Κλίμακες μοναξιάς 2: 5 + 1 ποιητικές εκφράσεις από την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή (της Έφης Κατσουρού)

0
549

 

της Έφης Κατσουρού

Περιδιαβαίνοντας το σύγχρονο ποιητικό τοπίο, ολοένα και συχνότερα και περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, αναγνωρίζω τη μοναξιά ως βασικό τόπο συνάντησης των ποιητών, ως κυρίαρχο σημείο τομής της ποιητικής έκφρασης και της υπαρξιακής αναζήτησης των ποιητών. Ανεξάρτητα από την ηλικία του γράφοντος, τις καταβολές, την εμπειρία ή μη της γραφής, την τριβή με τον ποιητικό λόγο και τους προπάτορες ποιητές που κρύβονται στη ρίζα της κάθε διαφορετικής γραφής, η κλιμακούμενη μοναξιά, από την διαφάνεια της μοναχικότητας ως την απογύμνωση της ερήμωσης, νοιώθω ότι σταδιακά ανάγεται σε έναν συγκροτητικό πυρήνα της σύγχρονης ποιητικής έκφρασης. Δεν ξέρω, αν τα βιβλία που παρουσιάζονται παρακάτω (5 ποιητικές συλλογές και 1 συλλογή διηγημάτων με στοιχεία ποιητικής πρόζας) επέλεξα εγώ ή εκείνα να διαβαστούν υπό αυτό το πρίσμα, σίγουρα όμως, γνωρίζω ότι ήλκυσαν το ενδιαφέρον μου μέσα από την ειλικρινή αναμέτρηση με το υλικό τους, έναν διαρκώς αναδιπλούμενο ανέστιο εαυτό.

 

Μοναξιές της εκρίζωσης

Τα δύο πρώτα βιβλία, που παρουσιάζονται στη συνέχεια, το καθένα με τον δικό του τρόπο και μέσα στο δικό του, απόλυτα προσωπικό, τραύμα προσεγγίζουν με ευθύτητα το θέμα της ρίζας και της απώλειας αυτής, μία ρωγμή που χαράσσει την ύπαρξη απ’ άκρη σ’ άκρη της απειλώντας την ταυτοτική συνείδηση του ανθρώπου.

 

Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Γη μήτηρ, ύψιλον/βιβλία, 2023

Η μοναξιά της απώλειας

Το πρόσφατο βιβλίο της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, Γη μήτηρ, αποτελεί μία γραφή απόλυτα ιδιωτική, ένα έργο ποιητικά ευσταθές και συνθετικά ολοκληρωμένο, το οποίο εκκινεί από το προσωπικό βίωμα αλλά απευθύνεται και καταλήγει στον κοινό τόπο του αισθήματος. Πρόκειται για ένα σύγχρονο ποιητικό θρήνο για την απώλεια της μάνας που λειτουργεί ταυτόχρονα σαν μοιρολόι [«Με των πουλιών το αλάφιασμα / Στα μάτια / Ωσάν κλαρί λεπτό / Ευκάλυπτου που γέρασε / Κι όλο ένα κυρτώνει πριν σπάσει…», «Μαμά μου»], σαν κατευόδιο [«Τα συρτάρια, μισάνοιχτα με πεταλούδες διάφανες /  -κανείς δεν τις βλέπει που πετούν- / Ψηλά /  Κι από ψηλά / Μια Παναγία χάρτινη, κλαμένη /  Να επιβλέπει / Τη μετοικεσία. / Μαμά μου», «Ηττημένη»] αλλά και σαν ύμνος στο μεγαλείο της μητρότητας [«Προμαχώνας, για χρόνια / Κυματοθραύστης της θλίψης /  Κι ας ήσουν μετάξινη… / Με βουρκωμένα μάτια / Χαρά / Με τρεμάμενο χέρι», «Κλωστή αόρατη»]. Η Ηλιοπούλου, με μία εξαιρετικά ισορροπημένη γραφή και παρά τη φόρτιση του αισθήματος, παραδίδει στίχους αιχμηρούς που λαβώνουν το αίσθημα του αναγνώστη ανεκβίαστα. Δεν κραυγάζει, ψιθυρίζει μέσα σε ένα λυγμό, βαθύ και εσωτερικό, κρυμμένο στην επαναλαμβανόμενη απεύθυνση «μαμά μου», στα «αντίο» και τα «βοήθεια», που επανέρχονται ρυθμικά μέσα στα ποιήματα της σύνθεσης, αρθρώνοντας μία ύστατη προσπάθεια θραύσης της μοναξιάς, μία απελπισμένη ανάγκη επικοινωνίας και επιστροφής στον μόνο ασφαλή τόπο, τη μήτρα. Με ένα αμάλγαμα από ποιήματα εγκωμιαστικά, ποιήματα θρήνου και αποχαιρετισμού και «ασπρόμαυρες φωτογραφίες» της παιδικής ηλικίας υπό τη μορφή σύντομων ποιητικών εικόνων, η ποιήτρια υφαίνει ένα τοπίο ζωής και έρχεται να σχολιάσει το διαχρονικό αίσθημα της εκρίζωσης που προκαλεί η απώλεια της μητρικής αγκαλιάς στη ζωή κάθε ανθρώπου, σε όποια ηλικία και αν βρεθεί αντιμέτωπος με αυτή.

