κλασική λογοτεχνία για νέους(4- ο Μεγάλος Μωλν)

0
1185

Του Αριστοτέλη Σαΐνη.

 

Αναζητώντας τον Μεγάλο Μωλν (1913)

του Αλαίν-Φουρνιέ (1886-1914).

 

Του Γεωργίου Γέρακα

και πάλι.

 

«Les vrais paradis sont les paradis qu’on a perdus»

Marcel Proust.

 

«Δοκίμασα να ζήσω, όταν είδα πως για μένα όλα είχαν τελειώσει

και πως δεν άξιζε καν τον κόπο να ψάχνω άλλο

για το Xαμένο Χτήμα. Όμως άμα έχεις γευτεί τον παράδεισο,

έστω και τόσο λίγο,

μετά πώς να βολευτείς με τη συνηθισμένη ζωή;»

Αλαίν-Φουρνιέ.

 

 

1913. Το Παρίσι χορεύει στους τρελούς ρυθμούς της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκι, οι γυναίκες φορούν φορέματα της Κοκό Σανέλ, και στους κινηματογράφους οι θεατές ανησυχούν για την τύχη της νεαρής στο L’Εnfant de Paris του Λεόνς Περρέ. Ο Φρόιντ (Τοτέμ και ταμπού) αναζητά τις σχέσεις ανάμεσα στον τρόπο σκέψης του σημερινού ανθρώπου και, κυρίως, των νευρωτικών και των παιδιών με τους ιστορικούς και τους προϊστορικούς προγόνους. Στα γαλλικά πανεπιστήμια κυριαρχούν η μορφή και η διδασκαλία του Μπερξόν: η διάρκεια και η ενόραση, οι δύο μνήμες… Ο Μαρσέλ βουτάει τη μαντλέν στο τσάι του, και το ταξίδι αρχίζει: κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος (Από τη μεριά του Σουάν) του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (9 μέρη έως το 1927) του Προυστ, με θέμα την ανάκτηση του παρελθόντος μέσω της μνήμης. Σε «αξιοσημείωτη παράλληλη τροχιά», τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, δημοσιεύεται σε συνέχειες στη Νέα Γαλλική Επιθεώρηση ο Μεγάλος Μωλν του Αλαίν-Φουρνιέ, που επίσης «πραγματεύεται την εξέλιξη της προσωπικότητας μέσα στο χρόνο, καθώς και τις απόπειρες προσέγγισης ενός παρελθόντος, η άλως του οποίου μοιάζει απροσπέλαστη από την ανάμνηση» (TRAVERS, 2005: 235).

Λίγο μετά, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως γρήγορα τον ονόμασαν οι σύγχρονοί του, θα κατάπινε μέρος της νεολαίας που συμμετείχε με ενθουσιασμό σ’ αυτόν, φεύγοντας για το μέτωπο με λουλούδια στις κάνες: η υγεία του Μπαρμπύς καταρρέει στο μέτωπο, ο Απολινέρ επιστρέφει με τραύμα στο κεφάλι, ο Σαντράρ χωρίς το ένα του χέρι. Κάποιοι δεν επέστρεψαν ποτέ: Ερνέστος Ψυχάρης (1883-1914), Σαρλ Πεγκύ (1873-1914), Λουί Περγκώ (1882-1915) και μεταξύ άλλων ο προαναφερθείς Αλαίν-Φουρνιέ. Ο πρόωρος θάνατος του τελευταίου στις πρώτες εβδομάδες του πολέμου («Φέρεται πεσών εις το πεδίον της μάχης την 22αν Σεπτεμβρίου 1914 εις Επάρζ, πλησίον του Βερντέν») εκτοξεύει τη φήμη του βιβλίου, το οποίο βρέθηκε πολύ κοντά στο βραβείο Γκονκούρ του 1913 και γνώρισε απανωτές επανεκδόσεις μέσα στο 1914. Η μύηση ενός εφήβου στον έρωτα και η μεταμόρφωση της καθημερινής πραγματικότητας με το μαγικό ή ονειρικό στοιχείο έκαναν τον Μωλν ένα από τα πιο αγαπητά μυθιστορήματα εφηβείας σε όλον τον κόσμο· το αγροτόσπιτο του Μωλν, το σχολείο της Αγίας Αγάθης και η γαλλική επαρχία, όλα σύμβολα ενός χαμένου παραδείσου.

 

Ι. Μωλν όπως Φουρνιέ…

–           Σήκω, μου είπε. Φεύγουμε.

–           Δηλαδή, τον ξέρεις καλά τώρα τον δρόμο; Μέχρι τέρμα;

–           Τον πιο πολύ. Τον υπόλοιπο θα τον βρούμε ψάχνοντας,

–            μου είπε με σφιγμένα τα δόντια.

–           Ο Μεγάλος Μωλν.

 

Η ιστορία είναι απλή, αλλά γεμάτη με συμπτώσεις, παραλείψεις και απιθανότητες. Στην αρχή του μυθιστορήματος καταφθάνει ο Αυγουστίνος Μωλν, κατά την «εσπερινή αμφιλύκη». Στο τέλος του βιβλίου, ο ήρωας φεύγει κατά την «εωθινή αμφιλύκη». Στην αρχή της αφήγησης, η περιπέτεια έχει ήδη τελειώσει: «Έχουμε φύγει από κείνον τον τόπο κοντά δεκαπέντε χρόνια τώρα, κι ούτε ελπίζω να ξαναπάμε ποτέ προς τα εκεί» [σ. 13]. Τα τρία μέρη του μυθιστορήματος αντιστοιχούν μεταξύ τους λέξη προς λέξη και συμπλέκονται μεταξύ τους μέσα στην αφήγηση του Φραγκίσκου. Κατά τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν τρεις έρωτες: ο έρωτας του Φραγκίσκου (του αφηγητή) για τον Μωλν, ο έρωτας του Μωλν για την Υβόννη και ο έρωτας του Φραγκίσκου για την Υβόννη, συνοψίζει τα χαρακτηριστικά της κλειστής δομής του βιβλίου ο Ζαν-Υβ Ταντιέ (TADIÉ, 2007: 150).

Μια κρύα νύχτα στο σχολείο της Αγίας Αγάθης όπου έχει μετατεθεί ο πατέρας του Φραγκίσκου Σορέλ, του αφηγητή, εμφανίζεται ένας μελλοντικός οικότροφος, ο Αυγουστίνος Μωλν, ή Μεγάλος Μώλν, όπως γρήγορα θα τον αποκαλούν πλέον οι συμμαθητές του. Αγνό, χαρισματικό και δυναμικό χωριατόπαιδο, γρήγορα γίνεται αρχηγός της τάξης και κολλητός του αφηγητή. Σε μία ακόμα επίδειξη της δυναμικότητάς του, χάνεται για τρεις μέρες στην εξοχή. Εκεί θα παραβρεθεί τυχαία σ’ ένα περίεργο γαμήλιο μασκέ-πάρτι με κοστούμια του 1830 που θα τελειώσει άδοξα, καθώς ο γάμος ματαιώνεται. Ο Μωλν αντικρίζει την κοπέλα των ονείρων του, την Υβόννη ντε Γκαλαί, και γνωρίζει τον αδελφό της, Φραντς, και τον χήρο πατέρα της. Όταν ο Μωλν επιστρέψει στο σχολείο, είναι πλέον μεταμορφωμένος σε νεαρό άντρα, και ακούραστα διοχετεύει όλη του την ενέργεια στην αναζήτηση του Χαμένου Κτήματος και της Υβόννης, σχεδιάζοντας μεγάλες περιπέτειες, στις οποίες μυεί και τον αφηγητή. Αλλά τα πράγματα περιπλέκονται και οι περιπέτειες πολλαπλασιάζονται. Μια ομάδα από μυστηριώδεις θεατρίνους που πολιορκούν την κωμόπολη, αποδεικνύονται τελικά η παρέα του Φραντς Ντε Γκαλαί, ο οποίος παραδέρνει απογοητευμένος γιατί έχει χωρίσει με την αρραβωνιαστικιά του. Τα παιδιά γνωρίζονται και δένονται με όρκους αιώνιας φιλίας, αφοσίωσης και αλληλοβοήθειας. Σύντομα ο Μωλν φεύγει για το Παρίσι αφήνοντας πίσω τον Σορέλ μόνο του να ψάχνει τα χαμένα κομμάτια του παζλ, τα οποία, ωστόσο, δε θ’ αργήσει να βρει…

