του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Ο Κώστας Καλφόπουλος ήταν μια ιδιαίτερη περσόνα διανοούμενου. Διεμβόλιζε με το πνεύμα του τόσο την εστέτ όσο και την λαική/ποπ/pulp φιλολογία. Βαθιά ποτισμένος με το γερμανικό πνεύμα ενός Celan ή ενός Benjamin μπορούσε άνετα να συνδιαλλαγεί με την φιλολογία του αμερικανικού μυθιστορήματος του Τσάντλερ ή της Χάισμιθ. Αυτά τα περάσματα δεν ήταν αφύσικα ή στημένα αλλά μέρος μιας φιλοσοφίας που τον διαπερνούσε. Τα διαφορετικά΄ σημεία αναφοράς του ήταν αποτέλεσμα της διαρκούς αγωνίας του να αναζητήσει το γνήσιο ακόμα και όταν αυτό κρυβόταν κάτω από το μανδύα του εφήμερου.
Κρατώ στα χέρια μου τη συλλογή διηγημάτων του Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο και διαβάζω πάλι την αφιέρωση «Στον Γιάννη, μεζάκια και βιπεράκια». Αναφέρεται στην πρώτη μου συλλογή διηγημάτων με τίτλο ΜΕΖ, αυτές τις μικρές καραμέλες με την μελαχρινή βαμπ στην μία πλευρά του, ένα σημείο με σημαινόμενο μια εποχή αθωότητας πριν την επέλαση του ψηφιακού κόσμου και παράλληλα τα βιπεράκια που αγαπούσαμε και οι δύο, κυρίως τα αστυνομικά που σηματοδοτούσαν την ίδια εποχή με τα «μεζάκια» με συγγραφείς όπως οι Ερλ Στάνλει Γκαρντνερ, Τζέημς Τσέηζ, Μίκυ Σπιλέιν, Έλερυ Κουίν, Πίτερ Τσένει και άλλοι. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η επιλογή της εποχής αφού σε αυτήν διαδραματίζονται τα διηγήματα που συναποτελούν την εν λόγω συλλογή.
Στη συλλογή αυτή ο Κώστας Καλφόπουλος παίζει με τα αστυνομικά που αγαπά, αυτά της λαϊκής κουλτούρας, όπως αυτά που έγραφε ο Γιάννης Μαρής, αστυνομικής υφής έργα που ο συγγραφέας δημοσίευε κυρίως σε συνέχειες σε εφημερίδες – κάτι που σίγουρα θα ήθελε να κάνει και ο ΚΚ αν υπήρχε η δυνατότητα να τηλεμεταφερθεί σε εκείνη την εποχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο διήγημα της συλλογής είναι μια απότιση τιμής στον κεντρικό ήρωα, αστυνόμο Μπέκα, του Γιάννη Μαρή- κι ας μην εμφανίζεται ποτέ αυτός ο περιώνυμος αστυνομικός. Όμως δεν θα έλεγα ότι ο Κώστας δημιουργεί ένα παστίς. Υποδυόμενος ότι θα φτιάξει θεματικά μία μίμηση του στυλ του αγαπημένου του συγγραφέα «την σκάει» στον αναγνώστη και δημιουργεί μια ιστορία για την δικτατορία και πως την «υποδέχτηκαν» άνθρωποι μιας μεσαίας τάξης, αριστεροί και δεξιοί. Από τον Γιάννη Μαρή αντλεί και συμπληρώνει το ύφος της εποχής αθηναιογραφώντας με τον τρόπο του. Το Κολωνάκι και το «Βυζάντιο», τη «Λυκόβρυση», το«Ζόναρς» στέκια που σύχναζε ο καλός κόσμος με τις «πολυτελείς» γυναίκες (όρος του Μαρή, αυτός) η Αθλητική Ηχώ, το γήπεδο του Παναθηναϊκού, αλλά και ότι ακούγαμε ή βλέπαμε εκείνη την εποχή, Μιρέιγ Νταρκ, Μιλέν Ντεμονζό (αναφορά στις λαϊκές ταινίες με τον Φαντομά), Σιλβί Βαρτάν αλλά και τα τοπόσημα – επιχειρήσεις όπως το Φιξ στη Συγγρού, ο Μούγερ στην Ερμού, ο Κατράντζος στην Σταδίου κλπ.
