Life style και αποκαλυπτική δημοσιογραφία (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
355

της Δήμητρας Ρουμπούλα

Το μπερδεμένο σύμπαν των οικονομικών, της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης ξεδιπλώνεται στο μυθιστόρημα «Μοντεχρίστο» του Ελβετού συγγραφέα Μάρτιν Ζούτερ (εκδ. Πατάκη). Πρόκειται για ένα οικονομικό θρίλερ, το οποίο ταιριάζει απόλυτα με την εποχή μας, καθώς δείχνει πόσο ισχυρές είναι οι δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που ξεπερνούν την πολιτική και κρατική εξουσία, και πόσο αλήθεια είναι ότι μερικές τράπεζες είναι «πολύ μεγάλες για να πεθάνουν».

Ο κόσμος των οικονομικών και της πολιτικής μοιάζει σαν μια συνομωσία. Όλα συνδέονται με όλα, οι απάτες και τα σκάνδαλα συγκαλύπτονται, ο καθένας σαν ένα εργαλείο μιας καλοκουρδισμένης μηχανής παίζει το ρόλο του σε αυτό το κλειστό σύστημα. Ακόμη και οι γενναίες επιχορηγήσεις στον πολιτισμό εκ μέρους ισχυρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν είναι πάντα αθώες. Όποιος επιχειρεί να παραβιάσει αυτό το σύστημα με τολμηρές αποκαλύψεις έρχεται αντιμέτωπος με το πλαστό δίλημμα ότι αν ξεπεραστεί «ένα οριακό σημείο», τότε «η αποκάλυψη βλάπτει το κοινωνικό σύνολο περισσότερο απ΄ ότι το ωφελεί».

Αυτή είναι η πεμπτουσία του μυθιστορήματος του Ζούτερ, γεννημένου το 1948 στη Ζυρίχη, ο οποίος εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως διαφημιστής μέχρι το 1991, οπότε αποφάσισε να αφοσιωθεί στη συγγραφή και σήμερα να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς. Ο ήρωάς του, ο 38χρονος Γιόνας Μπραντ, ακροβατεί ανάμεσα στη λεγόμενη «κοινωνική δημοσιογραφία», δουλεύοντας για λογαριασμό lifestyle περιοδικών και τηλεοπτικών εκπομπών, και την «αποκαλυπτική δημοσιογραφία» όπου η τύχη τελικά τον οδηγεί. Επιπλέον, ονειρεύεται να γίνει κινηματογραφικός σκηνοθέτης και να γυρίσει μια ταινία: «Μοντεχρίστο», μια σύγχρονη εκδοχή του κλασικού μυθιστορήματος «Κόμης Μοντεχρίστο», που, ως μια ιστορία προδοσίας, απογοήτευσης, ελπίδας, εκδίκησης και ελέους, θα έχει όλα τα στοιχεία ενός μπλοκμπάστερ. Αρκεί να βρεθεί κάποιος να την χρηματοδοτήσει. Η υπόθεσή της επικεντρώνεται στην περιπέτεια ενός επιχειρηματία, ο οποίος βρίσκεται στην Ταϊλάνδη, κάποιοι κρύβουν στις αποσκευές του ναρκωτικά, συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε ισόβια και χάνεται σε μια από τις περιβόητες φυλακές της χώρας, μέχρι μετά από χρόνια να δραπετεύσει και να πάρει εκδίκηση.

Περιστατικά του σεναρίου του θα ζήσει ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος – σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός μαζί, ένα ωραίο τέχνασμα του Ζούτερ, σαν καθρέφτισμα της πραγματικότητας.  Η περιπέτεια του Γιόνας Μπράντ ξεκινά κάπου στη Βασιλεία της Ελβετίας, όταν η αμαξοστοιχία Intercity σταματά απότομα σε μια σήραγγα, επειδή κάποιος ενεργοποίησε το φρένο έκτακτης ανάγκης. Αποδεικνύεται ότι υπήρχε ένας νεκρός επιβάτης εκεί έξω. Δολοφονία ή αυτοκτονία; Το δημοσιογραφικό αντανακλαστικό του Μπράντ λειτούργησε αμέσως. Ενώ ταξίδευε για να καλύψει μια κοσμική εκδήλωση, χρησιμοποίησε την κάμερά του για να καταγράψει τα γεγονότα και να πάρει δηλώσεις από τους επιβάτες. Μια σημαντική λεπτομέρεια θα φανεί χρήσιμη στο μέλλον, καθώς θα συνδέσει το περιστατικό στο τραίνο με πολλά δυσάρεστα γεγονότα που θα συμβούν στη συνέχεια.

