της Δήμητρας Λουκά (*)
Διαβάζοντας την πρώτη φράση από τον Σχοινοβάτη[1] του Κριστιάν Μπομπέν, «Την πρώτη φορά που συνάντησα τον άνθρωπο με το κεφάλι αλόγου δεν είχα καθόλου ζάχαρη πάνω μου.» (σ. 9), μου ήρθε αυτομάτως στον νου η αρχή της Μεταμόρφωσης του Φράντς Κάφκα: «Ξυπνώντας κάποιο πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο.»[2] Τι το κοινό, σκέφτηκα, έχει η αρχή των δύο αυτών ιστοριών ώστε η πρώτη να με παραπέμψει στη δεύτερη; Μάλλον το γεγονός πως και οι δύο ξεκινούν χωρίς κανένα ρεαλιστικό άλλοθι. Οι αφηγητές μας εισάγουν απευθείας στον κόσμο των διηγημάτων κατά τρόπο που το υπερφυσικό στοιχείο να θεωρείται από την αρχή δεδομένο. Δεν απαιτείται καμία ορθολογική εξήγηση, όπως για παράδειγμα το ότι οι ήρωες ονειρεύονται ή ζουν μια αυταπάτη των αισθήσεων, προκειμένου να αποδεχτούμε τη λογοτεχνική σύμβαση. Στο διήγημα του Μπομπέν ο ομοδιηγητικός αφηγητής, ενώ βιώνει μια καθόλα προσωπική εμπειρία που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τον αναγνώστη, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για κάτι τέτοιο. Δεν δείχνει να αμφιβάλλει ούτε στιγμή γι’ αυτό που του συμβαίνει και με απλό, φυσικό τρόπο μας εισάγει στον μαγικό κόσμο του κειμένου επικυρώνοντας εξαρχής την υπερφυσική του διάσταση: η χρήση του ρήματος «συνάντησα», δείχνει ότι ο ήρωας-αφηγητής τα έζησε όλα όσα θα αφηγηθεί, έστω και αν αυτά δεν ερμηνεύονται με βάση τους νόμους που διέπουν τον φυσικό κόσμο.
Στις τελευταίες σελίδες της μελέτης του Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία ο Τσβετάν Τοντορόβ παραπέμπει στο δοκίμιο του Σαρτρ «Aminadab ou du fantastique considéré comme un langage», που με αφορμή τα μυθιστορήματα των Μπλανσό και Κάφκα, κάνει λόγο για μια νέα λογοτεχνία του φανταστικού, στην οποία δεν «παρεμβάλλονται υπερφυσικά όντα ή γεγονότα μέσα στον οικείο κόσμο της πραγματικότητας»,[3] αλλά ο ίδιος ο καθημερινός άνθρωπος γίνεται το φανταστικό ον που πρωταγωνιστεί. Αυτό που κατά τον Τοντορόβ συνιστά τη βασικότερη διαφορά ανάμεσα στην κλασική φανταστική λογοτεχνία και το έργο του Κάφκα, είναι πως «ό,τι αποτελούσε την εξαίρεση μέσα στον πρώτο κόσμο, εδώ γίνεται ο κανόνας»,[4] αλλόκοτα συμβάντα και συμπεριφορές παρουσιάζονται ως κάτι το συνηθισμένο και ο αναγνώστης βυθίζεται μεμιάς στην αφήγηση χωρίς κανέναν δισταγμό. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο κείμενο του Μπομπέν: η συνάντηση του ήρωα-αφηγητή με τον άντρα-άλογο εκλαμβάνεται από τον αναγνώστη ως μια απόλυτα φυσιολογική συνθήκη, οπότε βυθίζεται στην αφήγηση χωρίς αμφιβολίες. Η συνάντηση γίνεται η αφορμή για να ξεκινήσει μια πραγματική φιλία ανάμεσα στον ήρωα και τον άντρα-άλογο και η αφήγηση μετά το πρώτο υπερφυσικό συμβάν εξελίσσεται κατά τρόπο ρεαλιστικό. Σε αντίθεση με τις αφηγήσεις που ανήκουν στον χώρο του «αμιγούς» φανταστικού και «ξεκινούν από μια τελείως φυσική κατάσταση, για να καταλήξουν στο υπερφυσικό», στον Σχοινοβάτη ακολουθείται, όπως και στη Μεταμόρφωση, η εντελώς αντίστροφη πορεία: «ξεκινά από το υπερφυσικό συμβάν, για να του δώσει, στην εξέλιξη της αφήγησης, μιαν όλο και περισσότερο φυσική εμφάνιση· και το τέλος της ιστορίας είναι όσο γίνεται πιο απομακρυσμένο από το υπερφυσικό.»[5]
Το «φανταστικό» γεγονός της συνάντησης του ήρωα με τον άντρα-άλογο είναι ένα γοητευτικό εύρημα του Μπομπέν που φέρνει τον αναγνώστη έμμεσα, αλλά αβίαστα σε επαφή με ζητήματα που αφορούν την τέχνη και τις καθημερινές εμπειρίες του ανθρώπου: τη φιλία και τα ψυχικά οφέλη που απορρέουν από αυτή, τη συμφιλίωση με τη φθορά του σώματος, την ευτυχία που μπορούν να μας χαρίσουν τα απλά πράγματα στη ζωή.
Ο άντρας με το κεφάλι αλόγου τον οποίο ο ήρωας-αφηγητής συναντά σε ένα λιβάδι καθώς κάνει τον περίπατό του, είναι το άλογο και ο αναβάτης του σε μία αδιαχώριστη ενότητα, δύο φύσεις που διαβιούν στην ίδια ύπαρξη με απόλυτη συμφωνία.[6] Ο άντρας-άλογο είναι μια ολοκληρωμένη ανθρώπινη προσωπικότητα, δεν είναι μια μορφή που απλώς μοιάζει με άνθρωπο, όπως συμβαίνει στο «αμιγές» φανταστικό. Έχει εργαστεί στο παρελθόν ως καλλιτέχνης τσίρκου και έχει αγαπήσει «μια γυναίκα με κεφάλι φοράδας» με την οποία έκαναν μαζί το νούμερό τους. Ως σχοινοβάτης έκανε κάθε βράδυ «έναν μικρό περίπατο σ΄ ένα συρματόσχοινο εφτά μέτρα πάνω από το έδαφος» (σ. 15) για να συναντήσει στο μέσον της απόστασης τη φίλη του και να φιληθεί μαζί της. Η διπλή του φύση συμβολίζει τη διπλή φύση του καλλιτέχνη που από τη μια διακατέχεται από έντονα πάθη και παρορμήσεις, η ενστικτώδης φύση των οποίων τον συνδέει με το ζώο και από την άλλη διακρίνεται για την πνευματικότητά του που τον συνδέει με τη σοφία της ανθρώπινης διάνοιας. Στη συζήτηση που διεξάγεται για τη θητεία του άντρα-αλόγου στο τσίρκο, ο Μπομπέν επιχειρεί να εφαρμόσει τις θεωρητικές του αντιλήψεις περί τέχνης. Το κείμενο αναπτύσσει μια μορφή αυτοσυνείδησης, αλλά όπως θα δούμε η αυτοαναφορικότητα δεν υπάρχει εδώ με τη στενή έννοια του όρου, αλλά μέσω του συσχετισμού του τσίρκου με την ποίηση: «Δύο θέματα επανέρχονταν κάθε τόσο: η ποίηση και το τσίρκο. Δύο τρόποι να μιλάς με οικειότητα στ’ άστρα είπε ο άνθρωπος με το κεφάλι αλόγου.» (σ. 14) Ποίηση και τσίρκο είναι δυο τέχνες που λειτουργούν τρόπον τινά ως προσευχές και συνδέονται με τη μεταφυσική πίστη και το ιδεατό. Για να κυοφορηθεί μάλιστα η τέχνη, για να περπατήσει ο σχοινοβάτης/ποιητής «εφτά μέτρα πάνω από το έδαφος» κάνοντας «έναν μικρό περίπατο πάνω σ’ ένα συρματόσχοινο», πρέπει ανάμεσα σε αυτόν και την τέχνη του να έχει αναπτυχθεί ένας ανομολόγητος έρωτας: «ήταν, βλέπετε παιχνιδάκι για μένα να περπατάω εφτά μέτρα πάνω από το έδαφος, αφού το ‘κανα για να τη συναντήσω.» (σ. 18) Εάν ορέγεται κανείς την τέχνη του με πάθος, δεν κερδίζει απλώς τη χαρά της δημιουργίας, αλλά είναι ικανός να κάνει θαύματα, να υπερβεί τα καθιερωμένα όρια: «Για τη χαρά να την πλησιάσω θα έκανα και θαύματα». Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς πετυχαίνει και ο Μπομπέν στον Σχοινοβάτη: ένα μικρό θαύμα. Προσηλωμένος με πάθος στην τέχνη της γραφής κατασκευάζει με απέριττη απλότητα στη γλώσσα και την πλοκή ένα γοητευτικό και πνευματώδες διήγημα. Το αυτοαναφορικό επεισόδιο κλείνει με τον ισχυρισμό του άντρα- αλόγου ότι: «ο αληθινοί καλλιτέχνες αντλούν τη δύναμή τους από αυτό που τους καταβάλλει. Ένα