της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη (*)
“Το θέμα δεν είναι η προσεχτική ανάγνωση. Το ζήτημα δεν είναι πόσο επίμονα προσκολλάται κανείς στο κείμενο, αλλά τι αναζητάει όταν το κάνει”, έγραφε ο Τέρρυ Ίγκλετον στο γνωστό του δοκίμιο “Πως να διαβάσουμε ένα ποίημα”.
Τι αναζητάει, λοιπόν, η κριτική σήμερα; Και για να περιορίσω την ευρύτητα αυτού του ερωτήματος, τι αναζητά η κριτική σήμερα στην Ελλάδα όταν διαβάζει ένα ποίημα;
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως πολύ συχνά δεν αναζητά το ποίημα, αλλά τον ποιητή. Δεν αναζητάει το έργο, αναζητάει τον δημιουργό του. Γιατί αισθάνομαι πως για να λειτουργήσει η ποίηση στην χώρα μας χρειάζεται περισσότερο ένα πρόσωπο, μια γενιά, μία ομάδα παρά μία συνθήκη.
Χρειάζεται περισσότερο μία ποιητική φωνή, παρά έναν ποιητικό λόγο με την έννοια του discourse. Αν – δυνητικά – η ποίηση είναι κοινωνικά αναγώγιμη, η κριτική που την υποδέχεται, την πλαισιώνει και την παρακολουθεί ως μετα-λόγος ως λόγος δηλαδή δεύτερης γραφής δεν είναι ακόμη (ή αν προτιμάτε δεν είναι αρκετά) εστιασμένη στο αναγνωστικά και συλλογικά ωφέλιμο, τηρουμένων πάντα των αισθητικών κριτηρίων .
Όμως, γιατί δεν είναι αρκετά εστιασμένη; Γιατί δεν ενθαρρύνει αρκετά, δεν προκαλεί αρκετά, τις ποιήτριες και τους ποιητές να νοηματοδοτήσουν ξανά τα πράγματα, επαναφέροντας την ενσυναίσθηση και το φαντασιακό στην δημόσια σφαίρα, μεταγλωττίζοντας τις ατομικές εμπειρίες σε ένα συλλογικό πάθος ικανό να αναδείξει το κρίσιμα μαχητικό στην ποίηση. Τα ουμανιστικά χαρακτηριστικά της ποίησης και τη σημασία της ως το τελευταίο μεγάλο, συνεχές αφήγημα. Την ποίηση ως το τελευταίο οχυρό στην επέλαση του συναινετικού λόγου της μεταπολιτικής συνθήκης που βαθμιαία παθητικοποιεί ποιητές, κριτικούς και αναγνώστες.
Ένα πλειοψηφικό χαρακτηριστικό που μοιάζει να φέρει η ποίηση που παράγεται τα τελευταία χρόνια είναι η πολιτική της αποθάρρυνση. Δίχως αυτό να αποκλείει την γνήσια επιθυμία έκφρασης ενός άλλου οράματος για την ανθρώπινη μοίρα από την πλευρά των ποιητών. Δίχως να αποκλείει την αγωνία μας για τη σχέση μας με την ιστορία, την κοινωνία και τις δικαιωματικές διεκδικήσεις. Κυριαρχεί, ωστόσο, το «μούδιασμα» της αντεπαναστατικής εποχής μας.
Ή αλλιώς μία συγγραφική συνθήκη έλξης/απώθησης. Μία ποιητική βασισμένη στο τί μπορεί τελικά να γίνει ή απλώς να ειπωθεί χωρίς ποιητές, κριτικοί και αναγνωστικό κοινό να το απορρίψουν πρώτα ως πολίτες (έστω κι ασυνείδητα) ως ουτοπικό, ανεδαφικό κι αναίτια συγκρουσιακό.
Τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό λόγο βιώνουμε τη διάχυτη βία του hate speech, της γλώσσας του μίσους, του ακραίου εθνικιστικού, λαϊκιστικού, πατριαρχικού και οικονομικό- σοβινιστικού λόγου. Τι θα μπορούσε να στέκεται απέναντί τους, αν όχι ο αντίλογος της ποίησης, ίσως, ως ο τελευταίος θεματοφύλακας του βαθιά ανθρώπινου μπροστά στην alt right λογοκρατία;
Και συνακόλουθα ο λόγος της κριτικής της ποίησης, αν δεχθούμε πως θα μπορούσε η κριτική να έχει μία περισσότερο πρωτοβουλιακή συνδιαμορφωτική λειτουργία μέσα από έναν διάλογο, μέσα από μία νέα διαλεκτική ποίησης και κριτικής.
Γιατί τί θα μπορούσε να ενθαρρύνει έναν ας τον πούμε ποιητικό αγωνισμό καλύτερα από μία κριτική αποφασισμένη να απαιτήσει τα ποιήματα εκείνα που θα μιλήσουν για το κρίσιμα μαχητικό, καταλύοντας τη νέο-γλώσσα, που συστηματικά από το 1990 κι έπειτα «απονευρώνει» το πολιτικό στοιχείο και μας συνθλίβει στο μεγάλο χωνευτήρι του κυρίαρχου συναινετικού λόγου των μίντια και του περίφημου μεταπολιτικού consensus;
(*) Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη είναι ποιήτρια. Το κείμενο είναι η παρέμβασή της στο συνέδριο για τη λογοτεχνία του 21ου αι.