*
Το δεύτερο διήγημα που δανείζει και τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή είναι ένα λαϊκό αφήγημα. Θα μπορούσε να είναι ένα τηλερομάντζο. Για όσους θυμούνται τα τηλερομάντζα ήταν σύντομες ιστορίες που αναπτύσσονταν με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κυρίως σε γυναικεία περιοδικά, και αφορούσαν συνήθως σε μια ερωτική ιστορία με ευτυχές ή όχι τέλος. Ο ΚΚ για το «Γειά σου Σούλα, ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο» (ο πλήρης τίτλος) μας δίνει στο επίμετρο ορισμένες πληροφορίες για την κατασκευή του. Ο τίτλος είναι παραλλαγή πολύ δημοφιλούς τραγουδιού του Μπάμπη Τσετίνη («Ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο»). Η αρχή έμπνευσης είναι η Σούλα, το όνομα από μόνο του παραπέμπει σε λαϊκό κορίτσι, κομμώτρια ή υπάλληλο σε κατάστημα νεωτερισμών (όπως λέγονταν τότε τα καταστήματα που πουλούσαν σε φτηνές τιμές γυναικεία ρούχα και κυρίως εσώρουχα). Η Σούλα στήνει με τον φίλο της μια κομπίνα σε βάρος ενός φτωχού νεαρού και άβγαλτου υπαλλήλου σε εργαστήριο επισκευής ταξιμέτρων. Αυτός όταν καταλάβει την κοροϊδία θα την σκοτώσει, και παρόλο που θα κατηγορηθεί ο φίλος της, θα παραδοθεί αυτοβούλως στην αστυνομία. Το διήγημα διατηρεί όλα τα κλισέ των λαϊκών αφηγημάτων, τις φτωχικές ταβέρνες, τα τραγούδια των Βοσκόπουλου, Ζαμπέτα, Πουλόπουλου, τα μικρά εργαστήρια στις γειτονιές, τα κινηματογραφικά έργα με την «κλαψιάρα» Μάρθα Βούρτση κλπ. Ο Κώστας παίζει με όλα τα κλισέ αλλά ταυτόχρονα κάνει μια μικρή μπαγαποντιά: βάζει τον ήρωα να αναδεικνύεται πάνω από τις περιστάσεις και να αφηγείται τον φόνο ο ίδιος χωρίς να αναζητά άλλοθι, δίνοντάς στο διήγημα τον χαρακτήρα ενός μονολόγου, που κάλλιστα θα μπορούσαμε να το δούμε στο θέατρο. Ο Κώστας δηλώνει ότι αυτό το εμπνεύστηκε από ένα μικρό διήγημα του Νίκου Κούνδουρου (Απολογία του Θεόφιλου Τσάφου) κι έτσι παίζει πάλι με τον αναγνώστη.
*
Στο διήγημα Ο άνθρωπος της Εστίας με υπότιτλο αθηναϊκό διήγημα ο Κώστας πλέκει μια απλή ιστορία αστυνομικού μυστηρίου με έμφαση όμως στο κλίμα νουάρ. Εδώ φαίνεται να βαδίζει πιο πολύ σε χνάρια πεπατημένα από σκηνοθέτες αντίστοιχων σεναρίων. Ο ήρωας, αθλητικός συντάκτης σε μια εφημερίδα, δίνει την δυνατότητα στον ΚΚ να εικονοποιήσει την ατμόσφαιρα στις παλιές εφημερίδες: τυπογραφεία, γραφεία γεμάτα χαρτούρα, ιεραρχία στην ανάδειξη των δημοσιογράφων από υπεύθυνος φαρμακείων σε θέση ρεπόρτερ, το άγχος του κλεισίματος της στήλης, ο φόβος του αυστηρού διευθυντή. Και παράλληλα φιλμογραφεί την Αθήνα της δεκαετίας του ΄70: o κινηματογράφος Άστυ, το καφέ Brazilian, το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στη Σταδίου, οι παλιές ταινίες όπως η «Σύντομη Συνάντηση», που όπως και στη ταινία, ο κεντρικός ήρωας του και αφηγητής συναντά μέσα σε αίθουσα κινηματογράφου την κοπέλα που σύντομα θα γίνει ερωμένη του. Παναθηναϊκάκιας ο ήρωας συνδυάζει την παρακολούθηση των αγώνων με την ερωτική συνεύρεση με την κοπέλα σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού για να μπορεί να ακούει το ματς. Κάποια στιγμή η κοπέλα τον πιέζει να πάρει διαζύγιο και να την παντρευτεί, μέχρι που εμφανίζεται ο εκβιαστής απειλώντας τον ότι έχει τα ερωτικά γράμματά τους και θα τα αποκαλύψει στη γυναίκα του εάν δεν πληρώσει. Ο αφηγητής θα παρακολουθήσει και τελικά θα σκοτώσει τον εκβιαστή που αποδεικνύεται ότι είναι ο στριφνός προϊστάμενος του. Ματωμένος στο έδαφος ο προϊστάμενος θα του αποκαλύψει ότι ερωτεύτηκε από τα γράμματα την κοπέλα και αποφάσισαν να στήσουν την κομπίνα. Λίγο πριν ξεψυχήσει θα του ψιθυρίσει «φέτος θα πάρετε το πρωτάθλημα…» εννοώντας «μπορεί να έχασες το κορίτσι αλλά τουλάχιστον θα κερδίσεις αλλού». Και σε αυτό το στόρυ ο δολοφόνος προτιμά να παραδοθεί στην αστυνομία (όπως και στο Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο), παρά το ότι θα μπορούσε πιθανόν να διαφύγει. Ο ΚΚ μας παρουσιάζει ένα κινηματογραφικό παστίς πιο πολύ για να δηλώσει την αγάπη του για εκείνη την εποχή όπου τα πράγματα ήταν πιο απλά και καθαρά- ακόμα και οι φόνοι ήταν λιγότερο πολύπλοκοι.