Δύο χαρτονομίσματα των εκατό φράγκων με τους ίδιους σειριακούς αριθμούς, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί, παρά μόνο αν υπάρχει παραχάραξη, τα οποία πέφτουν από διαφορετικές πηγές στα χέρια του δημοσιογράφου, εισάγουν τον αναγνώστη στον θαυμαστό κόσμο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην καρδιά της πλοκής του μυθιστορήματος. «Ξεφορτώσου τα», τον συμβουλεύει ο φίλος του Μαξ, διάσημος πρώην οικονομικός αναλυτής στην κρατική τηλεόραση, «δεν είναι αυτά για ανθρώπους του lifectyle».  Εκείνος όμως ξεκινά μια έρευνα γύρω από το αν είναι δυνατόν να κυκλοφορούν χαρτονομίσματα με τον ίδιο σειριακό αριθμό: Συναντά υψηλούς τραπεζικούς αρμοδίους, βιντεοσκοπεί τις απαντήσεις τους και γίνεται αυτομάτως ο πρώτος δημόσιος εχθρός του τραπεζιτικού συστήματος. Το υλικό που έχει συγκεντρώσει, με την καθοδήγηση του Μαξ, φαίνεται ικανό να καταστρέψει τη μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα και να ταρακουνήσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μια καταστροφή πολύ χειρότερη, όπως αντιλαμβάνεται στη συνέχεια, από τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2007 με την έκρηξη της  φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ. Βρίσκεται όμως και ο ίδιος σε κίνδυνο. Ήδη έχουν διαρρήξει το διαμέρισμά του, αναζητώντας τα δύο χαρτονομίσματα, και έχει δεχτεί επίθεση ληστείας στο δρόμο. Πρέπει να αποφασίσει: Θα είναι σκηνοθέτης της ταινίας που θα τον κρατήσει μακριά από τέτοιους κινδύνους ή δημοσιογράφος αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας που θα φέρει την αλήθεια στο φως;

Βλέποντας τη σοβαρότητα των πραγμάτων και τους κινδύνους που διατρέχει, ο Μαξ, ως καλός γνώστης του συστήματος, εκεί που άλλοτε παρότρυνε το φίλο του να αφήσει το «κοινωνικό ρεπορτάζ», επειδή αυτό «στοχεύει στα κατώτερα ένστικτα του κόσμου», και να στραφεί στην «αποκαλυπτική δημοσιογραφία», τώρα τον συμβουλεύει πως θα ήταν πιο φρόνιμο να επικεντρωθεί καλύτερα στην ταινία του. Ο Μαξ, ένας άνθρωπος που πάσχει από το σύνδρομο του Διογένη, δηλαδή δεν μπορεί να πετάξει τίποτα, συνεχίζει την έρευνα του Γιόνας και συναντά την περίπτωση ενός ριψοκίνδυνου χρηματιστή παραγώγων, ο οποίος έχει στοιχηματίσει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια και λίγο αργότερα χάνει τη ζωή του κατά περίεργο τρόπο. Ο εν λόγω χρηματιστής, που δούλευε στην τράπεζα κολοσσό, έχασε αυτό το μυθικό ποσό κερδοσκοπώντας, απέκρυψε τη ζημία και την  αντιστάθμισε με φανταστικά κέρδη από φανταστικά παράγωγα. Η τεράστια απώλεια θα οδηγούσε την τράπεζα, που παρουσίαζε ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, στο χείλος της καταστροφής. Αν μαθευόταν δηλαδή, θα ρίσκαρε το να τρέξουν οι καταθέτες και να πάρουν τα λεφτά τους. Επίσης, όπως αποκαλύφθηκε, το ένα από τα δύο χαρτονομίσματα τυπώθηκε ανεπίσημα κατ΄ εντολήν αυτής της τράπεζας, η οποία στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων που έλαβε, εκτύπωσε παράνομα χαρτονομίσματα προκειμένου να αυξήσει τα στρατηγικά αποθέματά της σε ρευστό, ώστε, σε περίπτωση που η υπόθεση-ωρολογιακή βόμβα θα ξεσκεπαζόταν, να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον τραπεζικό πανικό, δηλαδή τους καταθέτες. Γνώριζε η Ελβετική Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας τα γεγονότα; Μήπως τα συγκάλυπτε, μαζί με τους πολιτικούς προϊσταμένους;

