Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
(1863-1933)
ΦΩΝΕΣ
Φωνές ιδανικές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε (άνω τελεία)
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας –
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβυνει.
(1896-1904)
ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά –
έτσ’ οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν (άνω τελεία) χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μιας νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
(1896-1904)
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες (άνω τελεία)
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία(άνω τελεία)
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε (άνω τελεία)
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
(1896-1904)
CHE FECE … IL GRAN RIFIUTO
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξανάλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του.
(1896-1904)
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ
Σ’ αυτές τις σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. – Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
(1896-1904)
ΤΕΙΧΗ
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη (άνω τελεία)
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
(1896-1904)
ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων, σοφοί σε προσιόντων αισθάνονται.
Φιλοστρατος, Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον, VIII, 7.
Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή
αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.
(1905-1915)
ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια (άνω τελεία)
έτσι περιώνυμου ανθρώπου το σχήμα όταν λάβεις
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά “Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν”,
μη λείψεις να σταθείς (άνω τελεία) μη λείψεις ν’ αναβάλλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά (άνω τελεία) μη λείψεις τους διάφορους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά) (άνω τελεία) ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.
(1905-1915)
ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάνουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο (άνω τελεία)
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους – πού πια καιρός – μας συνεπαίρνει.
(1905-1915)
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
(1905-1915)
ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΪΟΥ
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ τη φύση λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη (άνω τελεία) όλα
ωραία και μεγάλα και φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα) (άνω τελεία)
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
(1905-1915)
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα(άνω τελεία)
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…
(1905-1915)
ΝΟΗΣΙΣ
Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος –
πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.
Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες…
Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.
Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδίαζονταν της τέχνης μου η περιοχή.
Γι’ αυτό κ’ η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ’ οι αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω
διαρκούσαν δυό βδομάδες το πολύ.
(1916-1918)
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΣΩΝΟΣ ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ (ανω τελεία) ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ (άνω τελεία) 595 Μ. Χ.
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής του
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα (άνω τελεία)
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.
(1921)
ΕΚΟΜΙΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ’ αισθήσεις
εκόμισα εις την Τέχνην – κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές (άνω τελεία) ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής(άνω τελεία)
σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα
συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.
(1921)
ΑΝΝΑ ΔΑΛΑΣΣΗΝΗ
Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Αλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή –
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη –
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
“Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη”.
(1927)
ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΧΩΡΟ
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ (άνω τελεία) χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
(1929)
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
(1910-1975)
ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
στο Θανάση Καραβία
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ώς τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι, ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με τη βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή “Πάτερ ημών…”
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
MAL DU DEPART
στην αδελφή μου Ζένια
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ (άνω τελεία)
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τά ’χω πια ξεχάσει,
κ’ η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
“Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…”
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θά ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ
Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθινα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ’ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
(ΜΑΡΑΜΠΟΥ, 1933)
ΠΟΥΣΙ
στην Ελένη Χαλκούση
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
– το καραβοφάναρο χαμένο –
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μεσ’ στην τιμονιέρα να με δεις.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία(άνω τελεία) θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γή.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες(άνω τελεία)
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
στο Γιώργο Κουμβαλάκη
Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι.
– Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή. –
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.
Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί;
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι πού ’κλαιγε πνιχτά μέσ’ στο ρικσά.
Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πρίν από δέκα χρόνια μεθυσμένη μού ’πες “σ’ αγαπώ”
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépot.
(ΠΟΥΣΙ, 1947)
ΓΥΝΑΙΚΑ
στον Αντώνη Μωραίτη
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με όρίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Πποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες.
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε όλογυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα τούριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σούφταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νύχτα οτυ λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ώς να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού – χίλιες οργιές –
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
Και σ’ έριξα σ’ ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε και ξαναμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ’ τον δίκαιον ουρανό
το στεριανό. το γητευτή, τον απελάτη.
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα στη διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο νάυτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.
