της Αυγής Λίλλη
Όχι μόνο από την πρώτη συλλογή, όχι μόνο από το πρώτο ποίημα, αλλά και από τον πρώτο στίχο εισέρχεται με φόρα και προβάλλεται δυναμικά, αν δεν επιβάλλεται κιόλας, η ποιητική στάση και η πολιτική —με την ευρύτερη έννοια του όρου—θέση στο βιβλίο του Θανάση ΓαλανάκηΤα Καναρίνια (Σμίλη, Αθήνα, 2019):
Όταν το θέλω κι όταν μου αρέσει
δεν βλέπω από την έξαψη μπροστά μου.
Κι αφότου ξαναβρώ τα λογικά μου
ελέγχω αποτέλεσμα και θέση.[1]
Η «Μουσική», το πρώτο ποίημα της συλλογής,αποτελείμια στιβαρήδήλωση ποιητικής,μεταξύ άλλων για τη γραφή, το έναυσμα και την τεχνική της, τη φόρμα και τημουσική λειτουργία της ποίησης. Είναι ο θεμέλιος λίθοςγια ό,τι θα ακολουθήσει∙ για την ίδια την ποίηση του ποιητή, αλλά και την ποίηση εν γένει:
Με μουσική το χάος καταργείται.
Τραγούδια λέει στη γέννα η μαμή.
Κι ο στίχος έμμετρα κανοναρχείται.[2]
Υπηρετώντας πρωτίστως την έμμετρη ποίηση (αλλά κρατώντας ανοιχτά παράθυρα για οποιαδήποτερυθμική σύμβαση), η ποιητική αυτοσυνειδησίατου Γαλανάκηβρίσκει το νόημα του (ρομαντικής καταγωγής)υψηλούμακριά από βαθυστόχαστες προσεγγίσεις για μια υπερβατική ποίηση και μοντερνιστικές θέσεις για μια ποίηση δύσκολη και (μεταφορικά και κυριολεκτικά) ανέκφραστη:«Όταν σκέφτομαι ρίμες οι οφθαλμοί/μου διαστέλλονται ως ν’ αγαπούσα./ Όσο κι αν προσπαθήσω, το ανείπωτο/ του μοντέρνου μου φέρνει τη θλίψη.».[3]Μολαταύτα, «σαν μια προσπάθεια να βγούμε από τη γλώσσα»,[4] η ποίηση βρίσκεται στον θρόνο και στο βάραθρο, στο υπέρτατο και στο ποταπό, στον έπαινο και στον ψόγο, στο φωτεινό και στο σκοτεινό στιγμιότυπο του βίου.Είναι μια ηχηρή σύγκρουση, μια πάλη με τη λέξη«ταξική»,[5]μια συνεχής‘μετρική’ αναμέτρηση,ένας αγώνας λόγου∙όπως αγώνας επιβίωσης, μια ιστορία θέσης και αντίθεσης, πολέμου και ειρήνης, είναι η ίδια η ζωή σε κάθε της όψη:
Κι αν η τσιπούρα που ποθείς δεν σου τσιμπάει,
με το λαβράκι είναι μια λύση να χορτάσεις.
Κι αν απογοήτευση είναι ως προς τις διαστάσεις,
κάτσε να φας όσο μπορείς, κι ύστερα: «Bye!»[6]
Με ευρηματικές ρίμες, αριστοτεχνική χρήση ποικίλων ρητορικών σχημάτων και σε εναργή διάλογο με τους συνομιλητές του, παλαιότερους αλλά και σύγχρονους, είτε τους λέει είτε τους δείχνει, οΓαλανάκης προσεγγίζει τα θέματά του με χιούμορ, ενίοτε μαύρο, (επανα)συσχετίζοντας τον ποιητικό λόγο με τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό.Προκαλώντας τα όρια της πολιτικής ορθότηταςγια όσα συνήθως δεν τολμούμε να πούμε, αλλά—ας το παραδεχτούμε επιτέλους—σκεφτόμαστε, δείχνειπρος την κατεύθυνση τηςλίγο έως πολύ εγκαταλελειμμένης παράδοσης της σατιρικής ποίησης, όπως στο «Ο Πολύς Μάνος»:
Σφάλμα ολέθριο που διέπραξα μικρός
και να! κατέληξα χωμένος τα βιβλία.