Αυτός θα λύσει το μυστήριο του Χαμένου Κτήματος, που αποδεικνύεται κοντινή έκταση, θα γνωρίσει την Υβόννη και θα καταφέρει να επανενώσει το ζευγάρι που, τελικά, θα παντρευτεί. Δεν υπάρχει ωστόσο χάπι εντ. Αμέσως μετά το γάμο, ο Μωλν αναχωρεί και πάλι, αφήνοντας τον Φραγκίσκο να φροντίζει την Υβόννη και, σε λίγο, τη μικρή κόρη τους! Σκαλίζοντας τα ημερολόγια του Μωλν, ο διορισμένος δάσκαλος πια Φραγκίσκος Σορέλ ανακαλύπτει την αλήθεια: στο Παρίσι ο Μωλν είχε γνωρίσει τη Βαλεντίνη και είχε συνδεθεί με τη χαμένη αρραβωνιαστικιά του Φραντς. Όταν στον επίλογο του βιβλίου ο Μωλν επιστρέφει έχοντας καταφέρει να ξαναενώσει τον Γκαλαί με τη Βαλεντίνη, η νεαρή μητέρα έχει πεθάνει.

                Η βιογραφία και η πλούσια αλληλογραφία του Φουρνιέ με τον κριτικό Ζακ Ριβιέρ (1886-1925), φίλο του και αργότερα σύζυγο της αδελφής του, χρησιμοποιούνται συχνά για να ξεκλειδώσουν το βιβλίο. Πρόσωπα και πράγματα ταυτίζονται με βιογραφικά στοιχεία. Φίλοι και γεγονότα της ζωής του κρύβονται μετα-παραμορφωμένα στο βιβλίο που κυοφορήθηκε για μεγάλο διάστημα κάτω από άλλους τίτλους: «Ανώνυμη Γη», «Η μέρα του Γάμου», «Το τέλος της νιότης»…

Ο Αλαίν-Φουρνιέ, κατά κόσμον, Ανρί-Αλμπάν Φουρνιέ γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1886 από γονείς δημοδιδασκάλους σε μια μικρή πόλη της κεντρικής Γαλλίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Επινέιγ, όπου διορίστηκε ο πατέρας του. Η κωμόπολη και το σχολείο της δεν αποτελούν παρά το πραγματικό πρότυπο του μυθοπλαστικού σχολείου της Αγίας Αγάθης και της μικρής φανταστικής κοινότητας του βιβλίου. Φανατικός αναγνώστης λογοτεχνίας, ο μικρός Ανρί θα εγκαταλείψει γρήγορα τη ναυτική σχολή Βρέστης για να προετοιμαστεί στο Παρίσι για εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Όταν αποτύχει στις εισαγωγικές, ολοκληρώνει τη στρατιωτική του θητεία κι αρχίζει ν’ αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι η εποχή που γνωρίζεται με τον Ζακ Ριβιέρ και διαβάζει συμβολιστές και Λαφόργκ, μετά Κλωντέλ και αργότερα Ζιντ. Ξέρουμε επίσης ότι συνδέθηκε φιλικά και βοήθησε τον Έλιοτ στην ανάγνωση γάλλων κλασικών, αλλά και του Μπερξόν. Το 1905, μια τυχαία συνάντηση με μια κοπέλα στους δρόμους του Παρισιού θα σημαδέψει τη ζωή του. Δε θα την ξανασυναντήσει ποτέ, αλλά αυτή θα στοιχειώσει τη φαντασία του, τους στίχους της εποχής και, εν τέλει, το μυθιστόρημα. Θα γνωρίσει μια νέα ερωτική περιπέτεια με την καπελού Ζαν Μπ. και, αργότερα, έναν θυελλώδη έρωτα με την ηθοποιό και συγγραφέα Σιμόνη, τίποτε όμως δεν συγκρίνεται με την εξιδανικευμένη αγάπη της πρώτης γνωριμίας με την Υβόννη ντε Κεβρεκιούρ (η αληθινή της ταυτότητα αποκαλύφθηκε χρόνια μετά). Λίγο μετά τη «συνάντηση» του 1905, ο Φουρνιέ επισκέπτεται το Λονδίνο ως υπάλληλος στο εργοστάσιο Ταπετσαρίας Σάντερσον, περίοδο που ενισχύει την ήδη μεγάλη γνώση της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Λάτρευε τον Στήβενσον, θαύμαζε τον Χάρντυ. Με την επιστροφή του, αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Γύρω στο 1910, ο παρισινός διανοούμενος Φουρνιέ, αφού έχει πειραματιστεί με τον ελεύθερο στίχο κι έχει δοκιμάσει την πένα του σε πρωτόλεια αφηγήματα και πεζογραφήματα (βλ. Miracles / Θαύματα, 1924), ξεπερνά τους ενδοιασμούς κι αρχίζει να δουλεύει ένα μεγάλο μυθιστόρημα: τον Μεγάλο Μωλν….

 

 

ΙI. Στο μεταίχμιο…

 

«Βέβαια, υπάρχουν ωραία μυθιστορήματα. Οι συγγραφείς των όμως:

ποιητές, και δεν είναι το μυθιστόρημα το ποίημά τους.

Ποιητής ο Ντοστογιέφσκι, όπως ποιητής ο Θερβάντες, Ο Όμηρος.

Μα η Ιλιάδα, όπως οι Αδελφοί Καραμαζώφ, μυθιστόρημα.

– Μα μέσα στα μυθιστορήματα αυτά τα ποιήματα!

Έτσι στην οικογένεια των ποιητών , Ο Αλαίν-Φουρνιέ, Ο Τζόυς».

Νικόλαος Κάλας

 

Χαρακτήρες, ονειροπολήσεις και περιπέτειες, μοτίβο και θέματα του μυθιστορήματος συνεχίζουν ν’ απασχολούν την κριτική και τους αναγνώστες. Μελέτες εκδίδονται συνεχώς και η βιβλιογραφία γιγαντώνεται. Από το δομισμό στη ψυχανάλυση, και από τον αποδομισμό στην ερμηνευτική, όλες οι μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί για να πολιορκήσουν το βιβλίο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρόκειται για ένα κείμενο που σημάδεψε την εξέλιξη του μυθιστορήματος. Άλλοι μίλησαν για προδρομικές αφηγηματικές τεχνικές και χρήση της «mise en abyme». Άλλοι έκαναν λόγο για την «déceptivité» του «Νέου Μυθιστορήματος», και οι αφηγηματικές του τεχνικές εξακολουθούν να μελετώνται (CALIN, σ. 97-98). Κάποιοι επιμένουν στη σύμπτωση με την προυστική αναζήτηση. Και πράγματι, αν ο Λαρμπώ και ο Τζόυς άνοιξαν τον δρόμο στην υποκειμενικότητα, ο Φουρνιέ και ο Προυστ άφησαν την ποίηση να γονιμοποιήσει την πεζογραφία τους. Οι ομοιότητες, ωστόσο, σταματούν κάπου εδώ. Ο Φουρνιέ συνδυάζει τις λεπτομερείς περιγραφές με έναν διάχυτο λυρισμό και μια ποιητική ασάφεια (ίσως αυτό ήταν που ενόχλησε τον Ζιντ: «πέρασαν πια οι καιροί των πεζοτράγουδων»). Στον Μωλν η έμφαση είναι στην εσωτερική εμπειρία και η διάθεση ελεγειακή, ο τόνος λυρικός και η πρόθεση αλληγορική, το όνειρο εισβάλλει στην πραγματικότητα και η ατμόσφαιρα παραμυθιού εμποτίζει τις λεπτομερείς περιγραφές, το φανταστικό στοιχείο σχεδόν δεν προκαλεί τον δισταγμό μας (σε κάποιους θυμίζει καφκικές αλληγορίες).

