Έλενα Χουζούρη.
Θυμάμαι ότι ο θάνατος του Γιάννη Κοντού, τον περασμένο Ιανουάριο, σήμανε για μένα το τέλος μιας εποχής. Λάθος μου. Το τέλος αυτής της εποχής σηματοδοτεί ο θάνατος της Κάτιας Λεμπέση. Και οι δύο αυτοί θάνατοι τόσο κοντά χρονικά ο ένας με τον άλλον κλείνουν το άλμπουμ με τις φωτογραφίες του «Κέδρου» τα τελευταία τριάντα χρόνια. Φωτογραφίες από ένα σενάριο όπου πρωταγωνιστεί η αφρόκρεμα της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής, με την Κάτια και τον Γιάννη στο κέντρο ή μάλλον στα γραφεία τους, το ένα σχεδόν απέναντι από το άλλο, το ένα μια απόσταση αναπνοής από το άλλο, στην ίδια αίθουσα, στον πέμπτο όροφο, στην οδό Γενναδίου. Η Κάτια, αναμφισβήτητη οικοδέσποινα, ευγενική, ήρεμη, χαμηλότονη, κάπως απόμακρη, σύμφωνα με την αστική της καταγωγή και αγωγή. Ο Γιάννης, το δεξί της χέρι, θορυβώδης, κινητικός, χαριτωμένα παραπονιάρης, γεμάτος ερωτηματικά και παιδικές απορίες. Αναλογίζομαι ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι, ψυχή και νους του Κέδρου, συμπορεύτηκαν μαζί σχεδόν τρεις δεκαετίες, χώρισαν πριν λίγα χρόνια μ’ έναν τρόπο παράδοξα άδικο και ίσως μοιραίο και για τους δυο, για να ξαναβρεθούν μαζί τώρα, στο κάπου αλλού, με λίγους μόνον μήνες διαφορά ο ένας από την άλλη. Οι πολλές εικόνες που συνιστούν το σενάριο-ντοκυμαντέρ «Κέδρος» συνωστίζονται γύρω από τα δύο αυτά σημαδιακά και εξαιρετικά σημαίνοντα πρόσωπα για την ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων τριάντα χρόνων. Εικόνες με την Διδώ Σωτηρίου, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιώργο Ιωάννου, την Άλκη Ζέη, τον Ανδρέα Φραγκιά, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Κώστα Μουρσελά, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Μένη Κουμανταρέα, τη Μάρω Δούκα, τον Αλέξη Πανσέληνο, τον Χριστόφορο Μηλιώνη, τον Πέτρο Αμπατζόγλου, τον Τάσο Γουδέλη, τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, τον Θανάση Νιάρχο, τον Κωστή Γκιμοσούλη και αργότερα, τον Νίκο Θέμελη, τον Γιάννη Βαρβέρη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο και..και…δύσκολο να τους θυμηθείς όλους και όλες. Ανάμεσα σ’ αυτούς η Κάτια είχε τις δικές της αγάπες, ο Γιάννης τις δικές του. Η Διδώ, η Άλκη, ο Μένης, ο Τίτος, η Μάρω, ο Πέτρος, ο Νίκος, ήταν οι καρδιακές προτιμήσεις της Κάτιας. Ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Τίτος, ο Μένης, ο Κωστής, ο Αλέξης, καθώς και οι ποιητές της γενιάς του, έκλεβαν τα συναισθήματα του Γιάννη. Δεν ήταν γραφεία αυστηρού εκδοτικού οίκου, με την στενή και γραφειοκρατική έννοια του όρου, εκείνα του 5ου ορόφου. Κέντρο διερχομένων συγγραφέων, ποιητών, και γενικότερα διανοουμένων και ανθρώπων της τέχνης ήταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσεις μια μέρα και να μην συναντήσεις κάποιους από αυτούς η αυτές να κάθονται και να κουβεντιάζουν είτε με την Κάτια είτε με τον Γιάννη. Ανάμεσά τους να κυκλοφορεί το αγαπημένο σκυλάκι της Κάτιας, η Άλμα, όμοια με την Μιλού του Τεν-Τεν, μασκότ του Κέδρου. Αυτές οι εικόνες όμως δεν έχουν σκηνικό μόνον τα γραφεία της οδού Γενναδίου, ούτε μόνον συζητήσεις για βιβλία, συγγραφείς αλλά και πολλά γέλια είναι αλήθεια, έχουν και το φιλόξενο σπίτι της Κάτιας, στο Παλιό Ψυχικό, όπου τα αξέχαστα αποκριάτικα πάρτι της. Θυμάμαι σ’ ένα τέτοιο πάρτι-πρέπει να ήταν το 1992- την Διδώ να εφορμά κυριολεκτικά προς το μέρος μας και να δηλώνει με περηφάνια σαν να ανακοίνωνε κάποιο σκορ, «πέντε εγκεφαλικά»! Θυμάμαι τους χορούς που ρίξαμε σ’ ένα άλλο πάρτι μεταμφιεσμένων με τον Πέτρο Αμπατζόγλου, ο οποίος είχε ένα φοβερό μαύρο χιούμορ. Κι ανάμεσα σ’ όλο αυτόν τον εκλεκτό κόσμο της διανόησης, της συγγραφής, της ποίησης, της ζωγραφικής, και της δημοσιογραφίας, αδιαφιλονίκητη