*
To διήγημα Έγκλημα στο Αμβούργο ή μια βρόμικη, θλιμμένη ιστορία , (όπως είναι ο πλήρης τίτλος) είναι το μόνο που διαδραματίζεται εκτός Ελλάδος και συγκεκριμένα στο Αμβούργο, μια πόλη που ο Καλφόπουλος την γνώριζε αρκετά καλά. Δεν θα παραλείψει να σημειώσει στον αναγνώστη ότι σε ένα μικρό παμπ του Αμβούργου πρωτόπαιξαν οι Μπητλς. Ο ήρωας και αφηγητής είναι ένα έλληνας Gastarbeiter. Εργάζεται σε μια μπυραρία ιδιοκτησίας του θείου του. Μοναχικός, ξένος σε ξένη χώρα περνάει την ώρα του γνωρίζοντας τον κόσμο των φλίπερ- μια ιδιαίτερη αδυναμία του Κώστα, έγραψε βιβλίο γι αυτά- των μπιλιάρδων, και του ποδοσφαίρου παρακολουθώντας τους αγώνες της τοπικής ομάδας. Κάποια βραδιά την μπυραρία θα την επισκεφτεί μια μικρόσωμη, μελαχρινή, λυπημένη κοπέλα με το όνομα Έλκε. Πόρνη με την οποίαν θα κάνει παρέα, καθώς αυτή θα του παραδίδει μαθήματα γερμανικών. Θα την ερωτευτεί αλλά δεν θα της το μαρτυρήσει. Η Έλκε έχει έναν νταβατζή που την εκμεταλλεύεται, χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες στον αφηγητή. Αυτός λιώνει χωρίς να συνειδητοποιεί γιατί. Μέχρι που στην τοπική βιβλιοθήκη έρχεται σε επαφή με διάφορα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ανάμεσα σε αυτά θα του κάνει εντύπωση ο ήρωας του μυθιστορήματος του Τζόνυ Ντεκάστρο με τίτλο Ζωή και θάνατος ενός δολοφόνου. Ήταν η ιστορία ενός εκτελεστή όπου έγραφε ότι «πρώτα σκότωνε και μετά συγχωρούσε». Του μπήκε λοιπόν η ιδέα να σκοτώσει τον νταβατζή της Έλκε. Έκανε τη σχετική προετοιμασία και μάλιστα σκόπευε να χρησιμοποιήσει το πιστόλι που είχε κρυμμένο σε ένα συρτάρι ο θείος του. Όμως ο θείος τον προλαβαίνει. Ο αφηγητής τον βρίσκει με το πιστόλι στο χέρι να έχει σκοτώσει το ζευγάρι και να του λέει ότι η Έλκε ήταν κόρη του και δεν μπορούσε να την βλέπει πια να σέρνεται με τον νταβαντζή της και τον ανιψιό του να λιώνει γι αυτήν. Ο αφηγητής θα παραδοθεί στην αστυνομία αντί για τον θείο του σκεφτόμενος ότι στην ουσία τον φόνο τον είχε διαπράξει ο ίδιος. Κι εδώ για τρίτη φορά στα διηγήματα του ΚΚ βλέπουμε μια περίεργη ηθική που διαθέτουν οι δολοφόνοι – ήρωες του. Αναλαμβάνουν πάντα την ευθύνη, παρά τα άλλοθι τα οποία είχαν.
