Κώστας Μαυρουδής: Μεσάζων ανάμεσα στη βιβλιοθήκη και τη βιογραφία (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

0
485
Εικαστικό, Κώστας Νταής

 

συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο

Ο Κώστας Μαυρουδής, ποιητής και πεζογράφος, στα τελευταία του βιβλία συνδυάζει αυτές τις δύο ιδιότητες του με τον στοχασμό, το δοκίμιο, τις διακειμενικές συνομιλίες δίνοντας ένα υβριδικό έργο με τον τίτλο Το αλάτι του Bad Ischl (Κίχλη). Στη συνέντευξη που ακολουθεί απαντάει στις ερωτήσεις για τη συγγραφική του τέχνη και τεχνική ενώ βυθοσκοπεί κάποιες αόρατες πτυχές της καθημερινότητας.

  

Πως θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας Το αλάτι του Bad Ischl ; Είναι αυτομυθοπλασία, υβριδικό, μυθοπλαστικό δοκίμιο; Πού γέρνει η πλάστιγγα για σας;

Είναι δημιουργική ερώτηση, με την έννοια ότι σε κάνει να σκεφθείς το πόσο διαφορετικά είναι τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο. Το βιβλίο είναι οπωσδήποτε υβριδικό, χαρακτηρισμός που αναπόφευκτα παραπέμπει στην νεωτερικότητα και στο πείραμα. Συσσωματώνει  πολλές μορφές λόγου. Κάποτε θυμίζει σύντομο δοκίμιο, συχνά έχει την συνθετική τεχνική και  τη δράση του ποιήματος, άλλοτε είναι ένα ταχυαφήγημα.  Ο υβριδικός χαρακτήρας, η ποικιλία, δεν καταλήγουν σε μορφές απειθάρχητες.  Τα κείμενα συνέχει ένα συγγενικό πνεύμα και βέβαια  οι διαθέσεις του συγγραφέα, το βλέμμα, η αγωγή του. Αυτό το είδος, που μοιάζει μοντερνιστικό, μου φαίνεται πως έχει στενότερη σχέση με τον λόγο  των παλιών ηθολόγων οι οποίοι μίλησαν για τη ζωή και τις αξίες της. Συγχρόνως είναι σωστή η παρατήρηση για την αυτομυθοπλασία. Πολλά απ’ τα κείμενα ξεκινούν από προσωπικά βιώματα, που όμως δεν θέλουν να γίνουν υλικό μόνο για ένα αυτοπορτρέτο, αλλά με κατάλληλη διαχείρηση να αναδείξουν το πνευματικό και την ποίηση.

 

Ποια είναι η σχέση με τα προηγούμενα βιβλία σας όπως τα Με εισιτήριο επιστροφής, Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, Στενογραφία; Υπάρχει μια εξέλιξη, μια αλλαγή;

