του Γιάννη Στρούμπα
.
Στη σειρά ανθολογιών των εκδόσεων Γκοβόστη για τους ποιητές της λεγόμενης γενιάς του ’70, η Μαρία Ψάχου εντρυφά στον ποιητή Πάνο Κυπαρίσση. Με σπουδές στα Μαθηματικά, την Αρχαιολογία και το Θέατρο, ο Κυπαρίσσης παρουσιάζει ένα πολυποίκιλο καλλιτεχνικό έργο, το οποίο δεν εκδηλώνεται μόνο στην ποίηση αλλά και στη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την υποκριτική, τη μετάφραση. Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του Κυπαρίσση διαμορφώνουν συνολικά το έργο του, καθιστώντας το, κατά την Ψάχου, «πεδίο διακαλλιτεχνικών ωσμώσεων». Γι’ αυτό και προσεγγίζοντας κανείς τον θεατρικό μονόλογο Ερήμην του ποιητή, διαπιστώνει ότι τα βιώματα από τα οποία αυτός αντλεί, αλλά και όσα στοιχειώνουν τα θύματα του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου, προβάλλονται στα συλλογικά δεδομένα, προσδίδοντας στα ατομικά στοιχεία καθολικότητα. Ο αγώνας μιας γενιάς που στιγματίστηκε από τα τραύματα της Ιστορίας, ο οποίος αποτυπώνεται στο σύνολο των καλλιτεχνικών εκφράσεων του Κυπαρίσση, καταδεικνύει και γιατί το έργο του ποιητή είναι αδιάσπαστο σε όλες του τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις.
Η σημαίνουσα συμπλοκή προσωπικής ιστορίας (με πεζό αρχικό γράμμα) και συλλογικής Ιστορίας (με κεφαλαίο αρχικό) στο έργο του Κυπαρίσση αποδίδεται από την Ψάχου με τον χαρακτηριστικό τίτλο της μονογραφίας της «Βιογραφώντας την Ιστορία». Σύμφωνα με τη μελετήτρια, η γενιά του Κυπαρίσση αναζητά τη σχέση της με τον γενέθλιο τόπο ως φορέα Ιστορίας, τα δε εξατομικευμένα βιώματα συγκροτούν τη συλλογική περιπέτεια του ελληνικού λαού, σ’ έναν κύκλο αδικίας που επαναλαμβάνεται αέναα κι ατελέσφορα. Γι’ αυτό και η Ιστορία, παραμένοντας έρμαιο όσων την παραχαράσσουν, δεν δικαιώνει τις προσδοκίες υλοποίησης των οραμάτων, περιοριζόμενη στην αποτύπωση του δραματικού συλλογικού αισθήματος και συμμετέχοντας, ως γεγονός, στο ανθρώπινο υπαρξιακό τραύμα.
Ήδη η αλληλεπίδραση ιστορίας-Ιστορίας ανάγεται σε κεντρικό θέμα πραγμάτευσης από τον Κυπαρίσση στην ποίησή του, ενώ, μαζί με τον έρωτα και την τέχνη, συνθέτει το βασικό θεματικό τρίπτυχο της ζωής και της καλλιτεχνικής έκφρασης του ποιητή. Οι διαπιστώσεις της Ψάχου συνάδουν με τα ποιήματα που ανθολογεί. Το ποίημα «Ο κανόνας του παιχνιδιού», με το οποίο η ανθολογία συστήνει τον Κυπαρίσση, επαληθεύει εντυπωσιακά τις κατευθύνσεις του ποιητή με τον πιο περιεκτικό και λιτό τρόπο: «Οι περισσότεροι φίλοι μου/ σκοτώθηκαν παίζοντας·/ μ’ ένα ντουφέκι/ μ’ ένα μολύβι/ μ’ ένα κορίτσι»· όπου «ντουφέκι», τα ιστορικά τεκταινόμενα· «μολύβι», η ποίηση και γενικότερα η τέχνη· και «κορίτσι», ασφαλώς ο έρωτας. Η ομόκεντρη ανάπτυξη των πολιτικοκοινωνικών και των υπαρξιακών θεμάτων καταδεικνύει, στην ουσία, τον τρόπο με τον οποίο το ιστορικό γεγονός διαθλάται μέσα από τη μνήμη του βιώματος στην ποίηση του Κυπαρίσση, καθιστώντας κεντρική τη θέση της Ιστορίας στη ζωή κάθε πολιτικοποιημένου ανθρώπου. Η Ψάχου, διακριβώνοντας την επιστράτευση της μνήμης για την αντιμετώπιση των πληγών της Ιστορίας, τη μεταφέρει εύστοχα στο προσκήνιο της ποίησης του Κυπαρίσση, συμβάλλοντας στην προσέγγιση και την κατανόησή της.
