Κάποιοι άλλοι, καλύτεροι (του Χρίστου Κυθρεώτη)

0
477

 

του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Αν και διάφορα νήματα διασταυρώνονται στην πλέξη του, το Κάποιοι άλλοι του Ιάκωβου Ανυφαντάκη αποτελεί πρώτα και κύρια μια καταγραφή της εμπειρίας του να είσαι άντρας σήμερα, την οποία ο συγγραφέας επιλέγει να μας παρουσιάσει σε μια από τις εκνευριστικότερες ποικιλίες της, ως ένα σύνολο από αποκτημένες κακές συνήθειες. Επιθετικός, επιπόλαιος, εξοργισμένος από το στίγμα της αποτυχίας που φέρει, με εξάρσεις μεγαλείου και σεξιστικά απωθημένα, ο ήρωας του κειμένου δεν κερδίζει πάντα τη συμπάθειά μας, ούτε δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γι’ αυτό. Παραγκωνίζεται σε μια ξένη χώρα, μένει χωρίς δουλειά, χρήματα, φίλους, και καταλήγει να εξαρτάται αποκλειστικά από τη γυναίκα του, ανήμπορος να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του με οποιονδήποτε από τους παραδοσιακούς τρόπους. Η διέξοδος που επιλέγει, η άγονη ενασχόληση με ένα μυστηριώδες συμβάν που λαμβάνει χώρα στην ταράτσα της πολυκατοικίας του, συνοδεύεται από φαντασιώσεις «μεγάλης επιστροφής» και δικαίωσης, αλλά τον οδηγεί σταδιακά στην τέλεια απομόνωση, ολοκληρώνοντας την αποτυχία του.

Δεν ξεκίνησε ακριβώς έτσι. Μέχρι την οικονομική κρίση και την απόλυσή του από την εφημερίδα όπου δούλευε, ο Βαγγέλης είχε υιοθετήσει μια άλλη εικόνα για τον εαυτό του, ως μέλος μιας φαντασιακής πρωτοπορίας κοσμοπολιτισμού και ανοιχτών οριζόντων. Όταν τα πράγματα για τον ίδιο και τη χώρα πήραν την κάτω βόλτα, το λεπτό αυτό επίχρισμα αποξέσθηκε γρήγορα και ο Βαγγέλης παλινδρόμησε στο στερεότυπο, αποφασίζοντας να παίξει για πρώτη φορά το παιχνίδι με τους «αντρικούς» όρους: επιθετικότητα, ριψοκίνδυνες αποφάσεις, βία. Ούτε αυτό του βγήκε όμως, κάθε άλλο, αφού το μόνο που πέτυχε ήταν να χάσει και τα λίγα που είχε. Ο γάμος του παραπαίει, η έρευνά του βαλτώνει, ακόμα και η προσωπική του ασφάλεια διακυβεύεται. Καταλήγει στην εξορία ενός κρητικού χωριού, όπου περνάει τις μέρες του αδυνατώντας να καταλάβει τι πήγε στραβά και μένει με την εντύπωση πως ζει σε έναν απροσπέλαστο κόσμο, που του ζητάει να επιδείξει εκείνες τις ιδιότητες για τις οποίες στη συνέχεια τον τιμωρεί. Η έμφυλη πλευρά αυτής της κατάρρευσης είναι προφανές πως απασχολεί τον Ανυφαντάκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: ο ήρωάς του δεν μπορεί να εντοπίσει το δικό του λάθος σε όλα αυτά, αναδεικνύοντας πόσο ριζικά εσφαλμένη είναι η οπτική του γωνία στα πράγματα: υπό τις δεδομένες συνθήκες, το να είσαι άντρας αποτελεί κάτι σαν μεθοδολογικό σφάλμα.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο εντάσσεται πιο εύκολα και το υπερχειλές αστυνομικό κομμάτι του βιβλίου, η έκταση του οποίου αναμφισβήτητα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την οικονομία της πλοκής, αλλά μόνο από την ανάγκη του Βαγγέλη να προβάλει τον εαυτό του σε ηρωικά και απενοχοποιημένα αρχέτυπα – σε άφταστα πρότυπα ανδρισμού, που, ακόμα και όταν αποτυγχάνουν, το κάνουν με τους «σωστούς» τρόπους: χωρίζουν λόγω οργιώδους πολυγαμικότητας, ξυλοφορτώνονται λόγω αχαλίνωτης και ευρηματικά εκδηλωμένης σεξουαλικότητας, εμπλέκονται σε σκάνδαλα με οσμή μαφίας και διακύβευμα εκατομμυρίων. Από κάποιο σημείο κι έπειτα, είναι προφανές πως τον Βαγγέλη δεν τον ενδιαφέρει τόσο να λύσει τον αστυνομικό γρίφο, όσο να βρει μια εκδοχή του εαυτού του που μπορεί να ταιριάξει στην ευρύτερη εικόνα της υπόθεσης – μιας αδυσώπητης αναμέτρησης «πραγματικών» αντρών.

Πολλά μπορούν να γραφτούν ξεχωριστά για την τεχνική του βιβλίου –για τη ροή της αφήγησης ή για ορισμένες σκηνές ανθολογίας που περιέχει–, το σημαντικότερο όμως είναι πως οι καρποί αυτής της τεχνικής συγκλίνουν σταθερά στη φιλοτέχνηση του αδιεξόδου του ήρωα: ως άντρα, αλλά και ως εκπροσώπου μιας γενιάς και μιας εποχής. Εξού και το μυθιστόρημα προκαλεί συχνά στον αναγνώστη μια πνιγηρή αίσθηση απουσίας επιλογών, μη αναστρέψιμων αποτυχιών. Τη μοναδική δέσμη φωτός σε αυτήν την περίκλειστη περιοχή ρίχνει ίσως η μετέωρη στιγμή στην αρχή της πτώσης του Βαγγέλη, κατά την οποία σώζει μια μισητή φιγούρα από βέβαιο λιντσάρισμα στον χώρο εργασίας του. Εκείνη τη στιγμή, τη μέρα της απόλυσής του, έχει μεν αρχίσει να χάνει τα πάντα αλλά δεν έχει εγκαταλείψει ακόμη την παλιά του εικόνα, ούτε και την παλιά Ελλάδα, που ίσως υπήρξε μόνο στη φαντασία του. Δεν είναι τυχαίο ότι στην απομόνωση της Κρήτης αυτή την ιστορία διαλέγει να αφηγηθεί στη Φινλανδή τουρίστρια που τον γνωρίζει στη χειρότερη δυνατή στιγμή του, έτοιμο να ασκήσει βία εναντίον της. Διαλέγει να αφηγηθεί την ιστορία που θυμίζει πως υπήρξε κάποτε κάποιος άλλος. Ίσως ελπίζει πως από εκεί θα μπορούσε να το ξαναπιάσει αν ήθελε να απαλλαγεί από τις ριζωμένες συνήθειες του ανδρισμού και της αποτυχίας του  – λέγοντας αυτή την ιστορία, να προσπαθήσει να ξεμάθει το κομμάτι του να είσαι άντρας που μαθαίνεται, κι ύστερα να δει αν μένει και τίποτα άλλο.

 

info: Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Κάποιοι άλλοι, Πατάκης

     Βρέστο εδώ 

 

Προηγούμενο άρθροΗ ντεριντιανή limitrophie στο Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια; του Έντουαρντ Άλμπι  (της Κωνσταντίνας-Αϊσέ Γιλμάζ)
Επόμενο άρθροΞένες ποιητικές φωνές (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