Φανατικός αναγνώστης αγγλικής λογοτεχνίας, θαυμαστής του Κίπλινγκ, του Ντίκενς του Χάρντυ και του Στήβενσον. Αν οι ημιτελείς χάρτες, τα κλειδωμένα μπαούλα και η αναζήτηση μιας χαμένης τοποθεσίας θυμίζουν το Νησί των Θησαυρών (1883), η υπέρτατη σημασία στη δύναμη της φιλίας δείχνει την Απαγωγή (1886) και ο μεγάλος έρωτας την Κατριόνα (1893) του Στήβενσον (βλ. HOUPPERMANS, 1996: 187-208). Σε κάποιους, η «μεγάλη περιπέτεια» του Μωλν ανακαλεί το μπλέξιμο του μικρού Κιμ στο «μεγάλο παιχνίδι» της εποχής του (Κιμ, 1901)! Ο Ντεφόε του Ροβινσώνα αναφέρεται ρητά στις πρώτες σελίδες. Ο Μωλν χάνεται στους στοχασμούς του και ο αφηγητής σχολιάζει: «ο νους μου πήγε σ’ εκείνη τη ζωγραφιά του Ροβινσώνα Κρούσου, όπου βλέπουμε το Αγγλόπουλο πριν απ’ το μεγάλο του ξεκίνημα…» [σ. 31]. Όσο για θαλασσινές εικόνες και μεταφορές, το βιβλίο είναι γεμάτο: η τάξη είναι «φωτερή καταμεσής στην κρουσταλλιασμένη φύση, σαν βάρκα σε ωκεανό» [σ. 32] και το αμάξι που γυρίζει άδειο, χωρίς τον Μωλν «ναυάγιο που το ξέβρασε η φουρτουνιασμένη θάλασσα» [σ. 40], ο Μωλν ανησυχεί μετά την επιστροφή του «όμοια με τους ναυτικούς που σαν γυρίσουν σπίτι τους δεν μπορούν να ξεσυνηθίσουν τη βάρδια που έκαναν στο καράβι» [σ. 52] και, όταν πρωτοεμφανίζεται ο Φραντς ντε Γκαλλαί, «ψιλοσφύριζει κάτι, σαν σκοπό από θαλασσινό τραγούδι, αυτά που τραγουδούν όταν τους πιάνει το μεράκι οι ναύτες και οι γυναίκες στα καμπαρέ των λιμανιών» [σ. 98-99] κ.ά.

Ρητά στο κείμενο αναφέρεται επίσης ο Πωλ Λουί Κουριέ (1772-1825) με το «Μια περιπέτεια στην Καλαβρία», «Επιστολή της Γεωργίας Σάνδη προς τον υιόν της», καθώς επίσης δύο φορές [σ. 111, σ. 268] ο Ρουσσώ (το επεισόδιο με «Το υδραγωγείο» στις Εξομολογήσεις που σηματοδοτεί κι εκεί το τέλος της παιδικής ηλικίας), αν και ο χρονότοπος της «φύσης» του Ρουσσώ, είναι παρών με διάφορους τρόπους στο βιβλίο – όλα, σχολικές ασκήσεις αντιγραφής και ορθογραφίας στο σχολείο της Αγίας Αγάθης. Καθαρός υπαινιγμός στον Σαίξπηρ και στο πλαίσιο της γιορτής στον χαμένο πύργο [«σαν σαιξπηρικός νεκροθάφτης», σ. 75] σε μια ονειρική εικονογραφία που θα μπορούσε να ανακαλέσει Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Το μυθιστόρημα ανοίγει κατά τη Μαντάμ Μποβαρύ (1857) με ένα παιδί να φτάνει στο σχολείο, τα Τέλματα (Paludes, 1895) του Ζιντ είναι παρόντα, όπως και ο ποιητικός και μυστικιστικός ρεαλισμός του Σαρλ Πεγκύ, πιερότοι και αρλεκίνοι ανακαλούν τον θλιμμένο παλιάτσο του Λαφόργκ, και η ερωτική θεματική τον καταραμένο έρωτα του Πελλέα και της Μελισάνθης στο συμβολικό έργο του Μωρίς Μαίτερλινκ, φιλτραρισμένο, όμως, από το ομώνυμο λυρικό δράμα (1902) του Κλωντ Ντεμπυσσύ, το οποίο ο Φουρνιέ και ο φίλος του Ριβιέρ λάτρευαν. Η τριμερής δομή του κειμένου, το ύφος και ο συνδυασμός πραγματικότητας με την ποιητική ασάφεια θα μπορούσε να αναζητηθούν και στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Marie Claire (1910) της Μαργκερίτ Ωντού (1863-1937), για το οποίο ο νεαρός κριτικός Φουρνιέ έγραψε επαινετική κριτική. Παντού, τέλος, υπάρχουν απόηχοι από λαϊκές παραδόσεις και παραμύθια:

 

«Για το μονοπάτι που ιστορούν τα παλιά βιβλία, για τον παλιό δρόμο, που τον φράξανε, και το βασιλόπουλο, κατακουρασμένο, δεν μπόρεσε να βρει την αρχή του» [σ. 158]

Κάποιες από τις αμήχανες σκηνές και τα προβλήματα του βιβλίου, η διαφορά πρώτου και δεύτερου μέρους, καθώς και η αμφιταλάντευση του Μωλν στις σχέσεις με τις κοπέλες, που συχνά σχολιάζονται από την κριτική, εξηγούνται με το πλούσιο φιλοσοφικό διακείμενο του βιβλίου και τις πιθανές σχέσεις με τη γερμανική φιλοσοφία. Μην ξεχνάμε ότι ο Μωλν θυμίζει «σπουδαστή ρομαντικής εποχής»:

 

«Είδε τότε την εικόνα του μέσα στο νερό, σαν να ‘σκυβε πάνω στον ουρανό, με τη φορεσιά του που θύμιζε σπουδαστή της ρομαντικής εποχής. Και του φάνηκε σαν να είδε ένα άλλο Μώλν, όχι πια τον μαθητή που το ‘χε σκάσει με τη χωριάτικη σούστα, αλλά ένα πλάσμα όμορφο, μυθικό, ιστορημένο μέσα σε πολύτιμο βιβλίο» [σ. 89]

 

Η σύγχρονη κριτική τοποθετεί το βιβλίο στο μεταίχμιο μεταξύ της εποχής του ρομαντισμού και του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ο Φουρνιέ διχάζεται: «αντί να δημιουργήσει έναν ήρωα σαν τον Βίλχελμ Μάιστερ ο οποίος κινείται μέσα στη ζωή και υποβάλλεται σε ηθικές δοκιμασίες, ώστε να μεταμορφώσει τον εαυτό του, αντί να δώσει στον πρωταγωνιστή του την ικανότητα να κινείται ανάμεσα στα ακραία όρια της αγνότητας και της βεβήλωσης, διαιρεί τον φανταστικό του κόσμο σε δύο ασυμφιλίωτα μέρη: από τη μια μεριά το όμορφο, αλλά απρόσιτο, ρεύμα της εξιδανικευμένης αγάπης και από την άλλη μεριά το πεδίο της αμαρτίας και των τύψεων» (ELLISON, 2004: 129).

