του Στέφανου Οικονόμου
Ο πλατωνικός Σωκράτης της Πολιτείας σκηνοθετεί αριστουργηματικά το δίπολο Άστεως/Πειραιά, με την «κάθοδο» (« Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ»[1] ) του γηγενή αριστοκράτη Αδείμαντου από το Άστυ στο πειραιώτικο σπίτι του Πολέμαρχου, αδελφού του μέτοικου /«βιοτέχνη»/ρήτορα Λυσία. Το σπίτι αυτό, για την ακρίβεια την αυλή του, επιλέγει ο Πλάτωνας ως μικρογραφία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας – με τους δέκα αρχικούς συνομιλητές, αριθμός που παραπέμπει στις ισάριθμες φυλές της κλεισθένειας μεταρρύθμισης -, ως σκηνικό της ανελέητης κριτικής του στη δημοκρατική Αθήνα. Το ίδιο δίπολο – σε διαφορετικά συμφραζόμενα αλλά και στις διαχρονικές ιστορικές, ιδεολογικές, πολιτικές και αισθητικές αναφορές του – παράγωγο της απόφασης για την εγκατάσταση της μετεπαναστατικής πρωτεύουσας στην Αθήνα, ξαναβρίσκει και περιγράφει θαυμάσια ο Νίκος Μπελαβίλας, σε κάποιες από τις συναρπαστικότερες σελίδες του βιβλίου του, στον αρχικό σχεδιασμό για την ίδρυση του νεώτερου Πειραιά.
Ένα βιβλίο ορόσημο στην ιστοριογραφία της πόλης: έργο ζωής και ταυτόχρονα αξεπέραστο σημείο αναφοράς. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι οποιαδήποτε μελλοντική έρευνα για τον Πειραιά θα κινείται μέσα στους ορίζοντες και ακολουθώντας τις προοπτικές που διαγράφει. Με τον επιβλητικό όγκο πρωτογενούς υλικού, με τις χαρτογραφικές αποτυπώσεις, τις τοπογραφήσεις, τους ναυτικούς και στρατιωτικούς χάρτες – δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να αναφέρω τους καταπληκτικούς Karten von Attika των Curtius/Kaupert – με το σπάνιο φωτογραφικό υλικό, αξιοποιεί σχεδόν εξαντλητικά τα διαθέσιμα αρχειακά corpοra. Όπως αξιοποιεί και συνθέτει ένα ευρύ φάσμα δευτερογενούς, ήδη συνθετικού, υλικού – τελείως ενδεικτικά τις μελέτες της Μαλικούτη, του Τσοκόπουλου, της Αγριαντώνη – καθώς και μονογραφίες, όπως της Λήδας Παπαστεφανάκη για την υφαντουργία ή της Renee Hirschon για την προσφυγική Κοκκινιά.
Το αποφασιστικό και ρηξικέλευθο όμως τόλμημα του έργου, από το οποίο αντλεί τη δυναμική του καθώς και την αναμφισβήτητη γοητεία του, είναι η μεγάλη χωροχρονική του εμβέλεια, Από τον προεπαναστατικό έρημο τόπο στον αμφιλεγόμενο μοντερνισμό της απριλιανής δικτατορίας, όλη η ακτογραμμή από το Φάληρο μέχρι το Πέραμα και ένα μεγάλο ημικύκλιο της ενδοχώρας, από τις εκβολές του Κηφισού ανατολικά έως τις υπώρειες του Αιγάλεω δυτικά, διασχίζοντας στα βόρεια τον Ελαιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να προσθέσουμε και τη θαυμάσια «γραφή» του Νίκου Μπελαβίλα που δεν αποτελεί απλό υφολογικό περίβλημα αλλά είναι οργανικά δεμένη με την ιστορική του προσέγγιση. Εντυπωσιάζει η συνύπαρξη, συχνά στο διάστημα δύο-τριών