John Keats: Πως να γράψετε το όνομα σας σε νερό (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

0
435

της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη

 

Όταν, στις 23 Φεβρουαρίου 1821 ο 25χρονος John Keats άφηνε την τελευταία του πνοή στη Ρώμη χτυπημένος από φυματίωση, όλα έδειχναν πως ο ίδιος, όπως και το έργο του θα ξεχνιόντουσαν γρήγορα. Είχε εγκαταλείψει τις ιατρικές σπουδές του για να αφιερωθεί στην ποίηση ολοκληρωτικά- και είχε εμφανιστεί στον χώρο των γραμμάτων μόλις 4 χρόνια πριν. Ο ίδιος δεν περίμενε και πολλά. Σε ένα γράμμα στην αρραβωνιαστικιά του, Fanny Brawne, το Φεβρουάριο του 1820 σημείωνε πως: « Πίσω μου δεν αφήνω αθάνατο έργο, τίποτε που να κάνει τους φίλους μου περήφανους εις μνήμη μου.»

Ο σνομπ Λόρδος Byron είχε βάλει το λιθαράκι του καθώς ο Keats στο «Ύπνος και Ποίηση» είχε τολμήσει να εναντιωθεί στο μανιερισμό του πλέον καθιερωμένου ποιητή του 18ου αιώνα και μοναδική «λογοτεχνική αφοσίωση» του Byron, τον Alexander Pope. Ακόμη χειρότερα, ο Keats ήταν ρομαντικός ποιητής και cockney, με καταγωγή δηλαδή από τις φτωχές λονδρέζικες συνοικίες. Ο Byron σε γράμμα του στον εκδότη του Murray,το Μάρτιο του 1820, επίτηδες γράφει λάθος του όνομα του Keats, ( «Keats ή Ketch ή όπως τον λένε τέλος πάντων») και παρομοιάζει το έργο του με «νοητικό αυνανισμό».

Νωρίτερα, και παρά την φαντασμαγορική υπερπαραγωγή ποιημάτων του 1819, ο ίδιος ο Keats,  γράφει στο μικρότερο αδελφό του, George, πως σκέφτεται «να πάει στο Εδιμβούργο και να συνεχίσει τις σπουδές ιατρικής» αντί να γράφει ποιήματα που «κατακρεουργούν οι κριτικοί». Αργότερα γράφει στο φίλο του και ζωγράφο Haydon πως θα κάνει «μια τελευταία απόπειρα και μετά κανείς δεν θα ξανακούσει το ονομά μου». Ενώ δηλαδή παρήγαγε τα σημαντικότερα ποιηματά του, σκεφτόταν να τα παρατήσει επανειλημμένα.

Σε άλλο γράμμα του αναφέρει την πρόθεση του «να ρωτήσει για τα στοιχεία της αγοράς», ενδεικτικό του χαρακτηριστικού προβληματισμού του Keats: ενώ διακαώς επιθυμεί να πιστέψει στον απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ του “otium” απ’όπου πηγάζει η αληθινή ποίηση και του ερμητικού “negotium” της αγοράς, η μεγαλύτερη κατάρα του είναι πως οι αξίες της μιας σφαίρας διαρκώς απειλούν να εισβάλουν στην άλλη. Ο Keats, ένας απόστολος της «αρνητικής δυνατότητας», πίστευε ευλαβικά στη θεμελιώδη αντι- ουσιαστικότητα της τέχνης. Ακόμη και προ της κρίσης του 1819, είχε εντοπίσει παραπατήματα και ατοπήματα προς τις αξίες της αγοράς. Ενδεικτικό είναι και πως όταν επιτίθεται στο ποιητικό κήρυγμα του Wordsworth- «μιας ποίησης με απτά σχέδια για εμάς» περιγράφει με όρους αγοράς : «αυτή η ποίηση αν δε μας πείσει προτίθεται να χώσει βαθιά το χέρι στην τσέπη». Και όμως, εν μέσω φρικτών οικονομικών δυσκολιών, ο Keats φαντασιώνεται πως θα σωθεί από τα γραπτά του: αν οι θεοί της αγοράς του χαμογελάσουν θα μπορέσει να είναι ένας ποιητής και να κερδίζει τα προς το ζην.

