της Ειρήνης Σταματοπούλου
«Στην αρχή νόμιζα πως αυτό δε θα ήταν παρά μια ερωτική περιπέτεια, και πως όλα θα επιλύονταν από μόνα τους και δίχως φασαρίες».
Σε αυτή τη φράση του «Τέλους μιας σχέσης» του Γκράχαμ Γκρην θα μπορούσε να συνοψιστεί η κεντρική προβληματική ως ένα αφετηριακό σημείο του μυθιστορήματος του Julian Barnes. Ο ίδιος, επιλέγει να «προλογίσει» το κείμενό του με έναν ορισμό του Σάμιουελ Τζόνσον από το «Λεξικόν της Αγγλικής Γλώσσης» του 1755: Μυθιστόρημα: Μια μικρή ιστορία, συνήθως ερωτική.
«Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μόνο μία ιστορία να αφηγηθούμε», λέει ο κεντρικός ήρωας στο ρόλο του αφηγητή στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. «Δεν θέλω να πω ότι μας συμβαίνει ένα μόνο πράγμα όσο ζούμε. Όμως ένα μονάχα έχει σημασία, ένα μονάχα αξίζει πραγματικά να το αφηγηθούμε». «Κάποτε όλοι είχαν την ερωτική τους ιστορία», όπως λέει η Σούζαν στον Πολ προσπαθώντας να του προσφέρει μια επαρκή ερμηνεία της ιδιαίτερης και εκκεντρικής προσωπικότητας της φίλης της Τζόαν. «Είναι η μοναδική ιστορία».
Το θέμα μοιάζει κοινότοπο, ενώ η ανάπτυξή του δεν κρύβει ιδιαίτερες εκπλήξεις: Η σχέση ενός νέου με μια πολύ μεγαλύτερή του παντρεμένη γυναίκα, μια σχέση που σε μια περίοδο σεξουαλικής επανάστασης, άμεσων απολαύσεων και χαλαρών, απενοχοποιημένων δεσμών, ξέχειλης λαγνείας και συναισθηματικής ελαφρότητας, αποδεικνύεται εξίσου αντίθετη τόσο με τους νέους κανόνες όσο και με τους παλιούς.
«Η ερωτική περιπέτεια» διαπιστώνει ο ισπανόφωνος στοχαστής Αμπδόν Ουμπίδια, «εκείνη που από το ξεκίνημά της κιόλας είναι προορισμένη να λήξει σύντομα, ενώνει το βαθύ με το ελαφρό. Συχνά είναι είτε το ένα είτε το άλλο, κατά κανόνα όμως, καθένα από αυτά τα στοιχεία εμφανίζεται σε συνάρτηση με το άλλο. Από το τίποτα, από το κενό, συχνά ξεκινώντας από απλή πλήξη, ο νεόκοπος Εραστής, εκείνος που μέχρι πρότινος δεν είχε καμία επιθυμία να αγαπήσει, αναζητά την “πυκνωσιά” της ύπαρξης του, το ειδικό του βάρος, το ίδιο του το βάθος. Κι εκείνο του κόσμου επίσης».[1]
Με παρόμοιο τρόπο, ο Barnes, με δεδομένη την αφηγηματική γοητεία και τη μυθοπλαστική του δεινότητα, επικεντρώνεται εδώ σε εκείνο το οποίο φαίνεται να έχουν κοινό όλα τα ανθρώπινα όντα: την ανάγκη να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, μια ανάγκη που ξεπερνά οποιαδήποτε ιστορικά ή πολιτισμικά καλούπια και στερεότυπα. Μια έκφραση της ανθρώπινης συνείδησης που είναι ταυτόχρονα ατομική και συλλογική, και μέσα στο πλαίσιο της οποίας εκείνο που σώζει τον άνθρωπο από την εγγενή διφυία της είναι η ικανότητά του να υποδύεται ρόλους, να υιοθετεί αναπαραστάσεις που προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα γενικευμένων φαντασιακών νοηματοδοτήσεων. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται ρόλος και ο ρόλος επιστρέφει στον άνθρωπο δίνοντάς του υπόσταση.
Ο ρόλος εν προκειμένω του κεντρικού ήρωα, όπως τον περιγράφει ο ίδιος, αναλύεται στο εξής: «Πριν από μερικά χρόνια είχε διαβάσει ότι μια πολύ συνηθισμένη ψυχολογική διάσταση της συμπεριφοράς των ανδρών απέναντι στις γυναίκες ήταν η “φαντασίωση διάσωσης”. Ίσως αναμόχλευε μέσα τους αναμνήσεις παραμυθιών στα οποία γενναίοι ιππότες ανακάλυπταν τυχαία όμορφες παρθένες κλειδωμένες σε πύργους από μοχθηρούς φρουρούς». Στη σύγχρονη εποχή, διαπιστώνει ο συγγραφέας-ήρωας της ιστορίας, η γυναίκα για την οποία οι άντρες έτρεφαν συχνότερα φαντασιώσεις διάσωσης φαίνεται πως ήταν η Μέριλιν Μονρόε, αν και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να σώσει κανείς τη Μέριλιν θα ήταν να μην κοιμηθεί μαζί της. Ο ίδιος είχε πιστέψει ότι μπορούσε να σώσει τη Σούζαν – ή ακόμη περισσότερο ότι μόνο εκείνος μπορούσε να τη σώσει. Αυτό όμως δεν ήταν φαντασίωση, ήταν πρακτικό ζήτημα και ωμή αναγκαιότητα.
