της Βαρβάρας Ρούσσου
Η Μαρία Τοπάλη, με πολυετή παρουσία στην ποίηση, τη μετάφραση, το θεωρητικό και κριτικό λόγο, στη συλλογή της Μαζί τ’ ακούγαμε δίνει το ώριμο στίγμα της στο ποιητικό τοπίο.
Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερις ενότητες (στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε τρεις και η τελευταία, τέταρτη, αναφέρεται): πρώτη, η χρονικά παλαιότερη, «Τα εποχιακά χαϊκού», ακολουθείται από «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά», έπονται «Οι λέξεις μου» ενώ η συλλογή κλείνει με «Το βιβλίο Ιούλιος Βερν μια παλιά οικογενειακή υπόθεση».
Πυρήνες όπως η οικογένεια, η παιδική ηλικία, το άτομο και το σύνολο, τα όρια της γλώσσας και των λέξεων και η επιτελεστική τους δύναμη επανέρχονται και σε αυτή τη συλλογή αλλά ο τρόπος που τα πραγματεύεται πλέον η Τοπάλη είναι συνθετότερος και επεξεργασμένος αποδεικνύοντας τη βάσανο της γραφής της.
Στο Μαζί τ’ ακούγαμε η ατομική και η συνολική ευθύνη για το τώρα αν και αποδίδεται ενίοτε με καταγγελτική οξύτητα δεν (κατα)δικάζει, δεν ηθικολογεί. Η ποίηση, όπως και όλη η λογοτεχνία, αναπόδραστα πολιτισμικό προϊόν των ιστορικοκοινωνικών συνθηκών, έχει όμως τη δυνατότητα να διαφεύγει από το επίκαιρο. Αυτό ισχύει και για τη συλλογή της Τοπάλη: παρά την παραπομπή του τίτλου στη γνωστή ρήση-δείκτη εκλαϊκευμένης ερμηνείας της κρίσης, τα ποιήματα δεν εγκλωβίζονται στο επίκαιρα δημόσιο αλλά αρδεύονται από το πολιτικό χωρίς όμως να αρνούνται την παρουσία ενός λυρικού εγώ άμεσα αναγνωρίσιμου, σαρκαστικά παρόντος ενώ συνυπάρχουν η συναισθηματική με τη διανοητική του δόνηση.
Τα δυο μότο του Σεφέρη και του Αμανατίδη -ισορροπία ανάμεσα στη μοντερνιστική παράδοση και τη μεταμοντέρνα ποιητική performance- όσο και το ανένταχτο (σε ενότητα) εισαγωγικό τετράστιχο («σαν παγωτό/συσκευασμένο λιώνει στο χαρτί του/το ληγμένο/ όνειρο της παγκόσμιας επανάστασης/»), ρυθμικά καλοκουρδισμένο (4-11-4-12 συλλαβές με ενδιαφέρουσες συνηχήσεις-παρηχήσεις) έχουν προδιαθέσει τον αναγνώστη για μια ποίηση που ακροβατεί ανάμεσα στην κατάρρευση, την αποδοχή της ματαίωσης, αλλά και τη μη παραίτηση και ταυτόχρονα ανάμεσα στην καλοχωνεμένη παράδοση και την ανοικείωση του καινούριου. Η αγανάκτηση, ο θυμός, η διαμαρτυρία ή ο (αυτό)οικτιρμός, που τείνουν εντέλει στην επανάληψη μιας μιζέριας (ας ανατρέξουμε σε καρυωτακικό μότο), έχουν αντικατασταθεί από μια ειρωνική έως σαρκαστική αναστοχαστικότητα. Τα διαρκώς σταθερά επαναλαμβανόμενα μοτίβα σε πολλούς ποιητές (ιδίως βέβαια νεώτερους που δοκιμάζονται στην αναμέτρηση με την παράδοση σε όλα της τα επίπεδα) συμπιέστηκαν, ευτυχώς, έως την εξαφάνιση. Ταυτόχρονα, μορφικά, η Τοπάλη εκμεταλλεύεται τόσο τον, παραδοσιακό πλέον, ελεύθερο στίχο και όχι μόνον τον ελληνικό, όσο και την μεταμοντέρνα στιχουργική συνθήκη.