Η σχέση είναι στενή και προφανής. Και τα τέσσερα βιβλία αποτελούνται, όπως το τελευταίο, από σύμμεικτα κείμενα. Μοιάζουν μεταξύ τους κατά το ότι το ποιητικό στοιχείο υπάρχει παντού, η διάθεση που αναμοχλεύει το παρελθόν είναι μόνιμη, ο συγγραφέας είναι παρατηρητής. Και στα προηγούμενα βιβλία αυτής της άτυπης τετραλογίας, εξάλλου, μιλούσε κάποιος με εμμονή στον  αόριστο και τον παρακείμενο, τώρα όμως καταλαβαίνω μιαν ωριμότητα  που φωτίζει τα πάντα διαφορετικά.  Είναι γνωστό πως διαβάζουμε καλύτερα τη λογοτεχνία με γυαλιά πρεσβυωπίας, αλλά και το κείμενο ενός βιβλίου, που θα δώσω σε λίγο προς έγκριση στον εκδότη, λέει κάπου το εξής: «[…] τα κριτήριά μας ωριμάζουν μόνο με την ενήλικη πείρα. Οι πρώιμες βεβαιότητές μας αποδείχτηκαν σαθρές: “Η ηµέρα Κυρίου» που «ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται”, ο θάνατος, μ’ άλλα λόγια, που αιφνιδιάζει όπως ο κλέφτης τη νύχτα (Παύλος, “Προς Θεσσαλονικείς”) ποτέ δεν  μας φόβιζε. Το ίδιο και η εικόνα με τα φαγωµένα σκαλοπάτια δημόσιων χώρων, όπου η φθορά των αιώνων φαινόταν φιλολογική. Αντίθετα, η σημερινή ανησυχία για τον «κλέπτη εν νυκτί (ή για τα  τα κοίλα σκαλοπάτια) βεβαιώνει ότι μόνον η ωριμότητα μετρά τον βαθµό αλήθειας, ότι ο χαρακτήρας δεν εμφανίζεται αν δεν κατατεθεί το βίωμα ως α ν τ ί τ ι μ ο. Αυτό μοιάζει υπερβολικά με ό,τι συνέβαινε όταν θέλαμε να δούμε υποφωτισμένες τοιχογραφίες σε καθεδρικούς. Και εκεί μ ό ν ο ν αν ρίχναμε (και ξαναρίχναμε) σε μια λαίμαργη συσκευή το αντίτιμο, και μ ό ν ο ν αφού ακούγαμε στο βάθος τον μεταλλικό ήχο των κερμάτων, άναβαν οι προβολείς και γινόταν ορατή η εικόνα»,

 

Γράφετε ότι «Τον ενδιέφερε ο αφηγημένος κόσμος και όχι η αναμέτρηση με τη δημιουργία του». Σας αφορά αυτή η παρατήρηση;

 Προφανώς όχι, όταν θέλω να μιλήσω ή να γράψω. Τότε πρέπει να αναμετρηθώ με την ιδέα, με την εικόνα, που για να μορφοποιηθεί έχει επίμονες αντιστάσεις, δεν επιτρέπει εύκολα τη μετατροπή του σε φόρμα. Στο Αλάτι, ίσως το προσέξατε,  υπάρχει ένα μικρό κείμενο. Βλέποντας κάποιο σημάδι στο σώμα ενός  Γερμανού συνταξιδιώτη, προσπαθώ, μέσα στο πλοίο που τον βλέπω,  να φανταστώ το περιβάλλον του χειρουργείου, να αναπλάσω τη μέρα, τα πρόσωπα, τον θάλαμο νοσηλείας. Καταλαβαίνω ότι είναι μάταιο, γιατί προφανώς δεν ήταν έτσι τα πράγματα: «[…] Παραλλάσσω τις υποθέσεις, τα ανασχεδιάζω, και σκέπτομαι πως δεν είναι μόνον η γλώσσα, ο ζωγραφικός καμβάς, o altra cosa, αυτά που αντιστέκονται στο να γίνουν μορφή. Πουθενά δεν υπακούει η πρώτη ύλη. Ακόμα και η φαντασία –νοερό υλικό– δυστροπεί, απαιτεί κι αυτή να αναμετρηθεί με τον φορέα της πριν να παραστήσει». Αντίθετα, ως αναγνώστη, με αφορά ο αφηγημένος κόσμος, η βολική στάση να παρακολουθείς άκοπα τις διαδρομές ενός ξένου αφηγητή. Κάποτε η συγγένεια και η σχέση είναι στενή. Ένα κείμενο αυτού του βιβλίου έτσι αρχίζει: «Κορεσμένος από τα στερεότυπα της ζωής του, ο αναγνώστης καταφεύγει στα δάνεια της μυθοπλασίας. Τον ενδιαφέρει περισσότερο μια έφηβη ηρωίδα της Σαγκάν που κάνει διακοπές με τον χωρισμένο πατέρα της, ή οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του ανθυπολοχαγού Τρότα, ο οποίος υπηρετεί στα σύνορα της Αυστρίας με τη χώρα του τσάρου». Εδώ έχουμε την απολαυστική πρόσληψη, την τέρψη του αναγνώστη, που όπως κάθε αναγνώστης είναι ένας συγγραφέας που δεν έπιασε ποτέ ή άφησε νωρίς το μολύβι.

