της Δέσποινα Παπαστάθη
«Λοιπόν, σύμφωνα με τη δική μας άποψη των πραγμάτων, ένα μυθιστόρημα θα ’πρεπε να ’ναι η βιογραφία ενός ανθρώπου ή μιας περίπτωσης, και κάθε βιογραφία ενός ανθρώπου ή μιας περίπτωσης θα ’πρεπε να ’ναι ένα μυθιστόρημα, αφού και το ένα και το άλλο, αν είναι γραμμένα αποκλειστικά, ερμηνεύουν μία ή και περισσότερες ανθρώπινες ζωές» (Φορντ Μάντοξ Φορντ).
Όταν ο Juan Gabriel Vásquez (Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες) παραλάμβανε το Mario Vargas Llosa 2021 Biennial Novel Prize από τον Mario Vargas ευχαρίστησε τον Σέρχιο και τη Μαριανέγια Καμπρέρα για τη φιλία τους και την τιμή που του έκαναν να του εμπιστευτούν τις μνήμες και τα τεκμήρια μιας ολόκληρης ζωής, ώστε να τα πλάσει εκ νέου με τη φαντασία του και στη συνέχεια να τα αφηγηθεί μέσω του μυθιστορήματος με τον τίτλο Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω (τίτλος πρωτότυπου: Volver la vista atrás, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος, Αθήνα 2021, σ. 592). Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας σημειώνει πως δουλειά του ήταν να δώσει στα επεισόδια ζωής που αφηγείται στο βιβλίο του «μια τάξη που να υπερέβαινε τη βιογραφική απαρίθμηση, μια τάξη ικανή να προτείνει ή ν’ αποκαλύψει νοήματα που δεν είναι ορατά με την απλή καταγραφή των γεγονότων, γιατί ανήκουν σε διαφορετικές γνωσιακές μορφές». Συγυρίζοντας το παρελθόν, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την αταξία στο δικό του παρόν, μιας και το βιβλίο, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, το έγραψε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, έχοντας τη σιγουριά πως η συγγραφή έδωσε σκοπό στις χαοτικές μέρες της καραντίνας και τον βοήθησε να διατηρήσει «μια σχετική λογική στη μέση εκείνης της φυγόκεντρης ζωής».
Ο Βάσκες στο Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω αφηγείται την περιπετειώδη ζωή του κολομβιανού σκηνοθέτη Σέρχιο Καμπρέρα και της οικογένειάς του σε μια διαδρομή τριών γενεών. Τον Οκτώβριο του 2016 ο Σέρχιο Καμπρέρα βρίσκεται στη Βαρκελώνη, όπου έχει προγραμματιστεί προς τιμή του από την Ταινιοθήκη της Καταλονίας ένα αφιέρωμα με τις ταινίες που έχει σκηνοθετήσει. Η παραμονή του στη Βαρκελώνη θα του δώσει τη δυνατότητα να επανασυνδεθεί με τη σύζυγο και τη μικρή του κόρη, ενώ θα περάσει λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς με τον μεγαλύτερο γιό του Ραούλ. Δέχεται, όμως, ένα τηλεφώνημα από την ετεροθαλή αδελφή του, τη Λίνα, πως ο πατέρας τους, Φάουστο Καμπρέρα, γνωστός και πολυβραβευμένος ηθοποιός, πέθανε. Ο Σέρχιο αποφασίζει να μην ταξιδέψει στην Μπογκοτά για την κηδεία του πατέρα του και να παραμείνει στη Βαρκελώνη μιας και η θέση του είναι με τους ζωντανούς και όχι με τους νεκρούς.
Ο θάνατος του Φάουστο πυροδοτεί τους μηχανισμούς της μνήμης και θέτει σε εκκίνηση την αφήγηση της οδύσσειας της οικογένειας Καμπρέρα που καθορίστηκε από κορυφαία ιστορικά γεγονότα του 20ου αι. Ξεκινώντας από την κατάλυση της μοναρχίας στην Ισπανία, τον Απρίλιο του 1931, και τους ξέφρενους πανηγυρισμούς του μικρού τότε Φάουστο πάνω στους ώμους του θείου Φελίπε, ξακουστού πιλότου της ισπανικής αεροπορίας, η αφήγηση προχωρά, παράλληλα με τα οικογενειακά γεγονότα, στα γεγονότα της δικτατορίας του Φράνκο και στις αντιπαραθέσεις σε έναν πόλεμο, τόσο χαλασμένο, «όπου μερικές φορές ο χειρότερος εχθρός των δημοκρατών ήταν άλλοι δημοκράτες» (σ. 43). Η οικογένεια Καμπρέρα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Ισπανία και να εγκατασταθεί προσωρινά στη Δομινικανή Δημοκρατία, όπου παρακολουθούμε τον Φάουστο να ανδρώνεται και να διαμορφώνει την ισχυρή επαναστατική συνείδηση που θα καθορίσει στο μέλλον τις επιλογές του. Επόμενος σταθμός ήταν η Μπογκοτά. Ιούνιος του 1945: Ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει, οι Ιταλοί είχαν κρεμάσει τον Μουσολίνι, και η Ισπανία έδειχνε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγίνει Δημοκρατία. Ο Φάουστο Καμπρέρα ανακαλύπτει το ταλέντο του στην απαγγελία ποίησης και στην ηθοποιία και θα γνωρίσει την Λους Ελένα Κάρδενας με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά: