Του Δημοσθένη Αγραφιώτη.
2011- Χειμώνας. Ένα διεθνές δίκτυο επιτελεστών (performers) συζητάει και εντέλει διχάζεται, στο αν θα έπρεπε ή θα μπορούσε να οργανωθεί μια καλλιτεχνική δράση που θα αμφισβητούσε ή θα έθετε ένα κρίσιμο και κριτικό ερώτημα για την υπόσταση της La Biennale di Venezia. Δημιουργήθηκε σχεδόν ένα σχίσμα με τους υποστηρικτές και τους αρνητές μιας τέτοιας παρέμβασης. Πρότεινα μάλιστα να γίνει ένας προκαταρτικός διάλογος, ένα είδος προσυνεδρίου πριν το όλο εγχείρημα και στο τέλος του να γίνει ένα συνέδριο ή κάποια σεμινάρια με θέμα ακριβώς τη σημασία της Biennale της Βενετίας{55.Esposizione Internationale d’ Arte}, και των Biennale γενικότερα. Η ιδέα έγινε καταρχήν δεκτή με ανακούφιση.
2011- Ιούνιος, αρχές. Τελικά, ένα υποσύνολο των προναφερομένων επιτελεστών, συγκεντρωθήκαμε για να επιχειρήσουμε μια παρέμβαση με τον τίτλο “Infr’ action – Venezia, 2011”, (βλέπε https://www.google.gr/search?q=infraction+venezia).Για τέσσερις ημέρες πριν (και κατά) τα επίσημα εγκαίνια στους χώρους γύρω από τα Giardini Publici μια πολλαπλότητα και μια ποικιλία δράσεων φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα κριτικού (ανα)στοχασμού για την 54η διοργάνωση της Biennale. Η δική μου συμβολή κάθε μέρα ήταν διαφορετική. 1η ημέρα, φωτογράφισα στιγμές επιτελεστικές που δημιουργούσε το πλήθος των επισκεπτών που ήταν στην πλειοψηφία τους προσκεκλημένοι/ες από το χώρο της τέχνης κι είχαν το προνόμιο της επίσκεψης πριν τα επίσημα εγκαίνια για το ευρύ – μεγάλο κοινό (εικόνες-e-book of Performances , Venezia,PDF, συνημμένο ). 2η ημέρα, κάθισα στην κύρια είσοδο των Giardini και μ’ ένα καθρέφτη προ(σ)καλούσα τους επισκέπτες να εμπλακούν σ’ ένα παιχνίδι με το είδωλό τους (εικόνες- PDF)). 3η ημέρα , σε διάφορα σημεία από την είσοδο των Giardini μέχρι την είσοδο της Biennale, παρήγαγα μ’ ένα παιδικό παιχνίδι πομφόλυγες, υπενθυμίζοντας ότι μετά τις φούσκες των χρηματιστηρίων, των τραπεζών, των οικοδομών, των οικονομιών, ίσως είχαμε και τη φούσκα ή τις φούσκες της τέχνης (εικόνες -PDF ). 4η ημέρα , στο διάδρομο που ενώνει το δρόμο Garibaldi και τους Giardini, έγραψα με χρυσή και ασημένια σκόνη πάνω στο έδαφος, “Arte” και “Poesia” και παρακολούθησα το πώς οι επισκέπτες – διαβάτες συμπεριφέρονται με αυτές τις δύο λέξεις· μια βροχή δημιούργησε, ένα είδος στρεβλής γραφής, εντείνοντας το εφήμερο των σημαινόντων και των αναφορών τους (εικόνες- PDF).
