Λίλα Κονομάρα.
Είναι, που λες, τέσσερα παιδιά, καβάλα στα γαϊδούρια, τρία κορίτσια, ένα αγόρι. Το πρώτο το γαϊδούρι μοιάζει χολωμένο, φαίνεται πως η κοπέλα είναι κομμάτι βαριά και δεν μπορεί να την κουβαλάει άλλο στην πλάτη του. Κι άμα τσινίσει το γαϊδούρι, ξέρεις για πότε σε πετάει κάτω, τζαναμπέτικο ζώο. Και τα άλλα δυο φαίνουνται κουρασμένα, φταίει όμως που είναι γέρικα και δεν αντέχουν πια. Γι’ αυτό, να δεις, θα τα ‘δωσαν στα παιδιά να πάνε βόλτα, τα γερά τα βαστάνε για τις πιο βαριές δουλειές. Το τρίτο ειδικά γέρνει το κεφάλι σαν να λέει: «Δεν με βαστούνε άλλο τα ποδάρια μου, τόσα και τόσα χρόνια στη δούλεψή σας, νισάφι πια!» Ενώ το τέταρτο, κορδωτό κορδωτό και λίγο πιο ψηλό απ’ τα άλλα, φαίνεται πως είναι πιο μικρό. Έχει σταθεί στο πλάι τους μα το βλέπεις πως δεν κρατιέται, θέλει να φύγει, τους έχει γυρισμένο και τον πισινό και όπου να ‘ναι θα το σκάσει. Έτσι είναι, όπως στα λέω, γιατί άμα προσέξεις, θα δεις πώς κρατάει η κοπέλα το χαλινάρι, σαν να το τραβάει με δύναμη για να βαστάξει το γάιδαρο μη φύγει.
Ωραίο ζωντανό όμως, σαν του κυρ Ανέστη τον Μπουρίκο, τονε θυμάσαι; Ε ρε, τι του ‘χε κάνει του κακομοίρη του Ανέστη, που κάθε τρεις και λίγο το ‘σκαγε και ροβολούσε τρεχάλα τις πλαγιές ο δόλιος να τονε μαζέψει… Και που και που, να του ρίχνει κι ένα γκάρισμα ο Μπουρίκος λες και τονε κορόιδευε… Και δώσ’ του πιλάλα ο Ανέστης… Χαλάλι του όμως, ήταν ωραίο ζωντανό και του βγήκε και γερό… Ε, τέτοιο ήτανε και το άλλο, γεροδεμένο κι όμορφο, όχι σαν το κορίτσι που ‘χε στη ράχη του… Πολύ ασχημομούρα αυτή, βρε Θύμιο, με κάτι μάτια γουρλωμένα να κοιτάζει ψηλά τον ουρανό. Στην αρχή είπα πως της κοπήκανε τα ήπατα γιατί θα της έκανε τίποτα τερτίπια το γαϊδούρι.
Ύστερα όμως είδα και την άλλη την κοπέλα να κοιτάει ψηλά. Κανά πουλί, να δεις, θα περνάει και θα τους έκαμεν εντύπωση, σκέφτηκα. Μπορεί και κανά αερόπλανο, και γι’ αυτό έχουν κοντοσταθεί, θα τσίνισε το γαϊδούρι. Θα σκιάχτηκε το ζωντανό με το διαολεμένο θόρυβο που κάμουνε εκείνα εκεί τα μαραφέτια! Πολιτισμός, σου λέει ο κυρ δάσκαλος… Να τονε χέσω, με το συμπάθιο, τον πολιτισμό που την πρώτη φορά που πέρασε ένα από δαύτα απ’ το χωριό, κάναμε μια βδομάδα να δούμε αυγό απ’ τις κότες, τέτοια τρομάρα πήρανε τα ζωντανά! Αλλά, τέλος πάντων, άλλο σου ‘λεγα. Κοιτάνε, που λες, κι οι δυο τον ουρανό κι είναι ολόιδια ντυμένες. Φαίνεται είχε η μάνα τους ύφασμα πολύ, μπορεί και για τίποτα σεντόνια γιατί είναι στ’ άσπρα και οι δυο, και τους έκοψε της κάθε μιας από ένα φουστάνι. Της πρώτης, βέβαια, της άσχημης που σου ‘λεγα, της έχει βγει λίγο κοντό ή μπορεί πάλι να της έχει ανέβει