εμπόδιο της ζωής το μετατρέπουν σε χάρη.» (σ. 19) Όταν, ωστόσο, ο καλλιτέχνης έρθει αντιμέτωπος με τη φθορά και τον πόνο της απώλειας του οράματός του, τα οποία αδυνατεί να μετουσιώσει σε τέχνη, τότε η μόνη λύση είναι να «εγκαταλείψει το τσίρκο και να πιάσει άλλη δουλειά.» (σ. 19) Αυτό κάνει και ο άντρας-άλογο, όταν χάνει την αγαπημένη του: «ασκεί όλα περίπου τα πιθανά επαγγέλματα για έναν άνθρωπο του φυράματός του.» (σ. 19) Διατηρεί, όμως, ακόμη το προνόμιο του καλλιτέχνη, ο οποίος μπορεί να διακρίνει την «άνοιξη» που «χωράει στο απειροελάχιστο: σ’ ένα θόρυβο, μια σιωπή, ένα γέλιο.» (σ. 25) Ακόμη και όταν χάνει για πάντα τη φίλη του, τη γυναίκα με το κεφάλι φοράδας, που κάποια μέρα «βγάζει δυο μπλε φτερούγες ανάμεσα στους ώμους» (σ. 16) και εξαφανίζεται πετώντας «μέσα από την τρύπα της τέντας» (σ. 17), είναι ικανός να μετουσιώσει την απώλεια σε προνόμιο. Το πνεύμα του ανυψώνεται, ίπταται και η αγαπημένη του λειτουργεί τελικά ως ένας ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα σε εκείνον και την πνευματική τελείωση. Η σαρκική αγάπη για τη γυναίκα γίνεται το εφαλτήριο της πορείας του ήρωα προς την απελευθέρωση του πνεύματος: «ο φίλος μου με το κεφάλι αλόγου κοίταξε πάνω από τον αριστερό μου ώμο, σαν κάτι το συναρπαστικό να συνέβαινε ξαφνικά στον ουρανό.» (σ. 17)
Στον Σχοινοβάτη ο Μπομπέν επιφυλάσσει έναν ρόλο και στον αναγνώστη που διαβάζει ποίηση, θεματοποιώντας την αναγνωστική διαδικασία. Η αντίληψη ότι η ποιητική ιδέα δεν μπορεί να είναι απτή, ότι ο ποιητής δεν πρέπει ποτέ να φωνάζει αυτό που θέλει να πει, εντοπίζεται στα λεγόμενα του άντρα-αλόγου, όταν εγχειρίζει στον ήρωα ένα ποίημα του Ουίλλιαμ Μπλέηκ: «Το ποίημά του δεν κάνει λόγο για την άνοιξη, και όμως τίποτα δεν της είναι πλησιέστερο.» (σ. 31) Μόλις ο ήρωας διαβάσει το ποίημα, διαπιστώνει ότι: «Ελάχιστα κατανόησ[ε] αυτό το κείμενο, αλλά, για να αγκαλιάσεις ολοκληρωτικά κάτι, δεν είναι απαραίτητο να καταλάβεις τα πάντα για αυτό.» (σ. 32) Η αναγνωστική απόλαυση μπορεί να προκύψει κατά τον Μπομπέν και ερήμην της κατανόησης ενός κειμένου. Ακόμη και αν δεν εκπληρώνουν τις προσδοκίες των αναγνωστών τους, τα βιβλία μπορούν «τουλάχιστον [να] τις κατευνάζουν και να τις ενδυναμώνουν.» (σ. 30)
Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι ένα ακόμη ζήτημα που θίγεται στον Σχοινοβάτη.[7] Παρουσιάζεται μάλιστα με διττή μορφή: αυτή της σαρκικής ευτυχίας που μπορεί να βρει κανείς στο πρόσωπο ενός άλλου (το φιλί των δύο σχοινοβατών με το κεφάλι αλόγου παραπέμπει στο ζωώδες πάθος τους) και της ευτυχίας που μπορεί να βιώσει κάποιος είτε στη μοναξιά του (κοιτάζοντας τον ουρανό ή απολαμβάνοντας μικρά πράγματα όπως το μασούλημα ενός ζουμερού μήλου) είτε στη σχέση του με τον άλλο. Στην πρώτη περίπτωση η αγάπη που ο άντρας-άλογο αισθάνεται για τη γυναίκα-φοράδα, αν και αρχικά παρουσιάζεται ως αγάπη με τη σαρκική της μορφή, γίνεται μέσα από τη συμβολική εικόνα του πετάγματος της ηρωίδας προς τον ουρανό, μια αγάπη που μπορεί να απελευθερώσει ψυχικά όταν ενωθεί με το θείο.
