του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Παρακολούθησα τις τελευταίες ημέρες του Ιουλίου τον Ερρίκο Ε’ του Σαίξπηρ στο Globe Theatre του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία Federay Holmes και Sarah Bedi και με πρωταγωνίστρια τη Sarah Amankwah. Το έργο είναι τραγωδία με πολλά κωμικά στοιχεία (οι αγγλοσάξονες κριτικοί επιμένουν στο σκέλος της τραγωδίας), και διαδραματίζεται στην Αγγλία και στη Γαλλία του 16ου αιώνα, μιλώντας για την πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών, που καταλήγει παρόλα αυτά με ένα κατεξοχήν αισιόδοξο κλείσιμο κι ένα καθ’ όλα ενωτικό μήνυμα. Δεν έχω τα φόντα να μιλήσω ούτε για το κείμενο ούτε για την παράσταση, αν και μου φάνηκε πως η πολυχειροκροτημένη πρωταγωνίστρια είναι ηθοποιός που μάλλον «φωνάζει», σε αντίθεση με τον δευτεραγωνιστή, πολυπρισματικό και πολλαπλών τόνων Colin Hurley, o οποίος προσωπικά με κέρδισε καθ’ ολοκληρίαν. Θα πρέπει εισαγωγικά να πω ότι για να προετοιμαστώ εν όψει των σαιξπηρικών αγγλικών, συμβουλεύτηκα δυο εξαιρετικές ελληνικές μεταφράσεις: μια σύγχρονη και άκρως δυναμική, του Ερρίκου Μπελιέ, και μια ιστορική, του Βασίλη Ρώτα, που παρά τον παλαιοδημοτικισμό και την ηλικία της δεν έχει χάσει κατά το παραμικρό τη ζωντάνια της.
Επειδή, όμως, το τι φρονώ ο ίδιος περί τα θεατρικά και περί τις θεατρικές μεταφράσεις δεν έχει την παραμικρή σημασία, εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω στο ανά χείρας σημείωμα είναι η σκηνή του Globe και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί για τον θεατή. Κυκλικό, ημιστεγασμένο, με έναν ενδιάμεσο, ασκεπή χώρο όπου συνωστίζονται όρθιοι λάτρεις του Σαίξπηρ όλων των ηλικιών (έναντι ενός σχεδόν συμβολικού εισιτηρίου), το Globe, που βασίζεται στην ιδιωτική χρηματοδότηση και στις δωρεές των φίλων του, προσφέρει πριν και πάνω απ’ όλα την εμπειρία της μεσημεριανής παράστασης υπό τις οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες – την ημέρα που το παρακολουθήσαμε είχαμε την τύχη να μη βρέξει, τουλάχιστον για όσο μείναμε στο θέατρο.
Το κυριότερο, όμως, στοιχείο του Globe είναι ο μη κλασικός, ο ανήσυχα διερευνητικός, πιθανόν και ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των παραστάσεων που προσφέρει ένας θεατρικός τόπος σαν κι αυτόν, όπως το τόνισε και όταν έπεσε η αυλαία (έπεσε τρόπος του λέγειν, αφού αυλαία δεν υφίσταται) ο Colin Hurley. Πέρα από το ευφάνταστο και τις σκηνοθετικές πρωτοβουλίες της συγκεκριμένης παράστασης, περισσότερο πρόσεξα εκείνο που κάπως άτσαλα ονομάζουμε «διαδραστικότητα», εννοώντας τη συμμετοχική επικοινωνία. Κι αν πρωτίστως σκέφτομαι κάτι εν προκειμένω, τούτο δεν είναι τόσο το ότι οι ηθοποιοί απευθύνονται συνεχώς προς τους θεατές, όπου κι αν κάθονται, πιο πάνω ή πιο κάτω, στα πλάγια ή μπροστά από τους ίδιους, όσο την αίσθηση που έχει κανείς πως αποτελεί μέρος της θεατρικής διαδικασίας, πως περπατάει πάνω στο σανίδι, πως ακούει τους πρωταγωνιστές (γιατί στον Ερρίκο Ε’ όλοι ήταν πρωταγωνιστές) να μιλούν κοντά στο αυτί του. Κι αυτό νομίζω πως είναι ένα απαραγνώριστα σαιξπηρικό πνεύμα: εύρος φάσματος, ανοιχτός νους, διαρκής κινητικότητα και, πρωτίστως, μια ακατάπαυστη εσώτερη υπονόμευση, καθώς και μια μόνιμη τάση να μας υπενθυμιστεί ξανά και ξανά πως βλέπουμε και ακούμε θέατρο, ότι το θέατρο αποτελεί ένα ασταμάτητο και ατέλειωτο παιχνίδι και πως σε αυτό το παιχνίδι δεν είμαστε παθητικοί ακροατές, αλλά ένθερμοι μέτοχοι. Πολλώ δε μάλλον αν τη χαρά μας να βρεθούμε στο Globe υποστηρίζουν η ευδία των μεσημεριανών ωρών και ο υποβλητικά φθινοπωρινός ουρανός του Λονδίνου, ακόμα κι αν έχουν περάσει τα μέσα του καλοκαιριού.