Όπως και να ‘χει, είτε πρόκειται για ένα προδρομικό κείμενο, είτε για μία από τις «τελευταίες εκρήξεις του ρομαντισμού» (BARNES, 2012), είτε για ένα κείμενο που «έρχεται από το πουθενά και οδηγεί πουθενά» (Mc GUINNES), ο Μωλν διαβάστηκε και εξακολουθεί να διαβάζεται. Τα δε εκατό χρόνια από την έκδοσή του, που σχεδόν συνέπεσαν με τα εκατό χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα και την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, γιορτάστηκαν με πλήθος αφιερώματα σε πολλά ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (βλ. GABEL, 2014). Το κλασικό στάτους του βιβλίου παραμένει αδιαμφισβήτητο, ακόμα και αν οι μεγάλοι σε ηλικία αναγνώστες σπάνια επιστρέφουν σ’ αυτό.

 

ΙΙΙ Η εξακολουθητική γοητεία του Μωλν

 

«I had a book with me I stole from a Hollywood stall,

Le Grand Meaulnes” by Alain-Fournier,

but I preferred reading the American landscape

as we went along»

On the Road, 1957

 

Δεν συμβαίνει το ίδιο με κάποιους συγγραφείς, που επέστρεψαν στο βιβλίο και σε μεγαλύτερη ηλικία. Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ (The Great Gatsby, 1925, Άγρα, 2012) ήδη με τον τίτλο του παραπέμπει στον γάλλο πρόγονο, απ’ όπου ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (1896-1940) δανείζεται χαρακτηριστικά του αινιγματικού ήρωά του, Νικ Κάραγουεϊ, το πλαίσιο της αφήγησης, τη θεματική του ρομαντικά εμμονικού έρωτα για την Νταίζυ, αλλά και την κεντρικότητα της γιορτής. Το περίεργο γαμήλιο πάρτι στο Χαμένο Κτήμα μεταφράζεται από τον Φιτζέραλντ στους τζαζ όρους της εποχής του (DUGDALE, 2014). Όσο για τον Σαλ Παραντάιζ, alter ego του ίδιου του Τζακ Κέρουακ (1922-1969), αυτός κατά την τριετή περιοδεία του στην Αμερική κουβαλάει μαζί του ένα μόνο βιβλίο, κλεμμένο από στασίδι παλαιοβιβλιοπωλείου, ακόμα και αν αποφασίζει να μην το διαβάσει, γοητευμένος από το τοπίο της Αριζόνας: τον Μεγάλο Μωλν (On the Road, 1957, Στο δρόμο, Καστανιώτης, 2010, σ. 137). Εξάλλου, ο μεγάλος συγγραφέας της Μπητ γενιάς έχει πληρώσει το χρέος του στο είδος μ’ ένα σχεδόν άγνωστο κείμενο, γραμμένο την ίδια εποχή (Dr Sax, 1959): ένα μαγικό ταξίδι ενηλικίωσης στη βιομηχανική Μασαχουσέτη των παιδικών του χρόνων. Με τον ίδιο τρόπο ο Χένρυ Μίλλερ έχει αποτυπώσει τη δική του εφηβεία στο Black Spring (1936) και ίσως γι’ αυτό κρατάει περίοπτη θέση για τον Μωλν στην ιδεατή βιβλιοθήκη του (MILLER, 1969: 88-89).

Η ατμόσφαιρα, αρκετές σκηνές και, κυρίως, αυτή της σύγκρουσης των μαθητών ανά ζεύγη με τον ένα καβάλα στον άλλο, στον Βασιλιά των Σκλήθρων (Le Rois des Aulnes, 1970), αποτελεί ομολογημένο δάνειο του Μισέλ Τουρνιέ (1924-) από τον συμπατριώτη του (TOURNIER, 1990: 259-261). Ένθερμος θαυμαστής του Φουρνιέ κι ο Τζων Φώουλς (1926-2005) δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για το «σημαντικότερο μυθιστόρημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας με θέμα την εφηβεία» (ΦΩΟΥΛΣ, 2004: 273), και τις επιδράσεις που δέχτηκε σχεδόν σε όλα όσα έχει γράψει, ιδίως στη συγγραφή του Μάγου (The Magus, 1966 – Εστία, 1999).

Πιο κοντά στις μέρες μας, στο Το ακριβό μυστικό της καρδιάς μου (The Way I found her, 1997 – Οδυσσέας 2000) της Ρόουζ Τριμέιν (1943-), ο δεκατριάχρονος Λούις, με πρότυπο τον Φρανσουά Σορέλ και το βιβλίο παραμάσχαλα, αναζητά τα ίχνη της σαραντάρας ρωσίδας συγγραφέως την οποία ερωτεύεται στο Παρίσι, ενώ στο ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης Black Swawn Green (2006) του David Mitchell (1969-), με ήρωα πάλι έναν δεκατριάχρονο στην αγγλική επαρχία της δεκαετίας του 1980, ένας ψυχασθενής ξαναζεί το μυθιστόρημα του Φουρνιέ κάθε μέρα! Τέλος, ο Νικ Χόρνμπυ (1957-) το διάβασε για πρώτη φορά όταν ήταν δεκαεπτά και του άρεσε κάθε σελίδα: «Θεωρώ την απεικόνιση αυτή της χρυσής εποχής εξίσου οδυνηρή τώρα όπως και τότε» (βλ. FOURNIER, 2007).

Έχουμε επίσης και δύο, μάλλον μέτριες, κινηματογραφικές προσαρμογές: το 1967, από τον Ζαν Γκαμπριέλ Αλμπικοκό (1936-2001), και το 2006, από τον γνωστό για τις κινηματογραφικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων, Ζαν-Ντανιέλ Βερέγκ (1944-).

 

 

IV O «Γκραν Μωλν ξανασαρκωμένος»…

«τον Αλαίν-Φουρνιέ, του Μεγάλου Μώλν,

του θαύματος αυτού της Αναμνήσεως»

Ναπολέων Λαπαθιώτης

 

Δεν γνωρίζω πότε οι Έλληνες αναγνώστες ήρθαν σε επαφή με το βιβλίο. Η πρώτη αποσπασματική μετάφραση από τη Μαρία Πλακοκεφάλου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Νεανική Φωνή» το καλοκαίρι του 1944, με προλόγισμα, «Η Αυτοβιογραφική Έννοια του Μεγάλου Μώλν», από τον Ροζέ Μιλλιέξ (ΑΡΓΥΡΙΟΥ, 2003: 293), και δύο χρόνια μετά εκδίδεται ολόκληρο το μυθιστόρημα σε μετάφραση Φανής Παπαλουκά (Ίκαρος, 1946). Για να ακολουθήσουν ο Δ. Π. Κωστελένος (Δαρεμάς, 1968), η Αγγελική Νικολοπούλου (Γρηγόρης 1970), και ο Δημήτρης Ζορμπαλάς (Ψυχογιός, 1985). Σχεδόν ταυτόχρονα κυκλοφόρησαν δύο νέες μεταφράσεις, της Λήδα Παλλαντίου (Πατάκης, 1998) και του Παύλου Μάτεσι (Καστανιώτης 1999): η στρωτή, σύγχρονη γλώσσα της πρώτης μετάφρασης, πιο εύκολα προσβάσιμη από νέους αναγνώστες, απέναντι στην ποιητική, με την πατίνα της παράδοσης, γλώσσα του Μάτεσι (βλ. και ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, 1999). Οι τρεις τελευταίες μεταφράσεις, απ’ ό,τι γνωρίζω, κυκλοφορούν ακόμα. Το 2011, η τελευταία μετάφραση, που χρησιμοποιώ εδώ, κυκλοφόρησε και σε ηλεκτρονικό βιβλίο.