Η πρώτη ενότητα, τυπικά σε παραδοσιακή φόρμα, αποτελείται από 14 χαϊκού. Οι κανόνες της σταθερής μορφής παραβιάζονται τόσο στον αριθμό των συλλαβών όσο και στην τυπική θεματική αλλά το γενικότερο νόημα, η αποτύπωση μιας λεπτομέρειας της στιγμής, η εικόνα και η υποβολή μιας εντύπωσης παραμένουν. Οι παρεκκλίσεις πάντως φαίνεται να λειτουργούν ανανεωτικά στη φόρμα καθώς η συντομία της και η αναγκαιότητα περιορισμών στις συλλαβές, έστω και με μικρές παρασπονδίες, παράγει ενδιαφέροντα, συμπυκνωμένα νοηματικά, ποιήματα: «Ανάφλεξη/ στην παγωμένη μνήμη./ Έγκαυμα ή βλαστός;/»
Αντίθετα με την πρώτη, οι τρεις επόμενες ενότητες προχωρούν παραπέρα από φόρμες και κανόνες, λειτουργώντας πολύτροπα. «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά» έχουν έρεισμα όχι μόνο στην εποχή της κρίσης, αλλά και στην προηγούμενη περίοδο, τις αρχές του 2000 και τη δεκαετία του ‘90, μια εποχή που, κατά τις μετέπειτα ερμηνείες, χαρακτηρίστηκε από στασιμότητα, λαϊκισμό και πνεύμα επίπλαστης ευφροσύνης, έδαφος πρόσφορο για μια γενικότερη κρίση, πέρα από την οικονομική, που ακολούθησε. Αυτό το κλίμα υποβάλλεται ήδη από το πρώτο ποίημα της ενότητας «At last» για να κορυφωθεί με το «Το τραγούδι των “Μαζί τ’ ακούγαμε”» και το «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά (παραλλαγή)» ενώ το «Πολεμικοί χοροί» σε δυο μέρη περνά από μια σχεδόν αλληγορική αναλογία -του χορού των Γερμανών- σε μια μελαγχολικά υπαινικτική πραγματικότητα. Αναδύονται ανάγλυφα σε ποιήματα της ενότητας οι βάσεις μιας συγκρουσιακής κουλτούρας, που πάνε πίσω χρονικά έως και τη Χούντα («και πριν τη Χούντα, και στη διάρκεια, και μετά»- Το τραγούδι των “Μαζί τ’ ακούγαμε”), κουλτούρα που προσπαθεί να ισορροπήσει την αντίθεση υψηλό-λόγιο vs χαμηλό-λαϊκό ταυτίζοντας εντέλει το εθνικό με το λαϊκό/λαϊκίστικο. Το ζήτημα επανέρχεται στο «Τραγούδι των “Μαζί τ’ ακούγαμε”»: «…το Φεστιβάλ τι θα ‘τανε χωρίς/τον Άλκη Στέα χωρίς τη Χούντα- τάχα της Κέρκυρας/ το Φεστιβάλ να ήταν πιο ποιοτικό; Της Δράμας;[…] Και δηλαδή γιατί το λαϊκό να ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό;»[…]. Παράλληλα, εμπλέκεται και ο Σεφέρης: «Όπως και να ‘χει/ τον διαβάσαμε εθνικά ενώ είχε γράψει/ και το “Les anges sont blancs” μα και το “Raven”/». Η συλλογική εμπειρία («Η εντοπιότητα, αυτή, ίσως και κάτι να μετρά» Το τραγούδι των “Μαζί τ’ ακούγαμε”») αποδίδεται με σημεία της νεοελληνικής ταυτότητας, π.χ. στο «At last» το πέρασμα από την υπόρρητη φράση των εμβληματικών μορφών της Λαμπέτη και της Μερκούρη (η δεύτερη και ως είδος ευρέως αγαπητής και συμβολοποιημένης ντίβας) γίνεται ρητή φράση-σημείο του νεοέλληνα: «Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ, ρε;»˙ με αναφορές στη μαζική κουλτούρα, π.χ. στο «τραγούδι των “Μαζί τ’ ακούγαμε”» παραπομπές σε τραγούδια ως υπόστρωμα της κοινής εμπειρίας, ως η κουλτούρα του σουξέ με τα παρεπόμενά της , ένα ζήτημα του μεταμοντέρνου: «και δεν μπορώ να κοιμηθώ/να ονειρευτώ-[…]Και πού είναι τώρα ο Δώρος ο Γεωργιάδης/ που δεν μπορεί να κοιμηθεί να ονειρευτεί/ πως είναι πλούσιος». Παράγεται έτσι μια ποίηση σύνθετη που διερωτάται, αμφισβητεί, θέτει προ οφθαλμών: «Είναι σκληρό/είμ’ η καλύτερη/απ’ όλο το σωρό/ όμως δε βρίσκω πλέον/χορηγό». Ενδιαμέσως από τα ποιήματα, ας τα ονομάσω, καταχρηστικά, «της