 

Την διακειμενικότητα  –οι πολλαπλές αναφορές σε άλλα κείμενα και ρήσεις–  ποια ανάγκη την τροφοδοτεί, μήπως αφυδατώνει την πρωτότυπη σκέψη; Γίνεται ένας μεσάζων ανάμεσα στη βιβλιοθήκη και την βιογραφία σας;  Κρύπτεστε πίσω από αυτήν;

Να αρχίσω λέγοντας πόσο ωραίος χαρακτηρισμός είναι το «Μεσάζων ανάμεσα στη βιβλιοθήκη και τη βιογραφία σας»! Και συνεχίζω. Με την έννοια διακείμενο εννοούμε κατ’ αρχήν, κυρίως επιδράσεις, μεταγραφές, μιμήσεις έργων άλλων συγγραφέων. Στο Αλάτι και στα βιβλία μου με σύμμεικτα κείμενα, η  διακειμενικότητα υπάρχει ως διάλογος και διάδραση με ένα άλλο έργο, γεφυρώνει μια σκέψη με μιαν άλλη, ή τη συνδέει με κάτι σχετικό.  Σκέπτομαι πως αυτό μοιάζει  κάπως με  το σχήμα της μεταφοράς, όπου  δύο ξένα μεταξύ τους στοιχεία αναγνωρίζονται ως συγγενικά και το ένα φωτίζει το άλλο. «Η κυριολεξία», λέω κάπου στο βιβλίο,  «είναι ο εαυτός της. Αντίθετα, στη μεταφορά η αρχική έννοια επεκτείνεται, δημιουργεί την εντύπωση συνάφειας με κάτι άλλο». Οι σελίδες σε όλα τα βιβλία μου βρίθουν από δάνεια. Μακρινά μεταξύ τους στοιχεία αλληλοτροφοδοτούνται. Σε ένα σημείο, για παράδειγμα, που αναφέρομαι στην αυτοβιογραφία ως είδος, παραπέμπω στα απομνημονεύματα  του Κλάους Μαν και τα συνδέω με τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός μοναχικού νεοέλληνα που σπουδάζει στο Παρίσι στις αρχές του ’50. Δημιουργείται, πιστεύω, ένας νέος συνεκτικός ιστός, έτσι ώστε  η ποικιλία αποχρώσεων, οι εποχές, τα μοτίβα, να ακούγονται σαν φυσική συγχορδία.

 

Αποδέχεστε τον όρο «εστέτ», με τον οποίον σας χαρακτηρίζουν; Αν, ναι  τι νόημα τού δίνετε;

Αισθητής μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος για πολλούς λόγους. Για παράδειγμα, αν ρέπει στην ωραιολογία, αν τον απασχολεί το έλλασσον που το προβάλλει με αξιώσεις γεγονότος, αν δίνει νόημα στα πράγματα μέσω της ομορφιάς, αν είναι φυγάνθρωπος και μοναχικός, αν δεν αναγνωρίζει σκοπούς στην τέχνη αλλά τον ενδιαφέρει καθ’ αυτή. Ο αισθητής  καταλαβαίνει τον κόσμο εν πνεύματι τέχνης.  Υπήρξε ως γνωστόν ένα κίνημα με εκπροσώπους χαρακτηριστικούς, σε μιαν εποχή όμως με χαραγμένα αλλιώς τα όρια της κοινωνίας («Να ζήσουμε; Μα αυτό το κάνει για μας το υπηρετικό προσωπικό», είχε γράψει κάποιος). Πολλές, ακόμα και πολιτικές, επιλογές μας,  γίνονται με βάση το αίσθημα του καλού γούστου,  αλλά αλίμονο αν στη ζωή και στη λογοτεχνία δεν μπορείς να διακρίνεις μια χάρτινη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αξία από έναν αναστεναγμό. Σ’ αυτό που ρωτάτε ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα δει σε ένα πρόσωπο την δική μου απάντηση: «Αν και στις συμπεριφορές του αναγνωρίζονταν τα τυπικά χαρακτηριστικά του δανδισμού, ο ίδιος διέθετε αυστηρή αίσθηση του μέτρου. Ήξερε ότι ο αισθητισμός θεωρήθηκε (και πολύ συχνά ήταν) επιφα­νειακή στάση, ότι πολλές σελίδες του υπήρξαν αβαθές παιχνίδι αυταρέσκειας. Κάποτε, μια αφρικανική παροιμία τον έκανε να κοιτάξει με προσοχή την ιστορία του: «Χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί». Μεσήλικας, είχε παραλλάξει ελαφρά την ιδέα: «Χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να έχεις παιδική ηλικία».