Έχει μαυρίσει η ζωή μου, ασφαλώς!
Έπρεπε να ’χα πάει στην Αστυνομία…
Πλήγμα θα ήταν για την οικογένειά μου.
(Το ’παίζαν πάντοτε λιγάκι αριστεροί).
Στην μπλε στολή όμως θα ’βρισκα την υγειά μου.
Τα ray-ban μου, τζαμαρία γυαλιστερή.[7]
Ή στο ποίημα «Ο βιαστής»:
Είδα κι απόειδα κι η προσπάθεια στερεύει.
Η υπομονή μου έχει αρχίσει και σκορπάει.
Δεν είν’ η γάτα μου σαν του Φωκά την Εύη.
Δεν δίνει τίποτα, και πια δεν μ’ αγαπάει.
Σαν ένα είδωλο αιγυπτιώτικοφαντάζει
και την ποθώ όπως πιστός Χιλιαστής.
Είτε είναι γάτα, είτε γυναίκα, το φωνάζει:
«Κυνήγα με».
Κι έπειτα φταίει ο βιαστής…[8]
Ο σατιρικός τρόπος δεν περιορίζεται στο(ν)άλλο(ν), αλλά επιχειρώντας, αιρετικά, την άρση της καθιερωμένης διάκρισηςμεταξύ ποιητή και ποιητικού υποκειμένου, μεταξύ συγγραφέα και αφηγητή, στρέφεται και‘προς εαυτόν’. Ο δημόσιος λόγος που εύκολα θα χαρακτηριζόταν εξομολογητικός είναι καθολικός, καθώς, έχοντας επεκταθεί σε βάθος και σε πλάτος, καθρεφτίζει κάθε ανθρώπινη συνθήκη χωρίς να παύει ποτέ να είναι συγκεκριμένος:
Είν’ τρεις-και-δέκα οι πόντοι στον Πλανήτη
− και προφανώς δεν γράφω για το χιόνι…
Οι άνδρες σαν κι εμένα μένουν μόνοι:
μαζί με Ουελλμπέκ, Βολκώφ, Καψάλη, Ελύτη.[9]
Κρατώντας με περισσή τέχνη την ισορροπία ανάμεσα στην ελεγεία και στη σάτιρα, ανάμεσα στο βίωμα και μυθοπλαστικό ποιητικό γεγονός, ο Γαλανάκηςυπαινίσσεται ότι όλα είναι ποίηση και ταυτόχρονα δεν είναι. Ή: η ποίηση είναι / η ποίηση δενείναι. Στα Καναρίνια δεν υπάρχει μια καθορισμένη διάθεση και ατμόσφαιρα∙εξάλλου, δεν είναι όλες οι μέρες ίδιες και ο κόσμος έχει πολλές όψεις.Ποικίλα και τολμηρά είναιτα θέματατου δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου που κελαηδούντα «Καναρίνια» στην ομώνυμη πρώτη ενότητα του βιβλίου: από τη μια, η νύχτα, τα μπαρ, η φασαρίατης πόλης· από την άλλη,η σεξουαλική επιθυμία και πράξη, η αυτοϊκανοποίηση σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, το οποίο επικαιροποιεί και παγιώνει τη σεξουαλική ανάγκη και την ερωτική επιθυμία ως κρηπίδατου κοσμικού οικοδομήματος.[10]Ο υπέρτατος πόθος όμωςδενμετουσιώνεται στηναόριστη και −κατ’ επέκταση ασύλληπτη−ομορφιά της τέχνης, αλλά μόνο στη μοναδικότητα της συντελεσμένης (ή μη) στιγμής:«Ίσως θάπρεπε αντί να σου το ’λεγα/ να σε ξάπλωνα όπως οι πιερότοι./ Στάλες σπέρμα σαν μαργαριτάρι.».[11]Αντιστρέφοντας τον λυρισμό και τον κυνισμόσαν να είναι οι δυο ομοιοκατάληκτες όψειςενόςνομίσματος που το γυρνάει παιγνιωδώς ο δημιουργός στα δάχτυλα, ένα σταθερό συμπέρασμα φαίνεται να πηγάζει από την ειλικρίνεια μιας ωριμασμένης και εν ενεργεία λύπηςγια την αδιαπραγμάτευτη θνητότητα, των ανθρώπων και των περιστάσεων∙η ζωή προσπερνά την ποίηση:
Είσαι για λύπηση όταν του Ιουλίου τα βράδια,
αντί να πίνεις καμιά μπύρα σ’ ένα μπαρ,
ψάχνεις η ρίμα να μπλεχτεί σε παραγάδια
όπου το «θα» χάνει στην πάλη με το «Μαρ-».
