της Όλγας Σελλά
Είναι πολλοί οι λόγοι για να ξαναδεί κανείς το έργο του Τζεφ Μπάρον «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκρην», ένα έργο που γράφτηκε το 1996, έχει παρουσιαστεί σε περισσότερες από 50 χώρες, έχει συνδεθεί με σημαντικούς ηθοποιούς, και συνεχίζει ακάθεκτο. Και λέω ξαναδεί, γιατί οι περισσότεροι το είχαμε δει είτε στην πρώτη είτε στη δεύτερο εκδοχή του (ακριβώς δέκα χρόνια πριν), με τον αξέχαστο Γιώργο Μιχαλακόπουλο στο ρόλο του κυρίου Γκρην, του μοναχικού γηραιού κυρίου, που ένα αυτοκινητικό ατύχημα έγινε, τελικά, το τυχερό του. Προσωπικά ήθελα να διαπιστώσω κατ’ αρχήν πόσο αντέχει ακόμα το έργο, και δεύτερον ήθελα οπωσδήποτε να το δω και με έναν ακόμη σημαντικό ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου: τον Γιώργο Κωνσταντίνου.
Θέατρο «Αργώ», Μεταξουργείο. Το σκηνικό ρεαλιστικό, απλό, εύστοχο, σαφές (σκηνικά Αντώνης Χαλκιάς). Ένα μικροαστικό διαμέρισμα, παρατημένο, ακατάστατο, με άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, με σκόρπια ρούχα τριγύρω. Εκεί ζει ο κύριος Γκρην (Γιώργος Κωνσταντίνου) που έχει αποσυρθεί, σχεδόν μονάζει, μετά το θάνατο της συζύγου του και αποδεικνύεται ότι τα πάει όλο και χειρότερα με την αυτοεξυπηρέτηση. Όμως εκείνη τη μέρα θα γίνει μια μεγάλη ανατροπή στη ζωή του. Θα του χτυπήσει την πόρτα ένας νεαρός, ο Ρος (Αποστόλης Τότσικας) και θα μπει με φόρα, θετική ενέργεια, αισιοδοξία και καθαρότητα στο σπίτι και στη ζωή του κυρίου Γκρην. Είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου που παρ’ ολίγον να χτυπήσει τον αφηρημένο κύριο Γκρην και η ποινή του ήταν κοινωφελής εργασία: επί έξι μήνες, μια φορά την εβδομάδα θα πηγαίνει να βοηθάει τον κύριο που παρ’ όλίγον να χτυπήσει με το αυτοκίνητο. Ο κύριος Γκρην είναι εξαιρετικά αρνητικός. Είναι εχθρικός, τον διώχνει. Όμως ο Ρος έχει τον δικό του τρόπο να συνεχίζει τη συζήτηση, να κινητοποιεί τον άλλον, να κερδίζει το ενδιαφέρον του. Και δεν το βάζει εύκολα κάτω. Και σιγά σιγά αυτοί οι δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι θα έρθουν κοντά. Τόσο που, ενώ στην αρχή ο κύριος Γκρην δυσφορούσε με την παρουσία του Ρος, άρχισε να αδημονεί όσο πλησίαζε η ώρα, η μέρα, η επίσκεψη. Η αρχική άρνηση δίνει τη θέση της στην προσμονή.
Με διαδοχικές σκηνές που παραπέμπουν στις διαδοχικές Πέμπτες, με διαλόγους φυσικούς και γι’ αυτό άμεσους, βλέπουμε έναν άνθρωπο σε αρχή γεροντικής άνοιας, σε ανείπωτη μοναξιά, σε συναισθηματική απόσυρση από όλους, να ξεκλειδώνει σιγά σιγά. Ιδιαίτερη και η παρουσία του χιούμορ στο έργο, ένα χιούμορ, έξυπνο, γήινο, άμεσο, απολύτως ταιριαστό στον κάθε ήρωα και στην ηλικία του. Ο κύριος Γκρην, π.χ., δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο είναι στέλεχος ο Ρος. «Και τι φτιάχνετε;» τον ρωτάει. «Κυρίως λεφτά», απαντά ο Ρος. Και παρότι πολλά και διαφορετικά τον χωρίζουν από τον τρόπο ζωής και σκέψης του Ρος, αποκτά ξανά επιθυμία: να μάθει, να αναρωτηθεί, να κατανοήσει, να δεχθεί, να συγχωρήσει.
Αλλά και ο Ρος δεν είναι μόνο ο κεφάτος και ορμητικός νέος άνθρωπος που θέλει να δείξει στην αρχή. Έχει κι εκείνος πολλά αγκάθια που τον πληγώνουν στη ζωή του. Το κυριότερο είναι ο τρόπος που η οικογένειά του (κυρίως ο πατέρας του) αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία του. Βέβαια και ο κύριος Γκρην, ένας θρησκόληπτος και παραδοσιακός Εβραίος, δεν αποδέχεται εύκολα τη σεξουαλική ταυτότητα του εβδομαδιαίου επισκέπτη του, γιατί «δεν είναι αυτό που θέλει ο Θεός», λέει με αφελή αθωότητα.
Οι ρωγμές στην αδιαλλαξία και την άρνηση είναι το κύριο διακύβευμα του έργου. Κι όχι μόνο για το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν κι άλλες αρνήσεις που δηλητηριάζουν και τη ζωή του κυρίου Γκρην. Όλα σιγά σιγά λειαίνονται, γαληνεύουν, πλησιάζονται. Γιατί είναι πολλά τα θέματα που θίγει αυτό το έργο, πέρα από τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας, την αποδοχή της σεξουαλικής ταυτότητας των ανθρώπων, την αγκίστρωση στις απόψεις που ήδη έχουμε και τη δυσκολία μας να ακούσουμε και να δεχθούμε τον άλλον. Θίγει τη ζωή στις μεγαλουπόλεις, τις θρησκευτικές ταυτότητες και την επιρροή τους στη διαμόρφωση των επιλογών, τις κοινωνικοοικονομικές ταυτότητες και την επιρροή τους στη διαμόρφωση συμπεριφορών.
Ναι είναι ένα έργο με happy end το «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκρην», αλλά δεν είναι γλυκερό. Είναι τρυφερό, αληθινό και ισχυρά επίκαιρο. Ναι, το έργο του Τζεφ Μπάρον διατηρεί τη φρεσκάδα του σχεδόν τριάντα χρόνια μετά. Και η παράσταση του Κώστα Γάκη έχει ρυθμό, έχει τις σωστές δόσεις συγκίνησης και χιούμορ, έχει αμεσότητα όχι μόνο λόγω του κειμένου αλλά και χάρη στους ηθοποιούς της παράστασης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια κλασική παράσταση, αλλά σίγουρα δεν καμώνεται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που παρουσιάζει στη σκηνή. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου διήνυσε γοητευτικά και συγκινητικά –με την άνεση της εμπειρίας και της διαδρομής του- την απόσταση από το ερμητικό κλείσιμο και τη στριφνότητα της μοναξιάς μέχρι την αδέξια προσπάθεια της επικοινωνίας στην αρχή, την αποδοχή όσων απέρριπτε και αρνούνταν και την επίσης την παιδική ικανοποίηση που τα κατάφερε στο τέλος. Ο Απόστολος Τότσικας έδειξε αβίαστα τη φρεσκάδα, την ορμητικότητα, την αποφασιστικότητα της νεότητας, την πληγή του, την ευαισθησία του, την τρυφερότητά του.
Μια παράσταση απλή, καθαρή, τρυφερή, που αφήνει τους θεατές με τη γεύση της γλυκιάς απόλαυσης.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Τζεφ Μπάρον & Κώστας Γάκης, Σκηνοθεσία / Μουσική σύνθεση: Κώστας Γάκης, Σκηνογραφία: Αντώνη Χαλκιάς, Ενδυματολογία: Μάριος Ράμμος, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, Βοηθός Σκηνογράφου: Ελεονώρα Καραβανή
Φωτογραφίες / Τίζερ: Πάτροκλος Σκαφιδάς
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά):
Γιώργος Κωνσταντίνου & Αποστόλης Τότσικας
Εταιρεία Παραγωγής: Θεατρικές Επιχειρήσεις ΖΗΣΗ
Θέατρο «Αργώ» (Ελευσίνιων 13-15, Αθήνα, στάση μετρό Μεταξουργείο).
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 8μ.μ., Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μ.μ, Κυριακή στις 7μ.μ.