κλασική λογοτεχνία για νέους (3- eroica)

0
4752

        της Ελένης Σβορώνου.

«Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά. Την άνοιξη όμως οι φυλλωσιές φουντώνουν μια χαρά και τότε τις μαδούσαμε αλύπητα με βέργες και πετονιές. Τρέφαμε κάμποσα μεταξοσκούληκα μέσα σ’ ένα κουτί, έτσι, από περιέργεια, φιλοσοφώντας ασυνείδητα πάνω σε τούτο το μυστήριο. Κι έπειτα, πεισμωμένοι και ανικανοποίητοι, παιδεύαμε τις κάμπιες με μια ένστικτη, βουβή, παιδιάστικη απονιά. Κάποτε μάλιστα μας πήρε στο λαιμό του ο Σταύρος. Βεβαίωνε πως μέσα στα κουκούλια οι κάμπιες πιπιλίζουν την ουρά τους –την άκρη του τελευταίου σπονδύλου εννοούσε— κι έτσι μας έπεισε να τ’ ανοίξουμε δίχως να περιμένομε να βγούνε οι ψυχές. Φυσικά, δεν είδαμε τίποτα τέτοιο, μονάχα που ψόφησαν για καλά τα ζούδια του Θεού –ως και η φτερωτή ψυχούλα τους ακόμα— και πήγε στράφι ο σπόρος τη χρονιά εκείνη. Αυτά όλα είχανε κάποια σχέση ανομολόγητη και με τη σχολική παράσταση που δώσαμε στις εξετάσεις. Την ώρα που ο Σωκράτης –μια και τελείωσε ο ρόλος του- έβγαλε τη γέρικη περούκα κι έπιασε να ξεσφίγγει από τη μέση του τη σπάθα του ιππότη, ένας κύριος που όλο τριγύριζε κοντά στα καμαρίνια τού σκάζει δυο φιλιά στο σβέρκο και του κάνει:
«Ώχου το, από κάμπια μεταμορφώθηκε σε όμορφο αγόρι!…»

Ο Σωκράτης θύμωνε όποτε του θυμίζαμε το περιστατικό.»

Το απόσπασμα αυτό, από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, μας βάζει στο κλίμα της Eroïca. Αγόρια στο κατώφλι της εφηβείας, με τα παιχνίδια πολέμου στη γειτονιά να δίνουν σιγά σιγά τη θέση τους σε άλλες έγνοιες. Το κορίτσι, η ζωή, ο θάνατος, η άγρια διάθεση για κάτι παράτολμο, για ένα φευγιό χωρίς γυρισμό, για ένα μπουρλότο στον κόσμο των μεγάλων, η παθιασμένη αναζήτηση νοήματος, η απώλεια, το πένθος, η φιλία, η ομάδα, το αρχηγηλίκι, όλα όσα πυροδοτούν τη φλόγα της εφηβείας ταλανίζουν και εμψυχώνουν τους ήρωες της Eroïca.

Εμβληματικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας η Eroïca.  κατέχει μια ξεχωριστή θέση στις ιστορίες της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Ιστορικοί της λογοτεχνίας, φιλόλογοι και αναλυτές σχολιάζουν το έργο τονίζοντας τις αναφορές του μυθιστορήματος στην Ιλιάδα και ανατέμνοντας τη μοντέρνα γραφή του συγγραφέα.

Σταχυολογούμε:

