Κουταλάκι του γλυκού (διήγημα της Έμης Βαϊκούση)

0
735

 

 

Έμη Βαϊκούση (*)

Υπάρχει το επάγγελμα που λέγεται μεταφορέας. Τί κάνει ο μεταφορέας; Βιοπορίζεται διακινώντας κάτι που δεν είναι δικό του, κάποιου που δεν ξέρει, σε κάποιον άλλον που επίσης δεν τον ξέρει. Το περιεχόμενο επίσης τού είναι άγνωστο. Καμιά φορά, και εφόσον το υποκείμενο αυτό ανήκει στην κατηγορία των ονειροπόλων, εξελίσσεται λίγο λίγο σε διαλογέα υλικού φαντασιώσεων. Νοερά εισχωρεί στη ζωή άλλων, με το αζημίωτο μετέχει στη ζωή των άλλων.  Ένα όνομα, κι ένα άλλο όνομα, μια διεύθυνση, και μια δεύτερη διεύθυνση, μια πόλη και μια άλλη πόλη, κι ένα πακέτο, το χρώμα, τα γράμματα στο φάκελο, η συσκευασία αν πρόκειται για δέμα, επιμελημένη, αδιάφορη ή ψυχαναγκαστική,  με τρυφεράδα, με νεύρο ή με λατρεία – όλα τα βλέπει, αν θέλει και όπως θέλει, σε δική του οθόνη.  Διάλογοι, εικόνα, στήσιμο, παράσταση από κείνον για εκείνον, παράσταση εσωτερική, φωτισμοί ψυχικοί σε σκοτάδι απόλυτο, με μάτια σφαλιχτά κοιτάζει…

Σταματώ εδώ, είναι πολλές οι παραστάσεις, μεγάλες παραστάσεις, σελίδες επί σελίδων σε κείμενο, χώρια τα σχόλια του συγγραφέα, και γιατί να συνεχίσω αυτή τη μυθοπλασία, αφού μεταφορέας είμαι κι εγώ, σε διατεταγμένη υπηρεσία και μάλιστα πριβέ. Χρόνια τώρα διακινώ γεύσεις μαζί κι εκκρίσεις του σώματος – σάλιο δηλαδή, για να μην μασάω τα λόγια μου, saliva, εύηχη λέξη, όμως γλώσσα μου είναι τα ελληνικά, ας μην έχει λοιπόν η λέξη αυτή ηχητική παρουσία αντάξια του μεγαλείου της, σάλιο θα το πω αυτό που μεταφέρω, υλικό μήτρα ηδυπάθειας, ηδύτητας, υλικό πρόσφορο  σε ανταλλαγές με βάθος και νόημα ιερό  — σαν συναίσθημα.  Συναίσθημα μεταφέρω με δυο λόγια, γεύσεις συναισθήματος, συναισθηματικές γεύσεις, ειδικότερα ερωτικές και μάλιστα όλη τη γκάμα διακινώ από ένα στόμα σε άλλο, από χείλη ενός σε χείλη άλλου, μέρος είμαι ενός φιλιού, το μέσον είμαι ανάδευσης γευστικών χρωμάτων ενός έρωτα συγκλονιστικού, το μέσον είμαι αναμόχλευσης του πάθους αυτού στα  έγκατα της ύπαρξης των εραστών, στις αισθητήριες επάλξεις και απολήξεις όλων των οργάνων, από την κορυφή στα νύχια και πάλι πίσω, σε αέναο στροβιλισμό και παραλήρημα καλπάζον ερωτικό, τόσο ερωτικό, που με θέλουν μαζί τους, χέρι με χέρι κρατιούνται με μένα ανάμεσα σε αχνιστές παλάμες, δίπλα τους στο κρεβάτι με αποθέτουν, για να ΄χουν να πιάσουν και πάλι μετά, απ’ την αρχή, το πήγαιν’ έλα της γλύκας που γεύονται οι δυο τους με το κουτάλι — και το κουτάλι είμαι εγώ!

Κυριολεκτώ. Είμαι το ασημένιο, λιτά περίτεχνο κουταλάκι Εκείνης κι Εκείνου. Σύμβολο συνύπαρξης και συμπόρευσης, αυτό που περνάει από χέρι σε χέρι μετά απ’ το δείπνο, από κάθε δείπνο, αν θα θέλαμε μάλιστα να μιλήσουμε, πώς να πω, μεταφορικά, είμαι εγώ το αναπόσπαστο μέρος ενός τριγώνου, τριγώνου ισοσκελούς με μένα ως βάση, επιφορτισμένη να φροντίζει για τη διατήρηση του σημείου επαφής των δύο προσκείμενων πλευρών. Γι’ αυτούς εδώ τους αγαπημένους η γεύση που μεταφέρω είναι συνήθως γλυκιά, παγωτό καϊμάκι με γιαούρτι για λίγη πικράδα και μια ιδέα λικέρ μαστίχα, γεύση θεσπέσια υποθέτω για τον ανθρώπινο ουρανίσκο, όμως εγώ λειτουργώ σαν αντιδραστήρας εργαστηρίου για τη μελέτη του σάλιου, και ειδικά του συναισθηματικού αποτυπώματος στο ph του, είμαι λοιπόν το μέσον που καταγράφει πότε μια υποψία πλήξης, άλλοτε θλίψης αεράκι φευγάτο, θυμού άλλοτε αφρούς –οριακές προς τα πάνω τιμές σ’ εκείνην, οριακά φυσιολογικές σ’ εκείνον–, συχνά κι ολοένα συχνότερα μια λαγνεία που τη φλογίζει ο τρόμος της κλεψύδρας, κλεψύδρα με θετικό κι αρνητικό πόλο νιώθουν πως είναι οι δυο τους, την αναποδογυρίζουν έτσι ώς να ΄ναι πότε εκείνος στο άδειασμα του χρόνου, πότε εκείνη, κι έτσι να είναι του ενός ο χρόνος χρόνος και του άλλου, κι έτσι ο Χρόνος να μην τελειώνει ποτέ.  Δυο πόλους έχω κι εγώ, εκκρεμές είμαι που πάει απ’ τον έναν στον άλλον, που ταΐζει τον έναν και τον άλλον, τον έναν απ’ τον άλλον, ένας συγχωνευτής, σταθεροποιητής, θερμαντής αισθημάτων είμαι εγώ, το ψυχρό, κατά πώς λένε, μέταλλο.

(*) H Έμη Βαϊκούση είναι  απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Νεότερη Ιστορία (DEA,Σορβόννη). Μεταφράστρια έργων της γερμανικής γραμματείας.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΈμφυλες αναζητήσεις και απορίες στον Τόμας Μαν (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθρο“Άμμες δε γ΄ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες” (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