του Θανάση Αγάθου (*)
Το Φυλάξου Καποδίστρια! αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα του Τάσου Μακράτου, ο οποίος έχει ήδη υπογράψει μεγάλο αριθμό ποιητικών συνθέσεων: Ο Υπαίτιος (1974), Ο Προλετάριος (1977), Διάλογος με τον Διονύσιο Σολωμό και την Ελευθερία. Μεσολογγίου Ύμνος (2011), το τετράτομο έργο Μυστικοί έρωτες –που αποτελείται από τα έργα Ερωτιάζειν (1986), Ερωμένες ημέρες (1986), Ο Παρατατικός του Έρωτα (2008), Παραλλαγές σ’ ένα ατέλειωτο Εμείς (2008)–, Της Ιστορίας Κατορθωμένοι (2013), Νόστος ελληνικός (2015), Η αφή των δεόντων (2016) και Μετά τον Καβάφη. Οι ερωμένες του ποιητή (2018).
Στο Φυλάξου Καποδίστρια! μια συντροφιά νέων ανθρώπων ταξιδεύει ένα καλοκαιρινό Σαββατοκύριακο του 2018 στην Αίγινα. Στην επίσκεψή τους στον ναό της Παναγίας, μια νεωκόρισσα θα τους δείξει το στασίδι του Ιωάννη Καποδίστρια και αυτό στέκεται η αφορμή για να μεταφερθεί η αφήγηση στην άφιξη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στο νησί και την υποδοχή που του έγινε το 1828. Στη συνέχεια, με αλλεπάλληλα άλματα στον χώρο και στον χρόνο η αφήγηση εστιάζει σε διάφορα μέλη της παρέας: στην Ελένη, που κουβαλά πάντα μέσα της τις τραυματικές εμπειρίες του χωρισμού της από τον σύζυγό της και του βιασμού της κόρης της, της Δανάης, από τρεις άντρες πριν από μερικά χρόνια· στη Χριστίνα, μια ταλαντούχα νεαρή ζωγράφο και χαράκτρια, που έχει πραγματοποιήσει σπουδές στο Παρίσι και έχει σχετιστεί ερωτικά με πολύ διαφορετικούς άντρες· στον Αντρέα, έναν φιλόλογο που επισκέπτεται έναν φίλο του, διευθυντή της τοπικής βιβλιοθήκης, και παίρνει ένα παλιό σπάνιο βιβλίο που αναφέρεται στη συνάντηση Καποδίστρια και Κόδριγκτων, με τον Άγγλο ναύαρχο να περιγράφει στον Έλληνα κυβερνήτη τη δραματική ναυμαχία του Ναυαρίνου. Όλα αυτά διαπλέκονται με την ιστορία του Ιωάννη Καποδίστρια, από τη στιγμή που αναλαμβάνει τη θέση του Κυβερνήτη ως την άγρια δολοφονία του, και, δευτερευόντως, με την ιστορία της επίδοσης του τελεσίγραφου της ιταλικής κυβέρνησης στην ελληνική κυβέρνηση στις 28 Οκτωβρίου 1940 και το καθοριστικό «Όχι» του Μεταξά και των Ελλήνων. Η επάνοδος της αφήγησης στο παρόν, στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, σημαδεύεται από έναν νέο βιασμό και ένα φινάλε αυτοδικίας.
Τα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν είναι ο Καποδίστριας και η Χριστίνα. Ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας είναι ο ήρωας του εκτενούς κεφαλαίου «Μακρύ ιντερμέντζο για τον Άγιο Καποδίστρια», στο οποίο εμφανίζεται να κάνει έναν απολογισμό του έργου του, να αναθυμάται τους αγώνες που έδωσε για το Ελληνικό Ζήτημα, τις αντιδράσεις που συνάντησε από τις Προστάτιδες Δυνάμεις, τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τον καθορισμό των ελληνικών συνόρων, τις σχέσεις εμπιστοσύνης που ανέπτυξε με τους βοηθούς γραμματείς του (ανάμεσα στους οποίους και ο Νικόλαος Δραγούμης), την εισαγωγή της καλλιέργειας της πατάτας, που αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους Έλληνες, τις προσπάθειές του για εξασφάλιση πόρων και οικονομικών ενισχύσεων από φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης, τη φροντίδα του για την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, τα φορολογικά μέτρα, την ίδρυση ορφανοτροφείου στην Αίγινα, την ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, την ίδρυση του Προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθος, την κατάρτιση οργανισμού Δικαστηρίων, τις εχθρικές σχέσεις με τους πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, τη συκοφάντηση εναντίον του από την πλευρά του Μαυροκορδάτου και του Κωλέττη, τις τριβές με τον Κουντουριώτη και τον Μιαούλη στην Ύδρα αλλά και με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη Μάνη, τη φυλάκιση του τελευταίου στην Ακροναυπλία, την αλληλογραφία με τον Λεοπόλδο της Σαξονίας-Κοβούργου (επίδοξο βασιλιά της Ελλάδας), την πυρπόληση της φρεγάτας «Ελλάς» το 1831 από τον ναύαρχο Μιαούλη, την ανταρσία της Μάνης. Η αφήγηση στρέφεται στην προετοιμασία της δολοφονίας του Κυβερνήτη από τον Κωνσταντή και τον Γιώργη Μαυρομιχάλη και στο μοιραίο φονικό που έμελλε να αλλάξει τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.