σελίδων, εξαιρετικά επεξεργασμένων αναλύσεων και ερμηνευτικών υποθέσεων – και πάλι ενδεικτικά, το Δημοτικό Θέατρο ως στροφή της πόλης προς τον «εξευγενισμένο» αστικό χώρο της, σε αντιδιαστολή με το υποβαθμισμένο λιμάνι ή ακόμη η αναπάντεχη ανάδειξη κάποιων μοντερνιστικών πτυχών στα «γερμανικά» της Κοκκινιάς – και στοιχείων που υφολογικά ανήκουν στον Κατάλογο ή ακόμη και στον Ταξιδιωτικό Οδηγό – παραθετική ονοματολογία κτηρίων, υποδομών, ανθρώπων με έναν ελάχιστο ή πολύ σύντομο υπομνηματισμό. Ανάμεσά τους διάσπαρτες πολυάριθμες μονογραφίες-μινιατούρες για κτήρια, υποδομές, σχέδια, γειτονιές. Ο τριμερής αυτός ρυθμός οργανώνει μία πολυεπίπεδη αλλά αδιατάρακτη, συνεχή αφήγηση και ο αναγνώστης αισθάνεται, θα έλεγα στο πετσί του, την επιτακτική ανάγκη του συγγραφέα. να αποτυπώσει και το ελάχιστο υλικό ίχνος, να διασώσει και την παραμικρή μαρτυρία, να καταγράψει και να γράψει μιαν «ολιστική» ιστορία μακράς διάρκειας. Σχεδόν αυθόρμητα, ο Πειραιάς του Νίκου Μπελαβίλα παραπέμπει, τηρουμένων των αναλογιών στα μεγέθη, στη Μεσόγειο του Μπρωντέλ ή στο Languedoc του Le Roy Ladurie
Σε μια παρόμοια αντίληψη προτεραιότητα, μεθοδολογικά και περιγραφικά, έχουν οι εδαφικές διαμορφώσεις, οι χωροταξικές δομές, οι κατανομές και ανακατανομές των ποικίλων δραστηριοτήτων, οι στατιστικές αναλύσεις, οι υπόγειες συνέχειες, οι δομικές αλλαγές, οι ταξινομικές κατηγορίες, οι σειριακές επεξεργασίες. Σε αυτά ακριβώς τα πεδία η συμβολή του βιβλίου είναι ανεκτίμητη, καθώς παρακολουθεί συστηματικά, αναλύει κριτικά και επεξεργάζεται εξαντλητικά την πορεία της πόλης μέσα από τις συνέχειες και τις τομές της: τα πρώτα βήματα της αστικοποίησης με βάση τον αρχικό σχεδιασμό, η βιομηχανική έκρηξη από το τελευταίο τέταρτο του ΙΘ αιώνα, οι επεκτάσεις και υποδομές του λιμανιού, οι πληθυσμιακές ροές, οι χώροι και τρόποι κατοίκησης, η διαφοροποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Στη συνέχεια η βαθειά τομή της προσφυγικής πλημμυρίδας, η σταδιακή κατάληψη της ενδοχώρας, η δεύτερη βιομηχανική εκτίναξη, η διαμόρφωση της μεγάλης εργατούπολης, οι νέες ταξικές διαστρωματώσεις και συγκρούσεις του μεσοπόλεμου. Τέλος, η τραυματική εμπειρία του πολέμου με τις καταστροφές σημαντικού τμήματος των υποδομών, η μεταπολεμική ανάκαμψη, η ανάπτυξη του ναυτιλιακού μετώπου και των Υπηρεσιών, η – συχνά καταστροφική – ανανέωση του κτηριακού δυναμικού, τα μοντερνιστικά εγχειρήματα, μέχρι την αποβιομηχάνιση, τη δημογραφική στασιμότητα και τις rust zones του τέλους του Κ αιώνα. Εμβόλιμο, ως ιντερλούδιο, το εξαιρετικά τεκμηριωμένο, και εμπλουτισμένο με τα πιο πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα, Κεφάλαιο για το πάντα ακανθώδες και επίκαιρο πρόβλημα των αρχαιοτήτων και της διαχείρισης τους.