ψηλά έτσι όπως έχει καβαλήσει το γαϊδούρι με τα πόδια ανοιχτά. Άλλο και τούτο πάλι! Είναι πράματα αυτά, κορίτσια ολόκληρα της παντρειάς, να ανοίγουνε έτσι τα ποδάρια τους και να βγαίνουνε σουλάτσο στα χωράφια; Να φαίνεται το πράμα τους, Θεέ μου συγχώρα με! Τώρα βέβαια, για δικές μας δεν μου φανήκανε, πιότερο σαν ξένες, από κείνες τις πρωτευουσιάνες γιατί να, τώρα το θυμήθηκα, φοράγανε κάτι καπέλα στρογγυλά, άσπρα σαν τα φουστάνια τους που τέτοια δεν έχεις ποτέ σου ματαδεί! Ή μάλλον, όχι, στάσου… Θυμάσαι εκείνους τους θεατρίνους, πέρυσι το καλοκαίρι, που μας έπαιξαν, πώς το ‘λέγανε ντε κείνο το έργο… ρε Μήτσο, πώς το λέγανε το έργο που παίξανε οι θεατρίνοι στην πλατεία πέρσι… Α! μπράβο, «Η ωραία Γενοβέφα». Το θυμάσαι το καπέλο που φόραγε εκείνη η ξανθιά, η ψωμωμένη ντε; Ε, τέτοιο ήτανε και των κοριτσιών. Των δυονών με τα ίδια ρούχα γιατί η άλλη, η τρίτη ήταν αλλιώτικη… Τώρα μάνα τους είναι, μεγαλύτερή τους αδερφή, δεν κατάλαβα ακριβώς. Πάντως ετούτη δω είναι πιο μεστωμένη. Είναι κείνη που κάθεται πάνω στο χολωμένο το γαϊδούρι, που σου ‘λεγα, θυμάσαι; Ίδια η Λενιώ στα νιάτα της, βρε παιδάκι μου! Την τήραγα, την τήραγα, δεν χόρταινε το μάτι μου. Με το ξανθό της το μαλλί να πέφτει στους ώμους, κι έναν ωραίο φιόγκο μπροστά πάνω απ’ το μέτωπο… Τώρα, κόκκινος ήταν, καφετής, θα σε γελάσω. Πάντως, της πήγαινε πολύ… Και κείνα τα μάτια της… σαν την ψυχή της βρε παιδί μου, καθάρια και αθώα, μάτια γυναίκας φρόνιμης, πονετικιάς και μυαλωμένης. Να της λες κάτι και να νογάει, να φεύγεις και να ‘χεις το κεφάλι σου ήσυχο. Και το κορμί, πού να ‘βλεπες το κορμί!… Ζεστό και όλο στρογγυλάδες, να γείρεις στον κόρφο της και να κουρνιάσεις και να μην θέλεις να ματασηκωθείς… Στήθια γεμάτα, αφράτα και λαχταριστά σαν γλύκισμα, να θρέψουνε παιδιά και παιδιά… Μα κείνη τη ματιά της, δεν θα τη λησμονήσω ποτέ… Είχε, πώς να στο πω, σαν κάποιο κρυφό μαράζι, σαν κάτι να τηνε λυπούσε κι άμα την κοίταγες ώρα πολλή, σου φαινόταν πως έτρεμε λίγο το χειλάκι της και πήγαινε να κλάψει. Μα ύστερα πάλι, όταν την κοίταζες από πιο μακριά, έλεγες μπα, σίγουρα λάθεψα, είναι που είναι σεμνή και ντροπαλή, κορίτσι μετρημένο κι όχι σαν κι εκείνες τις σουρλουλούδες, γι’ αυτό και ξεγελάστηκα. Σαν μεγαλύτερη, θα ‘χει στο νου της και τους άλλους… Ναι, γιατί, ξέρεις, τώρα που το καλοσκέφτομαι, αδερφή τους θα ‘τανε γιατί την είδα εγώ τη μάνα τους, λίγο πιο πέρα. Ήτανε ξαπλωμένη εκεί δα, στη σκιά, μες στο μποστάνι… Τώρα κοιμισμένη ήτανε, της ήρθε καμιά ζάλη, ποιος ξέρει, δεν κατάλαβα… «Πάρ’ τα παιδιά», της είπε, φαίνεται, της μεγάλης, «και αντείστε ίσαμε τη θάλασσα».
