του Σταύρου Χατζηθεοδώρου
Φθινοπωριάζει και σκέφτομαι τις πάμπολλες φορές που “καθάρισε” η λογοτεχνία για πάρτι μας. Βιβλία “υψηλής θρεπτικής αξίας¨ και ήρωες, που όταν ζόρισαν τα πράγματα, ήξεραν μυστικές διόδους να μας περάσουν απέναντι αλώβητους.
Ο “Φύλακας στη Σίκαλη” στάθηκε άξιος συνοδοιπόρος στη μετάβασή μας από την άγουρη εφηβεία, στην ενηλικίωση. Αργότερα -στα φοιτητικά- τη περίοδο της έντονης πολιτικοποίησης ένα άδειο “Κιβώτιο” ήρθε να τακτοποιήσει μέσα μας, πολλά από τα ανερμάτιστα κομμάτια στο παζλ της αριστεράς που αγαπήσαμε.
Τώρα που πλήθυναν οι φέτες στο ακορντεόν του χρόνου πάνω μας, οι πρωταγωνιστές του Ουελμπέκ -αυτοί οι ηττημένοι νικητές- παραμένουν τα βράδια ιδανικοί συμπότες, συνομιλητές στο ερώτημά μας, τί πήγε στραβά.
Στην πρόσφατη παραγωγή του ελληνικού μυθιστορήματος τέσσερις άντρες, σπουδαίοι συγγραφείς γράφουν για να κλείσουν “παλιά τεφτέρια”, έχοντας μια κοινή συνισταμένη. Τον Πατέρα. Ανήκουμε σε μια γενιά που αφήσαμε τους πατεράδες μας να φύγουν αφήνοντας ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους. Αμίλητοι ενοχικοί, μοναξιασμένοι, αμήχανοι μπροστά τους. Σαν να μην ξέραμε πώς να τους αγαπήσουμε.
Τέσσερα βιβλία που διαβάστηκαν, συζητήθηκαν, διακρίθηκαν, βραβεύτηκαν, προσεγγίζοντας το καθένα με διαφορετικό τρόπο το πρόσωπο του πατέρα.
Μιλούν για τους δικούς μας πατεράδες.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης, με το “Είμαι όσα έχω ξεχάσει” (Μεταίχμιο 2019), επουλώνει προσωπικά τραύματα αναζητώντας με δεξιοτεχνική εμβάθυνση και ντοκιμαντερίστικο τρόπο καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Ένας δολοφονημένος παππούς στα δύσκολα εμφυλιακά χρόνια στο Αγρίνιο, ένας πατέρας που στέκεται ακίνητος και αρνείται να μιλήσει και ο εγγονός -συγγραφέας- που αναζητά παραμυθία, βυθιζόμενος στα άφεγγα νερά της ιστορίας.
“Το τραγούδι του πατέρα” (Παττάκης 2019) του Θόδωρου Γρηγοριάδη, είναι ένας ύμνος πάνω στο τραγούδι, το γλέντι, τη χαρά. Πόντιος δεύτερης γενιάς, ο πατέρας καρφωμένος στα καπνοχώραφα του Παγγαίου δημιουργεί ένα μουσικό τρίο (κιθαρίστας ο ίδιος) και παίζουν σε γάμους, πανηγύρια, εκδηλώσεις, κυρίως ευρωπαϊκά κομμάτια στη δεκαετία του πενήντα. Ο γιός παρακολουθεί, θυμάται, καταγράφει, με λυρισμό και διαύγεια τη μουσική αυτή περιοδεία. Πλούσιο, ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό, συμπληρώνει την έκδοση.
Ένας πατέρας με τον ανάπηρο γιό του, σε έναν άξενο τόπο ερημίας -το Πωγώνι της Ηπείρου- προσπαθούν να επιβιώσουν, με όπλο την αγάπη. Ένας κόσμος που καταρρέει μπροστά σε μία οικολογική καταιγίδα. Το ¨Μαύρο νερό” (Κίχλη 2019), του Μιχάλη Μακρόπουλου, είναι μια εξαιρετική νουβέλα γλωσσικά και αφηγηματικά. Λογοτεχνικότητα και δυστοπία σε ένα επιτυχημένο πάντρεμα, υψηλού ρίσκου.
Στο εικοσιτετράωρο ενός νεαρού δικηγόρου που αφηγείται το “Εκεί που ζούμε” (Παττάκης 2019), μεγάλο μέρος περιλαμβάνει η σχέση του με τον πατέρα. Ο γιός αναλαμβάνει να τον βοηθήσει στην μεταφορά ενός γεωτρύπανου από την Αθήνα στο Ορχομενό. Ένας πατέρας που αρνείται να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Ο ήρωας, αυτόπτης μάρτυς, της προσωπικής συρρίκνωσης και συντριβής του πατέρα, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, συγκίνησης και εσωτερικών διαδρομών.
Ο καλός ποιητής Γιάννης Τζανετάκης, συμπυκνώνει εύστοχα όλα τα παραπάνω, με ένα ποίημα του, από την “θαμπή πατίνα” (Πόλις 2017)
Ψάχνουμε τα θνητά τους μάτια
Ας λένε με τις μάνες τους
πως δένονται τ’ αγόρια
οι άντρες χαμογελάνε
-κρυφά μην πληγωθούν-
πάει στους μπαμπάδες μας ο νους
βρέφη γινόμαστε ξανά
φωτογραφίες
γέρνουμε στο σακάκι τους
κι αν το ΄χετε προσέξει
έτσι όπως μας σηκώνουν
στον αέρα
-λες και τους νοσταλγούμε ήδη-
ψάχνουμε τα θνητά τους μάτια
και τη μικρή μας
με λαχτάρα
ανοίγουμε αγκαλιά