Αποτέλεσμα αυτού είναι μια τεταμένη επιχειρηματολογία με τον ίδιο του τον εαυτό φανερή στην αλληλογραφία του: κατά πόσο ένας ποιητής μπορεί και πρέπει να ικανοποιεί τη ζήτηση της λογοτεχνικής «αγοράς»;  Σε άλλο γράμμα του τον Αύγουστο του 1819 στον John Taylor εξηγεί πως εξαιτίας της οικονομικής δυσχέρειας γράφει μια τραγωδία από την οποία ελπίζει να προσκομίσει κέρδη. Αμέσως μετά αντικρούει τον εαυτό του: «θα μπορούσα να ήμουν ένας δημοφιλής συγγραφέας αν το επέλεγα- ποτέ όμως δεν θα γίνω. … απεχθάνομαι τόσο την εύνοια του (αναγνωστικού) κοινού όσο και την αγάπη μιας γυναίκας- και τα δυο αποτελούν γλυκερό πετιμέζι στα φτερά της ανεξαρτησίας. Θεωρώ το κοινό οφειλέτες μου ως προς τους στίχους, και όχι το αντίστροφο, δηλαδή τον εαυτό μου οφειλέτη  ως προς το θαυμασμό τους – που δεν τον θέλω.»

Η κεντρική ιδέα της ποιητικής φιλοσοφίας του είναι :  η ποίηση πρέπει να γράφεται για την απλή αγάπη των λέξεων –  μια επικινδύνως αμφίσημη αγάπη. Το όριο ανάμεσα στην αγάπη ως ελεύθερη ανταλλαγή ή ως εμπόριο όπως εξετάζεται στο ποιήμα «Λάμια»,  είναι και το όριο ανάμεσα στην ποίηση ως «δηλητηριώδη» διασκέδαση ή αναζωογονητικό ελιξίριο.  Στο ποιήμα «Υπερίων» προσπαθεί να προασπιστεί την ποίηση ενώπιον μιας μούσας που παίρνει τη μορφή της Moneta- της ρωμαϊκής θεάς του νομισματοκοπείου. Η εγγενής δυαδικότητα του «φαρμάκου» είναι αναπόδραστη:  δεν υπάρχει ορατό σύνορο μεταξύ του «ονειροπόλου που δηλητιριάζει όλες τις μέρες του» και του «γιατρού που ρίχνει βάλσαμο στον κόσμο». Αντιστοίχως «η δηλητηριώδης υποστήριξη του αναγνωστικού κοινού» είναι και το βάλσαμο που ο  Keats λαχταρά.

Η αλληλεπίδραση του «otrium» και του «negotium» στην αισθητική δημιουργία, επαναλαμβάνεται σε πολλά ποιηματά του- η δυσιπόστατη φύση του «φαρμάκου» επανεμφανίζεται με τη μορφή της μέλισσας ή του μελιού της στην «Ωδή στη Μελαγχολία» και στην «Παραμονή της Αγίας Αγνής». Πρωταρχική πηγή για τον Κητς πρέπει να είναι η «Ανάβασις» του Ξενοφώντα, όπου περιγράφεται ένα περιστατικό όπου οι στρατιώτες δε συνάντησαν τίποτε παρά μελίσσια και όσοι έφαγαν από το μέλι έχασαν τις αισθήσεις τους, είτε μέθυσαν, είτε ξεψυχούσαν πεσμένοι κάτω,  στο τέλος όμως σηκώθηκαν ανανεωμένοι ψυχικά.