 

Ή  απλώς είστε όπως λέτε σε ένα σημείο του βιβλίου, «ένας μελαγχολικός που πληρώνει ειδικό φόρο στον ναρκισσισμό του»;

Αυτή η εντός εισαγωγικών φράση, υπάρχει σε έναν αφορισμό μου και δεν αφορά ειδικά εμένα. Έκανε εντύπωση σε κάποιο ιδιαίτερα καλλιεργημένο πρόσωπο, που μου είπε ότι θα επιστρέφει συχνά ’ στην αλήθεια του. Του έγραψα ότι είναι μάλλον μια κοινή ιδέα, γιατί ποιος παραιτημένος απ’ τον εαυτό του  μπορεί να καλλιεργήσει  μεγάλα αισθήματα; Πίσω από ιδέες, συγκινήσεις, αντιδράσεις κρύβεται ο ναρκισσισμός μας.  Στο αίσθημα του κινδύνου, στην αρρώστια, ακόμα και στον φόβο της πτήσης με το αεροπλάνο,  υπάρχει μια αξία (το εγώ) που θέλει να διασωθεί. Οι φόβοι μας, η χαρά, η μελαγχολία, –η  κάθε είδους πίστη– μ’ αυτή την έννοια είναι φόρος στον εγωτικό πυρήνα του εαυτού μας, στον ναρκισσισμό μας.

 

Γνωρίζω ότι είστε συχνός πελάτης των παλαιοπωλείων, αναζητάτε αντικείμενα ως μια «αψιμαχία με τον χρόνο», όπως γράφετε κάπου. Αυτά σας έχουν εμπνεύσει στα τωρινά αφηγήματά σας;

Τα κίνητρα του συλλέκτη, θα έλεγα και πάλι ότι συνδέονται με τον ναρκισσισμό.  Νιώθει πως είναι  ο άξιος να διακρίνει ποιότητες, να επιλέγει έργα, παλιά βιβλία, πορσελάνες. Το καλόγουστο αντικείμενο είναι ένα βραβείο που προσπορίζει ο ίδιος στον εαυτό του. Βέβαια υπάρχει και ο αργόσχολος που συλλέγει κουτόσπιρτα ή παλιά καλαπόδια. Ανήκω κυρίως –δεν αστειεύομαι–, στη δεύτερη κατηγορία. Δεν μπόρεσα να έχω καμιά αξιόλογη συλλογή. Τα αντικείμενα που ανεβάζω στο face book πολλοί νομίζουν πως είναι μουσειακά, αλλά δεν είναι. Έχω χάσει βέβαια σπουδαία αντικείμενα από τσιγκουνιά, αβλεψία ή επιπολαιότητα. Κάποτε πήγαινα πριν τα ξημερώματα στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών, στον Πειραιά. Εκεί, μέσα στη νύχτα, με πλησίασε κάποιος τσιγγάνος και μου έδειξε μια  ελαιογραφία, σίγουρα παλιά. Δεν μου άρεσε. Η υπογραφή όμως έγραφε Μαλέας. «Δέκα ευρώ», μου λέει. Γκουγκλάρω και μεγεθύνω στο κινητό δυο πίνακες του Μαλέα και βλέπω ότι έγραφε με πεζά το όνομά του. Αυτό ήταν με κεφαλαία. Για ένα δεκάρικο δεν τον αγόρασα. Αργότερα είδα την υπογραφή του και  με κεφαλαία.  Άλλες φορές πάλι, μέσα σε σωρούς χαρτιών μπορεί να βρεις για δύο ευρώ έναν Μόραλη , αλληλογραφίες επωνύμων, σχέδια ζωγράφων ή αφιερωμένα βιβλία παλιών  συγγραφέων.  Ακόμα και μια κάρτα του Δημήτρη Μητρόπουλου από τη Γερμανία (1925) βρήκα μέσα σε έναν χάρτινο σωρό. Δεν θα συνέδεα αυτή τη δραστηριότητα με το παρελθόν του βιβλίου μου. Τα παλιατζίδικα είναι περισσότερο μια νεύρωση επιθεώρησης και ανακάλυψης.