Μια πρόχειρη έρευνα σε δευτερογενείς πηγές δείχνει ότι, γύρω στην τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα οι αναφορές στο βιβλίο πυκνώνουν. Ήδη από το 1932 ο Δημήτρης Μεντζέλος, σχολιάζοντας βιβλία του Καστανάκη, αναφέρεται στον Φουρνιέ ως δείγμα του μοντέρνου «ξεσπάσματος» μέσω της φυγής στο όνειρο ενάντια στην τυραννία της παράδοσης. Ανάλογα ο Λάζαρος Πηνιάτογλου αναφέρεται παρεμπιπτόντως, και με αφορμή τα πρώτα βιβλία του Στέλιου Ξεφλούδα, στον Μεγάλο Μωλν, ως παράδειγμα μιας άλλης εκκρεμούς πραγματικότητας σε διαρκή σχηματισμό που δέχεται τις εισβολές του ονείρου (ΑΡΓΥΡΙΟΥ, 2000: 404). Πολύ αργότερα, όταν ο Λαπαθιώτης (1944) κατηγορείται ανεξήγητα για τη χρήση του α΄ προσώπου ως ένδειξη αδυναμίας, απαντά μ’ έναν κατάλογο όπου περιλαμβάνεται το μυθιστόρημα του Φουρνιέ, που το χαρακτηρίζει «θαύμα της ανάμνησης» (ΑΡΓΥΡΙΟΥ, 2003: 312).

Οι αναφορές στον Μωλν –κάποτε βάσιμα, κάποτε καταχρηστικά– πυκνώνουν ιδιαίτερα με τα εφηβικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν χοντρικά μεταξύ 1935 και 1950, αρχής γενομένης με την Eroica (1937) του Κοσμά Πολίτη. Παραλληλίες με τον Μεγάλο Μωλν επισημάνθηκαν από τους πρώτους κριτικούς, για παράδειγμα τον Π. Σπανδωνίδη, από το 1938, και η συσχέτιση (οι διπλοί ήρωες Μωλν και Φραγκίσκος απέναντι στον Αλέκο και τον Λοΐζο, οι ιδανικές ερωμένες Υβόννη και Μόνικα, το «domaine secret» και τα μυστικά περιβόλια) ενόχλησε τον Κοσμά Πολίτη που θεωρούσε τον Μωλν «πεισιθάνατο» βιβλίο και την Eroica μυθιστόρημα της «ζωής και της τρυφερής εφηβείας» (ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ, 1989: 767-769). Ωστόσο ο συσχετισμός δεν έχει πάψει μέχρι σήμερα να απασχολεί την κριτική που συνεχίζει να διευρύνει το διακειμενικό δίκτυο της Eroica (MACRIDGE, 1982 & 1999: 71).

Παρόμοιες αναφορές στο Μωλν περιέχονται σχεδόν αντανακλαστικά και στις πρώτες κριτικές για την Αιολική γη (1943) του Βενέζη (ΑΡΓΥΡΙΟΥ, 2003: 233), μια τάση που συνεχίζεται με το Ταξίδι με τον Έσπερο (1946) του Τερζάκη (ΜΠΕΡΛΗΣ, 1993: 200). Το ίδιο συμβαίνει και όταν κυκλοφορούν Τα ψάθινα καπέλα (1946) της Λυμπεράκη, ένα βιβλίο το οποίο, μάλιστα, για τον Δικταίο υπερτερεί έναντι της Eroica, αφού έχει απομακρυνθεί από το μυθιστόρημα του Φουρνιέ περισσότερο από όσο ο Πολίτης (βλ. ΦΑΡΙΝΟΥ-ΜΑΛΑΜΑΤΑΡΗ, 1992: 147).

Το 1951, ο Απόστολος Σαχίνης διευρύνει τον κατάλογο και συμπεριλαμβάνει τον Απόγονο (1935) του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, τον Λεωνή (1940) του Θεοτοκά, το Προμήνυμα (1943) του Βουσβούνη και την Αστροφεγγιά (1945) του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, διακρίνοντας σε όλα μια μακρινή, μικρότερη ή μεγαλύτερη, απήχηση του Μεγάλου Μωλν, που αποτελεί την αφετηρία του «είδους» (ΣΑΧΙΝΗΣ, 1971: 21).

Την ίδια χρονιά, ο Καραντώνης μιλώντας για τη «σκιά του Μωλν» και τον συνειδητό ή αυτόματο προσανατολισμό πολλών συγγραφέων προς τη «μαγική τροχιά» που χάραξε ο Αλαίν-Φουρνιέ συνοψίζει: «Αλλά από τότε που ο Γάλλος πεζογράφος Αλαίν-Φουρνιέ έγραψεν τον περίφημον εκείνον “Γκραν Μωλν”, δεν μπορούμε να διαβάσουμε κανένα άλλο σχετικό έργο, δίχως να πέσει επάνω του λιγότερο ή περισσότερο, η σκιά εκείνων των δύο εφήβων που αγαπήσανε, όπως αγαπήσανε, την κοπέλα της παραμυθένιας εκείνης γιορτής μέσα στον κάμπο. Από τότε, όλα τα ανάλογα μυθιστορήματα μας φαίνονται σαν απόπειρες λιγώτερο ή περισσότερο επιτυχημένες, να ξαναφανερωθεί ο Γκραν Μωλν, ξανασαρκωμένος τρόπον τινά, για να παίξει πάλι το ρόλο του» (ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, 1990: 212). Τέλος, για τον Νικολαρεϊζη ο Μωλν παραμένει ένα «εκλεκτόν» δείγμα εκείνων των έργων που μας μεταφέρουν στο «απίθανο» και μας γοητεύουν «με το χρώμα και το όραμα, όπως τα παραμύθια» (ΝΙΚΟΛΑΡΕΪΖΗΣ, 1983: 185).

Όποιος ενδιαφέρεται για τις χρήσεις ή τις καταχρήσεις του όρου και, κατά συνέπεια, της σύγκρισης, μπορεί να προχωρήσει την έρευνα στη σχετική βιβλιογραφία (πρβλ. ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, 2000: 57-83). Όπως και να ’χουν τα πράγματα, αυτό που έχει σημασία είναι πώς ένα τέτοιο βιβλίο εντάσσεται στην ιστορία της εφηβικής λογοτεχνίας και πόσο αφορά σήμερα τις σύγχρονες αναζητήσεις της εφηβικής λογοτεχνίας (βλ. ΚΑΤΣΙΚΗ-ΓΚΙΒΑΛΟΥ, 2011: 19-30 & ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, 2011: 39-49).

 

 

V Η «σκοτεινή νύχτα» της εφηβικής ψυχής

 

«Η παγωμένη ανάσα της νύχτας του φύσηξε το πρόσωπό του

 και ανασήκωσε μια άκρη του πανωφοριού του»

Ο Μεγάλος Μωλν

 

Τραγική ερωτική ιστορία, ιστορία μιας φιλίας και μυθιστόρημα μαθητείας ταυτόχρονα, δοσμένο σε ονειρική ατμόσφαιρα, νομίζω ότι αποτελεί ιδανικό ανάγνωσμα για εφήβους. Πολύ διαφορετικό και λιγότερο τολμηρό από το ο Διάβολος στο κορμί (1923) του Ραντιγκέ (1903-1923), αποτελεί έξοχη εισαγωγή στη «ζώνη του λυκόφωτος» (GABEL, 2014) της πρώιμης εφηβικής ηλικίας, σ’ αυτή τη μεταιχμιακή ηλικία κατά την οποία δεν είμαστε πλέον παιδιά, αλλά ούτε μας επιτρέπεται να γίνουμε άντρες. Το Χαμένο Κτήμα δεν είναι παρά το «πέρασμα» στην άλλη όχθη. Η νυχτερινή περιπλάνηση του χαμένου Μωλν στο δάσος δεν είναι παρά ένας αναβαθμός στην πορεία προς την ενηλικίωση, μια νέα γέννηση!

