικού Χριστίνας Κουλούρη. Τρεις μεγάλες θεματικές ενότητες εξετάζονται στις σελίδες του τόμου, μέσα από τρεις «στιγμές» της πορείας αυτής του ελληνικού κράτους. Η πρώτη, αυτονόητα, αφορά την Επανάσταση: τη δημοκρατική πολιτική της παράδοση, την ανατρεπτικότητά της, τον ρόλο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, την εκδήλωσή της στην Κύπρο, αλλά και στα Βαλκάνια, τις βαλκανικές «αναγνώσεις» της αλλά και την εικόνα της Αθήνας κατά την πολιορκία της, μέσα από τη ματιά των αφανών. Πέντε ακόμη κεφάλαια, που αφορούν τον πρώτο αιώνα της οικοδόμησης του κράτους, επιτρέπουν στον αναγνώστη να σχηματίσει μια έγκυρη εικόνα για τις άμεσες «κληρονομιές» του ’21: από το πολιτειακό ζήτημα και τη στάση των Ελλήνων απέναντι στην Ευρώπη, μέχρι τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που προκάλεσε η Επανάσταση, τη διαχείριση των προσφυγικών πληθυσμών ή το πέρασμα από την αγροτική οικονομία και κοινωνία στην αστικοποίηση. Τέλος, το τρίτο μέρος του τόμου κάνει ένα χρονικό άλμα προκειμένου να ασχοληθεί με την Ελλάδα έτσι όπως προέκυψε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου: η ισότητα των φύλων, το κοινωνικό κράτος, η οικονομία και οι δημόσιες επενδύσεις, οι κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν η εργασία και η ιδιοκτησία, η τεχνολογική εκπαίδευση, αλλά και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν τις «απολήξεις» της Επανάστασης στο σύγχρονο ελληνικό κράτος και τα διαφορετικής φύσης προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η πολιτική κουλτούρα του ελληνικού κράτους υπήρξε δημοκρατική, σημειώνει στο κείμενό της η επιμελήτρια του τόμου. Ωστόσο, η επιβολή του μοναρχικού πολιτεύματος, η κυριαρχία του αλυτρωτισμού και η πολιτική δύναμη της φιλορθοδοξίας υποβάθμισαν τη δημοκρατική πολιτική παράδοση σε «επείσακτο» και εφήμερο σύμπτωμα μιας «καθυστερημένης» κοινωνίας…
Πληροφορίες για τα βιβλία εδώ