 

Μοιάζει να έχετε ανοικτούς και «δύσκολους» λογαριασμούς με το παρελθόν. Λέτε κάπου «επωμιζόμαστε ενοχικά το παρελθόν». Θέλετε να το διευκρινίσετε;  

 Είναι σαν μετά από μια μεγάλη γιορτή να έχουν φύγει όλοι και εσύ να έχεις μείνει  με διάφορα πράγματά τους, δεν ξέρεις τι να τα κάνεις, πώς να τα διαχειριστείς, αν θα τα κρατήσεις. Υπάρχει ένα κείμενο  στο βιβλίο, που το αγαπώ ιδιαίτερα. Ανατρέχω σε κείμενα, γιατί ο αναγνώστης μας δεν ξέρει κατ’ ανάγκην το βιβλίο. Σ’ αυτό το κείμενο, λοιπόν, αναφέρεται η φράση «επωμιζόμαστε ενοχικά το παρελθόν» Παραθέτω: «[….] Μπελ, σημαίνει κώδων», άκουσα να λέει στον πατέρα μου ένα απόγευμα του 1956 (;) ο νεαρός κύριος από το Βουκουρέστι, πάντα (ή έτσι νομίζω) με μαύρο κοστούμι και στίλβουσα κόμη. Μόλις που αντιλαμβανόμουν τη μεταφραστική πράξη. Το ρήμα «σημαίνει» ταύτιζε δυο ξέ-
να μεταξύ τους ουσιαστικά. Δεν ξέρουμε πότε και πώς φτιάχτηκε το λεξιλόγιό μας, αν στον δρόμο, στο σπίτι ή στο σχολείο μάθαμε μια λέξη που εκφωνούμε ανύποπτοι μισόν αιώνα μετά. Μένει αδιευκρίνιστη η πηγή, εκτός αν κάποιος σύνδεσμος συντηρεί την πληροφορία. Έβγαιναν μαζί απ’ το δωμάτιο. Μιλούσαν, μπορώ να υποθέσω, για τις ιδιοτυπίες της προφοράς, τους χρόνους που σχηματίζονται με το ρήμα «to be». Ψιθύριζαν για λίγο ακόμα μπροστά στην πόρτα, απρόθυμοι να απομακρυνθούν. Με­τά από έναν χρόνο, ο δάσκαλος της αγγλικής και η μητέρα του (πάντα με μικρό καπέλο και βέλο μέχρι το στόμα) μετανάστευσαν. Είχε εγκριθεί με γρήγορες διαδικασίες η αίτησή τους απ’ τις υπηρεσίες του ΟΗΕ. Ένα ανοιξιάτικο βράδυ τούς συνοδέψαμε μέχρι την προκυμαία. Από τον Πειραιά (πρώτο σταθμό), θα ταξίδευαν μέσω της Γένοβας (;) στη Νέα Ζηλανδία, τη χώρα που τους είχε δεχτεί. Θυμάμαι την αναμονή μας, την επιβίβαση, τον διστακτικό –με μισή κίνηση– χαιρετισμό τους από το τέλος της σκάλας. Μείναμε μέχρι που το πλοίο φαινόταν πια σαν μικρό φως στον ορίζοντα. Όταν καμιά φορά με ρωτούν για τα φιλντισένια κιάλια στη βιτρίνα, σχολιάζω τη γραμμή τους, κάνω εικασίες για τους ηθοποιούς που μεγέθυναν, αλλά δεν αποκαλύπτω σε ποιους ανήκαν. Επωμιζόμαστε ενοχικά το παρελθόν. Είναι σαν να μας αναλογεί ένα μέρος ευθύνης για ό,τι χάθηκε, σαν να πρόκειται για ανεξόφλητο χρέος. Εξήντα πέντε χρόνια μετά, αν και ανυπαίτιος για τους κανόνες του κόσμου, ­δυ­σκολεύομαι να πω –ακόμα και να σκεφθώ– την πολύ απλή φράση: «Δεν τους ξαναείδαμε, ούτε ακούσαμε πια κάτι γι’ αυτούς».