Τα τραύματα από τα προσωπικά βιώματα, την προσωπική ιστορία, τα τροφοδοτεί η μνήμη, η οποία, συμπλεκόμενη με το συλλογικό βίωμα, προσδίδει καθολικό χαρακτήρα στην ατομική περιπέτεια. Η μνήμη στον Κυπαρίσση, όπως εξηγεί η Ψάχου, λειτουργεί διττά: ως δύναμη λυτρωτική αλλά και ταυτόχρονα συντριπτική. Μέσα από τις διαρκείς επιστροφές που επιχειρεί προς το παρελθόν, η μνήμη συμβάλλει στον αναστοχασμό, βαθαίνοντας το εσωτερικό σκάψιμο· παράλληλα όμως διατηρεί στην επιφάνεια τα τραύματα. Γι’ αυτό και ο ποιητής την παρουσιάζει «Στα δόντια κρεμασμένη» (ποίημα «Εμφύλια νύχτα»): σαν απέκκριση ατόμου λυσσασμένου, βαθιά αρρωστημένου, ανίατου.
Όσο διαρκεί η μνημονική κατάδυση στον γενέθλιο τόπο, στην παιδική ηλικία και στα τραύματα του παρελθόντος, οι βεβαιότητες συντρίβονται, γίνονται αίνιγμα, το οποίο διαρκώς ανασυντάσσεται και βαθαίνει τις ρίζες του, πυροδοτώντας υπαρξιακές και ηθικές ανησυχίες. Η Ψάχου εντοπίζει ως αίτημα και αξία της ποίησης του Κυπαρίσση την αυτοσυνειδησία, η οποία κατακτιέται μέσα από την εμπέδωση της τραγικότητας της ζωής· μια εμπέδωση, που τροφοδοτεί την υπαρξιακή αγωνία κι εδραιώνει τα αδιέξοδα. Τα αναπάντητα ερωτήματα τονίζουν το υπαρξιακό αδιέξοδο και καθιστούν τον χαρακτήρα ακόμη και του ποιητικού λόγου αντιπαρηγορητικό. Πολύ εύστοχα αναδεικνύει η Ψάχου τον τρόπο με τον οποίο ο Κυπαρίσσης πετυχαίνει ώστε τα υπαρξιακά ερωτήματα να αποκτούν αισθητική αποτύπωση ακριβώς με τη χρήση ερωτηματικών προτάσεων: «Τι μπορεί να ρωτήσει κανείς/ τον ουρανό;» (ποίημα «Σημειώσεις σιωπής»).
Αναλύοντας τη μεταχείριση των ερωτήσεων από τον Κυπαρίσση, η Ψάχου επισημαίνει ότι ο ποιητής, σε όλο του το ποιητικό έργο, θέτει ερωτήματα που δεν επιδέχονται μονοδιάστατες απαντήσεις. Ίσως να μη μπορούν καν να απαντηθούν, συνιστώντας εκδοχές της λύπης και του τραγικού και υπηρετώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την υπαρξιακή διάσταση της κυπαρίσσειας ποίησης. Παράλληλα ο Κυπαρίσσης επεξεργάζεται και τη συντακτική ανάπτυξη των ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις του, λοιπόν, ευθείες ή πλάγιες, είναι συχνά διλημματικές ή, άλλοτε, ρητορικές. Σημασιακά εκφράζουν προβληματισμούς αλλά και την ένταση ή και την οδύνη της αέναης αναζήτησης. Οι ερωτήσεις στον Κυπαρίσση συνηγορούν, κατά την Ψάχου, στη στοχαστική φιλοσοφική προσέγγιση, μέσω ενός ποιητικού λόγου απλού, γνήσιου, πυκνού και θεατρικού.
