της Όλγας Σελλά
Μπορεί το 1931 να μην υπήρχαν social media, αλλά η φρικτή δολοφονία του εργολάβου Δημήτριου Αθανασόπουλου, σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν «εξοικειωθεί» με τόσες βίαιες εικόνες και πράξεις, απασχόλησε το πανελλήνιο για πολύ καιρό. Τόσο έντονα επηρέασε την κοινή γνώμη, που πολύ γρήγορα το έγκλημα έγινε και τραγούδι σε στίχους Ιάκωβου Μοντανάρη, σε μουσική Μάρκου Βαμβακάρη με ερμηνευτές τους Κ. Νούρο, Ρόζα Εσκενάζυ, Μαρίκα Πολίτισσα και Ζωή Κασιμάτη, με έντονα στοιχεία καρσιλαμά στη μουσική: «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις/, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις», είναι ο πιο γνωστός στίχος του τραγουδιού.
«Κακούργα πεθερά» έχει τίτλο και το έργο που έγραψε η Νεφέλη Μαϊστράλη, σκηνοθέτησε ο Θανάσης Ζερίτης, παρουσιάζεται στο θέατρο «Πόρτα» και εντάσσεται στο ρεπερτόριο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ιδρυτικά μέλη της δραστήριας ομάδας 4Frontal και η Ν. Μαϊστράλη και ο Θ. Ζερίτης, καταπιάνονται με σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά θέματα, είτε αντλώντας από τη λογοτεχνία («Μπλε καστόρινα παπούτσια») είτε από ιδιαίτερες στιγμές της νεότερης ιστορίας («Αριστερόχειρες» και «Σπυριδούλες» οι πιο πρόσφατες δουλειές τους).
Σε μια περίοδο που τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας μας αφήνουν αποσβολωμένους σχεδόν καθημερινά, οπωσδήποτε ένα τέτοιο έγκλημα είχε πολλούς λόγους να κινητοποιήσει τις κεραίες των δύο καλλιτεχνών. Η Νεφέλη Μαϊστράλη υπογράφει τα πρωτογενή κείμενα ή τις διασκευές των λογοτεχνικών κειμένων το τελευταίο διάστημα κι αυτό έκανε και στην «Κακούργα πεθερά».
Η παράσταση ξεκινά με τη Λένα Ουζουνίδου (που υποδύεται την κακούργα πεθερά στην παράσταση) να κατεβαίνει από την πλατεία του θεάτρου προς τη σκηνή, και εν είδει ομιλούντος GPS, να μας οδηγεί στο κτίριο της οδού Θησέως, που κάποτε ήταν το σπίτι όπου έγινε το «έγκλημα στου Χαροκόπου», όπως έμεινε γνωστό. Παρότι ήταν μια κάπως φλύαρη σκηνή, ήταν χαριτωμένη για να μας οδηγήσει στο πλαίσιο και την περιοχή και να μας βάλει γρήγορα στο σπίτι της Χαροκόπου του 1931. Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα ήταν δηλωτικά ενός μεσοαστικού μεσοπολεμικού σπιτιού και των επίπλων του, κάπως ατάκτως ερριμμένα. Σαν ρεαλισμός με λοξή ματιά. Την οικονομική τους κατάσταση δηλώνει και η παρουσία υπηρέτριας (την υποδύεται η Νεφέλη Μαϊστράλη). Εκεί ο γοητευτικός γυναικάς Αθανασόπουλος (Γιώργος Παπανδρέου) αποπλανεί την πανέμορφη Βούλα (Εριέττα Μανούρη), που φοβάται πολύ τη δεσποτική, παρεμβατική και κυριαρχική μητέρα της. Ο γάμος επιβάλλεται κι αυτό που κυριαρχεί γρήγορα (στη σκηνή τουλάχιστον) είναι η κακοποιητική συμπεριφορά του Αθανασόπουλου, σωματική και σεξουαλική. Λίγα χρόνια αργότερα και τρία παιδιά μετά, το ζευγάρι ζει σε διάσταση, με τον Αθανασόπουλο να επισκέπτεται το σπίτι είτε για να δει τα παιδιά είτε για να παραλάβει πλυμένα ρούχα. Στο σπίτι φιλοξενείται κι ένας ανιψιός της πεθεράς (Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης), τρελά κι ανομολόγητα ερωτευμένος με την πανέμορφη ξαδέλφη του. Και είναι εκείνος που τραβάει τη σκανδάλη κατά του Αθανασόπουλου. Και μετά, χωρίς τη συμμετοχή της Βούλας (που απουσίαζε και την ώρα του εγκλήματος από το σπίτι, κάτι που ποτέ δεν αποδείχθηκε στην τότε δίκη αν ίσχυε ή όχι) τεμαχίζουν και εξαφανίζουν το πτώμα σε δύο σακιά από λινάτσα, που ξεβράζονται ανήμερα τα Θεοφάνια του 1931 στον Κηφισό.
Παρότι στην πραγματική ιστορία πήρε καιρός μέχρι να εντοπιστούν οι πραγματικοί ένοχοι και να αναγνωριστεί το πτώμα, οι θεατές ξέραμε εξαρχής τι είχε συμβεί. Οπότε αυτό που είχαμε να παρακολουθήσουμε ήταν οι συμπεριφορές και η ψυχολογία των πρωταγωνιστών, έτσι όπως τις έγραψε στο κείμενό της η Νεφέλη Μαϊστράλη και τις θεατροποίησε ο Θανάσης Ζερίτης.