Ναι, σου λέω, τη θάλασσα… όχι από κει δεν φαίνεται, πιο πέρα… ο μικρός πάντως είναι ντυμένος ίδιο ναυτάκι και φοράει κι αυτός καπέλο, όχι ψάθινο, απ’ τα άλλα… Ε, καλοκαίρι σου λέει, ζέστες, άσ’τα τα παιδιά να πάνε έναν περίπατο να ξεσκάσουνε, να δροσιστούνε και λιγάκι… Άλλωστε, στο ‘πα, δεν στο ‘πα; Για χωριατόπουλα δεν φαίνουνται. Στην πόλη θα ξεχειμωνιάζουνε και άμα πιάνουν οι ζέστες, θα ‘ρχουνται στο νησί… Α! ναι, βέβαια, σε νησί είναι, το είδα καθαρά πιο κάτω, με το λιμάνι, καράβια ένα τσούρμο, κάτι ψαρόβαρκες και κόσμος πολύς μαζωμένος ένα γύρω ν’ αγοράσει ψάρια. Ε ρε και να ‘βλεπες κάτι ψάρια! Μικρά, μεγάλα, όλων των λογιών… Πλούσιο μέρος, Θύμιο μου, γιατί είναι και γιομάτο ελιές, κάτι ελιές ωραίες, να δεις, καλοθρεμμένες, που λυγάνε τα κλαριά τους απ’ τον καρπό. Μπορεί, τελικά, τα παιδιά να πηγαίνουν στα χτήματα, να βρούνε τον πατέρα τους. Τα μάτια του μικρού πάντως, θυμάμαι, είναι στυλωμένα ίσα μπροστά κι έχει ένα πείσμα στο στόμα του και γύρω στο πηγούνι, μιαν επιμονή… Τούτος δω, είπα μέσα μου, μπορεί να ‘ναι μικρός μα ξέρει κιόλας καλά τι θέλει! Σπουδαία πράματα θα κάνει στη ζωή του, να μου το θυμηθείς… Και θα τα κάνει αθόρυβα, μήτε που θα τον πάρουνε είδηση για πότε θα ξεπεταχτεί και για πότε θα κλείσει τον κόσμο στις χούφτες του… Άκου που σου λέω, τον έκοψα καλά εγώ… Και κείνη τη μια απ’ τις αδερφάδες του, την ασχημομούρα που σου ‘λεγα, θα τηνε προικίσει αυτός με τόσα και με τόσα που στο τέλος θα τηνε καλοπαντρέψει… Ε, με τις άλλες δυο δεν θα δυσκολευτεί, τόνα πίσω απ’ τ’ άλλο θα ‘ρχονται τα προξενιά… Να ‘χει το νου του μόνο να την μαζέψει λίγο τη μια, μην πάρουν τα μυαλά της αέρα και να κρατάει το βλέμμα χαμηλά, σεμνά, όμορφα σαν τη μεγάλη… Τώρα που το ξανασκέφτομαι, λες τούτη δω να ‘ναι κιόλας ερωτοχτυπημένη και να μην τονε θέλουνε οι δικοί της και γι’ αυτό να μου φάνηκε σαν βαλαντωμένη; Μπας και βρήκε κανέναν που δεν είναι της σειράς της κι έχει βάλει στο μάτι τα χτήματα με τις ελιές; Ποτέ δεν ξέρεις… Έχουνε έγνοιες τα παιδιά… ποτέ δεν ησυχάζεις…Σάμπως όλοι δεν τα περάσαμε… Για πότε ο Σταύρος μου κυνήγαγε τα πουλιά με τη σφεντόνα και να ‘τον τώρα ολόκληρος στρατιώτης! Μου ‘στειλε μια φωτογραφία επροχτές, ε ρε και να τον δεις! Ένας λεβέντης ίσαμε κει πάνω! Αμ, η μικρή… όλο κάτι ψου, ψου, ψου και μου, μου μου είναι με τις φιλενάδες της… και να τα γελάκια την Κυριακή μόλις περνάνε απ’ την πλατεία… Τώρα που η Λενιώ είναι και κρεβατωμένη με τη μέση της, άντε να την μαζέψεις… Αχ ρε Θύμιο, ωραίες οι καβαλαρίες αλλά το καλοκαίρι δεν βαστάει αιώνια, να πάρει ο διάτανος!… Τα κοίταγα, ξέρεις, και τα ξανακοίταγα εκείνα τα παιδιά στη ζωγραφιά, κοίταγα και τις άλλες ζωγραφιές, έτσι όπως τις έχουνε στήσει ένα γύρω μέσα στο δημαρχείο της χώρας κι έλεγα μέσα μου: «Αχ! Και να γινόταν να μένανε όλα έτσι, και τα παιδιά κι η θάλασσα και τα ωραία χρώματα… Να ‘μενε έτσι κι η ζωή, πάντοτε στο αρχίνισμα, με γέλια και κυνηγητά, σφιχτά κορμιά και πείσματα κι εκείνη την αποκοτιά…»