τον Σέρχιο και τη Μαριανέγια. Όταν ο Φιδέλ Κάστρο μπήκε στο Σαντιάγο της Κούβας, ο Φάουστο αισθάνθηκε πως η Ιστορία ξεκινούσε απ’ την αρχή, ότι η ζωή του ως εξόριστου δεν είχε πάει χαμένη, ότι επιτέλους μπορούσε να ’χει μιαν αποστολή. «Άνεμοι του λαού με σηκώνουν», άνεμοι που θα οδηγήσουν τον βαθιά ιδεολόγο, κομμουνιστή επαναστάτη Φάουστο να φύγει από την Κολομβία μαζί με την οικογένειά του, παρά τις αντιξοότητες, και να εγκατασταθεί στην Κίνα. Η παραμονή στην Κίνα έχει ως σκοπό ο Σέρχιο και η Μαριανέγια να προετοιμαστούν πνευματικά και να πετύχουν μια ιδεολογική και συναισθηματική προλεταριακή μεταμόρφωση, απαραίτητη για να υπηρετήσουν την κοινωνία, τον λαό, την επανάσταση. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τους δύο νέους στην πορεία προς την επίτευξη των στόχων που έθεσε ο Φάουστο γι’ αυτούς, συμπάσχει μαζί τους, γοητεύεται από το πάθος, την αυτοθυσία, την αφοσίωση στο ιδανικό της επανάστασης και του αγώνα για το κοινό καλό. Αν και μας ξαφνιάζει, αρχικά, η απόφαση του Φάουστο να αφήσει τα παιδιά μόνα στην Κίνα και να επιστρέψει με τη σύζυγό του στην Κολομβία για την οργάνωση της εκεί επανάστασης, η ώριμη στάση των Σέρχιο και Μαριανέγια δικαιώνει την απόφασή του. Η δράση θα επιστρέψει στην Κολομβία και τον εμφύλιο σπαραγμό, τους αγώνες των ανταρτών και την ενεργό εμπλοκή των δύο αδερφών. «Ο πόλεμος της Κολομβίας ήταν μια μεγάλη λεωφόρος», με συγκλονιστικές στάσεις-γεγονότα που φτάνουν ως το παρόν της αφήγησης, τον Οκτώβριο του 2016 και το όχι του δημοψηφίσματος για το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού, που αιματοκύλισε τη χώρα για πενήντα δύο συνεχόμενα έτη.
Ελπίδες, όνειρα, αγωνίες, διαψεύσεις, απογοητεύσεις, σκέψεις άλλοτε γεμάτες φως και άλλοτε πνιγμένες στο σκοτάδι της απελπισίας χαρακτηρίζουν τους ήρωες του συγκλονιστικού αυτού βιβλίου, που γράφτηκε όπως το διηγήθηκε στον συγγραφέα ο ίδιος ο Σέρχιο Καμπρέρα. «Όλα, πάντως, είναι εδώ: η μνήμη και λήθη (ή το δικαίωμα στη μνήμη και το δικαίωμα στη λήθη), οι προσωπικές εμπειρίες και τα ντοκουμέντα, η μοναδική αλήθεια και οι πολλαπλές αλήθειες, η Ιστορία και η μυθοπλασία, το αντικειμενικό γεγονός και η γλωσσικά διαμεσολαβημένη ή ρητορικά δομημένη αφήγηση – αυτές οι ωραίες εμμονές του Βάσκες, που επαναλαμβάνονται με εμπνευσμένη ποικιλομορφία στις μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις του (Οι πληροφοριοδότες, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Η μορφή των λειψάνων), αλλά και στα συγκλονιστικά διηγήματα της πρόσφατης συλλογής του διηγημάτων (Τραγούδια για την πυρκαγιά)», όπως ορθά σημειώνει ο μεταφραστής του έργου Αχιλλέας Κυριακίδης.[1] Ο Βάσκες με τη μυθιστορηματική βιογραφία του κολομβιανού σκηνοθέτη γυρίζει το βλέμμα του πίσω στην τραγική και γεμάτη πολιτικούς αγώνες ιστορία της χώρας του κατά το δεύτερο μισό του 20ου αι. Το είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας, λόγω του υψηλού βαθμού πρόσδεσης στην ιστορική πραγματικότητα σε συνδυασμό με την επινόηση και τη μυθοπλαστική αφήγηση, συμπλέκει την αλήθεια με την αληθοφάνεια, ενώ με την αναπαράσταση του παρελθόντος δίνονται απαντήσεις σε ερωτήματα για το παρόν. «Όταν δεν έχει φως κι όλα είναι σκοτεινά, ο μόνος τρόπος να μη χάσεις το δρόμο σου είναι να κοιτάζεις πίσω. Έτσι, βλέποντας το φως που ’χεις αφήσει πίσω σου, μπορείς να πιστεύεις ότι σε περιμένει κάποιο άλλο» (σ. 458). Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω στα μονοπάτια της ιστορίας ο αναγνώστης του βιβλίου ανακαλύπτει το φως που χρειάζεται για να διαβεί τα σκοτεινά μονοπάτια του παρόντος, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον δικό του προσωπικό δρόμο, όπως έντεχνα υποβάλλει η σύνδεση του τίτλου του μυθιστορήματος με τους στίχους του ποιήματος του Antonio Machado «Caminante, no hay camino».
Σημειώσεις:
[1] Ο Αχιλλέας Κυριακίδης για τη μετάφραση του «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω», του νέου μυθιστορήματος του Juan Gabriel Vásquez, στο: https://bit.ly/3oh8YL9.
Juan Gabriel Vásquez, Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος,