της Άντας Κατσίκη- Γκίβαλου (*)
Η μυστηριώδης ζωή στο δάσος, οι παραδόσεις, το μαγικό στοιχείο που συνδέονται με τα δέντρα αλλά και με τους ανθρώπους που ζουν σε ορεινά χωριά, απομονωμένοι από το αστικό περιβάλλον, είναι θέματα που έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν τη Μαρία Παπαγιάννη, όπως στο εξαίρετο μυθιστόρημα, Το Δέντρο το μονάχο. Στα χρόνια της ιδιαίτερα γόνιμης περιόδου της συγγραφέως (2010-2020), αλλά και νωρίτερα, θέματα, όπως η μαγεία, το μυστήριο, οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, τα «οράματα και θάματα» των μυθοπλαστικών προσώπων των παιδικών και εφηβικών βιβλίων της, συνιστούν το συλλογικό ασυνείδητο κοινωνιών του παρελθόντος αλλά και του παρόντος και την απασχολούν συστηματικά στα κείμενά της, τροφοδοτούμενα από τον μαγικό ρεαλισμό που συνιστά μια από τις κύριες ορίζουσες του συγγραφικού της έργου.
Στα Χρυσά κουπιά το μαγικό στοιχείο συνδέεται με τη μοναδική βελανιδιά που έχει απομείνει στο χωριό και την αποκαλούσαν καράβι και με τα κλαδιά της – τα χρυσά κουπιά που κάνουν θαύματα- που σώζουν ζωές. Το Δέντρο αυτό σχετίζεται άμεσα με τη ζωή των ανθρώπων του χωριού, με συγγενικά πρόσωπα των ηρώων και ηρωίδων του μυθιστορήματος και συμβάλλει καθοριστικά στην ωρίμαση της Λήδας και της Ηρώς, οι οποίες βρίσκονται στο χωριό του παππού, μακριά από τη μητέρα και τον άρρωστο πατέρα τους, εναποθέτοντας τις ελπίδες για τη σωτηρία του στις μαγικές ιδιότητές του θαυματουργού αυτού Δέντρου και των κλαδιών του.
Το θέμα του θανάτου είναι αυτό που απασχολεί κυρίως την Παπαγιάννη στο βιβλίο αυτό και πρέπει να ομολογήσει κανείς πως το χειρίζεται με μεγάλη ευαισθησία και λογική. Η απομάκρυνση των παιδιών από το σπίτι τους και η ζωή τους στον ανοίκειο γι’ αυτά χώρο του χωριού με όλα τα πρωτόφαντα και παράδοξα γεγονότα και καταστάσεις μετατοπίζουν, σε ένα πρώτο πλάνο, την αγωνία τους για τον πατέρα, ενώ συγχρόνως μέσα από την λαϊκή παραδοξότητα, την οποία γνωρίζουν, με τεχνικές που προσφέρει ο μαγικός ρεαλισμός, προσπαθούν και το πετυχαίνουν στο τέλος, να αντιμετωπίσουν το τραγικό γεγονός με κατάφαση προς τη ζωή.
Στο ξένο, ανοίκειο περιβάλλον του ορεινού χωριού, με έναν παππού αρκετά ιδιότροπο, μονήρη, φαινομενικά αυστηρό, χωρίς άλλα πρόσωπα γνωστά, μέσα από τη γνωριμία νέων ανθρώπων, πρωτόγνωρων συνηθειών, βιωμάτων αλλά και ονείρων τα δυο αδέρφια μεταβαίνουν από την παιδική στην προεφηβική-εφηβική ηλικία. Αντιθετικές καταστάσεις, όπως είναι οι τραυματικές εμπειρίες από το ιστορικό παρελθόν του χωριού με τις εκτελέσεις ανθρώπων από τους ναζί, η οικολογική καταστροφή του δάσους, η εμφάνιση του εφηβικού έρωτα εμπλουτίζουν τον κόσμο των κοριτσιών, ενώ οι καθημερινές περιπέτειές τους συμβάλλουν στη διαδικασία της ψυχικής και συναισθηματικής ωρίμασής τους. Άνθρωποι τόσο του οικογενειακού όσο και του φιλικού περιβάλλοντός τους, αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στο χωριό, μικροί και μεγάλοι, ο καθένας με την ψυχοσύνθεση και τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του, καθώς και με τα ενδιαφέροντά του, βοηθούν τις δύο αδερφές να αντιμετωπίσουν τη σκληρή δοκιμασία που τους επεφύλασσε η τύχη. Η όλη μαθητεία τους κοντά στα μυστήρια της φύσης και στους ανθρώπους της αγροτικής κοινωνίας τις ενδυναμώνει άλλοτε «ανεπαισθήτως», άλλοτε με βίαιο τρόπο και άλλοτε με τρυφερότητα.
Το μυθιστόρημα, ρεαλιστικό με έντονες επιρροές του κινήματος του μαγικού ρεαλισμού, καθιστά την αφήγηση ιδιαίτερα θελκτική, καθώς σ’ αυτό μύθος και πραγματικότητα συγχωνεύονται και όλα δείχνουν τόσο μαγικά όσο και αληθινά. Ο ευρωπαϊκός υπερρεαλισμός από τη μια και το εξωτικό φυσικό περιβάλλον της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής από την άλλη που χαρακτηρίζουν τον μαγικό ρεαλισμό, έχουν αφομοιωθεί από την ελληνική λαϊκή παράδοση και τον παραμυθικό λόγο με έντεχνο τρόπο από τη Μαρία Παπαγιάννη, έτσι ώστε τα Χρυσά κουπιά, αν και «θαυματουργά», να συνιστούν ρεαλιστικό στήριγμα για την αντιμετώπιση των επώδυνων καταστάσεων που βιώνουν οι ηρωίδες.
Πέρα από την ένταξη του μυθιστορήματος στο χώρο του μαγικού ρεαλισμού, πολλές αφηγηματικές τεχνικές και τρόποι συμβάλλουν στη λογοτεχνικότητα του κειμένου και στην αισθητική του αξία. Διακείμενα, εναλλαγές αφηγηματικών φωνών με διαφορετική εστίαση, προοικονομία, είναι κάποιες από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να μετουσιώσει τη ζωή σε τέχνη. Ακόμη, το κείμενο δεν χάνει την αμεσότητα και μερικές φορές την προφορικότητα που του προσδίδουν ο εφηβικός λόγος της Λήδας, παραστατικός, άμεσος , βιωματικός και η παιδική αφέλεια της Ηρώς που με το ανεπιτήδευτο χιούμορ και τις ερωτήσεις «ολικής αγνοίας» που την χαρακτηρίζουν, εμπλουτίζουν το ύφος του κειμένου, διανθίζοντας με χιούμορ τη σοβαρότητα του θέματος.
Τον υφολογικό πλούτο και παράλληλα την εξέλιξη της πλοκής ενισχύει το ημερολόγιο της μητέρας που αναφέρεται στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, το οποίο όχι μόνο συνδέει το παρελθόν με το παρόν, αλλά διαφωτίζει σύγχρονες καταστάσεις από την οπτική γωνία μιας άλλης εποχής και καθοδηγεί τις πρωταγωνίστριες στις επιλογές τους για τη διαλεύκανση μυστηριωδών καταστάσεων στις οποίες αναπόφευκτα εμπλέκονται. Με την παρεμβολή ημερολογιακών σελίδων συμπληρώνονται κενά της αφήγησης και δημιουργούνται προϋποθέσεις για τη εξέλιξη της πλοκής.
«Μαμά, είσαι εκεί έξω στη μεγάλη σκοτεινή νύχτα; Μ’ ακούς; Με βλέπεις; Δε μ’ αρέσει ο κόσμος χωρίς εσένα. Κάνω όπως μου είχες πει. Αγκαλιάζω το δέντρο μου και του λέω όσα δεν μπορώ να πω σε κανέναν. Καμιά φορά νιώθω λίγο καλύτερα, αλλά τις πιο πολλές φορές όχι. Τις πιο πολλές φορές φοβάμαι να είμαι σ’ έναν κόσμο που εσύ δεν είσαι. Και τότε πονάω. Ο φόβος, μαμά, πονάει…»(σ.79).
Αυτά τα λόγια που διαβάζουν τα κορίτσια στο ημερολόγιο της μητέρας τους, το οποίο βρήκαν κρυμμένο στο σπίτι του χωριού, θα γίνουν το κίνητρο για να αποβάλουν και αυτές το δικό τους φόβο που προέρχεται από την ασάφεια και αβεβαιότητα που τους προκαλούν το ανοίκειο περιβάλλον όπου ζουν, καθώς και η αρρώστια του πατέρα τους. Είναι πολλά τα σημεία που η απούσα μητέρα στο μέγιστο μέρος της αφήγησης είναι παρούσα και παραδειγματικά δρώσα μέσα από το ημερολόγιό της. Η ημερολογιακή γραφή της μητέρας συνιστά μια άλλη αφηγηματική φωνή που συντρέχει και συμβάλλει στην αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής με θάρρος και αισιοδοξία. Η αποβολή του φόβου και η πορεία προς τα εμπρός ως λάιτ μοτίφ, ως μουσική υπόκρουση, διατρέχουν το κείμενο και δίνουν ένα μήνυμα ζωής όχι μόνο στους νέους και τα παιδιά αλλά και σε κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται. Έτσι, τα λόγια του πεθαμένου πια πατέρα από την απέναντι όχθη του ποταμού προς την μικρούλα Ηρώ, που επιδιώκει απεγνωσμένα να τον φτάσει, πετώντας με το χρυσό κουπί-κλαδί της βελανιδιάς και να τον φέρει κοντά τους, συνοψίζουν την αντίληψη που πρέπει να κυριαρχεί στη ζωή μας : «Γύρνα πίσω, Ηρώ… Η μαμά θα λυπηθεί πολύ. Γύρνα πίσω στη μαμά και στη Λήδα. Γύρνα πίσω. Εγώ θα είμαι πάντα κάπου εδώ. Θα μεγαλώσεις, Ηρώ. Να θυμάσαι να κυνηγάς τη χαρά κι όχι τη λύπη. Όπως ζήσαμε. Υποσχέσου μου. Κράτα γερά το κουπί σου. Εσύ είσαι ο καπετάνιος. Βάλε πλώρη για τη ζωή!»(σ.173).
Σπάνια σε παιδικό βιβλίο ο χειρισμός του θανάτου, και μάλιστα ενός από τα βασικά πρόσωπα της οικογένειας, όπως είναι ο πατέρας, αντιμετωπίζεται με τόση αισιοδοξία, εμφυσώντας στην ψυχή του παιδιού τη δύναμη για να προχωρήσει με αυτοπεποίθηση, δύναμη και χαρά στη ζωή του.
Ως υστερόγραφο θα μπορούσε κανείς να σημειώσει πως το περικειμενικό στοιχείο της αφιέρωσης του βιβλίου: «Στους 7 νάνους σου , αγάπη μου, Διδώ, Θάνο, Έλλη, Στεργιούτσο, Ιάντα, Κόκα, Σέλα» αποκαλύπτει μια από τις πηγές έμπνευσης αυτού του βιβλίου, που είναι ο αξέχαστος Θάνος Μικρούτσικος και η εκφρασμένη πολλές φορές από αυτόν αισιόδοξη και μαχητική στάση ζωής. Η φράση του πατέρα: « Να θυμάσαι να κυνηγάς τη χαρά κι όχι τη λύπη… Βάλε πλώρη για τη ζωή» θα έλεγα, πως απηχεί τον μεγαλειώδη (απο)χαιρετισμό του Θάνου Μικρούτσικου: «Αφήνοντας ένα παράθυρο στο όνειρο, τότε μόνο θα φτιάξουμε μια κοινωνία που θα μπορεί να αυτοπραγματωθεί ο άνθρωπος….» (7 Ιουνίου 2018).
(*) Η Άντα Κατσίκη- Γκίβαλου είναι Ομ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε. Ε.Κ.Π.Α.
Μαρία Παπαγιάννη, Χρυσά κουπιά, Πατάκης 2021
Βρες το εδώ