Κρατώντας το βιβλίο στα χέρια μου, και διαβάζοντας τα πρώτα ποιήματα, ομολογώ ότι αρχικά δυσκολεύτηκα να προχωρήσω και να ολοκληρώσω την ανάγνωσή τους, νοιώθοντας πραγματικά μέσα μου να γράφεται μία ρωγμή από τους πρώτους ακόμη στίχους του, να μεταγγίζεται ένας λυγμός, να βρίσκομαι σε έναν χώρο ιδιωτικό όπου ένα πρόσωπο θρηνεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης της συνθήκης, σαν να ακολουθώ μία πομπή νεκρική. Έχοντας, όμως σε δεύτερο χρόνο, ολοκληρώσει την ανάγνωσή τους και συντροφεύσει την ποιήτρια σε αυτή την τόσο ιδιωτική οδό, μπορώ, με βεβαιότητα, να πω ότι μέσα από την ποίησή της, τον λεπτότατο λυρισμό και τον έλεγχο του πλεονάζοντος πόνου -γραφή οικεία από τα προηγούμενα βιβλία της που εδώ τεντώνεται και αναμετράται με το ακραίο αίσθημα, επέρχεται η κάθαρση, η εξύψωση της εικόνας της μάνας, λυτρωτική, παρηγορητική, τόσο ιδιωτική και «κοινόχρηστη» όσο η ίδια η ποίηση.

 

Ένο Αγκόλλι, Παράξενα φρούτα που κρέμονται, ενύπνιο, 2023

Η μοναξιά της ταυτότητας

Το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Ένο Αγκόλι με τίτλο παράξενα φρούτα που κρέμονται, θα μπορούσε να διαβαστεί ως μία ωδή στην ανεστιότητα του σύγχρονου νομά, στο τραύμα κάθε ακούσιου ή εκούσιου ξεριζωμού. Πρόκειται για μία ποιητική σύνθεση, που αποτελείται από τέσσερις ενότητες και πολλές φωνές, όπως ο ίδιος ο ποιητής μάς προϊδεάζει στον Προτεινόμενο Οδηγό Ανάγνωσης. Ο μονοσέλιδος αυτός «οδηγός» προηγείται των ποιημάτων και μοιάζει να λειτουργεί σαν ένας χώρος κατωφλιακός που σχεδιάζει ο Αγκόλι για να εισάγει ομαλά τον αναγνώστη στα ενδότερα του ποιητικού του χώρου, να τον προπαρασκευάσει για να ακολουθήσει τη ροή μίας γραφής, μάλλον μεταμοντέρνων καταβολών και με έντονους δεσμούς με την γραφή της ομάδας Ουλιπο και ιδιαίτερα του Ζωρζ Περέκ. Συχνά θραυσματική, άλλοτε χαοτική και σταθερά παρεκβατική η ποίηση του Αγκόλι πασχίζει να αρθρώσει την ιστορία της. Η θραυσματικότητά του κειμένου συμπληρώνεται από στίχους που λειτουργούν σαν ποιητικές εκλάμψεις και έρχονται μέσα στη ροή του στίχους υπό τη μορφή υποσημείωσης να οικοδομήσουν μία νέα κατάσταση, η έκταση της οποίας, κάποιες φορές, θα επέτρεπε να μιλήσουμε για την ανάδυση ενός ποιήματος μέσα από το ποίημα. Και ακριβώς αυτές οι μικρές ποιητικές εκλάμψεις νοιώθω ότι καθίστανται τον συνεκτικό πυρήνα της ταυτότητας του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον εαυτό και την ετερότητα, την καταγωγή, το φύλο, το σώμα, τη μνήμη όχι ως μία ενιαία εικόνα αλλά ως ένα πολυσυλλεκτικό ψηφιδωτό αποτελούμενο από ετερόκλητες και αντιθετικές χρωματικά ψηφίδες. Στο τρίτο ποίημα της συλλογής αυτό προφέρεται και ερμηνεύεται ξεκάθαρα: «[μεγάλωνα με τζαζ και /  ποπ ιταλικά στιχάκια, σ’ ένα ρετιρέ φτωχό /  μάθαινα ρυθμούς λαθραία / τα καλοκαίρια ερωτευόμουν τα πιο σχιστά ματάκια στην παρέα / δεν είχα σφάλματα στην πλάτη μου / μόνο ντροπή, και μια ηχώ /  προϊστορική, ένα κρυφτό /  παμπάλαιο, άλλης ζωής, / θεϊστικής /  αλβανικής /  ρητορικής, και με κρασιά πολλά /  σε γλώσσες ακατάληπτες, ναρκομανείς ολκής, / δωμάτια με ροκ, περιοδικά, καπνό /  χωρίς φειδώ- / όλη τη ζωή μου ως εδώ /  δεν την ξόδεψα /  σε τίποτε άλλο / παρά στο κυνήγι της χαμένης νιότης των γονιών μου.]»