οικοδέσποινα η Κάτια, με την Άλμα από κοντά. Πότε ήταν που η Κάτια έπαψε να μας δεξιώνεται στο σπίτι της; Πρέπει να ήταν στις αρχές του νέου αιώνα. Οι δυο στερνές γιορτιάτικες συγκεντρώσεις δεν έγιναν στο σπίτι της αλλά σ’ ένα ωραιότατο νεοκλασικό στην Πλάκα η μία, για τα Χριστούγεννα του 2007, στο ΒΟΟΖΕ η άλλη για την Πρωτοχρονιά του 2010. Και δεν ήταν όπως εκείνες οι γεμάτες κέφι και τρέλα, στο σπίτι της. Το είχε θυμάμαι καταλάβει και η Κάτια όμως δεν γινόταν αλλιώς, τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν, η χώρα άλλαζε, ο εκδοτικός χώρος άλλαζε, νέοι παίκτες είχαν εμφανιστεί, σκληροί, φιλόδοξοι, σύμφωνα με τον κυνισμό που απαιτεί ο αιώνας της θεότητας του ανταγωνισμού, βλέπε κοινωνικού δαρβινισμού, από κοντά ήρθε και η αρρώστια, το 2007. Τώρα που μπορώ να το δω από την απόσταση των χρόνων, σκέφτομαι ότι η αρρώστια της Κάτιας και η επιθετική της εξέλιξη μπορεί να συμβολίζει και την παράλληλη πορεία της χώρας από το κακό στο χειρότερο, και βέβαια την έναρξη του τέλους της εποχής για τον παλιό Κέδρο, τον γεμάτο με τις εικόνες στις οποίες ήδη αναφέρθηκα. Γιατί μέσα σε λίγους μήνες κι ενώ η ασθένεια την χτυπούσε αλύπητα και απανωτά, η Κάτια βίωνε και τα οδυνηρά συναισθήματα της απώλειας, της εγκατάλειψης ανθρώπων και συνεργατών αγαπημένων. Το ζήτημα δεν είναι, ποιος είχε δίκαιο και ποιος άδικο. Σημασία είχε ότι εκείνη η ευγενική και ρομαντική αστή, γι αυτό και όχι ικανή- κατά την άποψή μου- να ανταποκριθεί στο σκληρό, ανελέητα ανταγωνιστικό, επιχειρηματικό πόκερ που επέβαλαν οι καιροί- παράλληλα με την γενναία μάχη που έδινε με τον καρκίνο, βίωνε και εξαιρετικά επιβαρυντικά συναισθήματα. Στο γραφείο του πέμπτου ορόφου, όταν και όποτε μπορούσε να πάει, δεν την περίμενε πια η γνώριμη φωνή του Γιάννη να της λέει παιχνιδιάρικα: «Κάτια, που είσαι παιδί μου, άργησες, σε περιμένει ο Μένης». Κακές, κάκιστες στιγμές, από αυτές τις φαινομενικά αναστρέψιμες που δημιουργούνται από αλλότριες παρεξηγήσεις, είχαν πάρει τον Γιάννη μακριά της. Ένα από τα πιο αγαπημένα της πουλέν, κάτι σαν διάδοχό της τη θεωρούσε, θα διάλεγε επίσης τον δρόμο του χωρισμού. Κι έπειτα άλλες αγάπες της, συγγραφείς αυτή τη φορά, μέσα σε μια απίστευτη αναμπουμπούλα και όργιο φημών, με ερωτήσεις για την υγεία της, για το μέλλον του Κέδρου «κλείνει δεν κλείνει», άρχισαν να απέχουν από τις εικόνες τις παλιές.
Ο θάνατος λοιπόν της Κάτιας Λεμπέση, το έγραψα ήδη, βάζει τίτλους τέλους σε μια ολόκληρη εποχή για ολόκληρο τον εκδοτικό χώρο –και όχι μόνον του παλιού Κέδρου- όπως εμείς οι παλαιότεροι πια τον ζήσαμε. Βάζει τίτλους τέλους σε αξίες που δεν έχουν να κάνουν με το «πόσα πούλησες», και «πόσο έχεις προβληθεί» ή «τι χρήματα έβγαλες». Αξίες που βασίζονταν στην εμπιστοσύνη, στην ευγένεια και σ’ έναν παλιοκαιρίσιο ρομαντισμό. Βλέπω λοιπόν τώρα την Κάτια να έχει ξαναβρεί τους αγαπημένους της φίλους και τις αγαπημένες της φίλες σε άλλες ονειρικές ουράνιες εικόνες με φόντο αχνό γαλάζιο: Πρώτα, τον Γιάννη, που θα της κάνει στην αρχή λίγα παράπονα αλλά μετά θα τα ξαναβρούν μια χαρά όπως παλιά, έπειτα την Διδώ που θα της διηγείται, με αφοπλιστική ζωηράδα, πώς είχε οδηγήσει αυτοκίνητο στην Αθήνα του 1930, πιο πέρα θα αφήνει τον Γιώργο Ιωάννου να την μυεί στα μυστικά των λαικών σινεμά της Θεσσαλονίκης του 1950, ο Νίκος Θέμελης πάλι θα την πιάνει τρυφερά από το χέρι και μαζί θα πετάνε προς τα εκεί όπου θα δίνεται μια μοναδική ουράνια συναυλία με έργα του Μπαχ όπου θα την διευθύνει ο ίδιος ο μεγάλος συνθέτης ή λίγο αργότερα για να απολαύσουν- όπως τόσες φορές το είχαν κάνει στην εδώ ζωή τους- μια όπερα του Βέρντι ή του Βάγκνερ. Κι έτσι η ζωή θα συνεχίζεται με τον δικό της, άγνωστο σε μας, τρόπο.
Έλενα Χουζούρη