Και αυτό που είδαμε στη σκηνή του θεάτρου «Πόρτα» ήταν μια παράσταση που πατούσε στην ηθογραφία και τον ρεαλισμό, αλλά πού και πού υπήρχαν και σκηνές (ακατανόητα ενταγμένες) όψης σύγχρονου θεάτρου. Όπως οι στροβοσκοπικοί φωτισμοί σε στιγμές κορύφωσης, και οι ακατανόητες –τέκνο, ντίσκο;- χορευτικές φιγούρες που έκαναν οι ηθοποιοί εκείνη τη στιγμή. Μια παράσταση που βασίστηκε, εν πολλοίς, στα στοιχεία και στα ντοκουμέντα, αλλά πολύ γρήγορα γλίστρησαν αυτά σε απόψεις για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας, ή για την αντιμετώπισή της από τους άντρες και την κοινωνία συνολικά, που σήμερα είναι οικείες. Γρήγορα δηλαδή, η ιστορία του Αθανασόπουλου, της πεθεράς του και όλης της ιστορίας εργαλειοποιήθηκε προς μια διδακτική και συνθηματολογική κατεύθυνση για το ρόλο της γυναίκας, με σημερινές προσλαμβάνουσες. Δραματουργικά ατυχέστατο. Θα έλεγα ότι ακολούθησαν την άποψη που είχαν στις καλοκαιρινές φεστιβαλικές «Σπυριδούλες» τους ακόμα πιο έντονα, ακόμα πιο διδακτικά, ακόμα πιο ακατάτακτα ως προς τη θεατρική γλώσσα.
Κρίμα, γιατί, όπως και οι «Σπυριδούλες», το έγκλημα στου Χαροκόπου ήταν ένα ενδιαφέρον εύρημα να μιλήσει κανείς για τις απαρχές και τη διαχρονία της γυναικείας αντιμετώπισης και κακοποίησης, μόνο που όλο αυτό μπερδεύτηκε με στοιχεία ντοκουμέντου, λυρισμούς, μελόδραμα, ρεαλισμό, ηθογραφία και στερεοτυπικές συμπεριφορές, μεταφερμένες από το σήμερα. Κρίμα γιατί οι ηθοποιοί της παράστασης και έμπειροι και καταξιωμένοι είναι. Μόνο που φάνηκε να παίζουν σε διαφορετικά έργα. Η Νεφέλη Μαϊστράλη και ο Γιώργος Παπανδρέου υπηρέτησαν, επιτυχώς, την ηθογραφική ερμηνεία. Η Λένα Ουζουνίδου και η Εριέττα Μανούρη συχνότατα έμοιαζαν να ανήκουν σε άλλη εποχή, η τελευταία ιδιαιτέρως στην τελευταία σκηνή, οπότε δηλώνει την απαγκίστρωσή της από τη μητέρα-δυνάστη. Αυτός που πράγματι έδειξε τον ψυχικό του σπαραγμό, τον πόνο και τη συναισθηματική ανασφάλεια που ένιωθε ήταν ο Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης, σ’ έναν ρόλο που και στην πραγματικότητα ήταν τραγικός, σ’ ένα πρόσωπο που είχε τραγική διαδρομή και κατάληξη και πέθανε ψυχασθενής και φυματικός το 1936 στις φυλακές.
Υπάρχει όμως κι ένα στοιχείο στο έργο που αντιφάσκει, θα έλεγα, με τη θέση της παράστασης, που εξαρχής έδειξε με κάθε τρόπο ότι το πραγματικό θύμα σ’ αυτή την ιστορία –του συζύγου και της μητέρας της- ήταν η Βούλα. Όταν οι δύο γυναίκες βρίσκονταν πλέον στη φυλακή, κι αφού το Συμβούλιο Χαρίτων είχε μετατρέψει τη θανατική ποινή σε ισόβια, φαίνεται (στην παράσταση) ότι η Βούλα έχει μια ειδική μεταχείριση στις φυλακές, αφού έχει γοητεύσει τον διευθυντή τους, κάτι για το οποίο την κατηγορεί, με ζηλοφθονία πάντα, η μητέρα της. Στην παράσταση αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτός ο διευθυντής φρόντισε να αποφυλακιστούν, ενώ στην πραγματικότητα αποφυλακίστηκαν με το διάταγμα «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών» της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου. Όμως στο σημείο αυτό στο σημερινό κοινό της ιστορίας, δίνεται η εντύπωση ότι η Βούλα δεν ήταν τόσο θύμα και τόσο καθαρή όσο ήθελε να δείξει. Φάνηκε ότι χρησιμοποιούσε τη δύναμη της ομορφιάς της δηλαδή, προς όφελός της.
Η «Κακούργα πεθερά» είχε ένα εντυπωσιακό υλικό, αλλά κύλησε πολύ εύκολα στην ηθογραφία, τον διδακτισμό, την εύκολη συνθηματολογία. Τόσο που η παράσταση κλείνει με μια ρεμπέτικη κομπανία, που τραγουδιστά λέει «καμία μόνη, καμία ξένη» ανάμεσα σε άλλους στίχους –ένα απολύτως σημερινό και ουσιαστικό σύνθημα.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο – στίχοι: Νεφέλη Μαϊστράλη, Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης, Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Γεωργία Μπούρδα, Σύνθεση /μουσική επιμέλεια: Ερατώ Α. Κρεμμύδα , Κίνηση: Κατερίνα Φώτη , Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας, Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Τσιμπρικίδου
Παίζουν:
Πεθερά: Ελένη Ουζουνίδου
Νύφη: Εριέττα Μανούρη
Υπηρέτρια: Νεφέλη Μαϊστράλη
Γαμπρός: Γιώργος Παπανδρέου
Ανιψιός: Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης
Θέατρο «Πόρτα» (Μεσογείων 59), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 έως τις 13 Φεβρουαρίου