Στην ίδια φιλοσοφική προσέγγιση συναινεί και η μεταχείριση του χρόνου, ο οποίος εξαπλώνεται σε σπειροειδή διαδρομή. Έτσι, ακόμη κι αν προχωρά, σχηματίζει κύκλους, οι οποίοι επικαιροποιούν το παρελθόν και οδηγούν σε αναστοχασμό. Με τον τρόπο αυτό και διά της εκκίνησης από τις αφετηριακές της καταβολές, η ανθρώπινη μοίρα συνδέεται με τον άχρονο χρόνο του μύθου. Έτσι επιτυγχάνεται η σύνδεση της μνήμης με τα όνειρα, του παρελθόντος με το μέλλον. Η βαθιά προσέγγιση της Ψάχου επαληθεύεται από ποιήματα όπως το «Ο Γράμμος ως εξοχή», όπου τα γεγονότα του Εμφυλίου δεν προσδιορίζονται χρονικά, καθώς τη χρονιά της τέλεσής τους την αντικαθιστούν στον επιλογικό στίχο «Καλοκαίρι του…» τα αποσιωπητικά. Ασφαλώς δεν πρόκειται περί εξασθενημένης μνήμης αλλά περί σκόπιμης αποσιώπησης, η οποία στοχεύει στη γενίκευση, προσδίδει στην αρρωστημένη συνθήκη του Εμφυλίου καθολικότητα και πνίγει τον λυγμό στην πικρή σιωπή.
Ο λυγμός, ωστόσο, του Κυπαρίσση φανερώνει, σύμφωνα με την Ψάχου, τη διεκδίκηση της ζωής, του ανείπωτου και του ονείρου. Η μελετήτρια αναδεικνύει τα αντιθετικά δίπολα στην ποίηση του Κυπαρίσση, όπως φως-σκοτάδι ή ζωή-θάνατος. Τα ανθολογημένα ποιήματα επιβεβαιώνουν εκ νέου τις διαπιστώσεις της Ψάχου. «Τώρα που η ζωή σε θέλει/ σοφό στα εννιά/ νεκρό στα δώδεκα» (ποίημα «Μια νύχτα με τον Προμηθέα»): ζωή και θάνατος αντιτίθενται μεταξύ τους με τρόπο μάλιστα τραγικά ειρωνικό, αφού η ζωή φέρεται να προσκαλεί από νωρίς τον θάνατο, καθιστώντας τον άνθρωπο αναλώσιμο και αναιρώντας εντέλει κάθε πρώιμη σοφία. Το φως, πάλι, αντιτίθεται στη νύχτα: «Μια σταγόνα φως/ ανοίγει ολοένα μες στη νύχτα// Κι αυτό δεν είναι απειλή» (ποίημα «Το παιχνίδι της διαστολής»). Η ιδιαίτερη λειτουργία εδώ, ωστόσο, ανακύπτει από την υποτιθέμενη επιβεβαίωση ότι το φως που ανοίγει μέσα στη νύχτα δεν είναι απειλή. Η διευκρίνιση του ποιητή καθίσταται αυτοαναιρετική, εφόσον προκαλεί την υποψία πως εντέλει υπάρχει μάλλον κάποια απειλή. Η απρόσμενη αναίρεση ενεργοποιεί μια σύνθετη λειτουργία, η οποία επιτρέπει να υπονοείται το αντίθετο από αυτό που δηλώνεται. Κι επειδή ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, η επαγρύπνηση χρειάζεται να παραμένει αμείωτη.
Η Ψάχου διαπιστώνει στον Κυπαρίσση έναν ρωμαλέο, λανθάνοντα λυρισμό, στα όρια της ποιητικής αφαίρεσης. Ο μεταιχμιακός αυτός χαρακτήρας της ποίησης του Κυπαρίσση καταδεικνύει πως οι αντιθέσεις της δεν επιδιώκονται μόνο σε νοηματικό επίπεδο. Ο ελεγειακός λόγος ενός ιδιότυπου, κατεξοχήν εικονοπλαστικού λυρισμού συναντά τη δυναμική των ρημάτων και των ουσιαστικών και τις ελλειπτικά υποβλητικές συντακτικές φόρμες. Στην αφαίρεση αυτή του Κυπαρίσση η Ψάχου εντοπίζει τις «ρίζες που θα θρέψουν το δέντρο της ποίησής του», αμιλλώμενη και η ίδια τον μεταφορικό και εικονοπλαστικό λόγο του ποιητή. Από τη μια, λοιπόν, «νέα εθνόσημα/ νέα χαρτόσημα/ Νοσοκομεία ανδριάντες νεκροταφεία» (ποίημα «Η οργή των Βησιγότθων») βρίσκουν τους όρους τους να παρατάσσονται καταιγιστικά, με την κάθε λέξη να μοιάζει με μια σφυριά, ένα σφυροκόπημα της υποκρισίας, του ατομισμού, του καθεστωτισμού· κι από την άλλη, η μεταφορά και η παρομοίωση επιστρατεύονται για να δηλωθεί η μετάπτωση των αισθημάτων: «Όμως εγώ βαδίζω ανάμεσα σ’ εμένα κι εμένα/ σαν φύλλο που το σηκώνει ο άνεμος ως τη χαρά/ και τ’ αφήνει μεμιάς να πέσει στο δέος» (ποίημα «Η σιωπή των κήπων»). Η φύση, συμμετέχοντας «στο δέος», συμμετέχει στο ανθρώπινο πένθος, καθώς «Λυγίζει η κλαίουσα της αυλής» και ανεμίζουν τα «κυπαρίσσια μεσίστια» (ποίημα «Η σιγή», απόσπασμα ΙΣΤ). Έτσι το πένθος επιστρέφει ξανά στον άνθρωπο αλλά και στον ίδιο τον ποιητή Κυπαρίσση, που πενθεί επίσης μεσίστιος.
