της Βαρβάρας Ρούσσου
Δύο νεότεροι ποιητές που κάνουν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση.
Κωνσταντίνος Σύρμος, Εμφάνεια, βακχικόν, 2020
Η ποιητική συλλογή Εμφάνεια αποτελεί και την πρώτη «εμφάνεια» του Κωνσταντίνου Σύρμου στον ποιητικό χώρο. Η στιχουργία, δηλαδή η σύνθεση στίχων για τραγούδι, αποτελεί τη θητεία του στον έμμετρο λόγο, πλησιέστερη προς την ποίηση έκφραση σε βαθμό που ορισμένοι μπορεί να ταυτίσουν τα δύο.
Ο τίτλος σημαίνει την εμφάνιση, την παρουσία, την απόδειξη και μπορεί να θεωρηθεί δηλωτικός της πρώτης παρουσίας του Σύρμου. Αν μείνουμε στη σημασία απόδειξη, τότε η συλλογή μπορεί να συνδεθεί με το μότο του Χρ. Λάσκαρι «Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα. Ό,τι διαβάζετε,/ είναι ο τρόμος της ψυχής μου./Δοσμένος σε παραλλαγές.». Τα ποιήματα αποδεικνύουν και καταγράφουν τις πολλαπλές παραλλαγές του τρόμου της ψυχής. Ό,τι διατρέχει τη συλλογή είναι το ίζημα των βιωμάτων, η μετάπλαση των αισθημάτων (αποτελέσματος των αισθήσεων) σε εικόνες τρόμου: «οι κουρτίνες είχαν πετρώσει/ έμοιαζαν με τσιμεντένιο ακορντεόν/ (Νύχτα, το πρώτο ποίημα), «Οι ορίζοντες κατέρρεαν/» (Κάπου), «Τα καταφύγια γκρεμίζονται ένα ένα/» (Εμπόριο), για να καταλήξει στο «Και από τη ζωή/ αφαιρώ τον εαυτό μου» (Αφαίρεση), «Μέρα πάνω στη μέρα/ η πόλη μια μακέτα» (Μακέτα). Η ατομική πικρή επίγευση του βιώματος σταδιακά επιχειρείται να μεταφερθεί στο επίπεδο του συλλογικού και μάλιστα, εξαιτίας της ηλικίας του Σύρμου (γεν. 1979), ως αποτύπωση της γενικής γενεακής αίσθησης αναφορικά με τη δυσκολία ενσωμάτωσης ενώ επισημαίνεται και η διαφορά από τους συμβιβασμένους και εναρμονισμένους: «Εμείς στο κενό γεννηθήκαμε /Ανάμεσα απ’ τις λεπτές γραμμές των καλουπιών τους» (Περίσσευμα).
Ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό σκηνικό στήνεται στα ποιήματα του Σύρμου όπου το πηγαίο έντονο συναίσθημα, η τραχύτητα του βιώματος και οι συνέπειές του στον ψυχισμό, η αντίθεση στο κατεστημένο (Ψίθυρος) συνθέτουν το περίγραμμα της συλλογής που ωστόσο κλείνει μάλλον ελπιδοφόρα: «Είμαι το σύμπαν/ που δε χρειάστηκε σχεδιαστή/ Είμαι η εξουσία/της απόφασής μου» (Σύμπαν), «Κάτι με περιμένει να το φτάσω/Ξανά/Μαζί/ Θα συμβούμε/ (Συμβαίνω).
Μορφολογικά δεν πρωτοτυπεί η συλλογή αλλά ορθά, νομίζω, ακολουθεί την ασφαλή οδό του σχεδιασμένου (μη τυχαίου) ελεύθερου στίχου, με νοηματικές παύσεις στο τέλος του στίχου ή διασκελισμούς που συνάδουν με το νόημα. Ομοίως σχεδιασμένη είναι και η στροφική διαίρεση, ενώ την απουσία τελείας υπαινίσσεται η χρήση κεφαλαίων.
Στην πρώτη αυτή ποιητική κατάθεση ανιχνεύονται θετικά δείγματα στην τάση για αφαίρεση και οικονομία, στην ισορρόπηση του προσωπικού βιώματος που δεν εκπίπτει σε λυρική εξομολόγηση, στη σκληρή εικονοποιΐα αλλά και αστοχίες όπως η αδυναμία αναγωγής εντέλει του προσωπικού σε συλλογικό, οι κοινοί θεματικά και λεκτικά τόποι που μειώνουν τη δραστικότητα: «έχασκε όπως ένα στόμα ανοιχτό» (Νύχτα), «χαμός ερχόταν κάπου από το βάθος» (Κάπου), «να μην τρακάρω στον όγκο σας» (Μην είμαι εγώ) ή «Ο ζωγράφος» βασισμένο σε μια παλιά κοινή θεματική που δεν κατορθώνει να την ανανεώσει το συγκεκριμένο ποίημα. Δεν εννοώ εδώ αυτό που άλλοτε θεωρούσαν «ποιητικές λέξεις» αλλά την επίμονη αναζήτηση της λέξης που θα ενισχύσει τη δυναμική του στίχου και του ποιήματος ή την εμπρόθετη χρήση της λέξης του συρμού που θα γειώσει, αναπάντεχα και εμπρόθετα, το στίχο για τις ανάγκες του νοήματος.
