συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Η σερβικής καταγωγής Lana Bastasic (γεν Ζάγκρεμπ 1986) μεγάλωσε στη Μπάνια Λούκα της Βοσνίας. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Πιάσε τον Λαγό», ολοκληρώθηκε το 2018 και μεταφράστηκε στα αγγλικά από την ίδια το 2021 και στη συνέχεια σε άλλες 19 γλώσσες. Το2020 κέρδισε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Όταν πήγα να το αγοράσω, η κοπέλα στο ταμείο, τράβηξε το δικό της αντίτυπο κάτω από τον πάγκο και είπε ενθουσιασμένη: «και εγώ αυτό διαβάζω, είναι απίθανο».Έκτοτε έχω ακούσει για αυτό το βιβλίο από διάφορους διάφορα που συνοψίζονται στο «ένα από τα καλύτερα βιβλία που βγήκαν στα ελληνικά το 2023».
Οι δυο ηρωίδες του «Πιάσε τον Λαγό», μια Σέρβα, η Σάρα, και μια Βόσνια, η Λεϊλά είναι κολλητές από την πρώτη μέρα του σχολείου , αν και εντελώς διαφορετικές: η Σάρα είναι συγκροτημένη, κάνει καριέρα ποιήτριας στο εξωτερικό και παει πάντα με το σταυρό στο χέρι, ενώ η Λεϊλά είναι ατρόμητη, έξαλλη και ακολουθεί τους δικούς της κανόνες που οριακά είναι απάνθρωποι. Η Σάρα επενδύει αλλά και προσκομίζει πολλά από τη σχέση τους- ξεπερνάει επανειλλειμένα ταόρια της, μαζεύει κουράγιο σε δύσκολες στιγμές, γενικά δεν μπορεί να αντισταθεί στη Λεϊλά. Είναι προς κάποια κατεύθυνση παρασιτική η σχέση τους;
Καλή ερώτηση. Στα θεμέλια της σχέσης τους βρίσκεται η εθνικότητα- η διαφορά των προνομίων που είχε η Σάρα αλλά όχι η ΛεΊλά καθώς μεγάλωναν και τις έκαναν να έχουν εντελώς διαφορετικές ζωές. Έτσι η Σάρα μπόρεσε να φύγει, να μάθει μια άλλη γλώσσα και να γίνει η αφηγήτρια της ιστορίας τους. Για εμένα αυτός που αφηγείται την ιστορία είναι πολύ προνομιούχος επειδή επιλέγει τα πάντα: το τι θυμάται, το τι δεν θυμάται, το είδος της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Οπότε ναι, υπάρχει ένα παρασιτικό στοιχείο στη Σάρα, αλλά δεν νομίζω πως οφείλεται σε κακές προθέσεις. Ειλικρινά προσπαθεί να κατανοήσει το τι έχει γίνει, όσα πιστεύει πως είναι η αλήθεια και να αντιμετωπίσει τις δικές της προκαταλήψεις
Στο εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης, το βιβλίο συγκρίνεται με την Υπέροχη Φίλη Μου της Έλενας Φεράντε και η σύγκριση επαναλαμβάνεται στις κριτικές ανά την Ευρώπη. Θεωρώ πως είναι εξαιρετικά άδικο για το βιβλίο σας και πως πρόκεται για παρερμηνεία του, δεδομένου ότι ο εμφύλιος πόλεμος βαραίνει την ιστορία των κοριτσιών. Πότε ο αναγνώστης σταματάει να διαβάζει αυτό που έχει γράψει ο συγγραφέας; Σας ενοχλεί;
Είναι φυσιολογικό. Πάντα όταν γράφεις ένα βιβλίο υπάρχουν άνθρωποι που θα το καταλάβουν διαφορετικά. Υπάρχουν και όσοι δεν ξέρουν τίποτε για τον εμφύλιο και για τη Βοσνία, οπότε θα σταθούν μόνο στη σχέση ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Δυστυχώς δεν έχουμε αρκετά βιβλία για τις σχέσεις μεταξύ γυναικών και όταν τα έχουμε τα συγκρίνουμε. Δεν με ενοχλεί η σύγκριση –υπάρχουν πολλά στοιχεία που την υποστηρίζουν, όπως η σχέση των δύο γυναικών, τα διαφορετικά τους υπόβαθρα, η τοπικότητα. ‘Οταν βγάζεις κάτι νέο στον κόσμο, ο καθένας το εκλαμβάνει όπως θέλει- δεν ασχολούμαι με αυτές τις ερμηνείες, μόνο με το βιβλίο μου.