 

Η σχέση μας με το κείμενο δηλώνετε ότι είναι πάντα ανολοκλήρωτη. Γράφετε ότι κανένα κείμενο δεν περατώνεται οριστικά. Όμως όταν φύγει από τον συγγραφέα δεν θεωρείται δικό του, ο ίδιος δεν μπορεί να παρέμβει πια, άρα είναι περατωμένο. Ο αναγνώστης βέβαια κάθε φορά που το διαβάζει μπορεί να ανακαλύψει κάτι καινούργιο, γι αυτόν η σχέση με το κείμενο μπορεί συνεχώς να εμπλουτίζεται. Ή όχι;

Κανένα κείμενο δεν περατώνεται. Κάθε έργο είναι ανοιχτό, όχι μόνο σε πολλαπλές αναγνώσεις (αυτονόητο), αλλά και σε αναπροσαρμογές από τον συγγραφέα που το τελειοποιούν, το αλλάζουν. Κάθε στιγμή βλέπουμε διαφορετικά, ελέγχουμε πράγματα που είχαν ξεφύγει. Κρίνουμε ότι ένα ρήμα, ένα επίθετο, δεν βοήθησαν όσο έπρεπε μια πρόταση. Συχνά μια άλλη, πιο ώριμη ματιά  δείχνει τις ατέλειές του. Ακόμα και ολόκληρα βιβλία έχουν απορριφθεί απ’ τον συγγραφέα τους και άλλα έχουν μείνει μισά.  Και το βιβλίο για το οποίο μιλάμε είχε διπλάσια έκταση. Προσωπικά νιώθω πως θα ήταν πιο έντιμο να βάζω κάτω από κάθε κείμενο τη διευκρίνιση ότι πρόκειται για προσωρινή μορφή, ότι είναι εν εξελίξει.  Ο Δημήτρης Αγγελής παρουσίασε το Αλάτι του Bad Ischl στη σελίδα του (στο face Book). Του είχα στείλει κάποτε, είπε, στο περιοδικό του ένα διήγημα που λίγο πριν δημοσιευτεί το απέσυρα για να το βελτιώσω. Του είχε φανεί υπερβολικό, γιατί του άρεσε και δεν βρήκε ιδιαίτερες διαφορές απ’ αυτό που ακολούθησε. Κατέληγε στο κείμενό του: «Όσο για το αμάρτημά του, το ομολογεί και ο ίδιος: “Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ένα κείμενο μπορεί να αρτιώνεται στο διηνεκές. Το ξέρουμε: μια άνω τελεία βασανίζει τον συγγραφέα όσο ένας ύποπτος σπίλος στο σώμα του” (σ. 105). Νομίζω πως αυτό που χαρακτηρίζει τα κείμενα του Μαυρουδή, πέρα από τις αλλεπάλληλες αναγνωστικές επιστρώσεις τους ή την αποφθεγματική, αξιομνημόνευτη διατύπωση, είναι η απίστευτη, σχεδόν βασανιστική, επιδιόρθωσή τους ώσπου να φτάσουν σ’ ένα σημείο που, για λίγο έστω, ο ίδιος θα το θεωρεί απλώς επαρκές (ποτέ τέλειο)». Θεωρούσε το Αλάτι, πράγμα που με εγκαρδίωσε γιατί ήταν μόλις η δεύτερη άποψη που άκουσα για το βιβλίο, «από τα πιο απολαυστικά αναγνώσματα της χρονιάς!» Η ιδέα του ανολοκλήρωτου κειμένου διατρέχει Τo αλάτι του Bad Ischl. Σε άλλη σελίδα θα βρούμε και πάλι κάτι σχετικό: [….] καμιά διάθεση δεν αποδίδεται απόλυτα. Είτε διότι πρόκειται για στοιχείο που μόλις το μαντεύει η γλώσσα, είτε γιατί δεν βρίσκει εκφραστικό ισοδύναμο. Κάθε κείμενο είναι (και) μαρτυρία μιας αδυναμίας. Η ιδέα, εντελέστερη απ’ τη διατύπωσή της, έχει αφήσει έξω ένα υπόλοιπο αδιείσδυτο απ’ τη γραφή. Η αναμέτρηση που προηγήθηκε σπανίως διακρίνεται. Η φράση την οποία πρόσθετε ο Γιαν βαν Άικ σε ορισμένους πίνακές του είναι ομολογία αυτής της αλήθειας: «Als ich can». Με κάποιαν άδεια στη μετάφραση: «Mόνον έτσι μπορούσα».