Είχε ενδιαφέρον το πώς αντέδρασαν οι Έλληνες/ίδες και το πώς οι υπόλοιποι/ες επισκέπτες/τριες. Οι τελευταίοι/ες συν-μπλέχτηκαν με τη διαδικασία της επιτέλεσης πολύ εύκολα και συμμετείχαν με έντονο τρόπο (βλέπε εικόνες στο συνημμένο PDF)· αντίθετα οι συμπατριώτες/ισσες μου έμειναν μάλλον απαθείς ή απέφυγαν να συμμετάσχουν ή ακόμα να απέστρεψαν το βλέμμα τους ή περιορίστηκαν να εκφέρουν μισόλογα – το γεγονός ότι με αναγνώρισαν ίσως , δεν δημιούργησε την απαραίτητη ψευδαίσθηση για να συνδράμουν στην ανέλιξη της δράσης;
2013- Νοέμβριος. Η προηγούμενη αναλυτική παρουσίαση αποσκοπούσε κύρια στο να δειχτεί την ψυχολογική και τη διανοητική μου κατάσταση σε σχέση με μια επίσκεψη στην 55η διοργάνωση της Biennale.(www.labiennale.org)
Προφανώς, οι δράσεις μας του 2011 δεν σταμάτησαν το θεσμό να λειτουργήσει ξανά! Το προγραμματισμένο συνέδριο του 2011 δεν έλαβε χώρα για πολλούς λόγους(κούραση, δυσκολία στη μετάφραση, ιδεολογικοί δισταγμοί…). Έτσι, το δίλημμα: επίσκεψη ή μη στη Biennale με απασχόλησε και στο τέλος αποφάσισα να επισκεφθώ τη Biennale του 2013 όπως έκανα και το 2011. Ωστόσο, η φόρτισή μου ήταν αμφίσημη και ετερόκλητη και νομίζω για λόγους τιμιότητας, όφειλα να παραθέσω τα προηγούμενα, καθώς θα χρωματίσουν αναμφίβολα τις επόμενες παραγράφους. Εξάλλου, ήταν η τελευταία εβδομάδα της Biennale και θα ήταν να επιχειρήσω μια πολιτιστική στάθμιση(assessment) της όλης διοργάνωσης, καθώς για τα επιμέρους και τα καθέκαστα έχουν ήδη γραφτεί κείμενα και έχουν δειχτεί εικόνες στα διάφορα μέσα ενημέρωσης και πληροφόρησης η τα ελληνικά και διεθνή έντυπα αφιερωμένα στην τέχνη.
Η ιδέα για τη διοργάνωση των Biennale-καθώς κι άλλων μειζόνων διοργανώσεων, όπως η Μόστρα του κινηματογράφου- στη Βενετία έχει ηλικία πάνω από εκατό χρόνια και οπωσδήποτε όταν ξεκίνησε είχε τη φιλοδοξία να δείξει τις τάσεις της τέχνης στο διεθνή ορίζοντα. Τότε υπήρχε η διεθνοποίηση του 19ου αιώνα, με τα μέσα μεταφοράς (πλοία και σιδηρόδρομοι) και ο διεθνής τύπος, οι αποικίες και η κυριαρχία της Ευρώπης στον κόσμο. Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ή παγκοσμίωσης, το πλήθος, η ταχύτητα και ποικιλία των μηνυμάτων, μετατρέπει το θεσμό σαν πολιτιστικό επιβίωμα μιας άλλης εποχής? Βέβαια, η Biennale δείχνει πριν απ’όλα, τα έργα, αυτά τα ίδια και όχι τις αναπαραστάσεις τους, δηλαδή κρατάει ένα ισχυρό στοιχείο, την υλικότητα των καλλιτεχνημάτων.
Μιαν άλλη ισχυρή ιδέα ήταν η εθνική αντιπροσώπευση, δηλαδή την πρωτοβουλία έχουν τα επίσημα κράτη να επιλέξουν τα εκθέματα και μάλιστα να χρησιμοποιήσουν τα μόνιμα κτίρια(όπως το ελληνικό) που υπάρχουν στο χώρο της Biennale (και τώρα και του Arsenal). Μερικές εξαιρέσεις: το κτίριο γράφει:Yugoslavia με άσπρα γράμματα, άλλα Serbia με μαύρα-προφανώς κάποια κράτη δεν διατηρήθηκαν στον 20ο αιώνα. Η Γερμανία εξέθεσε τα έργα τεσσάρων καλλιτεχνών που κανένας δεν ήταν γερμανός (π.χ. ο Κινέζος Al Wei-Wei ήταν ένας από τους τέσσερις,και οι άλλοι τρείς :Santu Mofoeng ,Romualo Karmakar, Dayanita Singh). Μάλιστα η Γαλλία και η Γερμανία αντάλλαξαν κτίρια για τις ανάγκες των εκθέσεών τους. Οι Μπαχάμες παρουσίασαν ένα έργο αφιερωμένο στον Νότιο Πόλο και τις κατακτήσεις του από τους εξερευνητές καθώς και την τραγική τύχη της Αγγλικής αποστολής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τελικά τι είναι «εθνικό», σ’ ένα κόσμο γενικευμένων ανακατατάξεων; Τι είναι εθνοκεντρικό , διεθνές και οικουμενικό? και τι είναι πλανητικό , ή παγκοσμιοποιημένο ή πλανητοπικό (glocal) ?