*
Στο «Καλοκαίρι χωρίς την Μπριγκίτε ή Crete c’ est fini» ο Καλφόπουλος κατεβαίνει στην Κρήτη για να ανασύρει μνήμες στρατιωτικής θητείας με γερμανική εσάνς και αστυνομικό μυστήριο. Και σε αυτό το διήγημα διατηρεί μια παιγνιώδη διάθεση, αναφέρεται στην εποχή της δικτατορίας και ταυτόχρονα βρίσκει ευκαιρία να «σφηνώσει» τις εμμονές του στην διάρκεια της αφήγησης. Ο αφηγητής βρίσκεται σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Κρήτη για ένα συνέδριο που θα συζητήσει το θέμα (που το σκέφτηκε;) «το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα από τη σκοπιά των γερμανών συγγραφέων». Μία πληθωρική γερμανίδα, η Μπριγκίτε, που εργάζεται στην ρεσεψιόν και που την καλόβλεπε ο αφηγητής θα δολοφονηθεί. Ο καμβάς αυτής της ψευδο-ιστορίας είναι το πρόσχημα για να θυμηθεί ο αφηγητής το πέρασμά του από την Κρήτη ως χαρακτηρισμένος στρατιώτης και τις παρέες του με ομοϊδεάτες του, τις εξόδους, τα τραγούδια, τις τσικουδιές και τους μεζέδες. Ώσπου ο μπάτσος που εμφανίζεται για να εξιχνιάσει τον φόνο της Μπριγκίτε δεν είναι άλλος παρά ένας από τους φαντάρους της σειράς του, ένας αριστεριστής που μισούσε τους μπάτσους και τώρα θα τον βρει μπροστά του ως αστυνομικό. Ακόμα και μέχρι το τέλος του διηγήματος ο ΚΚ παίζει με τον αναγνώστη αφού σκέφτεται ότι η ωραία και χυμώδης Μπριγκίτε, η οποία έπεσε άδικα θύμα διεστραμμένου δολοφόνου, θα άξιζε να πρωταγωνιστεί σε ένα καλύτερο διήγημα!
Το τέλος της συλλογής επισφραγίζεται με ένα διήγημα αθλητικής, παναθηναϊκής στην πραγματικότητα αναφοράς – σπονδή στους αγαπημένους του Αντώνη Αντωνιάδη, Αριστείδη Καμάρα, Φέρεντς Πούσκας και λοιπών παναθηναϊκών δυνάμεων. Ο αφηγητής, ένας προβληματικός νέος, συχνάζει σε μια Λέσχη Φίλων της Θύρας 13 του Παναθηναϊκού, στο Κουκάκι. Εκεί βρίσκονται μάγκες και μικροκακοποιοί. Κάποια στιγμή ορέγεται την κοπέλα του αρχηγού της συμμορίας, που σε μια συνομιλία του ζευγαριού ακούει την τελευταία να τον αποκαλεί χαζό. Η συμμορία ετοιμάζει ένα κόλπο την ημέρα του μεγάλου αγώνα Παναθηναϊκού – Άγιαξ , αλλά ο αφηγητής που αισθάνεται προδομένος από την κοπέλα τα μαρτυράει όλα στην αστυνομία, εκδικώντας έτσι αυτήν που τον λοιδόρησε.
**
Ο Κώστας Καλφόπουλος έγραψε αυτή τη συλλογή – αφιέρωμα στον Μαρή και στον αγαπημένο του αστυνόμο Μπέκα, όχι μόνον σαν ένα φόρο τιμής σε ένα ύφος αστυνομικής πεζογραφίας αλλά και σε μια εποχή άλλης αισθητικής. Ο Καλφόπουλος για τον Μπέκα πίστευε ότι «μπορεί να μοιάζει παρωχημένος, ίσως προβλέψιμος, καθόλου ελκυστικός και διόλου συναρπαστικός. Μπορει να ισχύουν , εν μέρει ή για τους νεότερους κυρίως, όλα αυτά, όμως ο Μπέκας (και κατ’ επέκταση ο Γιάννης Μαρής) είναι vintage, άρα μοντέρνος,, είναι pop, άρα δημοφιλής, όπως δημοφιλές είναι και το σύνολο της παραγωγής του δημιουργού του, που παραμένει ένας pageturner, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Βασίλης Βασιλικός» (από το δοκίμιο του Κώστα Θ.Καλφόπουλου μικρό εγκώμιο του αστυνομικού). Κάνοντας αυτό το αφιέρωμα ο ΚΚ κάνει ένα homage στην εποχή της εφηβείας του: δικτατορία, λαϊκές συνοικίες, καλλιτεχνικά στέκια, Πατησίων, Σταδίου, Πανεπιστημίου, ταβέρνες, Αθλητική Ηχώ και γήπεδο του Παναθηναϊκού, μπιλιάρδα, λαϊκοί κινηματογράφοι, γαλλικές ταινίες, αστυνομικά pulp Μυστήριο και Μάσκα, Ζαμπέτας και Βοσκόπουλος και παράλληλα Αμβούργο, ελληνικές μπυραρίες, gastarbeiter, φτώχεια και ξενιτειά.
Διάβασα το Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο σαν ένα ρέκβιεμ μιας εποχής και μιας εφηβείας.
Σημείωση: To κείμενο δημοσιεύτηκε στo The Books΄Journal, τεύχος 147(11/2023) και αναδημοσιεύται εδώ για τη σημερινή εκδήλωση μνήμης στον Κώστα Καλφόπουλο στις Βραδιές Αστυνομικής Μυθοπλασίας.