Βαθειά εξομολογητικός, ερωτικός, ειλικρινά σωματικός, ο ποιητής μοιάζει να μεταποιεί, με όπλο του την ποίηση, την ίδια την έλλειψη της ρίζας σε ρίζα, ακριβώς από αυτή την απουσία του κέντρου, του σημείου αναφοράς φυτρώνει και επεκτείνεται η ταυτοτική του συνείδηση. [«[Στα παιδικά μου χρόνια  / που λες / δεν είχαμε κρεβάτι. // Είχαμε μόνον ένα καναπέ / που άνοιγε κι άπλωνες / άπλωνες εκεί / όλη την ωμή / πραγμάτεια των ονείρων σου / δεν είχαμε χρώμα / μονάχα ένα απέραντο λευκό /  που άνοιγες κι άπλωνες / άπλωνες εκεί /  κάθε ειρμό / κάθε σου πρώιμο συναγερμό / δεν είχαμε τόπο να κοιμηθώ /  ήταν όλα αβάσταχτα /  και κάπως άτοπα / όπως το λευκό υλικό των παιδικών ονείρων μου / εν τέλει /  άτοπο ήταν / αλλά και τόπος.]», γράφει και πάλι στην πρώτη ενότητα για να καταλήξει στη συνέχεια στην δεύτερη, σε μία ποιητική παρέκβαση, η απώλεια είναι αδιέξοδο. Η απώλεια είναι και έξοδος όμως. Οι άνθρωποι γίνονται τόποι και τα σώματα στεγάζουν πάντα θραυσματικά κι εκείνα την ανεστιότητά του, έστω και σπασμωδικά σαν σπαράγματα μικρά κατοικημένου χώρου. Συνοψίζοντας, ο Αγκόλι σαν ένας ποιητικός χαμελαίοντας, αλλάζοντας έδαφος αλλάζει και χρώμα δομώντας ένα βιβλίο τόσο συναισθηματικό όσο και εγκεφαλικό. Στην πρώτη ενότητα [1. Τα παιδικά μου χρόνια] έντονα βιωματικός, στη δεύτερη [2. Το κρυφτό (2016)] στοχαστικός, με απολήξεις των στίχων να αγγίζουν τη φιλοσοφία, στην τρίτη έντονα [3. Το τρανς, οι άλλοι γονείς] αποδομητικός, στην τέταρτη [4. Ισπανία, ξανά: μ’ ένα τσιγάρο φως] απαλλαγμένος από τα βάρη, ελαφρύς και απελευθερωτικός ανεβάζει το θερμικό φορτίο της ποιητικής παραγωγής και πειραματίζεται με την μορφολογία παραδίδοντας ένα βιβλίο, όχι εύκολο, αλλά ποιητικά ενδιαφέρον, ιδιαίτερα για τον μυημένο αναγνώστη, είτε αυτός αποφασίσει να ακολουθήσει τις οδηγίες ανάγνωσης, είτε περιπλανηθεί αποκομμένος από αυτές στις σελίδες του βιβλίου.