Στo Σημείωμα του συγγραφέα διαβάζουμε: « ο «εκτός των τειχών» Πειραιάς, της φτωχολογιάς και των προσφύγων, ωσάν να αποτελούσε πάντα θέμα ταμπού για τους Πειραιώτες ιστορικούς. Δεν ήταν αυτοί που έγραψαν την ιστορία της προσφυγούπολης» (σελ.519) Στην ιστοριογραφική όμως προοπτική του βιβλίου είναι εξαιρετικά δύσκολο, ex ante, να αποτυπωθεί η οποιαδήποτε ετερογενής «γραφή», να ακουστεί η οποιαδήποτε ιδιωματική «φωνή», ο οποιοσδήποτε λόγος που παρεμβάλλεται στη «μεγάλη αφήγηση», τέμνει τις διαχρονίες ή διαταράσσει τις συγχρονίες. Όχι μόνο οι χαμηλές φωνές πίσω από τις μάντρες αλλά και εκείνες των υποβλητικών μεγάρων ή των πνευματικών ελίτ. Κατά τρόπο παράδοξο αλλά απολύτως συνεπή οι άνθρωποι και οι ιδέες τους, ωστόσο πανταχού παρόντες/ουσες σε κάθε σελίδα, εξατμίζονται: καταλογοποιούνται, εδαφοποιούνται, κατηγοριοποιούνται, ταξινομούνται, μετατρέπονται σε αντανακλάσεις, εκφράσεις παγιωμένων δομών. Δυο μόνο παραδείγματα, ακραία ίσως αλλά αντιπροσωπευτικά της δυσκολίας αυτής. Στο γύρισμα του ΙΘ αιώνα δρομολογούνται κάποιες σημαντικές αλλαγές που σταδιακά θα σημαδέψουν βαθειά τη φυσιογνωμία της πόλης. Το βιβλίο τις αναλύει διεξοδικά, μέσα από τη νέα δομή των επενδύσεων, τις τεχνολογικές καινοτομίες, την οργάνωση της παραγωγής, την ίδρυση της ΓΣΣΕ και του ΣΕΚΕ, αναφέροντας ονομαστικά κάποιους από τους πρωταγωνιστές τους, παραλείποντας κάποιους άλλους. Πουθενά όμως δεν ακούμε το δικό τους λόγο, τη δική τους φωνή, το δικό τους σχόλιο. Ο Ηλίας Αγγελόπουλος, παρών σε αρκετές σελίδες, λαμπρός απόφοιτος της γαλλικής École des Ponts et Chaussées – ενός από τα πιο γόνιμα φυτώρια των πρώτων ελλήνων μηχανικών – είναι βέβαια ο πρωτοπόρος του οπλισμένου σκυροδέματος και ο ένθερμος θιασώτης της Τεχνικής Εκπαίδευσης που έχει συνδέσει το όνομα του με σημαντικά τεχνικά έργα του Πειραιά. «Αι Κοινωνίαι έχουν ανάγκην υπηρετικών τάξεων»[2] υποστηρίζει στην ομιλία του για τα εγκαίνια της «Εσπερινής Σχολής Τεχνιτών», υιοθετώντας ένα ορθολογικό αλλά αυστηρά ιεραρχικό παραγωγικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο οι εργάτες/τεχνίτες πρέπει να εκπαιδεύονται και μάλιστα ποιοτικά, όμως τόσο μόνο όσο είναι απολύτως αναγκαίο και μόνο στις απαραίτητες επαγγελματικές δεξιότητες. Στο αντιδιαμετρικό άκρο ο Ηρακλής Αναστασίου, ο σκοτεινός – βιογραφικά – αναρχοσυνδικαλιστής «εργάτης από τον Πειραιά»[3], απουσιάζει από το βιβλίο αρθρώνει όμως το δικό του λόγο για να διατυπώσει, σε μία απολαυστική καθαρεύουσα, την άποψη ότι παρόμοιες «αναμορφώσεις και παντοία μπαλώματα»[4] – που είχαν ξεκινήσει, ψηλαφητά, αρκετά χρόνια πριν την ομιλία του Αγγελόπουλου – αποθαρρύνοντας την «ιδιοφυίαν και την ανωτέραν παίδευσιν»[5]των φτωχών, αποτελούν εμπόδιο ακριβώς στην ορθολογική παραγωγή και διανομή του κοινωνικού πλούτου που επιτρέπει «η πρόοδος της επιστήμης στη γεωργία, τη βιομηχανία, τη μηχανική»[6]. Λόγοι αιρετικοί, με σαφείς ταξικές αναφορές, δεν αποτελούν ωστόσο διαυγείς, ευθύγραμμες εκφράσεις μιας ήδη συγκροτημένης και ομοιογενούς αστικής τάξης, της οποίας τη διαφθορά[7] και αναποτελεσματικότητα – ορισμένες πρακτικές και αντιλήψεις θεωρούμενες ως επιτομή της επιχειρηματικότητας – επικρίνει συχνά ο Αγγελόπουλος, ούτε της εργατικής, της οποίας την αποκτήνωσιν[8] – κάποιους λαϊκούς κώδικες, θεωρούμενους ως παραδοσιακά αυθεντικούς – προβάλλει εμφατικά ο Αναστασίου. Φωνές τεθλασμένες, συγκλίνουσες και ταυτόχρονα αποκλίνουσες, όπου ακούγεται η πολυφωνική ηχώ των επιχειρηματικών συμφερόντων και στρατηγικών αλλά και των όψιμων σαινσιμονικών επιρροών της Ponts et Chaussées, των πλατωνικών αναγνώσεων του αυτοδίδακτου αρχαιολόγου/φιλόλογου Αγγελόπουλου – ο τεχνοκρατικός μύθος – των αγωνιστικών διεκδικήσεων της καθημερινότητας αλλά και των ιδεολογικών αναζητήσεων του Αναστασίου, του πρώτου, ίσως, έλληνα συνδικαλιστή που αναλύει συνεκτικά την κρίση υπερπαραγωγής στο περιβάλλον του διεθνούς ανταγωνισμού, την προλεταριοποίηση των «επαγγελμάτων» και την επικείμενη αυτοκατάργηση του καπιταλισμού – ο επαναστατικός μύθος.
