Του Κίμωνα Θεοδώρου.
H «απο-διαφοροποίηση της κατανάλωσης» (dedifferentiation of consumption) -όπως προτείνεται στο πλαίσιο ανάλυσης του όρου disneyization του Alan Bryman – αφορά ένα είδος αλλοτρίωσης από ποικίλες αξίες στη ζωή καθώς τείνουν να ενοποιηθούν όλες με μία καταναλωτική διάσταση, καθιστώντας δυσδιάκριτη τη διαφοροποίηση αξιών. Για παράδειγμα, σ’ ένα θεματικό πάρκο παιχνιδιού, ο επισκέπτης τείνει να καταναλώνει πράγματα διαρκώς, αγοράζοντας φαγητό, ψωνίζοντας σουβενίρ, πληρώνοντας το καθετί, ενώ η ουσία της χαράς και του παιχνιδιού δεν έχει σχέση με την κατανάλωση. Ένα βήμα παραπέρα, απλοποιώντας, στη σύγχρονη δυτική κοινωνία όταν δεν έχουμε χρήματα βρισκόμαστε σε θέση δυσφορίας καθώς δεν μπορούμε να καταναλώσουμε προϊόντα και έχουμε συνδέσει άρρηκτα αξίες όπως η χαρά και το παιχνίδι με την κατανάλωση. Αρκεί να αναλογιστούμε αντίστοιχα χαρακτηριστικά των «θεματικών πάρκων» τύπου Ντίσνεϋ που σημειώνει ο Bryman σε πολιτιστικούς χώρους, όπως τα μουσεία, όπου πληθαίνουν τα πωλητήρια και τα εστιατόρια – ενώ δεν είναι λίγοι όσοι πηγαίνουν φερειπείν (για να πλησιάσουμε στα δικά μας μέτρα) «για καφέ στο μουσείο της Ακρόπολης». Αυτό από μόνο του δεν είναι μεμπτό, η ευθύνη τελικά βαρύνει και τον τρόπο που «καταναλώνει» ο ίδιος ο επισκέπτης. Ο καφές θα έπρεπε να αποτελέσει κίνητρο προσέγγισης του πολιτιστικού προϊόντος, μπορεί όμως και να γίνει αυτοσκοπός αντί για μέσο και έτσι η επίσκεψη στο (οποιοδήποτε) μουσείο πέφτει μονάχα σε μια «εστέτ» κατηγορία. Είναι ανησυχητική ακόμη η τυποποίηση και ομογενοποίηση των χώρων πολιτισμού επάνω σε κοινά πρότυπα κατανάλωσης. Σκεπτόμενοι τον Μίκυ Μάους, αυτή η απο-διαφοροποίηση της κατανάλωσης αλλά και η μαζικοποίηση/ομογενοποίηση, μπορεί να λειτουργήσει και θετικά. Κατά την υπογράμμιση του Σάββα Μιχαήλ (γράφοντας για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν): ναι μεν ο Μίκυ Μάους είναι «μαζικός», αλλά το χιούμορ βάζει την πολιτική σε δοκιμασία. Οπότε ας αυτοσαρκαστούμε και ας κρατήσουμε μια διαλεκτική ματιά που επιτρέπει μεν σ’ ένα βαθμό το «αναγκαίο κακό» της κατανάλωσης σαν μέρος της σημερινής κοινωνικής/πολιτιστικής (ανα)παραγωγής, αλλά δίχως να χάνεται η ικανότητα αυτοκριτικής των πολιτικών που δομούμε κοινωνικά ώστε να είμαστε σε θέση να τις επαναπροσδιορίζουμε. Δηλαδή, η άρνηση της άρνησης, θα πρέπει να οδηγεί σε δημιουργική κατάφαση.