 

Βαλάντης Μάστορας, Η μοναξιά περίστροφα, ενύπνιο, 2023

Η συλλογική μοναξιά

            Η μοναξιά περίστροφα αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή του Βαλάντη Μάστορα, ο οποίος αν αναλογιστούμε ότι είναι γεννημένος το 1994 ανήκει στην νεότερη γενιά ποιητών και σε μία γενιά ανθρώπων που έζησε την παιδική ηλικία της στην ύστερη φάση της ευδαιμονικής εποχής της αυτάρκειας και του πλεονάσματος για τη χώρα, την εφηβεία και την πρώτη ενηλικίωσή της στην παρακμή και την καθολική κατάρρευση αυτής της συνθήκης και την έξοδο προς την πραγματική ζωή και την αγορά εργασίας στην εποχή των καραντινών και του αόρατου εχθρού της πανδημίας. Όλο αυτό το σκηνικό υποδαυλίζει την ποίηση του Μάστορα υφαίνοντας με σκοτεινές αποχρώσεις το παρόν και οπλίζοντας τη μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου με μία δύναμη σχεδόν τρομακτική και για το ίδιο. «για χρόνια /  όλοι μας λέγαν πως πετάγαμε στα σύννεφα // πλέον είμαστε τόσο βαθιά μες στο σύννεφο // που όλα μας τα όνειρα καταιγίδες», γράφει εκφράζοντας μια μοναξιά συλλογική, ένα λυγμό μίας ολόκληρης γενιάς, η οποία επί ματαίω προσπαθεί να σχετισθεί, να ανδρωθεί, να υπάρξει, για να έρθει στη συνέχεια με ψυχραιμία να μεταποιήσει αυτή τη μοναξιά που κοχλάζει σε οιωνό επανάστασης: «μα εγώ τον ουρανό μου δεν το κλαίω πια / τον οπλοφορώ // Γιατί η αριθμητική του πόνου είναι πάντα αντίστροφη / και δεν στοιχίζονται άλλο οι βόμβες στα κεφάλια μας. / Πείτε στ’  ανάκτορα να βλέπουνε ψηλά / ορδές // πρόσφυγες γαλάζιου // καταφτάνουν.»  και « Φανταστείτε λοιπόν να κατέβουν / οι μοναξιές μας ανά δεκάδες / σαν κατολίσθηση κεραυνών απ’  το βουνό // πέφτουν στο κράτος της θάλασσας // και κατακτιέται όλο το μπλε για πάντα // […] // η τελευταία ελπίδα /  για να υπάρξουμε όλοι οι τελευταίοι / για να προλάβουμε κάπως να μιλήσουμε // με τη φόρα του ανέμου /  με τη ρητορική των λουλουδιών».

            Πρόκειται για μία συλλογή ποιημάτων σύντομη και άμεση στον τρόπο γραφής της με ρομαντικές απολήξεις στην εικονοποιία της και έναν, αξιοπρόσεκτα, δουλεμένο λυρισμό, που πατά στη διδασκαλία του μοντερνισμού στη δομή και τη μορφολογία του στίχου της. Παρά το σκοτάδι που περιβάλλει τον ποιητή, ο ίδιος καταφέρνει να απελευθερώσει και να απελευθερωθεί στο φως. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των δεκατεσσάρων, άτιτλων, ποιημάτων της το ίδιο επιτυγχάνει και ο αναγνώστης ο οποίος έχει συν-κατοικήσει μέσα στην επαναστατική μοναξιά του υποκειμένου την ελπιδοφόρα, τόσο λογοτεχνικά όσο και κοινωνικά, έκφρασή του.

 