Οι φωνές αυτές, ανάμεσα σε πολλές άλλες, παρόμοιες και διαφορετικές, σε όλες τις τονικές κλίμακες, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ιστορίας του Πειραιά. Λιγότερο ανιχνεύσιμες από τα υλικά κατάλοιπα, επέβαλαν συνειδήσεις, διαμόρφωσαν νοοτροπίες, παρήγαγαν νοηματοδοτήσεις, συχνά συγκρουσιακές, ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τους « του μέτρου και του διαβήτου χειριστές»[9] που σχεδίασαν την πόλη, πίσω από τα «βιομηχανικά κάτεργα»[10], πίσω από τα κινήματα, τις απεργίες, τις ετερόκλιτες διεκδικήσεις, την επινόηση και αποδόμηση ταυτοτήτων – των τάξεων, της πόλης, των ανθρώπων της. Από τον Αλέξανδρο Πάλλη που έμαθε τα πρώτα του γράμματα στον Πειραιά και μας έδωσε την έξοχη μετάφρασή του της Ιλιάδας μέχρι το Δημοσθένη Βουτυρά που παράτησε τα γράμματα του Σχολείου για τις σκληρές, λιτές «αστικές ηθογραφίες» του. Από αυτούς που έμειναν πεισματικά στην πόλη, το Βολανάκη, τον Πορφύρα σε αυτούς που την εγκατέλειψαν οριστικά, τον Τέτση, το Νιρβάνα, περνώντας από αυτούς που πήραν μαζί τους ολόκληρα κομμάτια της και τα έκλεισαν στο έργο τους, ο Μήτσος Παπανικολάου στην «καταραμένη » ποίησή του, ο Μιχάλης Οικονόμου στα ονειρικά θαλασσινά τοπία του. Από τους αυτοδίδακτους μαρξιστές εργάτες – τον Ηλία Γεωργοπαπαδάκο, το μανιάτη αρχειομαρξιστή αρτεργάτη και κατόπιν Πρόεδρο των Αρτοποιιών του Πειραιά, σημαντική μορφή των μεγάλων απεργιών του 21- 23 που δολοφονήθηκε από στελέχη του ΚΚΕ σε συμπλοκή για την κατοχή μιας συλλογής σοσιαλιστικών βιβλίων και εντύπων! – στους σπουδαγμένους αστούς διανοούμενους, το Μάριο Πλωρίτη, τον Ευάγγελο Παπανούτσο. Από τους «Βιομηχάνους και Εμπόρους Πειραιώς»[11], στους οποίους ο Παντολέων Καμπούρογλου αφιερώνει το πρώτο σοβαρό ιστοριογραφικό εγχείρημα για την πόλη, το 1883, μέχρι τους 3000 καταγεγραμμένους άπορους – σε συνολικό πληθυσμό 30000 – της ίδιας χρονιάς.
Το Δημοτικό Θέατρο, στην τομή δύο κεντρικών λεωφόρων, κουβαλάει όλο το συμβολικό βάρος της αστικής ηρωικής μυθολογίας που έχουν η Όπερα της Βιέννης με την Ρινγκστράσσε ή η Όπερα του Γκαρνιέ στην συμβολή των μεγάλων παρισινών βουλεβάρτων, όμως η αστική μυθολογία – ηρωική, κωμική ή παρακμιακή – διαμορφώνεται εξίσου από απίθανους θιασάρχες/επιχειρηματίες, όπως ο καφεπώλης Στέφανος Χρυσοστομίδης, στη σκηνή του οποίου, στο Πασαλιμάνι, συνυπάρχουν κάποτε τρίτης διαλογής, σχεδόν πορνογραφικά, μουσικοδράματα με παραστάσεις του Βεάκη. Από τις κοσμικές παραστάσεις στο θέατρο του Φαλήρου τις οποίες σχολιάζει στο ημερολόγιό του ο Καβάφης. Από θιάσους, όπως των Κοτοπούλη/Κυβέλης, από μεταφράσεις, όπως του Στρατήγη με τον εμβληματικό Ντον Κάρλος του Σίλλερ. Από τα βαριετέ για τον «καλό κόσμο» του «Λελούδα» στη Ζέα αλλά και τον τεκέ του Νταλαβέρη που μας χάρισε μερικές από τις σπαρακτικότερες σελίδες του Λαπαθιώτη. Από νέους θεατρικούς συγγραφείς σαν τον Αρίστο Καμπάνη, από σκηνοθέτες του αναστήματος ενός Δημήτρη Ροντήρη που φιλοδοξούσε να αναγκάσει τους Αθηναίους να κατεβαίνουν στον Πειραιά προκειμένου να δουν θέατρο (πιθανόν, δική μου υπόθεση, διακριτική ειρωνική αναφορά στην Πολιτεία).