«Η Eroïca. στρέφεται στο παρελθόν: η δράση του έργου τοποθετείται περίπου τριάντα χρόνια πριν, σε μια φανταστική πόλη […]. Η ιστορία αναφέρεται σε μια ομάδα αγοριών στην πρώιμη εφηβεία. Ο ηρωικός κόσμος των φαντασιώσεών του ρημάζεται από την πρώτη βίαιη επαφή τους με το θάνατο και την πρώτη εκδήλωση του ερωτισμού τους. Το θέμα της ανέφικτης ιδανικής αγάπης, που τον απασχολεί και στα προηγούμενα μυθιστορήματα, είναι πάλι βασανιστικά παρόν, αλλά τώρα συγκρούεται με ένα άλλο ιδανικό: την αθωότητα της ηρωικής συμπεριφοράς. Τα αγόρια στα παιχνίδια τους παίζουν τους πυροσβέστες, είναι ντυμένα σαν αληθινοί πυροσβέστες της Σμύρνης (τουλουμπασήδες), με «περικεφαλαία» σαν αυτή των αρχαίων πολεμιστών. Εύστοχα το μυθιστόρημα διαπλέκει μια παραλληλία ανάμεσα σε αυτούς τους νεαρούς πολεμιστές-ήρωες και στους ήρωες της Ιλιάδας. Όταν, μάλιστα, ένας από αυτούς πεθαίνει, οι στενοί του φίλοι οργανώνουν αθλητικό διαγωνισμό στις αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού, που αποτελεί κατά μέρος αναβίωση και κατά μέρος παρωδία των ‘άθλων επί Πατρόκλω’ της Ιλιάδας. Με χιούμορ αλλά και νοσταλγία το μυθιστόρημα ανατρέχει στην ηρωική ‘χρυσή εποχή’ του σύγχρονου ανθρώπου. Ταυτόχρονα, μέσω του ομηρικού παραδείγματος, η μυθική αναδρομή του μυθιστορήματος αναφέρεται στον ελληνικό πολιτισμό αλλά και στο σύνολο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.»

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996.

«Οι αναφορές στο μύθο του τρωικού κύκλου περισσεύουν στην Eroïca. Ο παράτολμος αρχηγός της ομάδας των παιδιών, ο Λοΐζος, θυμίζει τον Αχιλλέα· οι συνθήκες του τραυματισμού του Αντρέα και οι αγώνες που οργανώνονται προς τιμή του μετά το θάνατό του φέρνουν στο νου τη μορφή του Πάτροκλου· η μικρή Μόνικα ενσαρκώνει την ωραία —και μοιραία για την ομάδα των αγοριών— Ελένη· στοιχεία που προέρχονται από τον ίδιο κύκλο, όπως η πυρπόληση του σπιτιού του αιώνιου εχθρού, του Πιερ, (ανάμνηση της καταστροφής της Τροίας) και οι συνθήκες του θανάτου του Αλέκου, αποτελούν σήματα για το τέλος του μυθιστορήματος.»

Γιώργος Καλλίνης, Ο μοντερνισμός ενός κοσμοπολίτη. Στοιχεία και τεχνικές του μοντερνισμού στο μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001.

«Στην περίπτωση της Eroïca ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο στην ιστορία. Ονομάζεται Παρασκευάς κι αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο. Είκοσι χρόνια όμως χωρίζουν την εποχή της ιστορίας από την εποχή της αφήγησης· ο Παρασκευάς-ήρωας είναι έφηβος ενώ ο Παρασκευάς-αφηγητής είναι μεσήλικας. Πρώτα ο Παρασκευάς-έφηβος παρακολουθεί τα γεγονότα από την οπτική γωνία του παιδιού που τα ζει από κοντά, κι ύστερα ο Παρασκευάς-μεσήλικας αφηγείται αυτά τα γεγονότα (τα οποία ήδη υπέστησαν μια επεξεργασία στη συνείδηση του εφήβου) από την οπτική γωνία του ώριμου άντρα που τα έζησε μεν, αλλά στο μεταξύ απέκτησε μεγαλύτερη πείρα ζωής. Και ο Παρασκευάς-ήρωας και ο Παρασκευάς-αφηγητής βλέπουν την ιστορία με διφορούμενο τρόπο· άλλοτε την εξωραΐζουν κι άλλοτε την ειρωνεύονται. Ο έφηβος ήρωας, όπως είναι φυσικό, τείνει να εξιδανικεύσει τα πρόσωπα που αγαπάει, χωρίς όμως να λείψουν ορισμένες ειρωνικές νύξεις, ενώ ο μεσήλικας αφηγητής, παρά τη νοσταλγία-του για τα παιδικά-του χρόνια, έχει γίνει περισσότερο κυνικός και συχνά ειρωνεύεται τα πρόσωπα. Αυτή η διπλή οπτική γωνία δημιουργεί την πολλαπλότητα των σημασιών στο κείμενο της Eroïca.