Η Λεϊλά είναι φοβερός χαρακτήρας- όχι απλά εντελώς απελευθερωμένη, αλλά και ξέφρενη, μου θύμισε την Κάθρην από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, απλά δεν δέχεται το «όχι» για απάντηση. Όμως πάντα η ελευθερία έχει ένα τίμημα. Είναι το ίδιο και με τη συγγραφική ελευθερία;
Και πάλι από την οπτική της Σάρας είναι όλα αυτά. Η Λεϊλά είχε μια πολύ δύσκολη ζωή: έχει δει τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, έχει χάσει δικούς της ανθρώπους, οπότε δεν ανέχεται πλέον τις παπάτζες. Οπότε μπορεί να φαίνεται ξέφρενη σε έναν καλοζωισμένο Ευρωπαίο, αλλά στην πραγματικότητα απλά προσπαθεί να επιβιώσει. Επιλέγει να μην είναι θύμα για να μην εκτοπιστεί. Ση συγγραφή πρέπει να είσαι γενναία, να πεις την ιστορία που εσύ θες να πεις,γιατί οτιδήποτε άλλο είναι συμβιβασμός και αυτό ποτέ δεν βγαίνει σε καλό. Μόνο αν είμαστε ειλικρινείς προς τον εαυτό μας και τους αναγνώστες μας υπηρετούμε τη λογοτεχνία. Αυτη η ελευθερία είναι στην υπηρεσία της λογοτεχνίας- να μην κάνεις αυτό που αναμένεται από εσένα, αλλά αυτό που θες εσύ.
Μου ραγίσατε την καρδιά με τον αδελφό της Λεϊλά, τον Άρμιν. Θα μπορούσαμε αραγε να το χρησιμοποιήσουμε για μετρητή αισιοδοξίας ή χαζομάρας; Εγώ τον περιμένα μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Το γεγονός είναι πως πολλοί άνθρωποι εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οπότε δεν ήθελα να νιώσει αυτού του είδους κάθαρσης ο αναγνώστης μου, δεν ήθελα να έχουμε happy end. Ποτέ δεν έχουμε happy end σε έναν πόλεμο ακόμη και αφού αυτός τελειώσει .Ήθελα ο αναγνώστης να νιώσει αυτό που βίωσαν τόσοι Βόσνιοι που ήταν : ελπίδα, πανικός, φόβος, ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα και μετά παντελή απώλεια της ελπίδας – όταν συνειδητοποιείς πως ποτέ δεν θα πάρεις απαντήσεις, ποτέ δεν θα αποχαιρετήσεις τον άλλον για να βάλεις τελεία και πως κάποια πράγματα θα είναι για πάντα παρόντα- ένιωσα πως αυτό ήταν το πιο ειλικρινές που μπορούσα να κάνω.
Η Σάρα δραπετεύει από όλα αυτά, πάει στη Δυτική Ευρώπη αλλά επιλέγει, δηλαδή εσείς επιλέγετε να την τοποθετήσετε, στο Δουβλίνο, μια πόλη επίσης καταρρακωμένη από τον εμφύλιο, όπου σου δείχνουν ακόμη «να εδώ έσκασε αυτή η βόμβα του IRA τότε και εδώ έγιναν αυτά τα επεισόδια». Γιατί;
Επέλεξα το Δουβλίνο για έναν προσωπικό λόγο- επειδή πέρασα 15 χρόνια μελετώντας τον James Joyce, που ήταν Ιρλανδός και Δουβλινέζος. Έτσι η δική μου διαφυγή έγινε η ιρλανδική λογοτεχνία, οπότε ήθελα και η Σάρα να διαφύγει στην Ιρλανδία όπου πάντα τίθονται ερωτήσεις: «από πού είσαι εσύ;» « είσαι καθολικός ή προτεστάντης;», «τι γλώσσα μιλάς;» και το θέμα της ανεξαρτησίας και της παράδοση αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής- όλα αυτά μοιάζουν κάπως με τη δική μου χώρα.Για τη Σάρα πάντως είναι μια απόδραση- για εμένα όμως ήταν μια φυσική απόφαση που προέκυψε από την ανάγκη να ενώσω τα κοινά των δυο χωρών- να επιστρέψω στη χώρα όπου σπούδασα για να ξορκίσω τα άσχημα πράγματα που συνέβησαν στην άλλη χώρα.
