Λαγός στιφάδο

0
300

 

Γεωργία Συλλαίου.

 

Χρόνος: βρισκόμαστε στα φοβερά και τρομερά χρόνια της κατοχής. Τόπος: Μελισσουργός, ένα μικρό χωριό, στα σύνορα των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής.

Κυριότερα πρόσωπα: η μητέρα μου, Αθανασία Καρνάβα και ο παππούς μου, Δημήτρης.

Ο παππούς Δημήτρης, αν κρίνω από τις φωτογραφίες  αλλά και τις περιγραφές της μαμάς και του νονού μου, ήταν ένας πολύ ωραίος άνδρας, ευθυτενής, ψηλός, με μουστάκι και λάτρης του τσίπουρου. Το ότι είναι λάτρης του τσίπουρου δεν φαίνεται στις φωτογραφίες.

Έχω μία φωτογραφία μόνο μαζί του, είμαι εντελώς μωρό και με κρατάει στην αγκαλιά του. Δεν κοιτάει στο φακό, κοιτάει πάνω από το κεφάλι μου, κάπου μακριά, και ενώ δεν χαμογελά, δείχνει ήρεμος αλλά και λίγο σκεπτικός.

Για τον παππού έχω πολλές ιστορίες, αλλά δεν θα τις εξαντλήσω τόσο γρήγορα. Ήταν μυλωνάς, είχε ένα νερόμυλο στο χωριό, και εθεωρείτο  είς εκ των προεστών.  Πήρε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία –και στην καταστροφή..- και υπάρχουν άπειρες ιστορίες από τον βίο και τις καλές του πράξεις κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Και άλλα πολλά.

Ο παππούς ήταν παντρεμένος με την γιαγιά Παναγιώτα ή Πανάγιω και είχαν επτά παιδιά. Η μαμά, ήταν η αγαπημένη του κόρη, την αποκαλούσε  «η Θανασσιά’ μ» και η μαμά ήταν αυτή που κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά, του πήγαινε τον δίσκο με το τσίπουρο μπροστά στο τζάκι. Ο παππούς, προς μεγάλη απελπισία της συμβίας του Πανάγιως, μετά το τρίτο –υποθέτω εγώ, άλλωστε υπάρχει και η παροιμία «κατά μάνα κατά κύρη…κτλ» – δήλωνε «Θανασσιά’μ , φέρε τα βερεσέδια» και έκαιγε τα χρέη των συγχωριανών του στη φωτιά.

Αυτά προς το παρόν με τον παππού Δημήτρη. Όπως λέγαμε και στην αρχή, ευρισκόμεθα στην κατοχή, ακριβές έτος δεν ενθυμούμαι.

Η μαμά περιμάζευε όποιο αναξιοπαθές ζωντανό έβρισκε. Σκυλί, γατί και ούτω καθεξής. Το σπίτι του παππού είχε μεγάλο υπόγειο, για την ακρίβεια ισόγειο ήταν, αλλά το έλεγαν υπόγειο. Εκεί, μέσα στα βαρέλια με το σιτάρι, τα λάδια και άλλα εδώδιμα και αποικιακά, η μαμά ζούσε στον δικό της κόσμο, διαβάζοντας έντυπα της εποχής και βιβλία. Και φυσικά ονειρευόταν.

Ο παππούς είχε αποφασίσει ότι αυτή η κόρη του ήταν προορισμένη να σπουδάσει. Δεν υπήρχε λόγος να παντρευτεί, εν αντιθέσει με τις άλλες τέσσερις κόρες του.

Εκεί λοιπόν σ’ αυτό το ευλογημένο υπόγειο, έβρισκαν καταφύγιο, τροφή και θαλπωρή τα αναξιοπαθούντα ζώα.

Μια μέρα, η μαμά βρήκε ένα λαγουδάκι. Τη ρωτούσα: «είσαι σίγουρη ότι ήταν λαγουδάκι; Μήπως ήταν κουνέλι;» Η μαμά κουνούσε πέρα-δώθε το κεφάλι της. «Λαγουδάκι ήταν!. Πού να βρεθεί κουνέλι στα όρη, στα άγρια βουνά;»

Το πήρε και φυσικά το εξημέρωσε. Έτρεχε κάθε μέρα μετά από το σχολείο και τάιζε το λαγουδάκι της, διάβαζε τα βιβλία της και ήταν ευτυχής φαντάζομαι, διότι ουδείς ετάραζε την απλή ζωή της.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς είχε δουλειά. Οργάνωσε τη γιορτή στο σχολείο και καθυστέρησε να επιστρέψει στο σπίτι. Γυρίζει λοιπόν και τρέχει να βρει τον αγαπημένο της λαγό. Αλλά, δεν τον βρίσκει. Η μαμά αρχίζει να ανησυχεί.

Ανεβαίνοντας στην κουζίνα, την υποδέχθηκε μία εξαίσια μυρωδιά φαγητού. Όλοι την περίμεναν στο τραπέζι. Η μαμά κάθισε μουδιασμένη και κοίταξε το πιάτο της.

Φώναξε, έκλαψε –αποκλείεται να έβρισε – και έφυγε τρέχοντας.

Το επιμύθιον: ο παππούς –προς μεγάλη απελπισία της συμβίας του – άναψε το τσιγάρο του, άνοιξε το παράθυρο, πέταξε το πιάτο με το περιεχόμενό του έξω και ζήτησε ένα τσίπουρο με μεζεδάκι.

Προηγούμενο άρθροΚαι διηγώντας τα… να τρως
Επόμενο άρθροΦρόυντ και Σκρουτζ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