Peter Mackridge, «Συμβολικές και ειρωνικές δομές στην Eroica». Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1999.

Kαίριο είναι το σχόλιο του Απόστολου Σαχίνη για τη θέση που κατέχει το μυθιστόρημα στη νεοελληνική λογοτεχνία, για την τέχνη, την τεχνική και την αναγνωστική απόλαυση που χαρίζει η Eroïca.

«Η Eroïca αποτελεί ένα όριο για τη νεοελληνική πεζογραφία· ένα όριο όπου η πεζογραφία προσεγγίζει και πλουτίζει από την ποίηση, χωρίς να χάνεται μέσα στο ρευστό και το απεριόριστο της λυρικής ουσίας της· […]. Ο πεζογράφος που χάραξε το όριο αυτό παρακολουθείται από ιδιότητες της ψυχής, από λυρικά και μορφοπλαστικά χαρίσματα και από δυνατότητες της έκφρασης όχι συνηθισμένες στην πεζογραφία μας. Είναι αυτός και το μυθιστόρημά του η Eroïca που έθεσαν για πρώτη φορά συνειδητά το πρόβλημα και το θέμα της εφηβικής ηλικίας στη νεοελληνική λογοτεχνία· είναι αυτός και το μυθιστόρημά του που αποτέλεσαν το πρότυπο και άσκησαν μια σημαντική επίδραση στους νέους μυθιστοριογράφους μας. […]

Ο Κοσμάς Πολίτης σαν πεζογράφος βρίσκεται στους αντίποδες του ρεαλισμού, έτσι η Eroïca δεν έχει κεντρική υπόθεση και πλοκή και ίσως η αξία και η γοητεία της να οφείλεται περισσότερο στις λεπτομέρειες. Όλα μέσα στο μυθιστόρημα αυτό μετεωρίζονται με χάρη ανάμεσα στην υλική ζωή και την αϋλοσύνη, όλα συμβαίνουν σε μια σφαίρα ιδεατή, όπου εξανεμίστηκαν οι αισθήσεις. […] Η εξέλιξη και η χρονική διαδρομή του μυθιστορήματος δεν καλύπτει παρά το σύντομο διάστημα των δυο μηνών, όμως «πόσα δε γίνηκαν μέσα σε τόσο δα μικρό διάστημα», όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας. Και θέλει να υποδηλώσει: πόσα γίνηκαν μέσα στις ψυχές των νέων ανθρώπων, πόσο προχώρησε η διαμόρφωση και πόσο ολοκληρώθηκε ο πλουτισμός του εσωτερικού τους κόσμου.

Απόστολος Σαχίνης, «Το μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας». Η σύγχρονη πεζογραφία μας, Ίκαρος, Αθήνα 1951.

Για την πόλη και την «τοπογραφία» του μυθιστορήματος γράφει η φιλόλογος Μαρούλα Πολίτου το 2011:

«Σε επίπεδο πόλης, έχουμε την πάνω πόλη και την κάτω πόλη. Στην πάνω πόλη οι δρόμοι είναι ερημικοί, υπάρχουν δέντρα και πολλοί μαντρότοιχοι. Εκεί τα παιδιά είναι ανενόχλητα να κάνουν τις ζαβολιές τους. Ο δρόμος είναι το βασίλειο τους, χώρος ελευθερίας. Οι μαντρότοιχοι χωρίζουν το δρόμο από τα περιβόλια των σπιτιών, σε ένα από τα οποία μένει και η Μόνικα. Το περιβόλι της Μόνικας χωρίζεται στο οικείο του μέρος και στο αλλότριο. Το οικείο μέρος είναι ο χώρος γεμάτος λουλούδια και oργιαστική βλάστηση. Εκεί ο Αλέκος και ο Λοΐζος γνωρίζουν τη Μόνικα. Το αλλότριο μέρος είναι το κρυφό περιβόλι, αποτελεί αριστούργημα ανθρώπινης τέχνης, η πραγμάτωση ενός οράματος, ο κόσμος όπως θα έπρεπε να είναι. Άρα ο μαντρότοιχος αποτελεί μεταίχμιο ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο. Και είναι μεταίχμιο, στο τέλος, για τον Αλέκο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Στην Κάτω πόλη αντίθετα, ο χώρος είναι οργανωμένης κοινωνίας. Υπάρχουν σχολεία, εμπορικοί δρόμοι και κοσμικές κυρίες.»