Αναφορικά με την «συναισθηματική εργασία» στα σημεία του Bryman, στο συνολικό «πακέτο μάρκετινγκ» ενός πολιτιστικού χώρου, οι υπάλληλοι οφείλουν να είναι ευδιάθετοι, καλοσυνάτοι, χαρούμενοι διαρκώς – σαν προγραμματισμένες μηχανές. Η χαρά και οι καλοί τρόποι γίνονται ένα τυποποιημένο προϊόν και είναι η υποκρισία που εκτιμάται, αυτή η επίπλαστη «δεύτερη φύση» – χωρίς να σκεφτεί κανείς ότι ένας υπάλληλος μπορεί τουλάχιστον να εξυπηρετεί δίχως να χαμογελάει διαρκώς επειδή είναι κουρασμένος ή είχε μια δύσκολη μέρα, δίχως να είναι αναγκασμένος να αλλοτριώνεται διαρκώς στο χώρο εργασίας του, αλλά και ο επισκέπτης να είναι ειρωνικά ικανοποιημένος από την αλλοτρίωση στην οποία συμμετέχει ενεργά.
Σύμφωνα με τον ορισμό του ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) το σύγχρονο μουσείο πρόκειται για μη κερδοσκοπικό ίδρυμα στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, το οποίο αποκτά, διατηρεί, μελετά, κοινοποιεί και εκθέτει υλικές και άυλες μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του με σκοπό την εκπαίδευση, την έρευνα και την ψυχαγωγία.
Παρότι γίνεται λόγος για «εκπαίδευση» ή σε άλλες περιγραφές της αποστολής και στοχοθεσίας ποικίλων πολιτιστικών φορέων για «μάθηση», αποτελούν κενές έννοιες και ανοικτές, εφόσον δεν προσδιορίζεται: τι είδους μάθηση; Τι αποκομίζει ένας επισκέπτης; Πουθενά δεν στοχοθετείται ή αποσαφηνίζεται ρητά στη διατύπωση της αποστολής της «μάθησης», η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, σ’ ένα φουκοϊκό πνεύμα όπου σκοπός της «μάθησης» είναι να στέκεται κριτικά και να αποκαλύπτει δομές της εξουσίας στην κοινωνία. Η ρητή τοποθέτηση και οι λέξεις έχουν τη σημασία τους, αποτυπώνοντας συγκεκριμένες διαθέσεις πέρα από αφαιρετικές περιγραφές, με τις πολιτικές τους προεκτάσεις. Έτσι, το σύγχρονο μουσείο έμμεσα κατά κάποιον τρόπο δεν αρνείται την κριτική που έχει δεχτεί για τις ιστορικές του μορφές στη νεωτερικότητα ως προσωπείο της κυριαρχίας (Tonny Bennett, 1995) αλλά φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει σε μια διπλωματία διατυπώσεων που δίνει την ευελιξία να υιοθετεί και τη λογική της «αγοράς» που κυριαρχεί και της «κοινωνίας» καθορίζοντας τους σκοπούς του στο όνομα «ικανοποίησης αναγκών των πελατών» και του «πολιτιστικού μάρκετινγκ». Μπορεί να σπρώχνει κάτω από το χαλί μη αρεστές αφηγήσεις και πραγματικότητες, αποφεύγοντας τη σχετική κριτική σκέψη και το άνοιγμα διαλόγου. Βέβαια, αυτό αποτελεί γενική παρατήρηση χωρίς να σημαίνει ότι ορισμένα πολιτιστικά ιδρύματα δεν έχουν προχωρήσει σε βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει ακόμη, όμως, δρόμος ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν είναι μονόδρομος και, κλείνοντας έτσι, υπογραμμίζεται ότι οφείλουμε να σκεφτόμαστε πού βρισκόμαστε διαρκώς και τις επιθυμητές κατευθύνσεις, οι οποίες δηλώνουν στάσεις απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό.
(* H φωτό είναι από παράσταση της “Reclaim Shakespeare Company” στο Βρετανικό Μουσείο)
Βιβλιογραφία
Bennett, Tony. 1995. The birth of the Museum. History, Theory, Politics. London & New York: Routledge
Bryman, Alan. 2004. The Disneyization of Society. London: Sage
Μιχαήλ, Σάββας. 1999. Μορφές του Μεσσιανικού. Αθήνα: Άγρα.
[…] Του Κίμωνα Θεοδώρου. H «απο-διαφοροποίηση της κατανάλωσης» (dedifferentiation of consumption) -όπως προτείνεται στο πλαίσιο ανάλυσης του όρου […]