Εκείνο που καταφέρνει ουσιαστικά ο χαρακτήρας – αφηγητής είναι να καταρτίσει μια διεισδυτική περιγραφή και ανάλυση όλης της γκάμας των συναισθημάτων που διέπουν την ερωτική περιπέτεια, και να αναδείξει τις αντιθέσεις τους: σε τι συνίστανται οι έννοιες του θάρρους, της δειλίας, της ατολμίας, η πρόοδος και η συντήρηση σε σχέση με τον έρωτα; Ποιες αποχρώσεις παίρνει η απώλεια, το συναισθηματικό πένθος, η ψυχική συντριβή; Τι σημαίνει ενοχή και ποιος ο καταλυτικός ρόλος της νεότητας ή της ωριμότητας του ερώμενου υποκειμένου;
Ο Πολ εμφανίζεται να κρατά σημειώσεις σε ποικίλες απόπειρες να ορίσει τον έρωτα, και να αναρωτιέται σε κάποιο σημείο το εξής: «Αν αυτή είναι η μοναδική σου ιστορία, τότε είναι η πιο συχνά εξιστορημένη, [και] το ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής: όλες αυτές οι απανωτές εξιστορήσεις σε φέρνουν πιο κοντά στην αλήθεια όσων συνέβησαν ή σε απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο;» Και σε ώριμη πια ηλικία, ως αφηγητής του νεανικού εαυτού του, διαπιστώνει επίσης: «Στη μια πλευρά βρίσκονταν εκείνοι που βάδιζαν μέσα στο αυλάκι, βουλιάζοντας ολοένα και πιο βαθιά στη γη, οι εντελώς απρόθυμοι να δώσουν πληροφορίες για την εσωτερική ζωή τους – πράγμα απολύτως κατανοητό. Και στο άλλο άκρο βρίσκονταν εκείνοι που θα σου αφηγούνταν ολόκληρη τη ζωή τους, τη μοναδική τους ιστορία, είτε σε ένα και μόνο επεισόδιο είτε σε μια διαδοχή εκμυστηρεύσεων που σε κατέκλυζαν σαν φραστικοί χείμαρροι. Και που βρισκόταν όταν συνέβαιναν αυτά;»
Επιχειρώντας να απαντήσει ο ίδιος στο ερώτημα που θέτει για τον εαυτό του, ο Barnes, με τρόπο μυθοπλαστικά νατουραλιστικό και ευλογοφανή, ελέγχει διακριτικά και ευαίσθητα τα ίδια τα όρια της αφήγησης και της μυθιστορηματικής (ερωτικής;) γλώσσας. Η τέχνη, έτσι κι αλλιώς, και ειδικότερα η λογοτεχνία, είναι τα μόνα αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να δοθεί μια πειστική και πολυπρισματική μαρτυρία του ανθρώπινου έρωτα. Ζωή και λογοτεχνία είναι πράγματα ισοδύναμα. Και η λογοτεχνία είναι το κατεξοχήν σημαίνον του βαθύτερου σημαινομένου της ανθρώπινης ζωής.
«Κι έτσι, για ένα διάστημα – ας πούμε για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια – διαπίστωνε πως ήταν νοσηρά ευαίσθητος με τη γλώσσα των εραστών», διαπιστώνει ο αφηγητής για τον ήρωά του. «Ασφαλώς και ήταν γελοίο. Η λογική επέτασσε να διακρίνει – και διέκρινε – πως το διαθέσιμο λεξιλόγιο ήταν πολύ περιορισμένο και δεν θα έπρεπε να πειράζει όταν οι ίδιες λέξεις ανακυκλώνονταν, όταν κάθε νύχτα, σε ολόκληρο τον πλανήτη, εκατομμύρια άνθρωποι επιβεβαίωναν τη μοναδικότητα του έρωτά τους με μεταχειρισμένες φράσεις. Μόνο που καμιά φορά πείραζε. Πράγμα που σημαίνει ότι και εδώ, όπως και παντού, βασίλευε η προϊστορία».
Και ο Barnes επιλέγει μια περίτεχνη όσο και υπαινικτική τεχνική για να μετατρέψει στο κείμενό του την (μοναδική του) ιστορία σε μυθιστορία και (συλλογική) προϊστορία. Χωρίζει το βιβλίο του σε τρία μέρη, στα οποία η άρθρωση της αφήγησης περνά από τα εξής γραμματικά πρόσωπα: Στο πρώτο κεφάλαιο η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, στο δεύτερο κεφάλαιο περνάει στο δεύτερο πρόσωπο («Θα μπορούσες να…» – έκφραση που ταυτίζει τον αναγνώστη με τον μυθιστορηματικό ήρωα όσο και τον απομακρύνει εξίσου: «Θα μπορούσες εσύ» ή «θα μπορούσε κάποιος, ο οποιοσδήποτε»), ενώ στο τρίτο κεφάλαιο περνάμε στο τρίτο πρόσωπο για να επιστρέψουμε και πάλι στο πρώτο στις τρείς τελευταίες σελίδες.
Κάνοντας έτσι έναν πλήρη (φαύλο;) κύκλο, ο συγγραφέας ξεκινάει με έναν ορισμό ως μότο του βιβλίου του, για να καταλήξει στην εξής διατύπωση: «Ίσως ο έρωτας να μην μπορούσε σε αιχμαλωτιστεί σε έναν ορισμό, αλλά μονάχα σε μια ιστορία».
info: Julian Barnes «Η μοναδική ιστορία», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο
[1] Αμπδόν Ουμπίδια, Η ερωτική περιπέτεια και οι χαρακτήρες της, μτφρ. Δήμητρα Παπαβασιλείου, Αθήνα: Ροές, 2017, σσ. 50-51.