Έλα επιτέλους στην Αθήνα να σε δούμε!
Ασ’ τον Καβάφη, τους Maudits, την Décadence…
Ποιος ξέρει; Ίσως πιο καλά να γνωριστούμε
και να γυρίσουμε μια πρόστυχη séquence.[12]
Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου,«Ιατρείο πόνου», ο πόνος —ο σωματικός, ο ερωτικός, ο υπαρξιακός, ο ατομικός και ο συλλογικός, ο φόβος του θανάτου—τοποθετείται με όλες τις μορφές του στο χειρουργικό τραπέζι:
Πιότερο εμέ απ’ το μαύρο με τρομάζει
το άσπρο που ενίοτε προκύπτει
και κάνει γκρι το μαύρο και αλλάζει
η γλάστρα – κι αίφνης μοιάζει με μια κρύπτη.[13]
Ακόμα κι αν ο πόνος, όπως ο σχεδόν ομόηχός του πόθος, παραμένει άφατος και ανίατος, προσφέρειεντούτοιςκάποιου άλλου είδους αντιστάθμισμα, όταν χωράει, έστω και υπό προϋποθέσεις, στα ποιήματα: «Μα ως τότε ασκώ την αλχημεία του Πετράρχη/ μήπως και εξάγω από το γκρι, το χρυσαφί τους».[14]
Ο πόνος είναι άλλοτε προβεβλημένος και άλλοτε όχι, είναι αληθινός ή ψεύτικος ή έστω αμφισβητούμενος. Στο ποίημα (ή μικρο-σύνθεση)«Ο Επαίτης» ο εξευτελισμός του παναθρώπινου πόνου της επιβίωσης συντηρείται επ’ άπειρον και ένα χρόνιο πρόβλημα της πόλης, έναπολιτικό ζήτημα, διαιωνίζεται:
Αν το της πόλεως το συμφέρον διακυβεύεται,
τότε ο επαίτης τον λαό στυγνά εχθρεύεται
καθώς την τύψη καλλιεργεί κι ενόχουσύνδρομο
στου νοικοκύρη την ψυχή, την πονεμένη του,
που μόνο νοιάζεται ψωμί να πάει στο σπίτι του,
δεν έχει χρόνο και καρδιά για άλλων δράματα
που διενεργούνται μες στης πόλεως την ταχύτητα,
μέσα στη χύτρα των ψυχών.
Λεκανοπέδιο
πλημμυρισμένο από οργή. Πιλάτος Πόντιος
που με Dettol και κρύο νερό νίπτει τας χείρας του.[15]
Το ποιητικό υποκείμενο στρέφεται σε λύσεις ανομολόγητες και ακραίες, που λειτουργούν σαν παρενθέσεις στην επιβεβλημένη πολιτική ορθότητα:
(είναι απαραίτητοι οι ρόλοι στις ημέρες μας∙
καμιά φορά στεναχωριέμαι που λιπόψυχος
αποδεικνύομαι και μένω στην αδράνεια,
ενώ αν λίγο τον εαυτό μου τον σεβόμουνα
μ’ ένα περίστροφο στο χέρι έξω θα θέριζα…)[16]
Αυτή ηοργισμένη, η ηττημένη εκ των έσω πολιτεία (και με τις δυο της έννοιες) μοιάζει να είναι ο εθνικός καημός της δεύτερης χιλιετίας. Απηχώντας μεταξύ άλλων (από πολλές απόψεις, συμπεριλαμβανομένης της πολυτροπίας τους)τον Παλαμά, τον Καρυωτάκη, τον Λάγιο, ο Γαλανάκης φέρει το βίωμα της πόλης, αλλά και το τραύμα της σαν ένας σύγχρονος Αθηναιογράφος:
Τ’ αμάξια κολυμπούν στην Κριεζώτου
−νεκροπομποί οδηγοί και κωπηλάτες.