(ΤΡΑΒΕΡΣΟ, 1975)
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
(1931)
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θυληκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτας.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού \
και άκλητη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
(ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1971)
ΤΟ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ
Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και τους νόμους του πουλάκια
κ’ εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον εμένα,
πού είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακόυμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού είν’ το Πλησιέστερο,
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θά ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες
– κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σε μένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καφχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
πού είν’ το Πλησιέστερο
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.
ΕΜΜΕΣΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ
Ευλογημένο να ’ναι το Εμπόδιο
και τρισευλογημένο.
Δέντρο ισκιερής δικαιολογίας
ότι δε φταίμ’ εμείς,
να βρίσκει δροσερήν αθώωση
ο λιποτάκτης Χειρισμός,
να κολατσίζει με το πάσο της
το μεροκαματιάρικο αλλοθί της
η Αλλοτρίωσή μας.
(ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, 1981)
ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ
Τελευταίοι Χαιρετισμοί απόψε
ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω
και χαίρε χαίρε του αποκλείεται
η θεία προθυμία να σ’ τους δώσεις.
Λιπόθυμα σωριάζονται βιολέτες
από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού
καιρού το δικαιολογημένο
έχει από πέρσι να τις δει.
Χαίρε συνέπεια λουλουδιών
προς την τακτή επιστροφή σας
χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου
τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.
Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα
που δέχεται το δικαιολογημένο
έχει να σε δει πριν την γέννησή σου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου
πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε
να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
– της μνήμης το “ελευθέρας” να πηγαίνει
όποτε θέλει να τα βλέπει
αυγή χαμένης μέρας.
Όσο για σένα κόσμε
που καταδέχεσαι να ζεις
όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη
για να καρπούνται τα δεινά
την εύφορη αντοχή σου,
που εξευτελίζεσαι να ζεις
για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ
κατά τον διάπλου
ένα εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι
τι να σου πως
χαίρε κι εσύ.
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
Σκορπίζουν
των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη και παρόν ψάχνουν να κρυγτούν
από τη διαύγειά τους.
Αραιά και πού καμιά τουφεκιά
πότε από κείνο το ευκρινές
χαράκωμα η λύπη πότε από αμυδρότερο.
Στρατηγική να δείξει τάχα
ότι έρχονται ενισχύσεις.
Ας παραδοθεί.
Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου.
Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια
αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.
Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα
όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό
μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειάς σου.
Μέρα τη μέρα πείθει πως τίποτα δεν άλλαξε
ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί
εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα
ανέκαθεν πως έτσι σ’ αγαπούσα γυρολόγα
από εικόνα σε απεικόνιση
κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.
Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν
από τη διαύγειά τους.
Αραιά και πού καμιά τουφεκιά αμυδρή
μαρτυρία υπέρ σου η λύπη
ας παραδοθεί.
Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε
είναι η απουσία μας.
(ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ, 1988)
ΓΕΝΕΑ ΥΠΑΓΕΙ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑ ΕΡΧΕΤΑΙ
Εκκλησιαστής
Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι
πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;
Έχει θαμπώσει. Νυχθημερόν το ψαχουλεύει
με τα βρωμόχερά του ο χ΄ρονος. Θέλει γυάλισμα.
Βύθισέ το σε αραιωμένο οξύ της ανάκλησης
κι ύστερα μ’ ένα μαλακό φανελένιο φωνήεν.
Μικρό αγγείο χάλκινο που σαν παγούρι μοιάζει
(για δυνάμωσε λίγο τον ήχο της παρομοίωσης
δεν ακούγεται καθόλου το νερό).
Αμφορέας λήκυθος αρύβαλλος θήκη
για αρώματα ή λάδι πριν το αγώνισμα
ν’ αλείφουν οι αθλητές τα σώματά τους
δεν έμαθα ποτέ την ονομασία του
ανοιχτή μού αφέθηκε η χρήση του
πάρ’ το είναι παλιό πολύ παλιό
απ’ τον βυθό της θάλασσας βγαλμένο
είπες και μου το χάρισες
παραμονή που θά ’φευγες ταξίδι –
κι εγώ γιατί το πέρασα για όρκο;
Απ’ τον βυθό της παραμονής που θά ’φευγες.