Ο Μωλν ίσως παραξενέψει τις σημερινές γενιές, κυρίως στην κειμενική του επιφάνεια, όχι στα θέματα και το βάθος του. Η φιλία, οι σχέσεις, ο ρομαντικός έρωτας, η αισιοδοξία της νιότης, η πίστη ότι όλα είναι πιθανά, παραμένουν διαχρονικά. Εκεί νομίζω ότι και ο έφηβος αναγνώστης, και όχι μόνο ο ενήλικας που επιστρέφει σ’ αυτό, θα νιώσει «το ίδιο λίγωμα στην καρδιά που δοκίμαζε σε περασμένα χρόνια» [σ. 70]. Θα έρθει αναγκαστικά αντιμέτωπος με την αποκάλυψη στοιχείων «εγγεγραμμένων στο συλλογικό ανδρικό id – ή, μάλλον, στο συλλογικό αντρικό υπερεγώ», όπως λέει ο Μπερλής για τον Μεγάλο Γκάτσμπυ (ΜΠΕΡΛΗΣ, 2012: 14-15). «Kατά βάθος» είμαστε όλοι Μωλν, εξού και η ακατανίκητη γοητεία του βιβλίου. Κι αν ο Μωλν είναι ένας οδηγός, ο πρόδρομος στα χέρια του οποίου ο Φραγκίσκος αφήνεται, οι ρόλοι κάποτε αλλάζουν. Κατά βάση αποτελούν παραπληρωματικούς ήρωες, όψεις του ίδιου «εαυτού», γιατί όχι του συγγραφέα όπως ισχυρίζονται οι βιογράφοι του και κριτικοί. Όσο για τον Φραντς ντε Γκαλλαί, αυτός δεν αποτελεί παρά μια πιο άγρια εκδοχή της δυναμικότητας του Μωλν. Τρία αγόρια και δύο κορίτσια, σύνολο πέντε μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, χωρισμένοι σε δύο «ερωτικά τρίγωνα», βαδίζουν στα «σκοτεινά» προς την ενηλικίωση: «Μα είμαστε ακόμα παιδιά», λέει η Υβόννη.

Ο Μωλν επίσης θα μπορούσε να μάθει στους σύγχρονους εφήβους, όπως έμαθε και σε παλιότερες γενιές –της δικής μου συμπεριλαμβανομένης-, ότι η «περιπέτεια» δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκην «αλλού» ή, μάλλον, ότι το «αλλού» της περιπέτειας δεν χρειάζεται να είναι απομακρυσμένο στο χώρο (όπως συνέβαινε στο περιπετειώδες μυθιστόρημα του 18ου και του 19ου αιώνα), στο χρόνο (όπως συμβαίνει στο ιστορικό μυθιστόρημα ή την οικεία τους επιστημονική φαντασία) ή και στα δύο. Μπορεί κάλλιστα ν’ αναζητηθεί στον δικό μας, οικείο χωροχρόνο, σε κάτι πολύ κοντινό, ανάμεσα στις σκλήθρες του γειτονικού δάσους ή στο Χαμένο Κτήμα που αποδείχθηκε κοντινή έπαυλη, αργότερα στην εσωτερικότητα (πού αλλού παραπέμπουν τα ημερολόγια εντός του μυθιστορήματος;) και, όσο μπαίνουμε στο μοντερνισμό, στους τοίχους ενός μόνο δωματίου ή στο μυαλό ενός αφηγητή.

 

«Χωρίς να το ξέρω είχα φτάσει στην άκρη του δάσους. Κι εγώ που την άκρη αυτή την είχα τοποθετήσει με τη φαντασία μου στην άκρη της γης» [σ. 158]

 

Μυθιστόρημα αγωγής, λοιπόν, όχι μόνο για τον ήρωα, η μαθητεία του οποίου αναπαρίσταται στη μυθοπλασία, αλλά και για τον αναγνώστη, που ταυτίζεται ψευδαισθητικά με τον/τους ήρωες όπως συμβαίνει στην εφηβική λογοτεχνία (Διαμαντή Αναγνωστοπούλου). Τέλος, μυθιστόρημα αγωγής στην ίδια την ανάγνωση, στο πώς και γιατί διαβάζουμε, αφού ένα έντονα συγγραφικά συνειδητοποιημένο βιβλίο μπορεί να τους μάθει να αντιλαμβάνονται τη φύση και τη λειτουργία της ίδιας της λογοτεχνίας. Δεν είναι μόνο το πλούσιο διακειμενικό δίκτυο του κειμένου, είναι και τα παρέμβλητα είδη, επιστολές και ημερολογιακές εγγραφές του Μωλν που ενσωματώνονται στο υφάδι της αφήγησης. Θυμίζω ότι «συγγραφέας» είναι αρχικά ο Μωλν, και μόνο αργότερα ο αφηγητής, ο οποίος αρχίζει να εντρυφά στα ημερολόγια και τις ακατανόητες σημειώσεις του φίλου του, δίνοντας μορφή στο άμορφο υλικό του. Αναγνώστης, λοιπόν, ο Φραγκίσκος, μέχρι να κατακλυστεί κάποια στιγμή από τις «εικόνες» της μνήμης του…

 

«όλα τους πάνε κι έρχονται στη θύμησή μου αλλαγμένα κάθε φορά, όλο ν’ αναδεύουν μέχρι να γινούν έτσι όπως τα μεταμόρφωσε με το πέρασμά του εκείνος που ανατάραξε ολόκληρη την εφηβεία μας- και δεν ήταν πια να ξαναβρούμε την αφροντισιά μας ούτε και μετά που έφυγε» [σ. 13]

 

 

Exodus (1992)

«Ο έφηβος ακόμα κι αν δεν νηστεύει είναι χλωμός

απ’ τις νυχτερινές του αγωνίες, κι αν δεν προσεύχεται αγρυπνά,

κι όταν κοιμάται εφημερεύει στα ταραγμένα του όνειρα.

 Το καράβι πρέπει να ετοιμαστεί στο σκοτάδι. Οι σύντροφοι προσμένουν

στ’ απόμερα το κοινό σύνθημα για να απαντήσει ο καθένας με το δικό του

ξεχωριστό παρασύνθημα στην πρόσκληση της Εξόδου»

Ηρακλής Λογοθέτης

 

Επιστρέφω στον ελεγειακό, κατά τόπους μακάβριο, τόνο του βιβλίου. Όπως παρατηρεί ο Φώουλς, το όνομα για το Χαμένο Κτήμα ο Φουρνιέ το δανείστηκε από τον αληθινό τόπο καταγωγής του, Les Sablonnieres, που σημαίνει «αμμωρυχεία»: «όλα άμμος, τίποτα δεν διαρκεί, ούτε ο παράδεισος του παιδιού ούτε τα όνειρα του εφήβου, ούτε το Χαμένο Κτήμα ούτε καν το όνομα της πολυαγαπημένης» (ΦΩΟΥΛΣ, 2004: 282-283). Στο Colombe Blanchet, το μυθιστόρημα του Φουρνιέ που σώζεται ημιτελές, στο τέλος πεθαίνει πάλι η «λευκή περιστερά» του τίτλου, και όχι ο ήρωας που δεν αποτελεί παρά μια ακόμα μετενσάρκωση του Μωλν. Στα δεκαοχτώ του ο Φουρνιέ ένιωθε ήδη νοσταλγία για το παρελθόν, και πέντε χρόνια αργότερα έγραφε ότι τον βασάνιζε «ο φόβος μη δει τη νιότη να φεύγει» (ΦΩΟΥΛΣ, 2004: 283). «Σαν έτοιμος να εγκαταλείψει τον κόσμο» έφυγε για το μέτωπο.

