Της Γιούλης Αναστασοπούλου (*).
Την Ελίσια την γνώρισε στο σκοτάδι. Ζούσε σε ένα κτίριο με τετράγωνα παράθυρα σαν νταμάκια τσίχλας. Μερικές μέρες πριν είχε βγει η νέα κρατική οδηγία. Άναβε το φως κάθε μέρα στις πέντε και τότε αυτός μπορούσε να δει το περίγραμμα του σωματός της. Τότε εκείνος έφτιαχνε μια πελώρια τσιχλόφουσκα που κολλούσε στη μύτη του. Μετά φυσούσε το άρωμα της βανίλιας από το παράθυρο για να φτάσει απέναντι και να τρυπώσει τάχα μου στα ρουθούνια της. Κάποιες φορές πραγματικά νόμισε πως ο αέρας έστελνε τη μυρωδιά της τσιχλόφουσκας στη μύτη της ·την παρατηρούσε που την έτριβε σαν να ετοιμαζόταν να συναχωθεί. Μερικές μέρες πριν είχε βγει η νέα κρατική οδηγία. Εκείνος είχε οδηγήσει μέχρι το πάρκο Σαμάνθα για να δει αν ήταν αλήθεια. Ήταν. Συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Είδε τον κόσμο να στοιβάζεται στις συστάδες δέντρων δίπλα από τα νερά του ποταμού Φίρι. Κατέβηκε το λόφο και πρόσεξε πως άνθρωποι, κυρίως νεαρά ζευγάρια, τοποθετούσαν τα μωρά τους μέσα σε κουφάλες δέντρων.
Οι νέοι γονείς άφηναν με προσοχή τα μωρά τους μέσα στις κουφάλες. Περίμεναν σιωπηλά μπροστά από το μεγάλο στόμιο και τότε πελώρια πουλιά κατέβαιναν από τον ουρανό και έπαιρναν τα μικρά μαζί τους. Τσιμπούσαν με το μεγάλο τους ράμφος τα μωρά από τα πόδια-με ιδιαίτερη όπως παρατηρήθηκε προσοχή ώστε να μην τα πονέσουν-, και με μια αποφασιστική κίνηση τα βόλευαν στην ράχη τους που είχε κάτι σαν μάρσιπο. Οι γονείς παρατηρούσαν τα τεράστια πουλιά να ξεμακραίνουν με το μωρό τους πιασμένο στην πλάτη τους. Μερικοί ήταν απαρηγόρητοι. Τότε, κάποιος από την κυβέρνηση διέρευσε την πληροφορία πως τα μωρά ταξίδευαν στα ζεστά, χαρούμενα και ενθουσιασμένα με το ταξίδι, λες και ήξεραν πως τα περίμενε μια καλύτερη τύχη μακριά από την πόλη και τους δικούς τους. Και συνέχισε, πως, όταν η εποχή έφθανε στο τέλος της, τα πουλιά συνἠθως επέστρεφαν τα μικρά των ανθρώπων στις κουφάλες των δέντρων.
Σε αυτή την ιστορία συμφώνησε και η Ελίσια που την είχε ακούσει όπως μου είπε αργότερα από την μαμά της. Η μυρωδιά της τσιχλόφουσκας είχε φτάσει στη μύτη της και είχε θελήσει να με γνωρίσει. Άκουσα την διήγησή της σχεδόν μαγεμένος στην κουζίνα του σπιτιού της, που μύριζε βανίλια, καθώς τα ολοστρόγγυλα μάτια της, λαμπερά και υγρά, περιέγραφαν την ιστορία με τα τρομαχτικά πουλιά που άπλωναν τα τεράστια φτερά τους πάνω στα βρέφη.
«Τα μωρά είναι πια περίπου ενός έτους, έχουν δυνατά χέρια και πόδια και με τα γυαλιστερά τους μάτια βλέπουν τόσο καλά στο σκοτάδι ώστε να μπορούν να βρουν μόνα τους την τροφή τους στο ψυγείο του σπιτιού, αλλά, και αν χρειαστεί, στην αυλή του γείτονα. Μπορούν να τελειώσουν μόνα τους τα μαθήματά τους και να συνομιλήσουν με ευκολία με τη γάτα του περιβολιού. Ανάμεσα σε άλλες ικανότητες είναι η εκμάθηση του διωγμού των εντόμων από το σπίτι και το πρωινό καθάρισμα του σώματος κυρίως κάτω από τις μασχάλες. Η μόνη υποχρέωση των παιδιών, κάτι σαν ανταπόδωση, είναι να φυλούν πάντα καθαρό νερό στις ποτίστρες και στα πιατάκια της γλάστρας για τα μικρά πουλιά που χάνουν το δρόμο τους».
Η Ελίσια είναι ένα τέτοιο παιδί και ίσως γιαυτό μπορεί να μυρίσει την μυρωδιά της βανίλιας από τόσο μακριά.
(*) Από ανέκδοτη συλλογή.
Υπέροχο κείμενο με πολλή ευαισθησία.