Μήπως δακρυοθήκη;
Στο αγώνισμα – για σώματα.
Σώματα; Για ξαναπές το. Σώματα.
Έχει θαμπώσει δεν ακούγεται. Ρώτα την αφή
θυμάται πρόφερε ποτέ αυτή τη λέξη;
– προσεκτικά συνδαύλισε, ξέρεις
η απορία ξαναθλίβει τους θανάτους.
Δεν βολιδοσκοπείς καλύτερα τα όνειρα;
Ξέρουν αυτά. Συμπράξαν στις ληστείες.
Ή μάλλον άσε τώρα
πού να φυτεύουμε νερό πάνω σε δάκρυα.
(Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, 1994)
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ
Κύριε
μη μας πάρεις άλλο
τις απώλειές μας.
Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε.
ΑΤΙΤΛΟ
Βρέχει με απόλυτη ειλικρίνεια.
Άρα δεν είναι φήμη ο ουρανός
υπάρχει
και δεν είναι το χώμα λοιπόν
η μόνη λύση
όπως ισχυρίζεται ο κάθε τεμπέλης νεκρός
(ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ, 2007)
ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
(1966)
ΣΤΑ ΟΡΥΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Φορτία σύρουν κι άμαθοι με μια λεπτή οσμή ουρανού μνήμη
Στα μάτια. Τρωγλοδύτες μιας σαν γεώμηλο ζωής
Που μεγαλώνουν οι αριθμοί κι όλο μικραίνει
Σε μιαν απέραντη αμμουδιά το κουβαδάκι ο χρόνος
Στα ποντισμένα σπίτια κι άθικτα κρεβάτια
Μυστικά όνειρα βλέπουν
Ότι έγινε πάλι πρωί ότι ήρθε καλοκαίρι
Ότι μύρισαν τα φασκόμηλα κι έστριψε το κλειδί
Όμως κανείς κανείς δεν είπε τίποτε κανείς δεν ξέρει
Πόσοι γεννήθηκαν εχθές και ποιοι χαθήκαν ανώνυμοι
Όπως έντομα φαιά στα ορυχεία της πέτρας.
ΕΡΩΤΑΣ
Να σε κάνει ο έρωτας όπως το έαρ οι μέλισσες
Υπήκοο του αφανούς κόσμου
Και να μην ξέρεις να μετράς διαστήματα φως
Διαστήματα μουσική
Σε μια πτώση απέλπιδη σαν ικεσία
Μ’ αναγνωρίζουν όσοι δεν γνώρισα κι ακόμη τώρα
Εντέλλονται οι άνθρωποι μα τους προδίδουν τα γεγονότα
Στη σελίδα που έγραφες – λιμνάζουσα σ’ εσέ σελήνη που
Μπορείς και να τα πεις βουνά – πριν μιας αποδημίας
Τα λεπτά φρύγανα παρασύρουν το χώμα
Αραιά κι ανοίγοντας τις παλάμες τις άλλες
Πιο πολύ πιο πολύ δυνατά τα ναναρίσματα φώτα
Τι ωραία τι ωραία με παίρνεις!
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΟΣ
Ευθεία
Δεν έχει τέλος το τέλος. Ακατάπαυστα επιστρέφοντας
Η αρχή η πρώτη φορά που σ’ αναγνώρισα μέσα σε ύπνο
Μεσημέρι. Δύτες ενός κατά φαντασίαν κυανού που αυτό μόνον
Υπάρχει κρατούν από τα γένια του Πριάμου τη ζωή
Θρυμματισμένοι που όλο και κάτι πιο πολύ τους λείπει
Απορούν μέσα στις καρποδόχες οι άνθρωποι και
Φωνές των ερειπίων κενές καμάρες συστέλλοντας
Το εκεί φως
Ένα βήμα σου σε σταματά η μία κι αναπάντεχη πάντοτε αλήθεια
Ευθεία. Δεν έχει τέλος το τέλος.
ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ
Το σπίτι που με κατοικεί και με διαβάζει
Με τα φωνήεντα του σώματος βουβά
Βαραίνει ό,τι αφαιρεί ο καιρός και με τους δύο
Ανέμους του συγκατανεύει
Μια επιφάνεια το μεσονύχτιο νά ’ναι κι αυτή – Εσύ –
Μικρό επινόημά μου
Όπως σε λίγο λίγον έρωτα ξεπροβοδίζει ο χρόνος
Το άσπρο του χαρτί συλ λα βι στά ώσπου
Να το προφέρει όλο
Το αρσενικό της όνομα η αγάπη
Μια μαντική εφευρίσκοντας του σκότους. Μία
Αιφνίδια καταπακτή των φαντασμάτων
Που ήμουν που θα υπάρξω μητέρα σου.
(ΕΥΧΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙ, 1997)
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΩΝ
V
ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΣΤΟΡΑ
Βαριά – όπως ο ύπνος θροίζει στα περάσματα
Από τις καρυδιές το μεσημέρι
Και προχωρά το σπίτι με τις πέτρες του λοξά
Γλιστρώντας μες στα σέλινα καράβι.
Άκου των χόρτων την αναπνοή
Του Αγίου Νέστορα των καντηλιών τον κτύπο
Της σκάλας τον πιο άγριο τον καλπασμό
Όταν ξυπνούν μέσα στις γούρνες τα νερά
Κι ανατριχιάζουν οι αίγες
Σημεία με τα μάτια γράφοντας στον ουρανό:
Μια σκεπή, ένα φτερό, κάτι σαν βέλος, λες
Για κείνο που-δεν-ξέρεις
Και πλένεις στην πηγή τα νέα σου όνειρα
Αργά κι άλλα τρεχούμενα φιλιά
Κατεβάζοντας μες στη χούφτα σου ζεστός ο αέρα
Λίγο λίγο το καλοκαίρι.
Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΤΑΦΡΟΥ
ΙΙ
Μικρογραφίες ονείρων
Προσεκτικά τοποθετημένες σ’ ερμάρια
Χλευάζουνε σιωπηλά τις καταστροφές των αιώνων.
Βουίζοντας στον αέρα η σφίγγα χρυσή
Ο διπλούς πέλεκυς – σαν άγγελος με το πλάι
Το πουλί που του άναψε φιτίλι ο άνεμος
Δυο κουβαρίστρες με την αόρατη κλωστή τους
Να δένει έναν έναν τους επισκέπτες
Εδώ…
Μπροστά απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
Που ολοένα δείχνει να πλησιάζει
Κι ολοένα ν’ απομακρύνεται γενειοφόρος θεός των ήχων
Μοιράζοντας κλωνάρια, κλωνάρια σιωπή.
Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΕΔΟΝΤΑ
ΙΙΙ
Νύχτωσε λένε εδώ
Όπως αλλού “έτοιμοι για αποβίβαση”
Ή “έφτασε, έφτασε το τραίνο”
Λίγο κι όλο πιο λίγο φως
Μετακινεί τις πέτρες, τα χαλάσματα:
Σπίτια με μόνο το κατώφλι τους
Σπίτια που χάθηκαν μες στα όνειρα
Μ’ ανάμεσά τους ακούγονται πατήματα
Αιώνες τώρα περιμένοντας –σπίτια– νέους κατοίκους
Πιο κάτω καθαρά μοιάζει πλακόστρωτο
Με ψιλοβρόχι
Στη στροφή περασμένα δυο φιλιά που αποκοιμήθηκαν
Προ-χω-ρούνε
Τρίμματα ήχων απ’ αλλού
“Μακριά κυλάει το ποτάμι… μακριά
Κι είμαι δεμένος στο κατάρτι… μακριά”
Ζεσταίνουνε τον άνεμο αγγίγματα
Κι όλο πυκνώνει αργά η ομίχλη
Ανεβαίνοντας ολόκληρη την πλατεία
Μακριά
Θολώνουνε τα τζάμια όπως βλέμματα
Και με το δάχτυλο ζωγραφίζεις ψηλά
Το νέο φεγγάρι.