Το 1992, ένας κόμπος στο στομάχι. Ένα σχόλιο στα «Φύλλα» του περιοδικού «Το Δέντρο» («Αλαίν-Φουρνιέ», τχ. 71-72, Φθινόπωρο, 1992, σσ. 185-186) με αφήνει άφωνο. Δώδεκα σοροί γάλλων στρατιωτών που είχαν χάσει τη ζωή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανασύρθηκαν στις όχθες του ποταμού Μοζέλ, όπου ο 28άχρονος συγγραφέας είχε σκοτωθεί τον Σεπτέμβρη του 1914. Κάποιοι στρατιώτες έφεραν τα διακριτικά του ίδιου συντάγματος στο οποίο είχε υπηρετήσει ο συγγραφέας, ώστε φιλολογικοί κύκλοι ανέμεναν με αγωνία την ανακάλυψη και της δικής του σορού. Τα γερμανικά αρχεία και μια ξεχασμένη μαρτυρία γάλλου επιζήσαντος λοχία έδιναν άλλη εκδοχή από αυτήν της επίσημης ηρωικής εξόδου: ο λοχαγός Φουρνιέ δεν σκοτώθηκε μαζί με έναν υπολοχαγό σε μια επίθεση εναντίον πολυπληθέστερου εχθρού. Αντίθετα, το πιθανότερο είναι να είχε εκτελεστεί επιτόπου από τους Γερμανούς. Η ομάδα του επιτέθηκε εναντίον τραυματιών και τραυματιοφορέων. Μια γερμανική περίπολος απέτρεψε τη σφαγή και εκτέλεσε τους αιχμαλώτους (ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ, 2008: 151-152). Δεν έψαξα περισσότερο την είδηση. Προτιμούσα ο δικός μου Αλαίν-Φουρνιέ να έχει χαθεί σαν τον ήρωά του στο τέλος του Μεγάλου Μωλν: «χωρίς ίχνη, και πολλά αναπάντητα ερωτήματα» (GIBSON, 2005).

 

«Εγώ έκανα πιο πίσω, έτσι για να τους καμαρώσω. Ήμουνα και λιγάκι σαν πειραγμένος, ενθουσιασμένος ωστόσο που έβλεπα πως το κοριτσάκι βρήκε επιτέλους τη συντροφιά που της ταίριαζε. Το ΄ξερα πως μονάχα με τον Μωλν θα ΄κανε χωριό το παιδί. Και ήξερα καλά πώς τη μόνη χαρά που μου είχε δώσει ο Μωλν, ερχόταν τώρα να την πάρει πίσω. Το ήξερα. Τον έβαζα κιόλας με τον νου μου να κουκουλώνει την κόρη του σ’ ένα πανωφόρι και να ξεκινάει μαζί της, μέσα στη νύχτα, για καινούργιες περιπέτειες» [σ. 293]

 

Coda (1984-2014)

 

«More than ever do I believe that at a certain age

it becomes imperative to reread the books of childhood and youth.

Else we go to the grave not knowing who we are or why we lived»

Henry Miller

 

Για πολλά χρόνια, η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη που γνώριζα ήταν αυτή του πατέρα, ακόμα και αν διοχέτευε κάθε τόσο ολόκληρα ράφια της στις σχολικές βιβλιοθήκες. Με διπλό σκοπό (σκέφτομαι τώρα): αφενός την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας (αναχρονιστική προβολή σύγχρονου όρου) των μαθητών του σε απομακρυσμένα, δυσπρόσιτα τότε, χωριά της Χαλκιδικής, αφετέρου την αποφυγή της γκρίνιας της μητέρας σε καθεμία από τις δεκατρείς μετακομίσεις της οικογένειας, που ακολουθούσε πιστά τις τιμωρητικές μεταθέσεις ενός απειθούς δημοδιδασκάλου, μέχρι την τελική εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Κατά συνέπεια, η ανακάλυψη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στον πρώτο όροφο του κτιρίου της ΧΑΝΘ ήταν ταυτόχρονα μια αποκάλυψη. Η μεγάλη κυκλική σκάλα, πρωτόγνωρων διαστάσεων για τα μάτια μου, ήταν απλώς το τέλος μιας μεγάλης θαυμαστής σπειροειδούς διαδρομής. Η έντονη μυρωδιά τυπωμένων βιβλίων που σου μπούκωνε ευχάριστα τα ρουθούνια με το άνοιγμα της πόρτας, και η είσοδος στις δροσερές αίθουσες της Βιβλιοθήκης αναπλήρωναν με το παραπάνω την πολύωρη αναμονή στις στάσεις, την ορθοστασία και το πατίκωμα σε δύο λεωφορεία, ακόμα και το περπάτημα στο κέντρο της πόλης με το μαθητικό πάσο στο ένα χέρι και την ταυτότητα της Βιβλιοθήκης στο άλλο. Κατά την παραμονή, χρειαζόταν καθαρό μυαλό: έπρεπε, χτενίζοντας επίμονα τις καρτελοθήκες ή χαϊδεύοντας με τις ώρες τα ράφια, να εντοπίσεις τα βιβλία που θα σε συντρόφευαν για το επόμενο δεκαπενθήμερο στους ζεστούς τοίχους ενός αστικού διαμερίσματος. Ήταν αυστηροί με τις προθεσμίες και, κατά συνέπεια, υπήρχε πάντα το σχετικό άγχος. Τη μοναδική φορά που καταστρατήγησα τους κανόνες δανεισμού και την ημερομηνία επιστροφής, οι υπεύθυνοι έδειξαν κατανόηση. Ήταν κατά τους σεισμούς του 1978. Όπως και να ’χει, στην επιστροφή, η ώρα συνήθως περνούσε πολύ πιο γρήγορα. Ξεφύλλισμα βιβλίων και βασανιστικά αναγνωστικά σχέδια. Από πού ν’ αρχίσω; Πώς άραγε να τελειώνει αυτό το βιβλίο; Δε θυμάμαι ποια βιβλία είχα στην τσάντα μαζί με τον Μεγάλο Μωλν. Ήταν μάλλον η έκδοση του 1970. Θυμάμαι μόνο ότι με τράβηξε αρχικά το δερμάτινο εξώφυλλο, στη συνέχεια μια γρήγορη ματιά στην αρχή του βιβλίου, κάποια εντυπωσιακά ονόματα, και το καλοσυνάτο νεύμα της βιβλιοθηκονόμου όταν έγραφε χειρόγραφα την ημερομηνία επιστροφής στην κάρτα του βιβλίου: «Καλό!». Δεν το άφησα απ’ τα χέρια σε όλη τη αγχωμένη διαδρομή της σκυταλοδρομίας με τις γραμμές «Φοίνικας-Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός» και «Πλατεία Ελευθερίας-Καλλιθέα». Όταν έφτασα στο σπίτι, είχα τελειώσει ήδη το πρώτο μέρος. Έκτοτε το συνάντησα μπροστά μου πολλές φορές, κυρίως κατά τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο. Πολύ αργότερα, στο βιβλιοπωλείο, κρατώ πάντα ευλαβικά μια θέση γι’ αυτόν δίπλα στον Ντεφόε, τον Ντίκενς, τον Στήβενσον ή τον Κόνραντ, τον Ντέμιαν ή τον Έφηβο, αλλά και την Eroica, την Αιολική Γη ή το Ταξίδι με τον Έσπερο και τα Ψάθινα καπέλα… Δύσκολη, ωστόσο, η δυνατότητα παρέμβασης για τις γενιές που μεγάλωσαν με τον Χάρυ Πότερ και διαβάζουν τώρα άλλα πράγματα… Αξίζει άραγε να προσπαθήσουμε; Νομίζω ναι! Ιδιαίτερα όταν βλέπω κατά τη σχολική περίοδο σε λίστες ιδιωτικών σχολείων ανάμεσα στις βιβλιοπροτάσεις για παιδιά γυμνασίου το Μια σταγόνα Ιστορία του Καμπουράκη! Τώρα, με την ευκαιρία αυτού του αφιερώματος, αγόρασα το βιβλίο και το έβαλα επιτέλους και στη δική μου βιβλιοθήκη· για την ακρίβεια, στη βιβλιοθήκη της μικρής. Ελπίζω να της αρέσει όταν μεγαλώσει. Μεγάλες προσδοκίες; Μπορεί, δεν ξέρω. Πάντα, όμως, ο Μεγάλος Μωλν μου θύμιζε το μυθιστόρημα του Ντίκενς. Για την ακρίβεια, μου έφερνε στο νου τον νεαρό Φίλιπ Πίριπ, τον επονομαζόμενο και Πιπ, όταν, κουβαλώντας ένα κάρο μεγάλες προσδοκίες, αντίκρισε, μαύρο απ’ την καπνιά και την αιθάλη, το βρόμικο συνονθύλευμα ετοιμόρροπων κτιρίων του «Μπάρναρντς Ιν». Η ειδυλλιακή γαλλική επαρχία και το βρόμικο βιομηχανικό Λονδίνο γίνονταν ένα. Το ίδιο συνέβη και τώρα, μετά από 30 χρόνια περίπου. Κυκλική μνήμη της ανάγνωσης; Μπορεί, μόνο που τώρα, η στυφή γεύση της νοσταλγίας στο στόμα, νοτισμένη με αναθυμιάσεις τόσων ετών, μου έφερνε ταυτόχρονα στον νου στάχτες από ηφαίστεια και το «χρονικό του ερειπωμένου έρωτα» του Πρόξενου και της Υβόν (Μάλκομ Λόουρυ).