Η πρωτοπρόσωπη εξομολογητικότητα του Κυπαρίσση εκφράζεται εναλλακτικά και με τη δευτεροπρόσωπη απεύθυνση του ποιητικού υποκειμένου, στην οποία αντικατοπτρίζεται ταυτόχρονα η θεατρική παιδεία του ποιητή. Η συνύπαρξη των δύο τεχνικών οδηγεί την Ψάχου στην εύστοχη διαπίστωση για την έκφραση ενός «εξωστρεφούς εσωτερικού διαλόγου». Η εξωτερίκευση αυτή αποτυπώνεται, θα προσθέταμε, και στις συνομιλίες που αναπτύσσει ο Κυπαρίσσης με άλλους ποιητές. Το ποίημα «Τα πουκάμισα των ανέμων» συνομιλεί με την «Ελένη» του Γιώργου Σεφέρη. Το «φως που λιγοστεύει» παραπέμπει στο «φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, σε αντιπαράθεση με τη φλογερή αγωνιστικότητα του δεύτερου. Ο Βάρναλης ελλοχεύει και πίσω από τα «Δημητριακά τα μαλλιά σου θροΐζοντας» του Κυπαρίσση στο ποίημα «Η Σιγή». «Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα» αποφαίνεται ο Βάρναλης στο ποίημά του «Ορέστης». Το κυπαρίσσειο ποίημα «Νίκος, 1974» παρακολουθεί τη σχετική τεχνοτροπία στη σύνθεση του τίτλου από τον Νίκο Εγγονόπουλο αλλά και τον Μανόλη Αναγνωστάκη, ενώ και το περιεχόμενο του ποιήματος, καθώς αφορά την τραγωδία της Κύπρου, συσχετίζεται με τις εξίσου τραγικές για τον ελληνισμό περιόδους της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι οποίες στοιχειώνουν τον Εγγονόπουλο και τον Αναγνωστάκη. Εικόνες δε του ουρανού, όπως στον στίχο «Κόκκινο καρφωμένο φεγγάρι/ […]/ κι αστέρια σαν από ρόδι σπασμένο» (ποίημα «Η σιωπή των κήπων»), παραπέμπουν στις αντίστοιχες εφιαλτικές εικόνες του Μίλτου Σαχτούρη.
Ποίηση μνήμης και Ιστορίας είναι, συνεπώς, η ποίηση του Πάνου Κυπαρίσση, με ποιήματα στιβαρά και πλήρη αισθημάτων, όπως εύλογα τα προσεγγίζει η Ψάχου, τα οποία επιστρέφουν στο παρελθόν για να συνεχίσουν στο μέλλον. Η ποίηση του Κυπαρίσση, κατά τη μελετήτρια, ξεπερνά το εφήμερο και διασώζει το ανέκφραστο. Ο Κυπαρίσσης επιβεβαιώνει μάλιστα, με τη δύναμη ακόμη και των σημείων στίξης, και ιδίως των αποσιωπητικών, ότι μπορεί να μιλά, κι όταν φαινομενικά σωπαίνει. Η Ψάχου, μελετώντας σε βάθος την ποίηση του Κυπαρίσση στην εξέλιξή της από συλλογή σε συλλογή, συνθέτει ένα μελέτημα εξαιρετικά εύστοχο ως προς τον εντοπισμό των προθέσεων και των τεχνικών του ποιητή, ενώ, αφομοιώνοντας τους στίχους του ως λόγο δικό της, αποδίδει με εκφραστική αναπαραστατικότητα τα συμβαίνοντα στην κυπαρίσσεια ποίηση. Τα ανθολογούμενα ποιήματα συνιστούν μια ικανή και αντιπροσωπευτική επιλογή για την πρώτη γνωριμία ενός αναγνώστη με τον άξιο ποιητή Πάνο Κυπαρίσση.
Μαρία Ψάχου, Πάνος Κυπαρίσσης. Η γενιά του ’70, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2020, σελ. 220
Βρες το εδώ