Της Έλενας Χουζούρη.
Είναι δυνατόν ένα θεατρικό έργο του 17ου αιώνα να είναι σύγχρονο; Είναι, όταν πρόκειται για το αιρετικό και λίαν προκλητικό για την εποχή του έργο του John Ford [1586-1640] “Κρίμα που είναι πόρνη» που ανέβηκε στο Θέατρο «Χώρα» [παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου], στις 17 Δεκεμβρίου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Ένα έργο που στηλιτεύει την υποκρισία του κοινωνικού καθωσπρεπισμού, των ηθών και της Εκκλησίας, καθώς και την αφόρητη καταπίεση των οικογενειακών σχέσεων, ενώ έμμεσα πλην σαφώς τάσσεται υπέρ των ελεύθερων επιλογών στον έρωτα και στις σχέσεις των ανθρώπων. Το «Κρίμα που είναι πόρνη» θεωρείται μια από τις δύο μεγάλες τραγωδίες – η άλλη είναι «Η ραγισμένη καρδιά» επίσης του Ford- που κλείνουν ό,τι θα ονομαστεί «Ιακωβιανό δράμα» και σηματοδοτεί τις τραγωδίες που γράφτηκαν ή από σύγχρονους με τον Σαίξπηρ δραματουργούς ή από τους επιγόνους του. Πρόκειται για μια λαμπρή περίοδο του αγγλικού θεάτρου και της αγγλικής δραματουργίας και λογοτεχνίας που θα δώσει, εκτός από τον Σαίξπηρ, δραματουργούς όπως, ο Ben Johnson [1752-1637], ο Francis Beaumont [1584-1616], o John Fletcher [ 1579-1625] και ο John Webster [1580-1638]. Η τραγωδία του John Ford «Κρίμα που είναι πόρνη» [«Tis pity she’s a whore”] υπάγεται σε ότι ονομάζεται “persecution tragedy” με την έννοια ότι ένα παράφορα ερωτευμένο ζευγάρι παραμένει αμετακίνητα σταθερό στον έρωτά του με αποτέλεσμα να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με τον οικογενειακό του περίγυρο, με την Κοινωνία και την Εκκλησία που θα το καταδιώξουν αμείλικτα . Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με μια ερωτική υπόθεση τύπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας αλλά με κάτι ακόμα πιο προκλητικό και αιρετικό: Η Αναμπέλα και ο Τζιοβάνι είναι αδέλφια, γόνοι ευγενών της Πάρμας. Η Αναμπέλα μένει έγκυος και την αναγκάζουν να παντρευτεί τον τον Σοράντζο ως κάλυψη. Όμως ο Σοράντζο ανακαλύπτει την αλήθεια και σχεδιάζει να δολοφονήσει τον Τζιοβάνι. Ο τελευταίος τον προλαβαίνει, σε μια στιγμή παράκρουσης σκοτώνει, πρώτα την Αναμπέλα, – της ξεριζώνει μάλιστα την καρδιά και την φέρνει στον Σοράντζο να τη…δει- στη συνέχεια σκοτώνει και αυτόν και τέλος αυτοκτονεί! Ο,τι πιο σκοτεινό δηλαδή. Εξάλλου ο Ford σε όλες του τις τραγωδίες ρέπει προς την μελαγχολία, τον μαζοχισμό, την αιμομιξία και την ανατρεπτικό τρόπο που αντιμετωπίζει τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς κανόνες της εποχής του. Ο T. S. Eliot με δυο λόγια και με ιδιαίτερη αυστηρότητα, χαρακτηρίζει τον Τζιοβάνι ως μια ψυχοσύνθεση που επιθυμεί διακαώς το απαγορευμένο, ένα εξαιρετικά εγωπαθές άτομο, ενώ την Αναμπέλα ως ένα αμφιταλαντευόμενο, αναποφάσιστο και με μεταπτώσεις χαρακτήρα. Για τον Έλιοτ το άδικο πέφτει περισσότερο στον Τζιοβάνι παρά στην Αναμπέλα. Το ότι οι δύο εραστές έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια τους την οικογένεια, το αμείλικτο κοινωνικό τους περιβάλλον και την Εκκλησία δεν φαίνεται να απασχολεί τον ποιητή ενώ δεν δίνει και τόση σημασία στο δικαίωμα του έρωτά τους. Αυτά όμως τα σχόλια γράφονται το 1934 σε μια εξαιρετικά ακόμη συντηρητική Αγγλία. Άλλωστε το ίδιο το έργο θα τραβήξει των παθών του τον τάραχο μέχρι να γίνει αποδεκτό. Κατ αρχάς, θα ανέβει για πρώτη φορά στο ιδιωτικό θέατρο του Λονδίνου Phoenix, γνωστό αργότερα ως Cockpit, από τον θίασο των «Ηθοποιών της Βασίλισσας» [«Queen’s Men”] προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Πολύ αργότερα, μόλις το 1894, ο Maurice Maeterling θα το διασκευάσει για να παιχτεί στο Λονδίνο το…1923. Επειδή το έργο εκτυλίσσεται στην Πάρμα –τοποθετείται στην εποχή της Αναγέννησης- στην Ιταλία ήταν απαγορευμένο μέχρι το 1947! Ο δε τίτλος του άλλαζε κατά καιρούς προς το ηπιότερο. Παρά τις ποικίλες απαγορεύσεις όμως η τις αλλαγές του τίτλου του το έργο είναι το δημοφιλέστερο του συγγραφέα του.
Στα καθ’ υμάς, ανεβαίνει για πρώτη φορά την θεατρική περίοδο 1986-1987 στο «Ανοιχτό Θέατρο» και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Την εξαιρετική παράσταση του «Ανοιχτού Θεάτρου» -την οποία ακόμα θυμάμαι- είχε σκηνοθετήσει ο Γιώργος Μιχαηλίδης δίνοντας την ευκαιρία στην νεαρή ακόμα τότε Καρυοφιλιά Καραμπέτη να λάμψει ως Αναμπέλα και να κάνει έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της. Στο ίδιο ύψος και ο Μηνάς Χατζησάβας ως Σοράντζο και ο επίσης νεαρός τότε Ζαχαρίας Ρόχας ως Τζιοβάνι. Σ εκείνη την παράσταση είχε κάνει και το σκηνογραφικό του ντεμπούτο ο Γιάννης Μεντζικώφ ενώ η μουσική σύνδεση ήταν του Θόδωρου Αντωνίου.
Τολμηρή είχε θεωρηθεί η σκηνοθετική προσέγγιση του έργου από τον Γιάννη Χουβαρδά στο Κ.Θ.Β.Ε. Στην παράσταση – που δεν είχα δει- πρωταγωνιστούσαν, η Λυδία Φωτόπουλου ως Αναμπέλα, ο πρόωρα χαμένος Μηνάς Κωνσταντόπουλος ως Σοράντζο και ο Πέτρος Ζηβανός ως Τζιοβάνι. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραφε ο Διονύσης Φωτόπουλος.
Μια δεκαετία μετά το έργο ανεβάζει η «Ομάδα Θέαμα» στον Τεχνοχώρο, σε μια πιο νεανική και ροκ σκηνοθετική οπτική του Γιάννη Κακλέα. Μάλιστα τα εναρκτήρια λόγια της παράστασης ήταν στίχοι από το ποίημα «Ελάνθανε» της Κικής Δημουλά!
Δεκαέξι χρόνια μετά το «Κρίμα που είναι πόρνη» συμπεριλαμβάνεται για πρώτη φορά και στο ρεπερτόριο της εθνικής μας σκηνής. Αυτή τη φορά η σκηνοθεσία είναι του Δημήτρη Λιγνάδη, Αναμπέλα είναι η Μαρία Κίτσου, Τζιοβάνι ο Δημήτρης Πασσάς και Σοράντζο ο Ιερώνυμος Καλετσάνος. Στην παράσταση συμμετέχει και ο Μηνάς Χατζησάβας, ο οποίος 32 χρόνια μετά την εμφάνισή του ως Σοράντζο, κρατά τους ρόλους του γέροντα και του Καρδινάλιου. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Εύας Νάθενα και η πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου. Στον πρόλογο της παράστασης ακούγονται εδάφια από την Γένεσι καθώς και ο Βιβλικός Ψαλμός 137 «By the waters of Babylon”.