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ALAIN FOURNIER (2007), The Lost Estate (The Grandes Meaulnes), εισαγωγή: Adam Gopnic, μτφρ. Robin Buss, Penguin Classics.

ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ (2000): «Αυτοβιογραφικός λόγος: Ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας», στο Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Αθήνα: Πατάκης.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ (2011): «Το αυτοβιογραφικό στοιχείο και η λειτουργία του στο εφηβικό μυθιστόρημα», στον συλλογικό τόμο Μένη Κανατσούλη, Δημήτρης Πολίτης (επιμ.), Σύγχρονη εφηβική λογοτεχνία: από την ποιητική της εφηβείας στην αναζήτηση της ερμηνείας της, Αθήνα: Πατάκης.

ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (2000), Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς 1941-1944, Τόμος Α’, Αθήνα: Καστανιώτης.

ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (2003): Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στους δύστηνους καιρούς 1941-1944, Τόμος Γ’, Αθήνα: Καστανιώτης.

BARNES JULIAN (2012): «Le Grand Meaulnes revisited», The Guardian, 13 Απριλίου.

ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ (1999): «Η σύγχρονη γλώσσα του Μεγάλου Μωλν», εφημ. Το Βήμα 27 Ιουνίου.

CALIN FRANCOICE (1984): «Le Grand Meaulnes et la quete d’ un nouveau Domaine», στο The French Novel theory and Practice, French Literary Series, volume XI, The Univesity of South Carolina.

DUGDALE JOHN (2014): «Alain-Fournier, The Great Gatsby and a party in Chiswick», The Guardian, 22 Σεπτεμβρίου.

ELLISON DAVID (2004): Ethics and Aesthetics in European Modernist Literature: From the Sublime to the Uncanny, Cambridge: Cambridge University Press.

Gabel J. C. (2014): «In Search of the Lost Trail: Remembering Le Grand Meaulnes on the centenary of its author’s death», 26 Σεπτεμβρίου.

GIBSON ROBERT (2005): The End of Youth: The Life and Work of Alain-Fournier, Exeter: Impress Books Ltd.

HOUPPERMANS SJEF (1996): «Robert, Alexandre, Marcel, Henri, Jean et les Autres: R. L. Stevenson and his “French Connetions”», στο Th. M. G. Liebregts,Wim Tigges (ed.), Beauty and the Beast: Christina Rossetti, Walter Pater, R.L. Stevenson and their Contemporaries, Amsterdam Atlanta: Editions Rodobi.

ΚΑΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (1982): Κείμενα ποιητικής και αισθητικής, επιμ. Α. Αργυρίου, Αθήνα: Πλέθρον.

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ (1990): Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30, Τρίτη έκδοση συμπληρωμένη, Αθήνα: Παπαδήμας.

ΚΑΤΣΙΚΗ – ΓΚΙΒΑΛΟΥ ΑΝΤΑ (2011): «Αναγκαίες διακρίσεις και θεωρητικές / ιστορικές αναζητήσεις της Εφηβικής Λογοτεχνίας», στον τόμο Σύγχρονη εφηβική λογοτεχνία: από την ποιητική της εφηβείας στην αναζήτηση της ερμηνείας της, όπ. παρ.

ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ Δ. (2001): «Ο έφηβος στα ίχνη του λογοτεχνικού ήρωα», Ιχνηλασίες, Αθήνα: Ίνδικτος.

MACRIDGE PETER (1999): «Παραθέματα, παρωδία, λογοκλοπή και διακειμενικότητα στην Eroica του Κοσμά Πολίτη», περιοδικό Περίπλους, Αφιέρωμα στον Κοσμά Πολίτη, τχ. 48.

MACRIDGE PETER (1982): «Συμβολικές και ειρωνικές δομές στην Eroica», εισαγωγή στον τόμο Κοσμάς Πολίτης, Eroica, ΝΕΒ, Αθήνα: Ερμής.

MΙLLER HENRY (1969): The Books in my Life, New Directions.

ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ ΙΩ (1989): «Ο Κοσμάς Πολίτης των θλίψεων», περιοδικό Η Λέξη, τχ. 87, Σεπτέμβριος.

ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΚΩΣΤΑΣ (2008): «Αλαίν-Φουρνιέ», στο Η ζωή με εχθρούς και άλλα κείμενα, Αθήνα: Μελάνι [= περιοδικό Το Δέντρο, τχ. 71-72, Οκτώβριος 1992]

ΜΠΕΡΛΗΣ ΑΡΗΣ (1993): «Άγγελος Τερζάκης», στο Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία: Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τομ. Η’, Αθήνα: Σοκόλης.

ΜΠΕΡΛΗΣ ΑΡΗΣ (2012), «Εισαγωγή του μεταφραστή», στο F. Scott Fitzgerald, Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ, μτφρ. Άρης Μπερλής, Αθήνα: Άγρα.

ΝΙΚΟΛΑΡΕΙΖΗΣ ΔΗΜ. (1983): «Το μυθιστόρημα των νέων», Δοκίμια Κριτικής, επιμ. Αλέξης Ζήρας, Αθήνα: Πλέθρον.

ΣΑΧΙΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1981): Η σύγχρονη πεζογραφία μας, Αθήνα: Γαλαξίας.

TADIÉ JEAN-YVES (2007): Το μυθιστόρημα στον 20ό αιώνα, εισαγωγή Ι. Ν. Βασιλαράκης, μτφρ. Μαρίνα Κουνεζή, σειρά Παραφερνάλια, Αθήνα: Τυπωθήτω.

TRAVERS MARTIN (2005): Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία: από τον Ρομαντισμό στο Μεταμοντέρνο, μτφρ. Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη, επιστημονική επιμέλεια-εισαγωγή: Τάκης Καγιαλής, Αθήνα: Βιβλιόραμα.

TOURNIER MICHEL (1990): «Είμαι σαν την κλέφτρα κίσσα», περιοδικό Η Λέξη, τχ. 93 (Μάρτιος Απρίλιος).

ΦΑΡΙΝΟΥ-ΜΑΛΑΜΑΤΑΡΗ, ΓΕΩΡΓΙΑ (1992): «Μαργαρίτα Λυμπεράκη: Παρουσίαση-ανθολόγηση», στο Η Μεταπολεμική πεζογραφία, Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του 1967, τομ. Β, Αθήνα: Σοκόλης.

ΦΩΟΥΛΣ ΤΖΩΝ (2004): «Ο Μεγάλος Μώλν του Αλαίν-Φουρνιέ», Σκουληκότρυπες, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, Αθήνα: Εστία.

Προηγούμενο άρθροκλασική λογοτεχνία για νέους (5- ..και στον κινηματογράφο)
Επόμενο άρθροΔιαμάντια στη λάσπη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