 

Ο συγγραφέας μπαινοβγαίνει  στις σελίδες σας, αυτοβιογραφείται για να ανασκευάσει τη ζωή του, είναι κάτι σαν αυτοψυχανάλυση ;

Όχι,  δεν σχετίζεται με την αυτοψυχανάλυση αυτή η φράση. Μιλά για τη σχέση του συγγραφέα με το κείμενο. Λέει πως σε κάθε δημιουργικό κείμενο υπάρχει ο συγγραφέας. Αλλού κρυμμένος κι αλλού εμφανής. Είναι η εισαγωγή του βιβλίου. Ένα είδος Credo, που αφορά τη μυθοπλασία. Διατείνομαι ότι «γράφουμε για να ανασκευάσου­με αυτό που συμβαίνει. Πραγματικοί τόποι συνδέονται με φανταστικούς, δικές μας και ξένες εικόνες συμφύρονται, και συχνά αντιστρέφεται η σχέση: η γραφή γίνεται πηγή του γεγονότος. Ο συγγραφέας αναπόφευκτα αυτοβιογραφείται. Η προσωπική ζωή μπαινοβγαίνει στις σελίδες του συχνότερα απ’ όσο νομίζουμε». Και το κείμενο συνεχίζεται με το παράδειγμα (να πάλι το διακείμενο) ενός συνταξιούχου βιβλιοφάγου φαρμακοποιού που αλλάζει την εξέλιξη ορισμένων  μυθιστορημάτων, ή ενός παλιού χαρτογράφου της Βραζιλίας που άφηνε ακαταχώρητες ολόκλη­ρες πόλεις αν δεν του άρεσε το φαγητό ή αν είχε πέσει θύμα κλοπής (εδώ η παραχάραξη ως εκδίκηση). Η λογοτεχνία καθαρογράφει το πρόχειρο της εμπειρίας. Καμιά αναπαράσταση δεν αφήνει τα πράγματα στη θέση τους. Αυτό εννοώ λέγοντας ότι ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται. Ό,τι βλέπει, κρίνει, επιλέγει, είναι ο ίδιος.