Ναι, το ήξερα πως έχετε εντρυφίσει στον Joyce. Ξέρετε ο αδελφός του, ο Stanislaus,είχε πει πως την εποχή του, ο Ιρλανδός συγγραφέας έπρεπε να επανεφεύρει τον ηθικό κόσμο μέσα από το χάος- κάτι που δυσκόλευε μέτρια ταλέντα, αλλά απελευθέρωνε τα μεγάλα ταλέντα όπως ο Joyce, o Bernard Shaw ή ο Yeats. Μήπως θα μπορούσαμε αν ισχυριστούμε κάτι παρεμφερές και για τα Βαλκανια;
Νομίζω έχει να κάνει με τη συγκυρία κάτω από την οποία γράφεται ένα βιβλίο. Αν γράφεις ένα βιβλίο μετά το τέλος ενός πολέμου, όλος ο ρομαντισμός θα μαραθεί και θα πέσει εκτός. Ο συγγραφέας θα πρέπει να επινοήσει μια νέα γλώσσα, να επανεξετάσει τα γεγονότα του παρελθόντος εκ νέου και να ξανααφηγηθεί το νόημα- όση ομορφιά υπήρχε πριν πάει περίπατο όταν σκεφτείς πως η ανθρώπινη νόηση και πρόοδος έχουν πλέον σκοπό να δολοφονούν ανθρώπους. Αυτό φαντάζομαι συνέβη με τους μοντερνιστές και για εμένα ο πόλεμος ήταν ένα τεράστιο τραυματικό γεγονός μετά το οποίο χρειάζονται νέοι τρόποι να αφηγηθείς μια ιστορία.
Γι’αυτό είχατε πει πως φοβόσασταν τη γλώσσα, επειδή οδηγεί στη βία;
Εγώ το είπα αυτό;
Ναι, στο επίμετρο. Όχι μόνο αυτό, είπατε και πως οι συγγραφείς έχουν και την ψευδαίσθηση πως το οτιδήποτε μπορεί να περιγραφεί. Συγνωμη, αλλά τότε τι κάνει ένας συγγραφέας;
Ρωτάμε και αναζητάμε ερωτήσεις. Προσπαθούμε να δούμε κάτι από άλλη οπτική, να καλλιεργήσουμε την ενσυναίσθηση- ο καθένας μας έχει μια άλλη οπτική και εγώ πρέπει να περιστρέψω την ιστορία για να δω την οπτική του άλλου. Δε νομίζω πως οι συγγραφείς αλλάζουν τον κόσμο αλλά μας βοηθάνε να φανταστούμε πως θα ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Όπως και μια γλώσσα- είναι διαφορετικό να ζεις σε μια ξένη γλώσσα. Το τραύμα πρέπει να αντιμετωπίζεται επιστρέφοντας στη γλώσσα που το δημιούργησε- όπως και η ψυχανάλυση λειτουργεί μόνο στη μητρική γλώσσα, τη γλώσσα στην οποία τα πράγματα συνέβησαν. Η ιστορία της ζωής είναι ειπωμένη στη μητρική της γλώσσα της και σε αυτή πρέπει να επιστρέψεις για να την καταλάβεις.
Όσο και να μιλάμε για το παρελθόν, όταν κυνηγάμε λαγούς πάμε προς τα μπροστά. Γιατί έχουμε αυτό τον ψυχαναγκασμό να κυνηγάμε λαγούς;
Ο λαγός μπορει να συμβολίζει πολλά διαφορετικά πράγματα- μπορεί να είναι ένας προσωπικός στόχος ή στην τέχνη το να κυνηγάς ένα θέμα,όπως η Σάρα προσπαθεί να πιάσει τη Λέϊλα ή ένας ζωγράφος που αναζητά το αντικείμενο του επόμενου του πίνακα. Ή μπορεί να προσπαθείς να κατανοήσεις κάτι που σου διαφεύγει εντελώς αλλά δεν μπορείς να παρατήσεις. Η Virginia Woolf είχε αναφέρει πως κάποιοι χαρακτήρες που σκεφτόταν την στοίχειωναν και αναγκαζόταν να τους κυνηγήσει και να γράψει για αυτούς. Όμως το χαρακτηριστικό του λαγού είναι πως δεν μπορείς να τον πιάσεις- ευτυχώς το θέμα δεν είναι ο λαγός αλλά όσα εσύ χρειάζεσαι.