κρίσης», παρεμβάλλονται άλλα από το χώρο του προσωπικού που δεν αποτυπώνουν απλά το ατομικό αλλά με τη σειρά τους θέτουν θέματα. Τα «Βαθιά» και «Ξαναμάγεμα», μπορούν να συναναγνωστούν ως ελαφρά πικρή πλην ήρεμη ενατένιση μιας πολύχρονης σχέσης. Ξεχωρίζω τα «Credo (εδώ ως νανούρισμα)» και με αφιέρωση για τα κορίτσια μου και «Το παιδί γνωρίζει τα χέρια» αφιερωμένο στα κορίτσια μου. Το πρώτο λειτουργεί σε επίπεδα: η ανάμνηση της φωνής εκφοράς συμπλέκεται με την ανάμνηση της γυναίκας-χαρακτήρα του ποιήματος (μνήμη που ανατρέχει και στο συλλογικό ιστορικό παρελθόν, μετανάστευση ή προσφυγιά) για να αφομοιωθούν στο τέλος και οι δύο φωνές στην απόδοση της κοινής γυναικείας εμπειρίας. Το ζήτημα του φύλου εξάλλου έχει και αλλού εμφανιστεί στην ίδια ενότητα και σηματοδοτεί μια καίρια σύγχρονη προβληματική της νεώτερης ποίησης: «στο δέρμα μου μπορείς σε κάθε πόρο, σε κάθε τένοντα πιέζοντας/ ν’ ακούσεις και να δεις αυτό το credo. Είμαι φορέας εκ γενετής. («Credo»)». Μια διαμαρτυρία, βουβή σχεδόν, που αναγνωρίζει την εσωτερίκευση ενός δοτού ρόλου διακρίνεται στο ποίημα. Το τελευταίο ποίημα της ενότητας «Το παιδί γνωρίζει τα χέρια» το άλλο μισό του “Credo», τελικά υπονοεί το «ούτε δούλα ούτε κυρά» δίνοντας τη σκυτάλη της γυναικείας υπερηφάνειας για το φύλο στις νεώτερες, στα κορίτσια: Θα της την παραδώσεις;/Την πόλη, την πόλη;/Την πόλη-θα-γίνεις-δικιά-μου;» -με εμφανή την αναφορά στο γνωστό τραγούδι-.
«Οι λέξεις μου», η επόμενη ενότητα, που έχει υπότιτλο «Ορατόριο για χορωδία και φωνές στο κέντρο της Αθήνας», ενέχει την έννοια της επιτελεστικότητας. Η παρουσία μουσικών οδηγιών (διφωνία, εναλλαγή φωνών κλπ) αφενός παραπέμπει σε προηγούμενο έργο της Τοπάλη: «Ο χορός της μεσαίας τάξης» με υπότιτλο μιούζικαλ αφετέρου δίνει επιτελεστικό χαρακτήρα στην ενότητα και υπογραμμίζει την εικονοποιΐα της όχι ως μια σταθερά με εικαστική βάση-φωτογραφική ή ζωγραφική-: το πλήθος των φωνών ανάγει τις ατομικές λέξεις «μου» σε συλλογική εκφορά. Παράλληλα, στην ενότητα αυτή ενέχεται το ποιητικό εγώ και εντός και εκτός του συμβάντος, αναπαριστά -V(συνοικιακό φινάλε)-, αναστοχάζεται, αποστασιοποιείται με τρυφερή ειρωνεία απέναντι στην Αθήνα, πρωταγωνίστρια κι αυτή στο Ορατόριο «Οι λέξεις μου». Οι λέξεις, πρωτεϊκές και ανεξάντλητες, αποκτούν υλική υπόσταση και ενίοτε σωματοποιούνται, παίρνοντας τη μορφή του άστεγου ναρκομανή «οκλαδόν/ να γέρνει πάνω/ στη μαστούρα της η λέξη/ και να λιώνει», της βακτηρίας «Πάρε τη λέξη και δοκίμασε να περπατήσεις», γίνονται το σώμα της πόλης, η πόλη-βιβλίο-κείμενο: «Αν η πόλη είναι ένα βιβλίο- -Θα πρέπει όμως και να θες να το διαβάσεις,/πώς αλλιώς;» (Η ανάγνωση και η επιθυμία της, θα εμφανιστούν και αλλού, ως συστατικό της, ατομικής πλέον, ύπαρξης). Αυτά όλα, έστω και με το χαμένο τους σφρίγος, κατά το μότο της ενότητας: «Οι λέξεις μου στην κρίση:/Αυτό το ξέρει κι ο χαζός: Δεν έχουνε πια στύση». Μήπως όμως ισχύει ό,τι ο Γ. Δάλλας παρατηρεί για τη νεώτερη ποίηση; «…το ποίημα ως συμβάν και συγχρόνως το συμβάν ως σημασία και ως φόρμα. Με την ιδεολογία του και τη συνεύρεση της γλώσσας με τα πράγματα εν στύσει».[1] Νομίζω ότι αυτή η δυναμική συνύπαρξη, η συνεύρεση ουσιαστικά λειτουργεί στην ενότητα ως απόπειρα να επιστρέψει στις λέξεις η οξύτητά τους, η δική τους στύση.
