διήγημα της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ
«Μην πηδήξεις. Σε παρακαλώ μην πηδήξεις. Για τη μάνα. Δεν θα τ΄ αντέξει», του φώναξε ο γιος του. Έβρεχε ασταμάτητα εδώ και μέρες κι ο χείμαρρος κατέβαινε ορμητικός. Και μέσα στην κακοκαιρία το πέτρινο γεφύρι έμοιαζε να γέρνει προς τον ποταμό.
Το χωριό ήταν χτισμένο ψηλά στο βουνό, μετά την Κορυτσά. Οι κάτοικοι μετρημένοι, καμιά ογδονταριά, τα σπίτια πνιγμένα στη βλάστηση. Οι δουλειές ήταν πια λίγες εκεί, ο χειμώνας πάντα βαρύς, και οι πιο νέοι κατέβαιναν στα νότια, ενώ άλλοι μετανάστευαν στην Γερμανία. Ο Γιώργης είχε καμιά σαρανταριά πρόβατα. Όσο ακόμη στεκόταν στα πόδια του, έβγαζε τα ζώα στους κάμπους πρωί και βράδυ. Με τη γυναίκα του είχανε αποκτήσει δύο παλικάρια, ψηλά σαν κυπαρίσσια. Κανένας τους, όταν τελείωσε το σχολείο δεν ήθελε να μείνει στο χωριό. Να κάνουν τι; Ο Γιώργης σκοτείνιασε όταν του ανακοίνωσαν οι γιοι του πως θα κατέβουν στη Σαλονίκη για να βρουν δουλειά.
«Πατέρα, εδώ δεν έχουμε ζωή», του είπε μια νύχτα ο μεγάλος του γιός, όταν καθόντουσαν μπροστά στο τζάκι. «Πούλησε και συ τις προβατίνες, σχεδόν εξηνταρίζεις, και πάρε την μάνα να δει κι άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους. Εμείς θα βρούμε άκρη, μην έχεις έγνοια». Ο Γιώργης τον αγριοκοίταξε χωρίς να βγάλει μιλιά, μόνο φύσαγε τον καπνό του μέσα στις σπίθες της φωτιάς. Όταν ο γιος σηκώθηκε να φύγει, του είπε ο Γιώργης κοφτά: «Εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω. Ακούς;»
Η ζωή συνεχιζόταν στο χωριό, μόνο που οι άνθρωποι δεν έπαιρναν πια χαμπάρι πότε άλλαζαν οι εποχές. Κόντευε Πάσχα όταν ο Γιώργης πήγε σ’ ένα γειτονικό χωράφι να κόψει ξύλα. Τότε ήταν που έγινε το κακό. Καθώς πάλευε με το πριόνι πάνω στους κομμένους κορμούς των δέντρων, άκουσε απανωτούς πυροβολισμούς. Έρχονταν απ’ το κοπάδι. Τα παράτησε όλα κι έτρεξε αγκομαχώντας προς τα κει.
Φτάνοντας κοντά στο μαντρί, αντίκρισε ένα απ’ τα σκυλιά του σκοτωμένα και τις προβατίνες να βγαίνουν βελάζοντας αλαφιασμένες από την στάνη. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Αίματα, σκοτωμένα σκυλιά και πρόβατα και δύο ανθρώπινες σκιές που κατάφερε να δει μέσα στο ζόφο εκείνης της ώρας. Του ’ρθε αναγούλα. Έτρεξε στο σπίτι, η γυναίκα του έλειπε στο γειτονικό χωριό απ’ το πρωί, πήρε την καραμπίνα του κι έτρεξε στους δολοφόνους του κοπαδιού του. Πυροβόλησε μια φορά στον αέρα, και οι κλέφτες τρομαγμένοι το ΄βάλαν στα πόδια αφήνοντας την λεία τους στο χώμα. Μα ο Γιώργης είχε δύναμη και λύσσα για εκδίκηση κι έτρεξε ξοπίσω τους πυροβολώντας. Ο ένας έπεσε αιμόφυρτος στις λάσπες κι άλλος γύρισε προς τον Γιώργη εκλιπαρώντας ακαταλαβίστικα για τη ζωή του. Μ’ έναν ακόμα πυροβολισμό, το δεύτερο σώμα ξαπλώθηκε μπρούμυτα χάμω.
Στο χωριό είπαν πως ήταν κάποιοι ξένοι που κατέβηκαν αχάραγα για να κλέψουν ό,τι βρουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ψάχνανε οι συγχωριανοί με τους αστυνόμους μες στην καταιγίδα τον Γιώργη σ’ όλα τα περίχωρα. Καλέσανε και τους γιους του να ’ρθούνε στο χωριό. Η γυναίκα του, κάτασπρη, περίμενε να βρουν τον άντρα της. Ζωντανό ή σκοτωμένο. Αυτός άφαντος, άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
«Κανένας δεν είναι για χάσιμο, πατέρα!» του φώναξε ο γιος του μόλις τον αντίκρισε εκεί στην άκρη του γεφυριού. «Κατέβα, πατέρα σε παρακαλώ. Για την μάνα, για μας. Θα πούμε πως ήταν η κακιά ώρα». Οι βροντές κι αστραπές δεν έλεγαν να κοπάσουν. Ο Γιώργης κοίταξε τον γιο του με μια πρωτόγνωρη γλύκα στα μάτια. Έβγαλε το πιστόλι απ’ την τσέπη του σακακιού και το έβαλε στον κρόταφό του. Μέσα στον ορυμαγδό της καταιγίδας, ούτε που ακούστηκε ο παφλασμός που έκανε το σώμα του πέφτοντας στο νερό.
ΙΝFΟ