Juan Marsé και ο Pijoaparte

0
464

 

 

Της Βίκυς Βασιλάτου.

 

«Το ξεραμένο και παγωμένο κουφάρι μιας λεοπάρδαλης» που «κανένας δεν έχει εξηγήσει τι γύρευε σ΄ αυτό το υψόμετρο»* ήταν αυτό που βύθισε τον δεκαεξάχρονο τότε Juan Marsé στον κόσμο της λογοτεχνίας. «Ξεκινάμε με κάτι το πραγματικό που, για άγνωστο λόγο, μεταμορφώνεται και υπερβαίνει εαυτό. Το μεγαλείο της λογοτεχνίας έγκειται στο να δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ζωής», όπως πολύ σωστά το θέτει και το πράττει ο Καταλανός συγγραφέας. Ένας συγγραφέας επίσης που δεν στερείται ειλικρίνειας και αποκαλύπτει ανενδοίαστα ότι πίσω από τα μυθιστορήματά του υποφώσκουν άλλοι συγγραφείς, άλλα βιβλία, άλλοι σεναριογράφοι.

 

Αναφερόμενος στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο του, Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα, που αναδημοσιεύτηκε το 1965 ύστερα από διορθώσεις του ίδιου, δήλωσε πως σ’ αυτή την ιστορία υπάρχουν στοιχεία από την Πριγκίπισσα Καζαμάσιμα του Henry James, όπως και από την ταινία Μια θέση στον ήλιο του Georges Stevens. Και συμπληρώνει πως όλοι τους είναι «πνευματικοί κατιόντες τού Rastignac και του Rubempré», μυθιστορηματικών ηρώων τού Honoré de Balzac. Θα μπορούσαμε μάλιστα να παραλληλίσουμε τον κεντρικό ήρωα, Μανόλο, με τον Γκάτσμπυ. Ο Marsé άλλωστε διατείνεται πως όταν γνώρισε τον ήρωα του F. Scott Fitzgerald, συνειδητοποίησε ότι αυτός ο τύπος είναι ένας pijoaparte [νεολογισμός και παρωνύμιο που έδωσε στον Μανόλο], του οποίου «η μοίρα ακολουθεί την παράδοση των μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα».

 

Ο Marsé σκιαγραφεί με έντονα χρώματα τον ήρωά του, Μανόλο, επιλέγοντας το προσωνύμιο, Pijoaparte (στην ελληνική μετάφραση Ψευτοκυριλές**). Ποντάρει στη σύζευξη των λέξεων «pijo» (αστός, σνομπ, μπουρζουάς) και «aparte» (κατά μέρος, στο περιθώριο, ξέχωρα), και καλεί τον αναγνώστη να έχει μια πιο σαφή και εμπεριστατωμένη εικόνα τού γιου μιας φτωχής παραδουλεύτρας, ενός νέου πεπεισμένου πως είναι νόθο παιδί ενός μαρκησίου της Ρόντα. Μ’ αυτήν τη ψευδαίσθηση ως άσσο στο μανίκι του, ο Pijoaparte ρίχνει βλέμμα υπεροπτικό στον βρώμικο και άχρωμο κόσμο της φτωχογειτονιάς τού Μόντε Καρμέλο, ενώ είναι αποφασισμένος να πάρει την τύχη στα χέρια του, βέβαιος πως η Βαρκελώνη είναι η πόλη που θα τον αναδείξει και θα τον απελευθερώσει από την μιζέρια του.

 

Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’50  (και όχι του ’60 όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης) στη Βαρκελώνη μιας άλλης, πυρετώδους και δικτατορικής εποχής. Ο Marsé είναι άλλωστε ο συγγραφέας που -μαζί με τον Montalbán- εφηύρε τη μυθιστορηματική πρωτεύουσα της Καταλονίας. Ο συγγραφέας που αποτύπωσε τη μορφή της πόλης στη φαντασία των αναγνωστών, ανακηρύσσοντάς την: πόλη-ηρωίδα. Μέσα σ’ αυτήν κινείται ο μικροεγκληματίας, αλητάκος, μικροαπατεώνας ήρωάς του από τη Μούρθια που ποντάρει στο μυαλό και τη γοητεία του για να επιτύχει τον στόχο του: να ανέρθει κοινωνικά. Ένας ήρωας που, παρ’ όλα ταύτα, περιγράφεται και ως ένας βαθιά ηθικός νέος που παλεύει με δαίμονες στην προσπάθειά του να διαχειριστεί το ειδύλλιό του με δυο άκρως διαφορετικές κοπέλες: τη Μαρούχα και την Τερέζα. Με την τελευταία, μάλιστα, η σχέση τους πήρε σάρκα πάνω από τη νοσοκομειακή κλίνη της παιδικής της φίλης, Μαρούχα, και οστά τις απογευματινές ώρες. Ένα καταδικασμένο ménage à trois που αιωρείται μέσα σε ναρκισσιστικά όρια με τον καθ’ έναν τους να υποδύεται -τελικά- έναν ρόλο χωρίς να διακρίνει στον άλλον αυτό που είναι στην πραγματικότητα, αλλά αυτόν που θα ήθελε να είναι τόσο ο ίδιος όσο και ο άλλος.

 

Το αξιόλογο στην τριτοπρόσωπη αφήγηση της Τερέζας είναι η διαπίστωση ότι οι ήρωες δεν (κατα)κρίνονται, ενώ με την ομοιόμορφη καθαρότητα της γραφής μάς αποκαλύπτεται τόσο η κακή όσο και η καλή όψη τού νομίσματός τους. Το ώριμο και φιλοσοφημένο βλέμμα τού αφηγητή αναμειγνύεται με το νεανικό και απαίδευτο των ηρώων, παραδίδοντάς μας ένα ρέον, ρυθμικό, τρυφερό, σε σημεία σκληρό μυθιστόρημα με αρκετά αποσπάσματα ανεπιτήδευτου λυρισμού. Τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι ήχοι μα και οι φωτοσκιάσεις αλά de La Tour, δημιουργούν ένα καλοζυγισμένο σύμπαν με τον αισθησιασμό και τον υπαρξισμό να εντείνονται δια μέσου μιας ενδιαφέρουσας προσέγγισης της αναζήτησης του έρωτα και μιας άρτια δομημένης ψευδαίσθησης της ζωής.

 

 

Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα

Juan Marsé

Σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου

Εκδόσεις Πατάκη, 2014

 

 

*Τα χιόνια στο Κιλιμάντζαρο του Hernest Hemingway, σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου (εκδ. Καστανιώτη, 2005).

 

** Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος, διαπίστωσα πως ο Juan Marsé δεν επιθυμεί να δώσει απαξιωτική ή επικριτική έννοια στη λέξη «Pijoaparte», όπως αυτή που υποβόσκει στην ελληνική, «Ψευτοκυριλές». Αντιθέτως, διέκρινα τρυφερότητα και κατανόηση του δημιουργού προς τον ήρωά του. Θεωρώ λοιπόν πως θα ήταν προτιμότερος ένας νεολογισμός και στην ελληνική μετάφραση. Ένα παρωνύμιο που ίσως να ξάφνιαζε πρωταρχικά, αλλά που θα σεβόταν τη μελετημένη σύζευξη των δυο λέξεων, που αποσκοπούν στην κοινωνική μα και υπαρξιακή αντίθεση που αντιπροσωπεύει ο Μανόλο Ρέγιες.

 

Προηγούμενο άρθροΟ Μπόρχες στο Μουντιάλ
Επόμενο άρθροΙστορίες ποδοσφαίρου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