Από τον βασικό καμβά της ιστορίας του, ο Μάρτιν Ζούτερ δεν αφήνει απέξω τη δημόσια οικονομία όταν αυτή εμπλέκεται στην πολιτική προώθησης του πολιτισμού, εξυπηρετώντας έτσι οικείους σκοπούς. Και βέβαια το πώς η διαπλοκή πολιτικής, οικονομικών συμφερόντων και μέσων μαζικής ενημέρωσης συμπαρασύρουν ακόμη και προσωπικές σχέσεις. Ο συγγραφέας δίνει και μια νότα ερωτικής φάρσας. Με την παρότρυνση της αγαπημένης του Μαρίνας, που ασχολείται με τη διοργάνωση κοσμικών εκδηλώσεων και την οποία εμπιστεύεται άνευ όρων ο Γιόνας, ο τελευταίος στρέφεται τελικά στο γύρισμα της ταινίας του. Το σύστημα έπρεπε να βγάλει από τη μέση τον επικίνδυνο δημοσιογράφο. Πώς; Αποσπώντας την προσοχή του από τις έρευνες του τραπεζικού σκανδάλου και στρέφοντάς τον προς το μεγάλο του όνειρο, την ταινία. Μήπως να τον ξεφορτωθούν και με τον ίδιο τρόπο που βγαίνει από τη μέση και ο ήρωας της ταινίας; Ενώ η πρόταση του επίδοξου σκηνοθέτη είχε απορριφθεί από την αρμόδια επιτροπή του ημικρατικού Ταμείου Κινηματογράφου, ξαφνικά εμφανίζεται μια κρυφή γενναία χρηματοδότηση.

Με τον «Μοντεχρίστο», ο Ζούτερ καταφέρνει να οδηγήσει την πλοκή σε ακραίες καταστάσεις με τρεις καλοστημένους φόνους, τους οποίους η αστυνομία δεν ενδιαφέρεται να εξιχνιάσει, να ενσωματώσει με κατανοητό τρόπο πτυχές της χρηματοπιστωτικής αγοράς, να εντάξει το δηλητήριο της ίντριγκας που κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Αλλά και να δείξει τη βιτρίνα της πολιτικο-οικονομικής εξουσίας, των πλουσίων και των ισχυρών, με πολλές λεπτομέρειες, από το εξαιρετικό φαγητό σε πολυτελή ξενοδοχεία μέχρι την κομψότητα των ρούχων τους. Το τέλος του μυθιστορήματος μας προσγειώνει στην πραγματικότητα: Όλοι ζούμε σε μια μεγάλη φούσκα ψευδαισθήσεων που κανείς δεν θέλει να ξεσκεπάσει. Επειδή χρησιμεύει στη διατήρηση του συστήματος, για το κοινό καλό. Πρέπει «να συνεχίσουμε να ζούμε μέσα στη μεγάλη μας σαπουνόφουσκα. Και θα κινούμαστε πιο προσεκτικά εκεί μέσα, αφού κανείς δε θέλει να την κάνει να σκάσει», θα πει ευθαρσώς ο χρηματοοικονομικός επίτροπος της χώρας.

Η κατασκευασμένη ένταση που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας εξαφανίζεται στο τέλος. Ακόμη και ο ευαίσθητος Γιόνας, παρά τις περιπέτειές του και την απώλεια του στενού του φίλου, μπορεί μετά την επιτυχία της πρεμιέρας της ταινίας του να ιδιωτικοποιηθεί ξανά. «Υπήρξα πολύ πιο αγχωμένος στο παρελθόν», λέει, αφήνοντας τον αναγνώστη ικανοποιημένο μεν από την πλοκή ενός απολαυστικού θρίλερ, απογοητευμένου δε από το μη ριζοσπαστικό φινάλε.

 

info:«Μοντεχρίστο» Μάρτιν Ζούτερ, εκδόσεις «Πατάκη», μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου

 

 

Προηγούμενο άρθροΑνάγνωση και αναγνώστες  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)  
Επόμενο άρθροΗ Jazz που επιμένει στην Πάτρα 7-9 Ιουνίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