Ανάρτηση στο http://singule.com/

Διαβάζοντας εμείς σήμερα ξανά την Eroïca (η πρώτη φορά ήταν τότε που ήμασταν στην ηλικία του Λοϊζου και του Παρασκευά), διαπιστώνουμε πως τίποτα δεν έχει χάσει από τη δύναμη και τη γοητεία του αυτό το έργο που σε μεταφέρει στα άδυτα της εφηβείας μέσα από μια γραφή που παραμένει μοντέρνα. Βεβαίως ο συγγραφέας δεν τον έγραφε τότε (πρώτη έκδοση το 1937) για αυτό που σήμερα λέμε «νεανικό κοινό». Αλλά διαβάστηκε πολύ από τους εφήβους, όπως και το Λεμονόδασος. Είχε εκπαιδευτεί φαίνεται ο νεαρός αναγνώστης να αντέχει την απουσία ιστορίας, την αφαίρεση, την υποβολή μιας αίσθησης μάλλον παρά την εξαντλητική ανάλυση της ψυχολογίας ενός ήρωα. Ή κι αν δεν είχε εκπαιδευτεί, προσπαθούσε και τελικά δικαιωνόταν. Τα βιβλία αυτά δε θα τα ξεχνούσε εύκολα.

Με την έμφαση που δίνεται σήμερα στην περιπέτεια, την πλοκή, το σασπένς, την ψυχολογία των ηρώων, το «μήνυμα», την ανάδειξη κοινωνικών θεμάτων και στο νεανικό ύφος της γραφής, με την αγωνία σχεδόν που έχουμε να κερδίσουμε το εφηβικό κοινό υιοθετώντας την ταχύτητα και το ύφος αφήγησης των τηλεοπτικών σειρών (που, είναι χαρακτηριστικό, τις κατεβάζουμε από το internet και βλέπουμε τα επεισόδια δυο δυο ή και περισσότερα!), η Eroïca φαντάζει αλλιώς μοντέρνα!

Στο τέλος του βιβλίου μένει μια μελαγχολία, μια κάπως πικρή αίσθηση. Τίποτα δεν ευοδώνεται. Κανένας έρωτας, καμία φιλία. Σκορπάνε οι ήρωες, όσοι επιζούν, μεγαλώνουν και παίρνουν τον δρόμο τους. Μα το περιβόλι της Μόνικας θα είναι πάντα εκεί με τα μυστικά περάσματα, τις πυκνές φυλλωσιές και τα λουλούδια, να περιμένει κάθε γενιά να το επισκεφθεί. Να πηδήξει τον μαντρότοιχο και να βρεθεί εκεί, μακριά από τον κόσμο των μεγάλων, στην διακεκαυμένη ζώνη της εφηβείας. Να παίξει με τη φωτιά ώσπου να έρθουν οι αληθινοί πυροσβέστες, οι μεγάλοι, να τη σβήσουν.

Ο Κοσμάς Πολίτης (1888 – 1974) ήταν ένας απ’ τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30. Τα χαρακτηριστικότερα έργα του είναι τα μυθιστορήματα Eroïca (1938) και Στου Χατζηφράγκου (1962).

 

Προηγούμενο άρθροκλασική λογοτεχνία για νέους(2-ο φύλακας στη σίκαλη)
Επόμενο άρθροκλασική λογοτεχνία για νέους (5- ..και στον κινηματογράφο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