Το παράδοξο ξεκινάει ίσως από την ακόλουθη παρατήρηση. Τι ακριβώς εννοείται με τη λέξη «διεθνοποίηση» και μάλιστα με την έκφραση :«διεθνοποιημένη Τέχνη»? Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, η διεθνοποίηση (internationalization) σημαίνει τη δημιουργία ενός χώρου όπου οι εθνικές ή τοπικές ή οι ιδιαίτερες καλλιτεχνικές παραγωγές συνυπάρχουν, ωστόσο τίθεται το ερώτημα σύμφωνα με ποιους κανόνες; Αυτούς της σύγχρονης (contemporary) ή νεοτερικής (modern) τέχνης, έστω μεταμοντέρνας τέχνης (post-modern art) όπως αυτοί διαμορφώθηκαν στο λεγόμενο δυτικό κόσμο; Δηλαδή είμαστε πάλι στο “the West and the rest”; Είναι σαφές ότι η Biennale λειτουργεί μ’ αυτούς τους γνώμονες, τα έργα προσκαλούνται, έρχονται, κι όλα μαζί θεραπεύουν τις θεωρήσεις της τέχνης όπως κι αυτή διαμορφώθηκε σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο (global) κόσμο, όπου όμως δεσπόζουν η οικονομία και η τεχνοεπιστήμη. Μπορεί η τέχνη να ανατάξει αυτή την «ευταξία»; Ή απλά ακολουθεί τη ροή των πραγμάτων και των εξουσιών; Δεδομένου του κόστους και των απαιτήσεων της αγοράς τέχνης θάταν δύσκολο να αναδειχθεί ένας άλλος τρόπος ή χώρος παρουσίασης; Αλλά τι θα ήταν αυτός ο διαφορετικός σταθερότυπος (pattern) καλλιτεχνικής και πολιτιστικής συνύπαρξης; Θάταν μια ευκαιρία να μη δειχθεί απλά η ψευτοδιαφορά των επιμέρους έργων, αλλά κυρίως η δυσκολία να παρουσιαστεί, να εκτεθεί και τελικά να αναγνωριστεί η πολιτιστική ιδιοτυπία των «καλλιτεχνημάτων» που έρχονται από άλλα πολιτιστικά μορφώματα (cultures) και για τα οποία θα ήταν απαραίτητο να δοθεί και αρκετός χρόνος και κόπος για να προσεγγιστούν. Με μια άλλη έκφραση, η Biennale πριμοδοτεί τα έργα που βλέπονται γρήγορα και διαβάζονται με τους δεσπόζοντες κώδικες, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση της προσέγγισης των έργων παρά στην πολιτιστική τους ιδιοτυπία .Δείγμα αναγκαστικής επιδερμικής αναγνωσιμότητα τους : το περίπτερο –pavilion της Ινδονησίας, όπου παρουσιάστηκαν οι φιγούρες του θεάτρου σκιών σε μέγεθος ανθρώπινου σώματος, αλλά ποια είναι η τύχη σήμερα του θεάτρου σ’ αυτή τη μουσουλμανική πια χώρα (με τον μεγαλύτερο μουσουλμανικό πληθυσμό στον κόσμο); Ποιοι είναι οι καλλιτέχνες που τις χειρίζονται; Ποιες είναι οι υποστάσεις των καλλιτεχνών σε σχέση με τις καταγωγές τους (π.χ. κινεζική μειονότητα, ινδουιστική μειονότητα)?…¨Ένα πλήθος προϋποθέσεων, για να γίνει αναγνωρίσιμο και αναγνώσιμο του έργου στην ουσιαστική τους υπόσταση. Ένα επιβίωμα δεν είναι αρκετό να γίνει καλλιτέχνημα, αν δεν υπάρχει εύρωστη και συνεκτική γνώση των συναφειών (context). Αλλιώς, η όλη «αισθητική» κατάσταση μετατρέπεται σε «επιδερμική βιτρινοποίηση «.
Κάτι ανάλογο θα ήταν να παρθούν κάποια στοιχεία από την ιερή μουσική παράδοση του Ινδικού πανθεϊσμού και να παιχτούν σε απλοποιημένο ροκ και έτσι, να διεκδικήσουν αναγνωσιμότητα. Ωστόσο, η μουσική στην Ινδία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και είναι συνδεδεμένη με το ινδουιστικό συμβολικό σύμπαν, όπου οι θεοί εμφανίζονται χορεύοντας σε ρυθμούς των πλανητών και λατρεύονται ως πρωτεργάτες των απαρχών του κόσμου. Μια προσέγγιση της ινδικής μουσικής (στην μακριά διαχρονία) δεν γίνεται με την απλοποιητικά υποβαθμισμένη της ακρόαση, αντίθετα απαιτεί πειθαρχία μιας άλλης τάξης.