 Άννα Γρίβα, Η χαμένη θεά, Μελάνι, 2023

Η ιερή-θηλυκή μοναξιά

Το τελευταίο βιβλίο της Άννας Γρίβα, με τίτλο Η χαμένη θεά, αποτελεί μία ωδή στην ιερή μοναξιά που βιώνει η γυναίκα σε κάθε εποχή και τόπο, ως δεδομένη και αναπόφευκτη προέκταση της φύσης της. Πρόκειται για μία σύνθεση δουλεμένη εντατικά πάνω στην αρχέγονη σημειολογία της θηλυκής φύσης στην οποία μέσα από το μύθο και την ιερότητα γυναικείων μορφών συμβόλων έρχεται η ποιήτρια να μιλήσει για τη Γύναικα-έρωτα, τη Γυναίκα-μήτρα, τη Γυναίκα-ζωή, τη Γυναίκα-καρτερία, για την φθαρτότητα και την αφθαρσία της θηλυκής φύσης μέσα στη διχρονία και τη συγχρονία. Στο εισαγωγικό ποίημα με τίτλο «Η Μαρία και το κρίνο» διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Πεδίο της μάχης ο εαυτός της / Ατένισε απ’ το παράθυρο / την έρημο μακριά να χορεύει /  άκουσε στον δρόμο τις φωνές /  των γυναικών και τα γέλια τους. / […] / Το ήξερε πια πως η μάχη θα μαίνεται / κάτω απ’  τον φλοιό της /  κάτω απ΄ το δέρμα της […]»  Το πρόσωπο της Παναγίας το βλέπουμε μέσα στην συλλογή να εμφανίζεται επαναληπτικά, αλλού ως σύμβολο μητρότητας και αλλού ως τόπος απόθεσης της ικεσίας, ως φωλιά μέσα στην οποία στεγάζει τη μοναξιά της και απελευθερώνει τη φωνή της, μία μυστική σπηλιά μέσα στην οποία στεγάζονται όλες οι γυναίκες του μύθου και κάπου εκεί αρχίζει να μπλέκεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία η Γραφή με τη Μυθολογία και να αναπαράγονται σαν κάτι ολότελα καινούργιο μέσα στο ίδιο το ποιητικό υποκείμενο. Στο ποίημα «Το γάλα» διαβάζουμε: «Οι μάγοι έφυγαν. / Τα ζώα κοιμήθηκαν. /  Ο άντρας  στο άχυρο κοιτά τ’ αστέρια. / Εκείνη κρατά το βρέφος / σφιχτά μες στα χέρια της / κι αναρωτιέται ποια είναι. / Η μάνα της έλεγε πως η γέννα /  είναι πληγή που δεν κλείνει. /  Τώρα σκέφτεται της μάνας τον λόγο /  και ξέρει καλά: / μια φορά πληγή ο άνθρωπος / χίλιες φορές πληγή ο θεός. // Κι όμως δεν έχει να φοβάται / παρηγορεί τον εαυτό της. / Πριν από εκείνη /  υπήρξαν κι άλλες: / η Σεμέλη, η Λητώ, /  η Λήδα, η Δανάη. / Πριν από εκείνη / υπήρξαν κι άλλες. »

            Η πλέξη αυτή των προσώπων και των εντελώς διαφορετικών κοσμοθεωριών της Αρχαίας Ελλάδας, της Αναγέννησης, της Χριστιανικής πίστης, δημιουργούν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μωσαϊκό που ουσιαστικά αποτελεί το υπόβαθρο της ποιητικής της Γρίβα. Οι αντιθέσεις, οι συγκλίσεις, οι ανατρεπτικές συζεύξεις πλάθουν ένα τοπίο οικείο και ξένο, που τελικά, αν το καλοσκεφτούμε, εικονοποιεί το συλλογικό ασυνείδητο της Ελληνίδας Κόρης, όπως την λάτρεψε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ποίημα εξαιρετικής λεπτότητας, με έκφραση μητρικής στοργής στις ομολογίες του αποτελεί το «Επιστολή προς Ιούδα» το οποίο λειτουργεί και ως σύνοψη της αιρετικής, απελευθερωτικής οπτικής της Γρίβα απέναντι στην ιερή μοναξιά των θρησκευτικών συμβόλων: «Ό,τι κι αν με δίδαξαν για σένα /  εγώ θα σ’  αγαπώ. /  Αν είχα γιό θα του έδινα το όνομά σου. /  Αν είχα εικονοστάσι σ’  εσένα θα έλεγα /  τις μύχιες προσευχές μου. / […] / Αν είχες γεννηθεί στον τόπο μου / θα ήσουν ήρως τραγικός / καθρέφτης του ανθρώπου: /  δι’ ελέου και φόβου περνούσαν /  όσοι θα έβλεπαν το βάσανό σου στη σκηνή. / […] / Μα εσύ ατύχησες να γεννηθείς /  εκεί που το καλό  και το κακό / έχουνε σύνορο αδιάβατο. /  […] /  Αν είχες γεννηθεί στον τόπο μου /  -το ξέρω- / ο μύθος θα σ’ είχε ερωτευθεί /  θα σ’ είχαν αγαπήσει οι ποιητές /  ως σπόρο εύθραυστο / κάποιας χαμένης ευτυχίας». Η γυναίκα στην ποίηση της Γρίβα υπάρχει ως προαιώνια ζωογόνα πηγή, γεννά, περιθάλπτει, απαλύνει, αγκαλιάζει τα τραύματα και τις επιθυμίες, τις κραυγές του πόνου και της ηδονής. Και ακριβώς, με αυτή την ευαισθησία προς την ευθραυστότητα, αγγίζει όλα τα πρόσωπα η ποιήτρια, ανοίγοντας μία μητρική αγκαλιά ή μία αγκαλιά ερωτική για να ματαιώσει τη μοναξιά του ανθρώπου, όπως μόνο μια γυναίκα, μια Παναγία, μια Μαγδαληνή, μια μάνα ή μια ερωτευμένη γυναίκα καταφέρνουν:

«Το ξέρω το ξέρω / είσαι ο άντρας / κι αγαπάς απάτητες κορφές / μα εγώ γεννήθηκα γυναίκα /  λατρεύω το μυρμήγκι /  το κλαδί / το βότσαλο / τον θεό μου τον πλάθω με τα χέρια μου / η πληγή του / είναι τψν σπλάχνων μου απόκτημα . το αίμα μου φροντίζω / το κρύβω / το μεστώνω εντός μου» [«Φραγκίσκος και Κλάρα»].    

 

Μοναξιές της ερήμωσης

Στα δύο τελευταία βιβλία αυτής της περιδιάβασης, η μοναξιά γίνεται σχεδόν απτή, αποκτά ύλη και κάτοπτρο, έναν εσωτερικό καθρέφτη που την αντικατοπτρίζει και την αναπαράγει μέσα στις απόκρυφες σπηλιές της ύπαρξης. Το δύο προβάλει πάντα μέσα από τη μονάδα και σβήνει ξανά καθώς αλλάζει η γωνία θέασης και χάνεται ο αντικατοπτρισμός.

 

Στάθης Κουτσούνης, Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο, 2024

Η μοναξιά της δεύτερης ενηλικίωσης

            Το Ρόδο σε καθρέφτη αποτελεί την όγδοη, εν σειρά, ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, ενός ποιητή που έχει χαράξει και συνεχίζει να χαράσσει τη δική του πορεία στο χώρο της ποίησης διελαύνοντας από ποικίλες ανά τα έτη κλίμακες της μοναξιάς. Περισσότερο διάφανος σε αυτήν τη συλλογή, σε αντίθεση με την προηγούμενη Στου κανενός τη χώρα, όπου έμοιαζε να εξερευνά τις κλίμακες του θανάτου, εδώ ο ποιητής επανέρχεται στη ζωή και την ιχνηλατεί με όλες τους τις αισθήσεις σε έγερση. Πατώντας συνειδητά στα όρια του χρόνου και παρά τον πόθο να τον υπερβεί, παραδίδει μία μεστή σύνθεση με ποιήματα που αναμετρώνται με τη συνθήκη μίας δεύτερης ενηλικίωσης. Ο ποιητής, βαθιά μοναχικός, πλέον δεν θρηνεί, έχει κατακτήσει την ωριμότητα της μνημοσύνης και του θαυμασμού. Και ακριβώς μέσα από αυτή την κατάκτηση συνθέτει το υλικό του σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, τα ποιήματα ποιητικής [«κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί / ο ποιητής τις λέξεις / και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές / να κόψει πορτοκάλια», «ιντερμέδιο i»], τα μνημονικά ποιήματα [«όταν ήμουν μικρός / τα ποιήματα με τρόμαζαν /  τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω / μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη», «similia similibus»] που αγκαλιάζουν κάποια σπαράγματα πένθους (ένα κατά την εκτίμησή μου αυτόνομο σύνολο τεσσάρων ποιημάτων που μνημονεύουν τη μοναξιά της απώλειας της μητρικής στοργής, με τρόπο ανάλογο με αυτόν που είδαμε στο βιβλίο της Ηλιοπούλου: «το ταξίδι», «σε μια γωνιά», «νοσταλγία», «στο δάσος») αλλά και τα ερωτικά ποιήματα ή ποιήματα θαυμασμού του κάλλους.