Την ευτυχία αναζητά και ο ήρωας αφηγητής στους μοναχικούς περιπάτους του στη φύση, προσπαθώντας να αρπάξει αυτά που ονομάζει «πεταλούδες του Θεού–μια ωραία φράση σ’ ένα βιβλίο, ένα χαμόγελο σε ένα πρόσωπο, μια ηλιαχτίδα πάνω σε έναν τοίχο» (σ. 11) Ο ήρωας απολαμβάνει μια ευτυχισμένη μοναξιά μακριά από την πόλη όπου είχε εργαστεί είκοσι τρία χρόνια. Αλλά μόλις συναντά τον άντρα-άλογο και γίνονται φίλοι, η ευτυχία του πολλαπλασιάζεται. Δύο ονειροπόλα μοναχικά όντα συναντιούνται για να απολαύσουν μέσα από τις συζητήσεις τους μια νέα, πιο αληθινή κατάσταση ευτυχίας. Η χαρούμενη μοναξιά των δύο ηρώων βαθαίνει μέσα από τις κοινές ευτυχισμένες στιγμές τους: «Τίποτα δεν πρέπει να χαλάει την ευχαρίστηση των συναντήσεών μας.» (σ. 22) Ο ήρωας αφηγητής απολαμβάνει την αμεσότητα των συναντήσεων με τον νέο του φίλο, και όταν τον χάνει για πάντα, έχει ήδη κατακτήσει μια μορφή ευτυχίας, όπου όλα φαντάζουν πλέον διαφορετικά: «εδώ και αρκετό καιρό το σπίτι μου μετεωριζόταν τριάντα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Στρεφόταν από τον άνεμο και δεν έβλεπα ποτέ το ίδιο τοπίο από το παράθυρό μου.» (σ. 34)
Η ευτυχία ταυτίζεται συμβολικά και με την άνοιξη την οποία κατά τα λεγόμενα του άντρα-αλόγου μπορεί να απολαύσει κανείς οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου, αρκεί να είναι έτοιμος να νιώσει το μεγαλείο των απλών πραγμάτων: την ομορφιά μιας μαργαρίτας, το αργό μασούλημα ενός ζουμερού μήλου, «έναν θόρυβο, μια σιωπή, ένα γέλιο» (σ. 25). Και ενώ στον άνθρωπο έχει δοθεί η αίσθηση του κυκλικού χρόνου, «οι εποχές είναι κυκλικές» (σ. 24), ο ήρωας έχει δημιουργήσει τη δική του χρονική συνείδηση, που διασπά την κυκλική ροή και βλέπει την άνοιξη να «μπορεί να συμβεί στο πιο μελανό σημείο της χρονιάς», οποιαδήποτε «στιγμή για να διακόψει, να διασπάσει και, σε τελευταία ανάλυση, να απελευθερώσει.» (σ. 24) Η αναζήτηση της άνοιξης είναι αυτή που συνοδεύει πάντα την κατάσταση της ευτυχίας και είναι πολλά πράγματα μαζί: «κάτι γλυκό και βίαιο συνάμα», κάτι που μας κάνει να αισθανόμαστε «εκτός τόπου», που τα ξανακάνει όλα «άνω κάτω […] και ανακαλύπτουμε ότι δεν είχαμε ποτέ τίποτα δικό μας, και η ανακάλυψη αυτή είναι ό,τι πιο ευφρόσυνο γνωρίζω.» (σ. 29)