Πιο ειδικά για το θέμα της 55ης Μπιενάλε : “Il Palazzo Enciclopedico”. Οι οργανωτές εμπνεύστηκαν από τον ιταλοαμερικανό, αυτοδίδακτο καλλιτέχνη Marino Auriti που είχε εκπονήσει ένα σχέδιο για το Αμερικανικό Γραφείο Προτύπων και Ευρεσιτεχνιών για ένα μουσείο (Encyclopedic Palace) που θα φιλοξενούσε « όλη τη γνώση του κόσμου «.
Εδώ τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα ασαφή και μάλιστα στην Πόλη της Βενετίας, για λόγους που θα γίνουν πιο ευδιάκριτοι στα παρακάτω. Κατ’ αρχήν, το θέμα της «εγκυκλοπαίδειας», αποτελεί βασικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτιστικής περιπέτειας. Το να τεθεί όμως το θέμα της Εγκυκλοπαίδειας, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι στην Ευρώπη των Φώτων, προϋπήρξε μια τεράστια κινητοποίηση και εργασία σχετικά με την παραγωγή γνώσεων και ότι η εγκυκλοπαίδεια είναι πριν απ’ όλα ένα σύστημα γνώσης. Δηλαδή, ένας διάλογος ανάμεσα σε λέξεις ή/και εικόνες και στη ροή των πραγμάτων, μια σύμπλεξη της τάξης των σημείων και της ευταξίας ή της αταξίας του «κόσμου». Η εγκυκλοπαίδεια και μάλιστα στο «παλάτι» (στη βενετσιάνικη εκδοχή του), αποτελεί το αντικείμενο-σφραγίδα μιας πολιτιστικής περιπέτειας για την Ευρώπη και για όλο τον κόσμο. Η αποδοχή της «Εγκυκλοπαίδειας» από τους οργανωτές, ως μανιακή εμμονή κάποιων καλλιτεχνών να συγκεντρώσουν ή και να παράξουν έργα στο όνομα της «Επανάληψης», αποτελεί (στα μάτια μου )τεράστια συρρίκνωση του ζητήματος της Εγκυκλοπαίδειας. Το μόνο που μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια πολιτιστική σμίκρυνση( σχεδόν ένα πολιτιστικό ατόπημα) θα ήταν το γεγονός ότι η τέχνη «έχασε τη μάχη ή την ικανότητα» να αντιπαρατεθεί στη γνώση, όπως αυτή παράγεται από τον τεράστιο μηχανισμό της τεχνοεπιστήμης και περιορίστηκε σ’ ένα είδος σχολίου ή ενασχόλησης με το ευτελές. (Ο Χοσμπάουμπ χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως η αποτυχία της πρωτοπορίας). Με μια άλλη έκφραση, καθώς οι λεγόμενες «καλές τέχνες» αποσύρονται από την κεντρική αρένα του κοινωνικού-πολιτιστικού γίγνεσθαι, όπου η Γνώση αποτελεί το κύριο όπλο στην επιβίωση των κοινωνιών, με την Biennale αναδεικνύονται μικροσύμπαντα γνώσης, περιθωριακά πεδία γνώσης, τομείς μιας αδύναμης ή έστω αυτοαναφορικής γνώσης, που οπωσδήποτε έχουν τη σημασία τους. Να αποτελέσουν όμως την κύρια πρόταση μιας Biennale στο ζωτικά πολιτικό και πολιτιστικό διακύβευμα της γνώσης σε ένα «κόσμο σε κρίση» , στην ουσία πρόκειται για έναν υποβιβασμό της γνώσης σ’ ένα αβέβαιο ψυχολογικό παιχνίδι-και όταν μάλιστα χρησιμοποιείται και η επίκληση «θέλουμε να τα μάθουμε όλα» ή ¨ενδιαφέρει πριν απ΄ όλα η « έρευνα». Αναμφίβολα, η γνώση του μεταιχμίου, του περιθωρίου, της εξαίρεσης, δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον, ωστόσο αποτελεί ανοιχτό ερώτημα αν εν τέλει η άκρη, η περιφέρεια οδηγεί προς το υποτιθέμενο κέντρο και να «βγει έτσι άκρη». Υπάρχει η υποψία ότι το ευτελές, το ασήμαντο μήπως οδηγεί στη «σαβούρα»; Αν στην Biennale υπήρξε μια αντιπαράθεση