Αυτό το τελευταίο υποσύνολο, που δομεί ο Κουτσούνης, αναπτύσσει μία ιδιαίτερη δυναμική μέσα στη συνολική σύνθεση. Τόσο σε έκταση, όσο και σε ένταση αποκτά ένα εύρος που καταφέρνει να υποβάλει το γενικό αίσθημα του βιβλίου. Το κάλλος φαντάζει κάτι το φευγαλέο, το άπιαστο για το ποιητικό υποκείμενο. Ο θαυμασμός, η άκρατη λατρεία της καλλονής, που ίσως και να είναι η ίδια η ποίηση, όπως περιγράφεται στο ομώνυμο ποίημα [«απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας / ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους // ενίοτε χώνεται οίστρος στις λέξεις / … / μερικοί μεταλαβαίνουν και την ερωτεύονται /  με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη / σπάνια δίνεται σε κάποιον / … / όλοι ωστόσο τρέμουνε την ομορφιά της /  λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο» ], εγείρει τις αισθήσεις, τη σάρκα από την οποία όλα εκκινούν και στην οποία τις ευτυχέστερες στιγμές της καταλήγουν, ενώ άλλοτε φυλλοροούν και ισορροπούν στην όραση. Με ιδιαίτερη ευφυία ο ποιητής εισάγει στην εικονοποιία του το σύμβολο του καθρέφτη το οποίο τον διευκολύνει να αναπαράγει τη μοναξιά του, να πολλαπλασιάσει την ομορφιά και να απενοχοποιήσει τελικά την ηδονοβλεψία του. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο «ιντερμέδιο iv»: «δίχως εσένα δεν θα υπήρχα / κι ας με κατατρώγεις ανεπαίσθητα /  κάθε μέρα με συνεργό σου τον καθρέφτη / έλεγε στην όραση η ομορφιά». Η ομορφιά ελλοχεύει παντού γύρω και η αδυναμία αφής καθιστούν τον ποιητή έναν εκστατικό ηδονοβλεψία. «αναμμένη απ’ τον ολονύκτιο κάυσωνα /  βγαίνει πρωί μ’  ένα σιθρού κομπινεζόν / και σκουπίζει με στιλ το μπαλκόνι / … / το βλέμμα μπαινοβγαίνει στο διαφανές /  κεντώντας το κορμί της ψιλοβελονιά /  αγκάθια με τρυπούν παντού»,  γράφει στο ποίημα «άπνοια», το οποίο δεν είναι το μόνο της συλλογής που κινείται σε αυτό το ηχόχρωμα, ανάγοντας, τελικά, τους καθρέφτες, τα τζάμια, τα ανοιχτά παράθυρα στα μαγικά τοπία, στις κλειδαρότρυπες του ποιητή, μέσα από τις οποίες θωπεύει με το βλέμμα του την ομορφιά, όταν δεν μπορεί να τη γητέψει, αφήνοντάς τον άοπλο να θρυμματίζει και να θρυμματίζεται μέσα στην ερημιά μίας παρηκμασμένης νιότης.

 