 

Σας φοβίζει η πραγματικότητα που αντιστέκεται στην τέχνη ;

Αν καταλαβαίνω σωστά την ερώτηση, μιλάτε για την αντίσταση του υλικού στο να γίνει μορφή. Κάθε πραγματικότητα αντιστέκεται στη μορφοπλασία. Κανένα υλικό δεν παραδίδεται. Ξέρουμε όλοι τις αντιστάσεις που ασκεί όταν επιλέγεται για να γίνει μορφή. Είτε αυτό είναι γλώσσα, είτε μάρμαρο, είτε οτιδήποτε

 

Είναι το μήνυμα της τέχνης η αδύνατη αθανασία;

 Νομίζω ότι είναι, κατά κάποιον τρόπο, κ ί ν η τ ρ ο της τέχνης. Η αδύνατη αθανασία είναι η πιο πικρή  ανθρώπινη νοσταλγία, που αλλάζει χαρακτήρα και μπαίνει στον άφθαρτο κόσμο των μορφών. Αυτό φαίνεται πως είναι άκρως παρηγορητικό. Είτε ως  passa tempo, είτε ως αντίδραση στο πρόσκαιρο. Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή τον λατίνο ποιητή που  έλεγε ότι έφτιαξε κάτι πιο ανθεκτικό από το ατσάλι.

 

 Η καταφυγή στην τέχνη είναι ένας συνειδητός αναχωρητισμός από μια πραγματικότητα που δεν σας εμπνέει πια;

 Στις Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Νεφέλη, 2000, 2006) είχα μιλήσει με δύο παραδείγματα από τη λογοτεχνία για τις δύο στάσεις απέναντι στην πραγματικότητα. Η πρώτη προερχόταν από μιαν ανταπόκριση του Ζαχαρία Παπαντωνίου την εποχή που ήταν στο Παρίσι. Περιέγραφε ένα γραΐδιο που τα βράδια τάιζε γάτες έξω απ’ τον κήπο του Λουξεμβούργου. Την άκουσε έκθαμβος να μεμψιμοιρεί ότι τα χρόνια πέρασαν, θα πεθάνει και δεν θα διαβάζει πια την Atalie του Ρακίνα ούτε άλλα αριστουργήματα. Εκείνη η γυναίκα, μ’ άλλα λόγια, ζούσε με την κατασκευασμένη εικόνα της ζωής που είναι η λογοτεχνία. Σε αντίθεση με αυτή τη στάση, θυμάμαι τι λέει στο κύκνειο άσμα του (Τελευταία πνοή) ο Μπουνιουέλ, όταν σκέπτεται την ανυπαρξία και τον θάνατό του. «Λυπάμαι που θα εγκαταλείψω τον κόσμο εν πλήρει κινήσει, όπως στη μέση μιας παράστασης. Λοιπόν, παρ’ όλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μου άρεσε να σηκώνομαι από τον τάφο μου κάθε δέκα χρόνια και να πηγαίνω μέχρι το περίπτερο για να αγοράζω εφημερίδες. Δεν θα ήθελα τίποτε άλλο. Χλωμός, περπατώντας σύριζα στον τοίχο, θα επέστρεφα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές πριν ξανακοιμηθώ στο ασφαλές καταφύγιο». Δυο εντελώς διαφορετικές στάσεις. Η ζωή μέσω του φαντασιακού μιας άσπιλης ψυχής, και η αφοσίωση στο πραγματικό ως έσχατη αξία, ακόμα κι αν χρειάζεται να παρακολουθεί τη δημοσιογραφική μικρολογία.

 

Και η ποίηση ; Την εγκαταλείψατε ή υπάρχει κάπου και αναμένει;

 Η ποίηση επιδιώκει να εμφανίζεται σε όλα τα πεζά βιβλία μου. Χαίρομαι ιδιαίτερα που δυο φορές το επισημαίνει ο Χατζηβασιλείου σε κριτικές του. Το επόμενο βιβλίο μου απαρτίζουν μικρά  πεζά μιας περίεργης αυτοβιογραφίας. Εκεί ο ήρωας εμφανίζει μερικά ποιήματά του, που είναι βέβαια δικά μου. Όμως ετοιμάζω –και εύχομαι σύντομα να το ολοκληρώσω– ένα ακραιφνώς ποιητικό βιβλίο.

 

Κώστας Μαυρουδής, Το αλάτι του Bad Ischl, Κίχλη

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧειμερινή σύναξη ιστορικών (και όχι μόνο) περιοδικών (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο Μάριο Βίττι

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