Η σύνδεση του λαγού με την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων είναι προφανής- έχετε αναφέρει όμως πως χρησιμοποιήσατε και τη δομή του συγκεκριμένου βιβλίου ως σχεδιάγραμμα. Πώς το καταφέρατε αυτό, δεδομένου ότι οι λάγοι χοροπηδάνε τυχαία;
Η σχέση του βιβλίου μου με τη δομή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων είναι περισσότερο συμβολική. Δεν σκέφτηκα πως κάποια είναι η Αλίκη και κάποια ο λαγός. Προσπαθούσα να ενώσω έτσι ορισμένα σημεία- ας πούμε ένα κεφάλαιο στην Αλίκη αφορά τη μητρότητα όπως και ένα κεφάλαιο του βιβλίου μου ή το Πάρτυ του Τρελοκαπελά όπου ο χρόνος σταματάει, στο δικό μου βιβλίο είναι η επίσκεψη των δυο κοριτσιών στο μουσείο, για την ένωση της Γιουκοσλαβίας ο χρόνος σταματάει εκεί. Δεν προσπάθησα να αντιστοιχίσω κάθε κεφάλαιο επακριβώς- έψαχνα περισσότερο αυτές τις εξωτερικές ομοιότητες.
Να γίνω λίγο εκνευριστική τώρα και να σας πω έναν δικό μου, πολιτικά ορθό τίτλο για το Πιάσε το Λαγό; Παρακαλώ σεβαστείτε τον λαγό και αφήστε τον στην ησυχία του. Τι γνώμη έχετε για την πολιτική ορθότητα, συμβαδίζει με τη λογοτεχνία;
Δύσκολο θέμα. Πρέπει να προσέχουμε τι γλώσσα χρησιμοποιούμε γιατί η γλώσσα έχει τη δική της δύναμη, τόσο να αλλάξει τα πράγματα, όσο και να πληγώσει ορισμένους ανθρώπους και ως συγγραφέας έχεις ευθύνη. Μπορείς να σκεφτείς: την ιστορία που θέλω να πως ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να την αφηγηθώ; Δικαιολογεί η ιστορία μου την πολιτική ορθότητα;
Όμως η λογοτεχνία διερευνά και θέματα που είναι «λάθος», επειδή νιώθουμε την ανάγκη να μάθουμε το γιατί. Πολλοί συγγραφείς κριτικάρουν στην πολιτική ορθότητα αλλά στην πραγματικότητα εναντιώνονται στο δικαίωμα να προσβάλεις κάποιον επειδή κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με μια ασφαλή θέση εξουσίας και θέλουν να τη διατηρήσουν.
Μεταφράσατε το βιβλίο σας στα αγγλικά από τα σερβοκροατικά μόνη σας. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Φαντάζομαι το να μεταφράσεις τον εαυτό σου είναι βάναυσο και εφιαλτικό επειδή ξέρεις πόσο μεγάλο μέρος του βιβλίου μένει εκτός;
Το μετέφρασα γιατί έπρεπε να το κάνω, δεν είχα εναλλακτική, δεν το επέλεξα. Δεν είχα εκδότη τότε, ούτε ατζέντη- ήμουν μια συγγραφέας τη δουλειά της οποίας κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει. Δεν μπορούσα να το εκδώσω- κανείς δεν διαβάζει βιβλία γραμμένα σε μικρές γλώσσες. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να βρω εκδότη. Έτσι έκατσα και το μετέφρασα, όχι με σκοπό να το εκδώσω, αλλά περισσότερο να έχω έτοιμο το χειρόγραφο αν ποτέ χρειαστεί. Ιδανικά δεν θα το έκανα εγώ αλλά κάποιος άλλος. Ήταν περισσότερο θέμα λογοτεχνικής επιβίωσης.
Η απάντηση σας θα φέρει δάκρυα στα μάτια πολλών- στην Ελλάδα έχουμε ακριβώς το ίδιο θέμα. Καμιά καλή συμβουλή;
Μπορώ να σας πω τι έκανα εγώ. Το μετέφρασα μόνη μου και μετά το έστειλα. Αν καθόμουν να περιμένω να με ανακαλύψουν τίποτε από αυτά δεν θα είχε συμβεί. Είναι θλιβερό που πρέπει να γίνει έτσι- αν ήμουν Αμερικανίδα απλά θα το έγραφα και θα ήταν έτοιμο.