Ευανθία Χαριτοπούλου, Όμως η σάρκα ακόμα απαλή, ενύπνιο, 2023

Η μοναξιά της σάρκας

Το συγκεκριμένο βιβλίο, σε αυτή την επιλογή αποτελεί το συν ένα μου, και αυτό για τον βασικό λόγο, ότι δεν πρόκειται για ένα ποιητικό βιβλίο αλλά για μία συλλογή διηγημάτων. Τα δεκατρία διηγήματα που συνθέτουν τη συλλογή, μαζί με τις θραυσματικές φράσεις που χαράσσουν το μονοπάτι που οδηγεί από το ένα στο άλλο, από την πρώτη στιγμή, ένοιωσα ότι λειτουργούν περισσότερο σαν μία ποιητική πρόζα, ένα λόγο πεζό που φλερτάρει, τόσο με την ποίηση όσο και με τον θεατρικό λόγο, παρά ως καθαρόαιμο διήγημα. Ως οπαδός της ενιαίας γραφής, συμπεριλαμβάνω το Όμως η σάρκα ακόμα απαλή, στις κλίμακες μοναξιάς, ως μία φωνή, φύση ποιητική και θέση μόνο πεζή. Όταν, όμως μιλάω για ποίηση, μιλάω για το υπόβαθρο, το υπόστρωμα της γραφής, αφού από όσα βιβλία μέχρι τώρα προσεγγίσαμε είναι αυτό που γλωσσικά βρίσκεται στον αντίποδα του λυρισμού, στην πρόκληση μέσω της προφορικότητας των λέξεων που σε συνδυασμό, όμως, με μία εμφατική επαύξηση του αισθήματος, ιδιαίτερα στα πρώτα διηγήματα της σύνθεσής, ισορροπεί και αναδεικνύει την ποίηση του καθημερινού, του φθαρτού, του σάρκινου χώρου. Η Χαριτοπούλου, της οποίας αυτό αποτελεί το πρώτο της βιβλίο, χαρακτηρίζεται από ένα βασικό πλεονέκτημα, καταφέρνει να δομεί μέσα από την αποδόμηση νέα τοπία, μέσα από την απομάγευση της εποχής δημιουργεί ιδιωτικά μαγικά σύμπαντα, άλλοτε κλεισμένα μέσα στο νου της, άλλοτε μπλεγμένα στα σεντόνια ενός κοινότοπου ή ενός ανεπανάληπτου έρωτα και άλλοτε στις κούτες που εμμονικά την περιβάλλουν -και μιλάω για τη συγγραφέα ταυτίζοντάς τη με την/τις ηρωίδες της γιατί ακόμη και όταν η αφήγησή της γίνεται τριτοπρόσωπη, κάπου μέσα σε εκείνο το τρίτο πρόσωπο διαφαίνεται να κατοικεί η ίδια.

Παραδίδοντας μικρές καθημερινές ιστορίες σημαντικών ή ασήμαντων ερώτων, ιστορίες ανενδοίαστα σαρκικές μοιάζει να προσπαθεί ακόμη να περιθάλψει την αδρότητα και να συνθλίψει τη μοναξιά της σάρκας -μιας σάρκας, που πολύ σωστά, για εμένα, και αντιτιθέμενη στην εποχή, αντιλαμβάνεται και αποδίδει ως δοχείο της ψυχής. Από τα διηγήματα της συλλογής νομίζω ότι ιδιαίτερα, τόσο ως σύλληψη και δομή, όσο και, ιδωμένο με αναλυτική ματιά, ως συμπερίληψη της γραφής της συγγραφέως, ξεχωρίζει το «Αυτοερωτικό», μία πρόζα δουλεμένη πάνω στο Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, η οποία φέρει σε αντίστιξη τις δύο εποχές, τη δομή με την αποδόμηση, το μοντέρνο με το μεταμοντέρνο, την απολυτότητα με την μετριοπάθεια του έρωτα. Ακόμη και αν στα τελευταία διηγήματα της συλλογής παρατηρείται μία αποκλιμάκωση της έντασης, μία ευχετική έκφραση που ίσως, σε κάποιες στιγμές, αποδυναμώνει την ορμή του κειμένου, πιστεύω ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που μέσα από την ευθύτητά του αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στον τρόπο που κοιτάμε και αγγίζουμε σήμερα τη σάρκα. Η συγγραφέας έρχεται να επισημάνει ότι πρόστυχη δεν είναι η γυμνή μας σάρκα, αλλά απαλή, τρωτή και εύγευστη, ούτε οι λέξεις οι «αντιποιητικές» αλλά η σάρκα και οι λέξεις που (κατ)αναλώνονται χωρίς ψυχή:

«Οι ερωτήσεις συνοδεύονται από περιττά βάρη και συναισθηματισμούς, της εξήγησε, και γω έχω ανάγκη να αισθάνομαι ανάλαφρος. Έπειτα, δεν μπορείς να μάθεις τίποτα από τις ερωτήσεις. Πιο πολλά μπορείς να μάθεις από το φιλί κάποιου, από το χάδι του, από τη μυρωδιά του. Έσκυψε και έχωσε το πρόσωπό του στο κόκκινο γεράνι που βρισκόταν στη γλάστρα πλάι του. Η Σοφία είχε αδυναμία σ’  αυτό το γεράνι και το φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια, όπως ακριβώς έπρεπε. Το γεράνι είναι το αγαπημένο μου λουλούδι, της χαμογέλασε με ενθουσιασμό.»

 [από το διήγημα «Το δεύτερο όνομά μου»]

 

 

Προηγούμενο άρθροΠαιχνίδια παιδιών (της Εύας Μ. Μαθιουδάκη)
Επόμενο άρθροMeadowlands: σκηνές από έναν γάμο (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