Από την πλευρά της, η Χριστίνα ανακαλεί τις σχέσεις της με τους γονείς της και, κυρίως, τα χρόνια των σπουδών της στο Παρίσι, τις ερωτικές γνωριμίες της με τον Έλληνα πρέσβη και τον πολιτιστικό ακόλουθο και, κυρίως, την κατάβασή της στα έγκατα του ναού της Παναγίας των Παρισίων, όπου πιστεύει ότι συναντιέται με μια μυστηριώδη γυναίκα, την οποία παρακολουθεί. Πρόκειται για μια κατάβαση με συμβολική διάσταση, αφού η ηρωίδα, έχοντας χαθεί μέσα σε έναν λαβύρινθο με διαδρόμους και σκάλες, μένει αποκλεισμένη για δύο μέρες, μόνη με τις σκέψεις, το παρελθόν της, τις εμμονές της, τις φοβίες της και τις επιθυμίες της. Η ηρωίδα θα ερωτευθεί κεραυνοβόλα στην Αίγινα, θα γνωρίσει τη φρίκη του βιασμού και θα πάρει την εκδίκησή της, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, μια εκδίκηση συλλογική που θα λειτουργήσει λυτρωτικά, ως κάθαρση, ως «έκφραση της θηλυκής άμυνας μπρος στη βία της αρσενικής αυθαιρεσίας» (σ. 507).
Ο Μακράτος εναλλάσσει τους αφηγητές, τους εστιαστές, τους χώρους, τις περιόδους, για να προβεί σε μια καταγγελία των διαφόρων μορφών της βίας, της σωματικής, της ψυχολογικής, της πολιτικής, της στρατιωτικής, της ατομικής, της ομαδικής. Η βία παραμονεύει παντού και το μυθιστόρημα δίνει σε αρκετά σημεία την αίσθηση της υφέρπουσας απειλής. Πρόσωπα ιστορικά και πρόσωπα μυθοπλαστικά παραλαμβάνουν ενίοτε τη σκυτάλη της αφήγησης από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, για να αποτυπώσουν με μεγαλύτερη αμεσότητα και ευθυβολία τα βιώματά τους και τα συναισθήματά τους σε περιστάσεις κατά τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπα με τη βία ανθρώπων του οικείου και ανοίκειου περιβάλλοντός τους.
Το μυθιστόρημα του Μακράτου είναι γεμάτο αναφορές σε λογοτεχνικά έργα, συγγραφείς, ποιητές, πίνακες ζωγραφικής, όπερες, ηθοποιούς. Ολόκληρα αποσπάσματα από την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (με τη Χριστίνα να ταυτίζεται με την Εσμεράλδα) και τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες συνυπάρχουν με αναφορές στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή και τις Βάκχες του Ευριπίδη, στο Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, στο Κουρδιστό πουλί του Χαρούκι Μουρακάμι. Ο Δάντης, ο Καμύ, ο Τσβάιχ, ο Βασιλικός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Αναγνωστάκης, η Δημουλά δίνουν το παρών. Ο Πικάσο, ο Σεζάν, ο Μονέ, ο Ντύρερ, ο Νταλί, ο Μοντιλιάνι, η Γέννηση της Αφροδίτης του Μποτιτσέλι, ο Φασιανός εμφανίζονται πλάι στον Ρέμπραντ, τον Βαν Γκογκ και τον Ντα Βίντσι. Ο Ριγκολέτο του Βέρντι, ο Κουρέας της Σεβίλης του Ροσίνι, οι Γάμοι του Φίγκαρο του Μότσαρντ αναφέρονται ως ακούσματα των χαρακτήρων. Οι ηρωίδες συχνά παρομοιάζονται με διάσημες κινηματογραφικές σταρ όπως η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Γκρέης Κέλυ, η Κατρίν Ντενέβ, η Νικόλ Κίντμαν, η Σαρλήζ Θερόν. Η τέχνη, μοιάζει να δηλώνει ο Μακράτος, προστατεύει από την ασχήμια και τη σκοτεινιά του κόσμου, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ως βάλσαμο σε περιπτώσεις βίας.
Η μνήμη και τα όνειρα, που φέρνουν στην επιφάνεια απωθημένες επιθυμίες και μύχιες σκέψεις, διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην αφήγηση, η οποία διαπλέκει μαεστρικά την ιστορία με τη μυθοπλασία, το παρελθόν με το παρόν, το φως με το σκοτάδι, προσπαθώντας να καταγγείλει τη βία σε όλα τα επίπεδα και να αποτίσει φόρο τιμής στην προσωπικότητα του Καποδίστρια. Το πολύ ενδιαφέρον τελικό αποτέλεσμα μαρτυρεί, από τη μια πλευρά, την έρευνα που έχει προηγηθεί και, από την άλλη, την ανάγκη του συγγραφέα να θίξει, με ειλικρίνεια αλλά και ευαισθησία, φλέγοντα σύγχρονα ζητήματα.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τάσος Μακράτος, Φυλάξου Καποδίστρια!, 24 Γράμματα, Αθήνα 2020, σελ. 516.