Στο γύρισμα της τελευταίας σελίδας μένει κανείς με την αίσθηση πως βρίσκεται μπροστά στον πρώτο τόμο ενός πραγματικού magni operis: Η Ιστορία της πόλης του Πειραιά, I, Οι χώροι, οι δομές και η οργάνωσή τους. Αυτό καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη για τον δεύτερο τόμο – το υλικό υπάρχει, είναι ογκώδες και δαιδαλώδες, πιστεύω όμως ότι ο Πειραιάς διαθέτει αρκετούς ερευνητές και στοχαστές του διαμετρήματος του Νίκου Μπελαβίλα που σύντομα θα τον γράψουν – II, Οι άνθρωποι , οι ιδέες και τα έργα τους. Ένας τόμος που θα ήταν για την Ιστορία της πόλης του Πειραιά περίπου ότι οι Uncommon People για την μεγάλη τριλογία του Hobsbawm.
ΥΓ: Μία μικρή «τεχνική» επισήμανση, στην καθόλα άψογη Έκδοση της Αλεξάνδρειας. Θα ήταν νομίζω χρήσιμο, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, οι παραπομπές να αναφέρονται στις πρωτογενείς πηγές, Αν θέλει κάποιος, λόγου χάρη, να διαβάσει την επιγραφή για τους νεώσοικους πρέπει να ανατρέξει στο βιβλίο του Σταινχάουερ, στο οποίο παραπέμπει η αντίστοιχη Σημείωση, αντί να πάει κατευθείαν στην IG II (2) 1629, στ. 1030-1035, άμεσα προσβάσιμη στο διαδίκτυο.
[1] Πολιτεία 37a
[2] Ηλίας Αγγελόπουλος: «Λόγος εκφωνηθείς εν τη αιθούση του Βαρβακείου Λυκείου κατά τα εγκαίνια της Εσπερινής Σχολής Τεχνιτών» στο Ελληνική Βιοτεχνική Εταιρεία, Έκκλησις, σελ. 8. ,1921
[3] Η μόνη βιογραφική αναφορά, στη βιβλιογραφία που μπόρεσα να συμβουλευτώ
[4] Ηρακλής Αναστασίου:« Η Ελλάς υπό κοινωνιστικήν έποψιν». Σοσιαλιστής, Ιούλιος- Αυγουστος 1893
[5] Ηρακλής Αναστασίου, ο.π.
[6] Ηρακλής Αναστασίου: «Ποία η μορφή του σημερινού Οργανισμού της Κοινωνίας», Εργάτης, Βόλος 1911(;)
[7] Ηλίας Ι. Αγγελόπουλος, «Το Κράτος και τα εν Αθήναις Έργα. (Ομιλία του κυρίου Ηλία Αγγελόπουλου εν τη αιθούση του Συλλόγου Παρνασσός τη 14η Ιανουαρίου 1929)», Έργα 5ο (30 Ιανουαρίου 1930), σελ. 448-449.
[8] Ηρακλής Αναστασίου:« Οι Βάρβαροι», Σοσιαλιστής, Δεκέμβριος 1893
[9] Ηλίας Αγγελόπουλος, «Λόγος εκφωνηθείς….» ο.π., σελ. 9
[10] Ηρακλής Αναστασίου: «Τα εν Πειραιεί βιομηχανικά κάτεργα», Σοσιαλιστης, Απρίλιος 1893
[11] Παντολέων Καμπούρογλου: «Ιστορία του Πειραιώς από του 1833-1882 έτους», Ασμοδαίος, εν Αθήναις 1883, Ψηφιοθήκη ΑΠΘ σε μορφή pdf, σελ. 3
Νίκος Μπελαβίλας : Ιστορία της πόλης του Πειραιά, 19ος και 20ος αιώνας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2021
Βρες το εδώ