(11 ΤΟΠΟΙ ΓΑΙ 1 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, 2006)
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
ΑΠΛΩΝΕΙ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ γύρω τις κούκλες. Μετά διαλέγει μία μικρή, πήλινη που παριστάνει έναν άντρα ώριμο με κασκέτο. Την τοποθετεί ανάσκελα σε μάυρο επίμηκες κουτί και επαναλαμβάνει – ακόμα μια φορά – τη σκηνή: Κόσμος με μαύρα στο σπίτι. Κάποιοι έρχονται να σηκώσουν το κουτί. Σε μια κίνηση σχεδόν κάθετη η κούκλα, ο άντρας μέσα, ελαφρά γλιστρά λίγο πιο κάτω, ανίκανος να κρατηθεί. Από τη ζωή. Πιο πίσω η μάνα κι η αδελφή της κλαίνε. Αυτή μένει άναυδη. Τι κρίμα που δεν του είπε ποτέ: σ’ αγαπώ. Πατέρα.
ΛΙΜΑΝΙ. Φερέοικοι εξ ανάγκης. Με μόνο τ’ απαραίτητα: τη ζωή τους. Ζητούν να βρούν φορτηγό κάπου, κάπως, να κρυφτούν. Πλοίο που θα τους περάσει, αθέατους, αλλού να μπουν μέσα. Ένα αστυνομικό πλησιάζει στην αποβάθρα. Κατεβαίνουν ένστολοι κι ερευνούν τη νόμιμη επιβίβαση. Απ’ τ’ απέναντι διαμερίσματα κάποιοι κοιτούν και κλείνουν τα παράθυρα να μην μπει ο αέρας, να μην τους φτάσουν οι φωνές, νύχτωσε. Ανοίγουν την τηλεόραση. Αθώοι και ήρεμοι μέσα στο σπίτι!
ΥΠΟΓΕΙΟ ΣΠΙΤΙ που μυρίζει γη. Μόνη μια γραία μέσα, τοποθετεί ποτήρια μ’ ένα υγρό καφέ κι άλλα κενά, επάνω στο τραπέζι. Μετά, αργά πολύ μεταγγίζει το υγρό από ποτήρι σε ποτήρι, δυό, τρεις τέσσερις, εκατό φορές. Η ζύμωση του χρόνου θέλει επιμονή, μονολογεί, σαν το σταφύλι. Ύστερα κάθεται κουρασμένη να πιει το ποτό που ετοίμασε. Έξω στο πεζοδρόμιο διαβάτες προχωρούν βιαστικοί. Φαίνονται μόνο λίγο τα παπούτσια τους απ’ το παράθυρο. Που δεν γυρνά κανείς να το κοιτάξει. Κρίμα, δεν ήρθαν τα παιδιά, σκέφτεται. Στην καρέκλα την παίρνει ο ύπνος. Κι απόψε. Σαν πάντοτε.
ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΜΑΚΡΙΝΗ από λίθους και πλίνθους, “σκέπασμα κωλυτικόν φθοράς υπ’ ανέμων και όμβρων”, είπαν. Και κλείδωσαν κάτω από μια σκεπή την πλατυτέρα των στεναγμών, την ψυχή μας. Χάρτες οδικοί μετά σημειώνουν και φωτογραφίες αέρος δείχνουν τα αυθαίρετα: χρόνια, προσδοκίες, προσπάθειες –για τι;– ερώτων παίγνια κάποτε, αληθινή συμπυκωνμένη σε λίγα εικοσιτετράωρα ζωή, γαλανό ουρανό σπουδάζοντας. Ύστερα, και πολύ μετά, νέα παιδιά συλλαβίζοντας απ’ την αρχή. Ζωή. Θα καταφέρουν να εντοπίσουν σε άλλα χαλάσματα ανάμεσα, το σπίτι. Ποια κτηρική αντωνυμία θα βάλουν πλάι του. Αδιάφορο. Πια.
(ΤΟ ΣΠΙΤΙ, 2012)