μεταξύ των διαφόρων τρόπων γνώσης που έχουν επινοηθεί από τις κοινωνίες(φιλοσοφία, επιστήμη, θεοσοφία, ουμανιστική..) και εμφανιζόταν και οι γνωσιακές ανησυχίες των καλλιτεχνών, τότε θα υπήρχε μια συνοχή ανάμεσα στη ρητορική και στο υλικό της Biennale. Βέβαια οι τρόποι γνώσης δεν περιλαμβάνουν μόνο τον κυρίαρχο τρόπο της επιστήμης, θάταν σημαντικό να παρουσιαστούν και οι τρόποι γνώσης άλλων κοινωνιών που κι αυτοί έχουν επιτρέψει στις ανθρώπινες κοινότητες να υπάρξουν στον κόσμο (π.χ. στην περιοχή του Αμαζονίου, ή στους Αβοριγίνες της Αυστραλίας ή τη γνώση από τα ιερά και μη βιβλία των Ινδιών). Η μονομερής επικέντρωση σ ένα είδος γνώσης, όπως αυτής που προέβλεψε η Biennale, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μερικότητας και ιδεοληψίας. Η ειρωνεία της όλης διαδικασίας, ότι μόνο λίγες χώρες και λίγα εκθέματα ακολούθησαν την προβληματική της Biennale με συστηματικότητα και εγκυρότητα (για παράδειγμα στο κεντρικό περίπτερο, η έκθεση με γεωλογικά ορυκτά και τα σχέδια του Roger Caillois, υπηρετούν πιστά βασικό σκεπτικό· οι φωτογραφίες του Monnier, έχουν τεράστιο ενδιαφέρον αλλά δύσκολα να ανοίξουν ένα διάλογο «εγκυκλοπαιδικό»). (Άλλες χώρες κινήθηκαν τελείως μακριά από την προβληματική). Θάταν καλύτερο και συνεπέστερο να ονομαστούν τα έργα ως “cabinet de curiosités” των σύγχρονων καλλιτεχνών, καθώς αυτές οι μικρο-συλλογές άνοιξαν (ιστορικά) το δρόμο προς την εγκυκλοπαιδική γνώση. Με μιαν άλλην διατύπωση, η αναφορά στην εγκυκλοπαιδική έκφραση των επιμελητών, είναι ένα τέχνασμα, μια ανακύκληση του “cabinet” στο κόσμο του σήμερα ,που η γνώση είναι δύναμη και όπλο επιβίωσης, και που έχει τα “cabinet” της γνώσης ως «βρεφική κατάσταση». Η προηγούμενη μεταφορά είναι σχετικά αυθαίρετη αλλά δείχνει , από τη μεριά της Biennale, μια στρατηγική της ψευδοκαινοτομικής προσέγγισης, του εγχειρήματος που αγωνιά να φανεί πρωτότυπο με δευτερεύοντα στοιχεία, με «ζαβολιές».
Η πολιτιστική ειρωνεία σε σχέση μ’ αυτή την τακτική της αναβάθμισης του μη-ουσιώδους, σχετίζεται και με την Πόλη της Βενετίας, όπου ακριβώς άρχισε η περιπέτεια της εγκυκλοπαίδειας που κράτησε τουλάχιστον τρεις αιώνες. Αρκεί να γίνει αναφορά στον μεγάλο εκδότη Aldo Pio Manuzio (Aldus Pius Manutius) που στα τέλη του 15ου αιώνα και στις αρχές του 16ου, άρχισε την παραγωγή των βιβλίων, την οργάνωση της εκδοτικής δραστηριότητας, στην ενσωμάτωση του βιβλίου στις παιδαγωγικές πρακτικές των τότε πανεπιστημίων, ώστε μετά από μια σειρά εκδοτικών εγχειρημάτων (και άλλων εκδοτών, προφανώς), αναδύθηκε ο κόσμος του Διαφωτισμού και του κατ’ εξοχήν στοιχείου της, της Εγκυκλοπαίδειας. Είναι ιδιαίτερα επώδυνο στην πόλη που τυπώθηκαν τα πρώτα βιβλία φιλοσοφίας, γραμματείας (Ελληνικής, λατινικής, εβραϊκής, αραβικής…) και αναδυόταν το πρόβλημα της Γνώσης, ως καταλύτη στην ανέλιξη της ευρωπαϊκής ηπείρου, να τίθεται το ζήτημα της «εγκυκλοπαίδειας» με τόση ελαφρότητα και με τόση ευκολία. Πάντως είναι δύσκολο να αποδοθεί η ευκολία της αμνησίας ή το θράσος της αθωότητας στους οργανωτές.
Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να δείξει τη «σύγχυση» προθέσεων και αποτελεσμάτων. Το περίπτερο του Ιράκ ήταν ο ενοικιασμένος όροφος ενός Palazzo (Ca’ Dandolo) πάνω στο Μεγάλο Κανάλι. [www.theirakpavillion.com]Το ένα στοιχείο του τίτλου της Biennale ισχύει και με τρόπο ιδιαίτερο καθώς το διαμέρισμα ανήκει σε Παλάτι και που επιπλέον βλέπει το κανάλι και μάλιστα με μια θέα προς τα άλλα Palazzi. Η έκθεση αποτέλεσε (μεταξύ άλλων)μια συλλογή πολιτικών γελοιογραφιών, μια σειρά αντικειμένων φτιαγμένων με χαρτί, μια σειρά πινάκων αφαιρετικής ζωγραφικής. Αν κάποιος ήθελε να συνδυάσει την έκθεση με την εικόνα του Ιράκ μετά τον πόλεμο, τις σχεδόν καθημερινές εκρήξεις, τις συγκρούσεις μεταξύ των μωαμεθανών διαφορετικής πίστης, θάταν πολύ δύσκολο. Πάντως ,είχαν απλώσει παντού κιλίμια και χαλιά, πρόσφεραν τσάι και το κυριότερο σ’ ένα δωμάτιο ακουγόταν παραδοσιακή μουσική, όπου κάποιοι επισκέπτες καθισμένοι σε πολυθρόνες που είχαν σκεπαστεί με χαλιά, άκουγαν σχεδόν αποχαυνωτικά την άκρως ενδιαφέρουσα μουσική. Δύσκολα να βρεθεί το στοιχείο της «Εγκυκλοπαίδειας», αλλά παραμένει ανοιχτό γιατί το Ιράκ θα πρέπει να ακολουθήσει τα πολιτιστικά καλλιτεχνικά πρότυπα της δυτικής σύγχρονης τέχνης. Θυμίζει την «ανάγκη» κάθε χώρα να έχει μια αεροπορική εταιρεία, πέρα από κάθε κόστος και ορθολογισμό. Είναι το ίδιο για την καλλιτεχνική παραγωγή, αν δεν διεθνοποιηθεί γρήγορα και βίαια δεν θα μπορέσει να υπάρξει με αυτονομία και ποιότητα; Βέβαια το παράδειγμα είναι ακραίο και δεν επιδέχεται γενίκευση, ωστόσο διαφαίνεται το ασύμβατο μεταξύ μιας ολικής δήλωσης της Biennale και μιας ξεχωριστής περίπτωσης όπως της προαναφερόμενης.
Στη (Punta Della) Dogana –το Τελωνείο– της πόλης της Βενετίας, που έχει γίνει χώρος έκθεσης (όπως και το Palazzo Grazzi, ανήκει στη συλλογή Pinault), υπάρχει στην οροφή του ένα άγαλμα, όπου στηρίζεται σε μια σφαίρα, που με τη σειρά της στηρίζεται σε δύο άτλαντες. Το άγαλμα, ο ανεμοδείκτης περιστρέφεται καθώς φυσάει ο άνεμος, μια και το άγαλμα κρατάει ένα είδος πανιού που θυμίζει το αντίστοιχο των παλιών ιστιοφόρων. Κάθε φορά οι κάτοικοι κα οι επισκέπτες ανακαλύπτουν την κατεύθυνση του αέρα, αλλά η ένδειξη δεν επαρκεί για να βρεθεί και το ασφαλές λιμάνι. Ίσως το άγαλμα να ήταν η κρυφή μασκότ της 55ης διοργάνωσης της Biennale.
Ζήτω η 56η διοργάνωση του 2015 !!
Δημοσθένης Αγραφιώτης
Ποιητής, καλλιτέχνης διαμέσων
11/2013—02/2014
Το κείμενο γράφτηκε στη διάρκεια Residence of Art , Emily Harvey Foundation , Βενετία ,2013-4.
[…] Άρθρο του Δημοσθένη Αγραφιώτη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ […]