Καιρός όπου οι πάντες υποψιάζονταν τους πάντες (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
918

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

«Η βία ήταν το μέτρο όλων για να κρίνουν τους γύρω τους…». Η «μεσαία αδερφή» τρέχει στο πάρκο. Διανύει χιλιόμετρα, κατά μήκος των δεξαμενών, προσπαθώντας κάθε φορά να αγνοήσει το κλικ μιας κάμερας, «κλικ κρατικών δυνάμεων», που ακούει μέσα από τους θάμνους. Αυτή είναι η μόνη ασφαλής διαδρομή, σε μια πόλη που μαστίζεται από θρησκευτική και πολιτική βία. Το τρέξιμο σε γειτονιές μπορεί να αποβεί θανατηφόρο. «Καιρός στην κόψη του ξυραφιού. Καιρός αρχέγονος. Καιρός όπου οι πάντες υποψιάζονταν τους πάντες»

«Ο Γαλατάς» της βραβευμένης με το Μπούκερ 2018 Άννα Μπερνς (εκδόσεις Gutenberg) είναι η ιστορία αυτής της νεαρής, δεκαοκτάχρονης κοπέλας που μεγαλώνει σε μια ανώνυμη χώρα, η οποία μοιάζει με τη Βόρεια Ιρλανδία, και σε μια ανώνυμη πόλη, η οποία θυμίζει το Μπέλφαστ, την ταραχώδη δεκαετία του 1970. Ένας τόπος και μια χρονική περίοδος σουρεαλιστικής σκληρότητας. Αναλύει τι μπορεί να κάνει το κράμα εθνικισμού, θρησκευτικού φανατισμού, εκδίκησης και αντεκδίκησης, εναγώνιας προσπάθειας για επιβίωση και το πώς μπορεί να διαμορφώσει τις ψυχές των μελών της. Ούτε η χώρα, ούτε η πόλη, ούτε οι δρόμοι, ούτε οι ήρωες κατονομάζονται. Η αφηγήτρια αναφέρεται ως «μεσαία αδελφή», ως η «ίσως φίλη» ή ως η «η κοπέλα που διάβαζε περπατώντας». Οι άλλοι χαρακτήρες αναγνωρίζονται ως ο «τρίτος γαμπρός», ο «ίσως φίλος», το «πυρηνικό αγόρι» (λόγω εμμονής με τον Ψυχρό Πόλεμο), ο «Τάδε ΜακΤάδε» κ.λπ, σαν κωδικά ονόματα σε φακέλους.

Μια ημέρα, ενώ η «μεσαία αδερφή» περπατά χωμένη στις σελίδες του «Ιβανόη», απειλείται από την ξαφνική εμφάνιση του «Γαλατά», του σαραντάχρονου (και παντρεμένου) ηγέτη μιας ισχυρής παραστρατιωτικής οργάνωσης, με ισχύ και επιρροή στην περιοχή. Ως χαρακτήρας, ο Γαλατάς αποτελεί μια ανατριχιαστική εφεύρεση.  «Δεν ήξερα τίνος γαλατάς ήταν. Δικός μας δεν ήταν. Δεν έπαιρνε παραγγελίες για γάλα. Δεν οδηγούσε φορτηγάκι φορτωμένο γάλα. Οδηγούσε αυτοκίνητα, διάφορα αυτοκίνητα, συχνά φανταχτερά αυτοκίνητα (…) Κι είχε εκείνο το βανάκι – μικρό, άσπρο…».

Από εκείνη την ημέρα ο επονομαζόμενος Γαλατάς γίνεται η σκιά της. Την παρακολουθεί, γνωρίζει τα πάντα για εκείνη, έχει σχέδιο χωρίς να βιάζεται  – «μου κολλούσε και με κυνήγαγε να ξεκινήσει νταραβέρι μαζί μου» –  και η κοπέλα βάλλεται από τις ανυπόστατες φήμες και υποψίες ότι έχει σχέση του ή είναι συνεργός του. Πασχίζει να αποφεύγει τον άνδρα και να διαψεύδει μάταια τη φήμη ειδικά προς τη μητέρα της, που την πιέζει επιτέλους να παντρευτεί. Όμως για την κοινότητα είναι πλέον  μια «ασύδοτη, έκλυτη, παραστρατημένη», ανήκει κι αυτή στους «σαλεμένους, κοινωνικά απόβλητους, προβληματικούς τύπους».  Εκείνη λέει στην καταιγιστική πρωτοπρόσωπη αφήγησή της: «Κάποια κορίτσια είναι δακτυλοδεικτούμενα, επειδή δείχνουν να αψηφούν την ανωτερότητα των ανδρών, επειδή ίσως φτάνουν ακόμα και να πηγαίνουν κόντρα στους άντρες, αυτές οι γυναίκες είναι παραστρατημένες, μια κατηγορία αυθάδης και θρασύτατη».

Ο Γαλατάς εξακολουθεί να παρενοχλεί την κοπέλα. Ποτέ δεν την κοιτάζει στα μάτια και δεν την αγγίζει. Την εκβιάζει με τον τρόπο του, υπονοώντας ακόμη ότι θα βάλει βόμβα στο αυτοκίνητο του αμφιλεγόμενου εραστή «ίσως φίλου της». Κάτω από τέτοιες απειλές, η κοπέλα καταρρέει, αρχικά συναισθηματικά, στη συνέχεια και φυσικά με τη δηλητηρίασή της από το «κορίτσι των δισκίων». Πηγαίνει στο σπίτι τού «ίσως φίλου» για να δώσει ένα τέλος στην «ήταν δεν ήταν σχέση», αλλά ανακαλύπτει ότι εκείνος ερωτοτροπεί με τον καλύτερό του φίλο. Την ίδια νύχτα, όταν εμφανίζεται μπροστά της το λευκό βαν, υποχωρεί, μπαίνει μέσα. «Ήμουν πια επιτυχία, τελειωμένη δουλειά, ιδιοκτησία. Εγώ, αντίθετα, ήμουν αυτή που τούτη τη φορά συνέχιζε να κοιτάζει ίσια μπροστά». Ο Γαλατάς την αφήνει στην πόρτα του σπιτιού της με την οδηγία να φορά κάτι όμορφο την επόμενη μέρα που θα περάσει: «Όχι παντελόνι. Κάτι γυναικείο, θηλυκό, κομψό, ένα ωραίο φόρεμα». Παρά τη ζοφερότητα της εποχής, τα στερεότυπα για τη γυναίκα καλά κρατούν… Η συνάντηση δεν θα συμβεί ποτέ: Μια μέρα αργότερα, ο Γαλατάς σκοτώνεται από τις κρατικές δυνάμεις. Κάποιοι ακραίοι της περιοχής κυκλοφορούν τη φήμη ότι εκείνη έφταιγε κι όχι η κρατική περίπολος.

Η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος είναι δύσκολη, απαιτεί συγκέντρωση και προσοχή. Δημιουργεί την αίσθηση μιας κυβιστικής ζωγραφικής. Τίποτα σχεδόν δεν κατονομάζεται. Οι θρησκείες (καθολικοί, προτεστάντες) αναφέρονται ως η «σωστή θρησκεία» και η «λάθος θρησκεία», οι χωρισμένες με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κοινότητες ως η «από την από δω πλευρά του δρόμου» και η «από την από κει μεριά του δρόμου», οι εμπλεκόμενες χώρες στο τραύμα της δεκαετίας του ΄70 ως «η χώρα πάνω στο νερό» και η «χώρα πέρα από το νερό ή πέρα από τα σύνορα». Κι όταν γίνεται λόγος για βόμβες, όπλα, θανάτους και ακρωτηριασμούς, λένε «η πλευρά η άλλη το ΄κανε» ή «η πλευρά η δική μας το ΄κανε», εννοώντας «οι Ενωσίτες το έκαναν» ή «οι εχθροί της ένωσης, οι εθνικιστές» ή «το κράτος», και πάει λέγοντας. Όλα αυτά σε μια ψυχο-πολιτική ατμόσφαιρα με απαράβατους κανόνες αφοσίωσης και φυλετικής ταυτότητας. Η αφήγηση είναι κλειστοφοβική που αιωρείται πάνω από την ιστορία. Βλέπουμε τα προβλήματα με τα μάτια μιας δεκαοκτάχρονης, που η ίδια θα προτιμούσε να μην τα βλέπει, μέσα από μια πυκνή γλώσσα με μακρές περιόδους, συνδετικές προτάσεις και ατελείωτες επαναλήψεις. Σε όλα αυτά όμως βρίσκεται η γοητεία αυτού του έργου της Μπερνς, γεννημένης στο Μπέλφαστ το 1962.

Η συγγραφέας φροντίζει συχνά να βοηθά τον αναγνώστη σκιαγραφώντας τη μεγάλη εικόνα εκείνων των σκοτεινών ημερών, τότε που «κάθε σου επιλογή ήταν μια πολιτική δήλωση». Ακόμη και Τζέιμς Μποντ είναι απαγορευμένος, επειδή αποτελούσε σύμβολο του «πέρα από το νερό» πατριωτισμού, έμβλημα εκείνου του έθνους. «Στην δική μας περιφέρεια ήρωες θεωρούνται οι εθνικιστές: αυτοί ήταν οι καλοί, οι τίμιοι, οι άμεμπτοι, οι θρυλικοί πολεμιστές…» Στη σελίδα 157 γίνεται σαφέστερη: «Το μεγάλο μίσος της δεκαετίας του εβδομήντα. Για να εκτιμήσετε σωστά το βάρος αυτού του μίσους, θα πρέπει να υπολογίσουμε και το παραπλανητικό, δυσβάσταχτο άχθος των πολιτικών προβλημάτων…». Επανέρχεται πολλές φορές για να εξηγήσει στον αναγνώστη που δυσκολεύεται να κατανοήσει την ατμόσφαιρα της εποχής σε τούτο τον τόπο.

Η βία και η τρομοκρατία σχεδόν απουσιάζουν από το λεξιλόγιο της ηρωίδας, αλλά η Μπερνς επιτυγχάνει να τις αποδώσει στο ακέραιο με διάφορα ανατριχιαστικά περιστατικά, όπως τη θανάτωση των σκύλων από τους στρατιώτες, γιατί γαύγιζαν και αλυχτούσαν, ειδοποιώντας έτσι τους κατοίκους για θανάσιμες συγκρούσεις, μόλις εμφανίζονταν τα τεθωρακισμένα και τα καμιόνια. Οι μνήμες της βίας είναι κατακλυσμιαίες. Το περιστατικό με τους σκύλους θυμάται η «μεσαία κόρη», όταν κάτι ανάλογο συμβαίνει, για αντίποινα, με τις γάτες και εκείνη αναζητά το που να θάψει το κεφαλάκι μιας γάτας… Προσφέρεται να το κάνει ο πραγματικός γαλατάς, ένας ήσυχος, ευγενικός, ευαίσθητος άνδρας, ο οποίος βοηθά όποιον έχει ανάγκη, παρά τη φήμη ότι δεν αγαπά κανέναν. Αυτόν τον γαλατά ποθούν οι γυναίκες, αλλά τον μισούν οι εθνικιστές, γιατί ξέθαψε και πέταξε στον δρόμο τα όπλα και τα πυρομαχικά που είχαν κρύψει εν αγνοία του στην αυλή  του. Ένας τύπος ακριβώς αντίθετος από εκείνον του ψευδώνυμου Γαλατά.

Μπορεί η «μεσαία αδερφή» σπανίως να παρατηρεί τους στρατιώτες, αλλά η αυτο-αστυνόμευση στην κοινότητα κάνει τη ζωή της κόλαση. Όλοι μα όλοι την προτρέπουν να εγκαταλείψει τη συνήθεια να διαβάζει ενώ περπατά.  Στα μάτια τους είναι «κάτι που παρεκκλίνει από το κανονικό». «Μου λες, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να τριγυρνάει αυτός με εκρηκτικά Semtex στον δρόμο αλλά υπάρχει πρόβλημα να διαβάζω εγώ την Τζέιν Έιρ δημοσίως;», αντιλέγει κάποια στιγμή. Θα αρνηθεί μέχρι τέλους να συμμορφωθεί: θα συνεχίσει να καταφεύγει στο διάβασμα , πάντα βιβλίων του 19ου αιώνα, γιατί ο 20ός αιώνας είναι μαύρος και δεν της αρέσει, να πηγαίνει όπου απαγορεύεται, όπως στην «περιοχή με τα κόκκινα φώτα».

Με αυτή την έννοια, ο «Γαλατάς» είναι ένα βιβλίο για το τι συμβαίνει όταν ένα πρόσωπο, μια ολόκληρη κοινότητα απαιτεί ολόκληρη την ψυχή σου, όχι μόνο από μια θέση ισχύος, αλλά ακόμη από απελπισμένη ανάγκη επιβίωσης. «Κι έτσι τα αισθήματά μου έπαψαν να εκφράζονται. Μετά έπαψαν να υπάρχουν. Κι αυτό το μούδιασμα απ΄ το πουθενά μεγάλωσε κι έγινε τεράστιο, που μαζί με τους άλλους στη γειτονιά οι οποίοι μ΄ έβρισκαν απρόσιτη έφτασα να βρίσκω κι εγώ τον εαυτό του απρόσιτο».

Οι ταραχές καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή της «μεσαίας αδερφής». Ο φόβος, η βία και η παράνοια, η ταξινόμηση των ανθρώπων σε εχθρούς και πληροφοριοδότες, σε Ενωσίτες και Εθνικιστές, η ενδοοικογενειακή και ενδοκοινοτική επιτήρηση, κρέμονται πάνω από το κεφάλι της. Δύο από τους αδερφούς της ήταν εθνικιστές και δολοφονήθηκαν, δεκάδες γύρω της πλήρωσαν επίσης με τη ζωή τους τις επιλογές τους και άλλοι έπονται. Η κοινότητα δεν την προστατεύει από τον Γαλατά, γιατί αυτός είναι πανίσχυρος. Όταν οι κρατικές δυνάμεις τον βγάζουν από τη μέση – πριν από αυτόν είχαν πυροβολήσει κάμποσους, ανάμεσά τους και τον πραγματικό γαλατά, όλους κατά λάθος, παίρνοντάς τους για τον Γαλατά –  η «μεσαία αδελφή» χαίρεται, αλλά σιωπηλά. «Ο θάνατος του Γαλατά δεν θα σήμαινε για μένα και το τέλος του Γαλατά. Επειδή πίστευαν ότι ήμουν του Γαλατά».

Η Άννα Μπερνς χτίζει ένα σκληρό, αβέβαιο κόσμο, γεμάτο δυσλειτουργίες, πληγωμένες ψυχές και τσακισμένες οικογένειες. Ένα κλειστό, λαβυρινθώδες, πουριτανικό και απολυταρχικό σύμπαν. Δεν ενδιαφέρεται τόσο να παρουσιάσει την παραστρατιωτική ή την κρατική βία.  Αυτή αποτελεί το περιβάλλον. Στόχοι της είναι οι πιο ύπουλες δυνάμεις: η καταπίεση εκ των ένδον της κοινωνίας, ο ρόλος της γυναίκας, ο συσχετισμός της ανδρικής κυριαρχίας με τη σεξουαλική βία, η επιβολή των κανόνων μιας κλειστής πουριτανικής κοινωνίας, η απαγόρευση των προσωπικών επιλογών και της ελεύθερης σκέψης, η συμμόρφωση, η αυτο-αστυνόμευση,  η θρησκεία, η πατριαρχία, εντέλει η ζωή και η ψυχική συντριβή κάτω από τη δαμόκλεια σπάθη της δυσπιστίας και του φόβου.

Οι μικρές ελπίδες που γεννούν τα ειρηνιστικά κινήματα κι άλλες πρωτοβουλίες εξανεμίζονται μεν, επειδή καπελώνονται από τη μια ή την άλλη φράξια, αλλά υπάρχουν. Το ίδιο και η νεογέννητη φεμινιστική ομάδα, που μπορεί τα μέλη της να θεωρούνται «σαλεμένες κι απροσάρμοστες», αλλά υπάρχει. Όπως και ο αληθινός γαλατάς που μοιράζει γάλα, συστατικό στοιχείο της ζωής, και κυρίως η «μέση αδερφή» που, με τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα και την ανατρεπτική συμπεριφορά της, θέλει να ορίζει μόνη της τη ζωή της και να χαίρεται τα ηλιοβασιλέματα. Σε μια χειμαρρώδη αφήγηση που δεν έχει όμοιά της, γι΄ αυτό το βιβλίο της Μπερνς είναι ένα μοναδικό έργο που αξίζει να του δώσει κανείς χρόνο και προσοχή.

 

info:«Ο Γαλατάς» της Anna Burns, εκδόσεις «Gutenberg», μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, σελίδες 553

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ σιδερένια βούληση του συντηρητισμού (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΘέατρο και τελετουργία: Μία γενεαλογική θεώρηση του έργου του Eugenio Barba (του Παναγιώτη Ροϊλού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