Μετά τη βράβευση του με το Νόμπελ ο Ισιγκούρο είπε πως «γύρισε στο ατακτοποίητο γραφείο του και εκεί τα προβλήματα του επόμενου βιβλίου του τον περίμεναν ανυπόμονα και κοιτάζοντας τον στα μάτια με λατρεία, σαν κουταβάκια». Σας άφησε εσάς κανένα κατοικίδιο το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας;
Ακόμη χειρότερα. Μπορεί να ειναι συντριπτικό- υπαρχουν τόσες πολλές προσδοκίες. Πλέον όταν γράφεις δεν είσαι μόνο εσύ με το κείμενο σου, υπάρχει τόσος λευκός θόρυβος- κάποιοι θέλουν να ξαναγράψεις κάτι παρόμοιιο, κάποιοι άλλοι κάτι διαφορετικό, όλοι κάτι περιμένουν. Όταν μετά από το Πιάσε το Λαγό εξέδωσα μια συλλογή διηγημάτων, δεν ήταν λίγοι όσοι απογοητευτηκαν επειδή επιθυμούσαν να ξαναγράψω μυθιστόρημα. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω και πολλά- παρά μόνο να σεβαστώ τη δική μου συγγραφική διαδικασία: αν μου πάρει 10 χρόνια να γράψω το επόμενο μου μυθιστόρημα, ας γίνει έτσι. Δεν θα γράφω ένα βιβλίο το χρόνο απλά και μόνο επειδή το επιθυμεί η αγορά. Είναι πάντως πολύ δύσκολο.
Μιας και λέμε για δυσκολίες – ένας από τους 2 δικού μας Νομπελίστες, ο Γιώργος Σεφέρης είχε πει το περίφημο «Οπου και αν πάω, η Ελλάδα με πληγώνει». Είναι Βαλκανικό χόμπυ αυτό, η χώρα να τσακίζει τους συγγραφέα της;
Ναι, όπως και ο Joyce είχε πει πως η Ιρλανδία τρώει τα παιδιά της. Η Βοσνία νομίζω είναι η 4η χώρα στον κόσμο απ’όπου οι νέοι καλλιτέχνες μεταναστεύουν για ένα καλύτερο μέλλον. Είναι τόσο θλιβερό. Δεν υπάρχουν ευκαιρίες, δεν μπορείς να βρεις δουλειά, δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα οικονομικά. Νομίζω σε αυτό το λυπηρό top 10 βρίσκεται και δεύτερη πρώην γιουκοσλαβική χώρα. Δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Δεν μπορείς να ζήσεις από αυτό που αγαπάς- ιδίως αν είναι η συγγραφή. Ξέρετε εδώ στο Βερολίνο που ζω τώρα πληρώνομαι κάθε φορά που γράφω κάτι. Γράφω μια στήλη; Πληρώνομαι. Ένα άρθρο; Πληρώνομαι. Συμμετέχο σε μια παρουσίαση; Πληρώνομαι.
Λυπάμαι αλλά θα πρέπει να κόψω την προηγούμενη σας απάντηση επειδή δεν θα μπορέσουν να την διαχειριστούν οι Έλληνες αναγνώστες.
Όντως;
Όχι. Μια τελευταία ερώτηση- η σχέση της Σάρας με την Λεϊλά διακόπτεται απότομα όταν πάνε διακοπές σε ένα νησί της κροατικής ακτής. Να υποθέσω πως δεν ήταν τυχαίο το νησί, πως έπρεπε να είναι αποκομμένες από την ηπεριωτική χώρα;
Ναι! Μου αρέσει πολύ ο τρόπος με τον οποίο διαβάσατε το βιβλίο μου. Δεν είναι μόνο αυτό το νησί όπου η Σάρα καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από την Λεϊλά- είναι και ο τόπος όπου καταφεύγει- η Ιρλανδία. Ξέρετε καμιά φορά στα Βαλκάνια αποφεύγουμε να μιλάμε για το παρελθόν, ελπίζοντας πως έτσι θα μπορούμε να προσποιηθούμε ότι δεν συνέβη. Τότε όμως είναι που την πατάμε, γιατί ξανασυμβαίνει.
Lana Bastasic, Πιάσε τον λαγό, μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, Gutenberg
Σαγηνευτικές ερωτήσεις σαγηνευτικές απαντήσεις, ευχαριστούμε