Σοφία Κουφού, Περί θέσεως & ευρύτητας, Φαρφουλάς 2020
«Προτού μας τη φέρουν και μας εξοβελίσουν/έπρεπε να χαμε αντιδράσει./Θα πρεπε να χαμε ξεφορμαριστεί/να χαμε ξεδεθεί απ’ τα αεροπορικά καθίσματά μας./Πιθανόν να χαμε μάθει να πετάμε/αντί να μας πετούν./Τώρα ξεθεωμένοι απ’ τις πτώσεις/ πού όρεξη για πτήσεις.» Το παραπάνω είναι απόσπασμα από την πρώτη συλλογή της Σοφίας Κουφού με το μουσικό τίτλο Έβδομη μεγάλη (2018 ιδιωτική έκδοση). Διάθεση αντίδρασης και αντίστασης μαζί με την αίσθηση ματαίωσης και η ακροβασία μεταξύ ατομικού βιώματος και συλλογικού πνεύματος σε γενικές γραμμές χαρακτήριζαν εκείνη τη συλλογή, συνθέτοντας ένα αδιαμόρφωτο ακόμη κράμα. Η οπτική μιας νέας ηλικιακά (γεν. 1986) ποιήτριας και μιας πολύ νέας φωνής παρουσιάζει ενδιαφέρον
Στη συλλογή Περί θέσεως & ευρύτητας στην αρχή υποβάλλεται ο χώρος ως σταθερά και ως δυνατότητα ή και αναγκαιότητα διεύρυνσης. Δεν πρόκειται μόνο για το ζωτικό χώρο των ατόμων ως χοϊκότητα, την υλικότητά του ανθρώπου, αλλά για το έδαφος ως αλληγορία της σταθερής κοινότητας όπου το ενσώματο υποκείμενο υπάρχει και συμβιώνει με άλλα έμβια όντα και με φυσικά στοιχεία. Αυτό τουλάχιστον υποβάλλει το πρώτο ποίημα του βιβλίου «Έδαφος» που αίφνης εξελίσσεται σε πεζή παραμυθιακή εξιστόρηση με δύο ενότητες: η πρώτη σε γλώσσα σχεδόν επιστημονικής κυριολεξίας εκθέτει την ιδιότητα σταθερότητας του εδάφους ενώ η δεύτερη αφηγείται ένα μύθο σε ιδιόμορφη ισορροπία μεταξύ επιστημονικής φαντασίας και αλληγορίας, με μοτίβα που θυμίζουν αναπαραστάσεις ανατολικών πολεμικών τεχνών όπου ο χορός και η πολεμικές τεχνικές (όπως και στο ποίημα «Blue Dragon») συνδυάζονται :
«Αυτά τα λίγα γενικά λόγια για το έδαφος.
Πιο ειδικά, παρατίθεται μια ιστορία από το μέλλον, επιχειρώντας να αναδείξει κάποιες εδαφικές ιδιότητες.
Η ιστορία τοποθετείται στο έτος 2083, σε μια επαρχία της Φέσποπ, αποικία της παλαιάς Κίνας,…».
Ο συνδυασμός λεκτικής κυριολεξίας -που επιχειρεί να περιγράψει με ακρίβεια και αντικειμενικά- με εικόνες υποκειμενικές που διαφεύγουν από τη ρεαλιστική απόδοση, οι ξενόγλωσσοι τίτλοι που μεταφέρουν ορολογίες (Energy booster, Remote data) ή φράσεις γνωστές («Mind the gap between», «Dust in the Wind»), ένας συνδυασμός φυτικών στοιχείων (ως συνεκδοχή των φυσικών, κι εδώ συνδυαστικά με άλλα χαρακτηριστικά της συλλογής διαφαίνεται στο βάθος μια προγονική σχέση με την ποίηση της Βακαλό), με ψήγματα της σύγχρονης ζωής -ιδίως στην πόλη- που αποτυπώνεται ζοφερά, όλα συνθέτουν μια ποίηση που επιχειρεί να χαρτογραφήσει όχι ένα πρόσωπο αλλά ένα συνολικότερο γίγνεσθαι. Στοιχεία που διέπουν τη συλλογή συνδυάζει η σύνθεση «Επτά συναισθήματα, επτά φυτικά μοτίβα» με σύντομα ποιήματα δομημένα πάνω σε μια μεταφορική σύγκλιση φυτών με ανθρώπινα γνωρίσματα, δηλαδή ένα συναίσθημα (θυμός, αηδία, έρωτας) ή μια κατάσταση που συνεπάγεται συναισθήματα (ευτυχία). Και εδώ υπάρχει μια υπόρρητη ειρωνεία, μια αντίδραση που αλλού έρχεται στην επιφάνεια («Βεβαίωση υποβολής» «Mind the gap between»).
Ενδιαφέρουσα είναι η επεξεργασία της γλώσσας, όπως προανέφερα, και η συνεχής προσπάθεια λεκτικής οικονομίας για να αποβεί δραστικότερος ο στίχος. Βέβαια, κάποιες σύνθετες λέξεις ξενίζουν ή και φαίνονται ατυχείς επιλογές (π.χ. το ποίημα «Στον αέρα» που καυτηριάζει τις τηλεοπτικές εκπομπές :«Ως τη βεγγέρα του φόβου/που ξεστομίζεται/ από φορετά πουκάμισα». Σε αρκετά ποιήματα είναι επίσης ορατή η τάση περιορισμού των ρημάτων που επισύρει την προσοχή στην εικόνα, σχεδόν ακινητεί το ποίημα και εστιάζει σε καταστάσεις, αντικείμενα, τη σχέση και τις συνέπειές τους ενώ ο άνθρωπος συχνά παρακολουθεί παραγκωνισμένος.
Αναζητήστε τα εδώ