Κλείνοντας θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρόλο που το κείμενο διαποτίζεται από έντονη πνευματικότητα, δεν υπονομεύεται ούτε στιγμή η φυσικότητα που χαρακτηρίζει τη γλώσσα της καθημερινής ομιλίας. Ακόμα και ο μεταφορικός λόγος, όταν χρησιμοποιείται, δεν περιορίζεται στο να διευρύνει το νόημα των λέξεων πέρα από τη χρηστική τους λειτουργία, αλλά αναδεικνύει τη μοναδική ικανότητα του Μπομπέν να χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως γέφυρα που συνδέει την ποίηση με τον στοχασμό: «Το σώμα είναι σαν βάρκα. Όσο είσαι μικρός, είναι ελαφριά, ένα ονειρεμένο πλεούμενο, ένα ιστιοφόρο από άσπρο χαρτί. Με τον καιρό το χαρτί μουλιάζει και η βάρκα βουλιάζει.» (σ. 21) Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει κανείς να αισθάνεται ζωντανός είναι κατά τον Μπομπέν η συμφιλίωση με την αναπόφευκτη φθορά του σώματος: «Ζήστε συμφιλιωμένος με τους ρευματισμούς σας. […] Αποδεικνύουν ότι βρίσκεστε για τα καλά πάνω στη γη ζωντανός.» (σ. 21-22)
Εν κατακλείδι, ο Μπομπέν ακολουθώντας με τον Σχοινοβάτη τον δρόμο «ενός καινούργιου φανταστικού», όπου «περικλείονται όλος ο κόσμος του βιβλίου και ο αναγνώστης ο ίδιος», μας παραδίδει ένα κείμενο στο οποίο ο «κανονικός», καθημερινός άνθρωπος με θέματα που τον έχουν απασχολήσει διαχρονικά, «είναι, ακριβώς, το φανταστικό ον· το φανταστικό γίνεται» εδώ «ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.»[8]
[1] Τα αποσπάσματα από τον Σχοινοβάτη που ενσωματώνονται προέρχονται από την έκδοση: Κριστιάν Μπομπέν, Ο σχοινοβάτης, μετάφραση Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Béatrice Connolly, Κίχλη/Τα άστεγα, Αθήνα 2023.
[2] Βλ. Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, πρόλογος Κατερίνα Σχινά, Πατάκης, Αθήνα 2016, σ. 19.
[3] Βλ. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πρόσωπα Έργα Ρεύματα Όροι, Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 1264
[4] Βλ. Τσβετάν Τοντορόβ, Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία, μετάφραση Αριστέα Παρίση, Οδυσσέας, Αθήνα, 1991, σ. 212.
[5] Ό.π., σ. 208.
[6] Για την αδιαχώριστη μοίρα που συνδέει το άλογο με τον αναβάτη του και τις αμέτρητες εκφάνσεις αυτής της σχέσης, όπως προκύπτει από παραδόσεις, μύθους και λογοτεχνικές αφηγήσεις βλ. Jean Chevalier, Alain Gheerbrant, Dictionaire des Symboles, Seghers, Paris 1973, σ. 352-354.
[7] Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει επανειλημμένα τον Κριστιάν Μπομπέν στο έργο του. Βλ. Masoumeh Ahmadi, La question du bonheur dans l’oeuvre de Christian Bobin, στον σύνδεσμο: https://theses.hal.science/tel-00795714/document
[8] Τσβετάν Τοντορόβ, ό.π., σ. 211.
(*) Η Δήμητρα Λουκά είναι συγγραφέας