Χαμένοι νέοι, αδέξιοι ιχνηλάτες
ψάχνουν να βρουν πορεία διά της ατόπου. […]
Άστεγοι, χρήστες, σύγχρονοι διαόλοι
εσταυρωμένοι στ’ άυλα καρφιά τους.[17]
«Ας υποθέσουμε ότι η πόλη είναι ένα δάσος», θα γράψει ο ποιητής στο μοναχικό «Ταχυ(σ)φαγείον»,μεταφέροντας την ανάγκη του ανήκεινσε ένα άγριο αστικό τοπίοενός καυτούΔεκαπενταύγουστου. Η αγνή αγάπη για τη γενέτειρα πόλη προβάλλει ως η μόνη αντίσταση απέναντι στο σκληρό στοίχηματης καμένης πατρώας γης. Η εγκατάλειψη της γενέθλιας γης σημαίνει εσχάτη προδοσία. Η παραμονή σε αυτήν, η συνέχιση του καθημερινού αγώνα, η αφοσίωσηστον τόπο που έχει θεριέψει, ταΐζοντάς μας «βρώμικο» και καίγοντας τους πληθυσμούς της σαν καλοκαιρινός εμπρησμός ή σαν άλλη Ημέρα της Κρίσεως,αναδύεται ως ένας άλλος, αστικής κουλτούρας σύγχρονος πατριωτισμός, ο οποίοςεκδηλώνεται με τη λεπτομερή γνώση του δημόσιου χώρου, ενός τοπίου ταλαιπωρημένης ομορφιάς που τα ενδημικά πουλιά δεν εγκαταλείπουν:
Είναι πουλιά που τη φωλιά τους δεν αφήνουν
και προτιμούν αντί να φύγουν, να χαθούνε,
παρά μεγάλη προδοσία να διαπράξουν∙
το δάσος τόσο το αγαπούν και το πονούνε.
Είναι οι ιερείς της αστικής μας ομορφιάς∙
της μοναξιάς που ζει βαθιά μες στην ψυχή μας
και πνίγεται μες στον καφέ και στο τσιγάρο
τρώγοντας πίτσες ζεσταμένες σε τοστιέρες,
πάνω σε δρόμους όπως η άσχημη και γκρίζα
Ιφιγενείας που ’ναι πριν από του Βλάχου
τα αξιοθρήνητα παλλόμενα φανάρια. [18]
Όπως φαίνεται να επιβεβαιώνουν και οι Σημειώσεις της συλλογής, οι οποίες μας διαφωτίζουν και για την τυπογραφική ταυτότητα του βιβλίου, Τα Καναρίνια συνιστούν όχι μόνο ένα ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα για τα αγαπημένα του ωδικά πτηνά, αλλά ένα εγχειρίδιο ωδικής για τον πόνο με όλες τις έννοιες της λέξης: το προσωπικό άλγος και τη συμπόνοια, την αγάπη και το μίσος, τον καθημερινό κάματο και το ξεχωριστό γεγονός – σε κάθε περίπτωση, με ποιήματα που προσφέρουν βαθιά συγκίνηση και όχι συναισθηματική υπερφόρτωση.Το πρώτο και το τελευταίο ποίημα της συλλογής, σε συνδυασμό με τις δυο ενότητες και τον τίτλο του βιβλίου, σχηματίζουν θέσεις ποιητικής και βιωματικής/πολιτικής στάσης του Γαλανάκη, διατηρώντας ζηλευτή ισορροπία ανάμεσα στον βιογραφικό και τον ποιητικό λόγο μέσα σε ένα σύμπαν μεταξύ ποίησης και πραγματικότητας:Μουσική τα καναρίνια, Τα καναρίνια ιατρείο πόνου, Ιατρείο πόνου «Τα καναρίνια»,Είναι η ζωή μου μουσική, Είναι η ζωή μου τα καναρίνιακ.