«Ο Ιούλιος Βέρν» αποτελεί τη συνισταμένη, θεματικά, μορφικά και τροπικά, πολλών παραγόντων: θεματική της παιδικής ηλικίας και ατομική ανάμνηση, η οικογένεια ως ρίζα, ως σχέσεις εξουσίας (με τη φουκωική έννοια), η έξοδος διαφυγής το διάβασμα, η έννοια της ανάγνωσης ως ταξίδι -και τα βιβλία του Βερν ως ταξίδι-συνθήκη ωρίμανσης σε ένα ποιητικό bildungsroman, όλα σε έναν διάλογο με τον Φουκώ και τον Μπαρτ, μια διασταύρωση αναγνώσεων από την φαντασία του Βερν της παιδικής ηλικίας στις ώριμες αναγνώσεις. Η οικογένεια δεν αποτελεί άραγε το «κλείσιμο» σε έναν ασφαλή αλλά και πεπερασμένο χώρο απ’ όπου η ανάγνωση είναι η μόνη έξοδος που η οικογένεια θεωρεί ως επικίνδυνο ταξίδι σε άλλο κόσμο; «Ανησυχούν οι γονείς. Καλό το διάβασμα, όμως εσύ/ το παρακάνεις. Ελευθερία κλεισμένη. Εκεί./Ένα ταξίδι μπορεί να σε τσακίσει. Ένα βιβλίο ποτέ. Ένα βιβλίο στο χέρι σου./Λένε πως κλαις, όταν ο ήρωας/-Όταν ο ήρωας…./κλαίω κλειστή [στο βιβλίο].». Θα έλεγα ότι το εν λόγω ποίημα-ενότητα μπορεί να στηρίξει ένα μικρό δοκίμιο μόνο του, όπως σε δοκίμια και βιβλία στηρίζεται το ίδιο κι αυτό συνιστά ένα από τα δυνατά του σημεία που το καθιστούν πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο.
Στην ποίηση της Τοπάλη η διασταύρωση των Λόγων, ο διάλογος της ποίησης που κάποτε είχε θεωρηθεί η υψηλότερη των τεχνών του λόγου, με άλλους Λόγους, με το θεωρούμενο χαμηλό και μαζικό, η σχέση της ποίησης με ένα ευρύ αναγνωστικό παρελθόν που γονιμοποιείται επιτυχημένα, η ποίηση όχι απλώς ως συγκίνηση αλλά ούτε ως οργισμένη εν θερμώ καταγγελία, η αποφυγή των κοινόχρηστων εικόνων και μοτίβων και ιδίως της αυτοαναφορικότητας ως πηγή οδύνης για την τραγική (;) μοίρα του ποιητή/τριας, όλα αποκαλύπτουν μια άλλη ποιητική, απαραίτητη στο πεδίο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
info: Μαρία Τοπάλη, Μαζί τ’ ακούγαμε, Πατάκης 2019
[1] Γιάννης Δάλλας «Μια νεότροπη ποιητική στα γράμματά μας (Το ποίημα ως συμβάν)», Σημειώσεις, τχ. 82, Ιούνιος, 2016, σσ. 7-29