ο.κ.Τα Καναρίνιαείναι τα ίδια τα ποιήματα και αντίστροφα, όπως εξάλλου αποκαλύπτεταιαπό την παλαμική επιγραφή του βιβλίου. Όπωςτα ωδικά πουλιά ομορφαίνουν τηνκαθημερινότητα με το τραγούδι τους, έτσι και τα ποιήματα ομορφαίνουν την «τριβή της καθεμέρας»[19] τραγουδώντας την — γιατί τι άλλο είναι τα ποιήματα από τραγούδια προς τέρψη («Καναρίνια»), αλλά και γιατρειά («Ιατρείο πόνου»); Υμνώντας το θαύμα της θνητής ζωής και παράλληλα του αθάνατου χρέους προς τη Μούσα, ο Γαλανάκης τιμώντας και ποιώντας τον σολωμικό στοχασμό, δεν εφαρμόζει μόνο «στην πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, που αρχίζει από τον σπόρο και επιστρέφει σ’ αυτόν»,[20] αλλά γίνεται ο σπόρος, η τροφή για τα καναρίνια/ποιήματα, ο σπόρος που φέρνει στον κόσμο τη μελωδία τους∙ από ποιητή σε ποιητή, από ποίημα σε ποίημα, από μέρα σε μέρα:
Είναι η ζωή μου στο βουνό ένα λουλούδι.
Μια παπαρούνα, ένας κρόκος, μια ορχιδέα,
ζωηρός διάκοσμος στο μωσαϊκό του δάσους
το καλοκαίρι∙ κι όταν έρθουν πρωτοβρόχια
κατηφορίζει ο ποταμός σα λεωφόρος
με εμένα μέσα του – και τότε είμαι σπόρος.[21]
info: Θανάσης Γαλανάκης, Τα καναρίνια, Σμίλη
[1]«Μουσική», Τα Καναρίνια, Σμίλη, Αθήνα, 2019,11.
[2]Ό.π.
[3]«[Με τη βάρκα μου]»,ό.π.,30.
[4] «[Κάτι σαν]», ό.π., 13.
[5]«ΈμμαΜποβαρύ», ό.π., 16.
[6] «Ακτή Συτώμ», ό.π., 14.
[7] «Ο Πολύς Μάνος», ό.π., 27-28.
[8] «Ο βιαστής», ό.π., 25-26.
[9] «Μέσος όρος», ό.π.,15.
[10] «Τα πιο μεγάλα δεκαπέντε δευτερόλεπτα», ό.π., 18-20.
[11]«[Του αιδοίου]», ό.π., 21.
[12] «Ωδή», ό.π., 17.
[13]«Γκρίζος δυόσμος», ό.π., 35.
[14]«[Πάει καιρός που]», ό.π., 47.
[15]«Ο επαίτης VII», ό.π., 54.
[16]«Ο επαίτης ΙII», ό.π., 50.
[17] «Στα μπαρ των Αθηνών», ό.π., 37-38.
[18]«Ταχυ(σ)φαγείον», ό.π., 39-41.
[19] «Χωρίς, έγνοιες»,ό.π., 55-56.
[20]Διον. Σολωμού Στοχασμοί, (επιμ. ιταλ. κειμ.: M. Peri· προλεγ.-μετφρ.: Στυλ. Aλεξίου· φιλοσοφ. σχολ.: Kώστ. Aνδρουλιδάκης), Aθήνα, Στιγμή, 1999, 17.
[21]Θ. Γαλανάκης, «Είν’ η ζωή μου»,Τα Καναρίνα, ό.π., 57-58.