Σε γράμμα του στον Woodhouse γράφει το 1818: «Ένας Ποιητής είναι το πιο αντι-ποιητικό πράγμα που υπάρχει- επειδή δεν έχει Ταυτότητα- συνέχεια αναζητά και γεμίζει κάποιο άλλο Σώμα- τον Ήλιο, το Φεγγάρι, τη Θάλασσα και τους Ανθρώπους που ως παρορμητικά πλάσματα είναι ποιητικά και έχουν μια ανεξίτηλη ποιότητα- ο ποιητής δεν διαθέτει κάτι τέτοιο.» Ο ποιητής δεν έχει «χαρακτήρα», βιώνει τα πάντα ως «θόρυβο» αναζητώντας τη «μουσική».

O Keats ζήτησε η επιγραφή της ταφόπλακάς του να μην αναγράφει το ονομά του αλλά το εξής:  «Εδώ κείται ένας που το ονομά του ήταν γραμμένο σε νερό».

Μετά το θάνατο του Keats, ο φίλος του Percy Shelley, που τον είχε καλέσει στην Πίζα, όπου ποτέ δεν πρόλαβε να φτάσει για να αναρρώσει, του αφιέρωσε το ποιήμα «’Αδωνις» και μέχρι το δικό του τραγικό θάνατα από πνιγμό επίσης στην Ιταλία το 1823 προώθησε τη μνήμη του Keats. Αντιστοίχως ο πεφωτισμένος εκδότης του προοδευτικού λογοτεχνικού περιοδικού Examiner, Leigh Hunt, που είχε συστήσει τους δύο  ποιητές, προήγαγε το έργο του Keats, τον οποίο θεωρούσε : « έναν ιδιοφυή άνδρα, έναν από αυτούς που παραείναι αυθεντικοί για να εκτιμηθούν εξ αρχής, η ώρα της αναγνώρισης των οποίων όμως θα έρθει οπωσδήποτε»

Περιέργως δεν υπάρχει βιογραφία του Keats από κάποιον γνωστό του- η πρώτη κυκλοφόρησε το 1848 μαζι με ανέκδοτα εως τότε ποιηματά του από τον Milnes.  Η βιογραφία αυτή καθιέρωσε τον ποιητή στο βικτωριανό ασυνείδητο και ενέπνευσε πιο σύγχρονους καλλιτέχνες και τους προ- Ραφαηλίτες μερικοί εκ των οποίων απεικόνιζαν τα ποιηματά του ( π.χ. Η Παραμονή της Αγίας Αγνής – Millais και Holland Hunt). Εκτοτε ο Keats αντικρούει τον εαυτό του εις τον αιώνα των αιώνων: το όνομα του είναι γραμμένο σε πολλά συγγράματα, βιβλία, ημερολόγια αλλά σίγουρα όχι σε νερό.

 

ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ [JOHN KEATS (1795-1821)]: Η αδάκρυτη καλοκυρά

Δυστυχισμένε, τι έχεις και γυρίζεις
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή;
Της λίμνης εξεράθηκαν τα βρύα,
και πια δεν κελαηδεί πουλί.

Δυστυχισμένε, τι έχεις κι είσαι τόσο
αλαλιασμένος και χλωμός;
Γέμισε η βερβερίτσα τη φωλιά της,
κι έχει τελειώσει ο θερισμός.

Κρίνο νωπό στο μέτωπό σου βλέπω,
της αγωνίας τη δροσιά.
Στο μάγουλό σου ρόδο μαραμένο,
που αποξηραίνεται γοργά.

Είδα μια ωραία κυρά μες στα λιβάδια,
νεραϊδοπούλα γαλανή,
κι είχε μακριά μαλλιά κι αλαφρό πόδι,
κι άγρια τα μάτια της πολύ.

Την ανεβάζω στο ήμερο άλογό μου,
κι άλλο δεν έβλεπ’ απ’ αυτή,
γιατί στο πλάι μου γέρνει και τραγούδι
νεράιδας σιγοτραγουδεί.

Πλέκω για το κεφάλι της στεφάνι,
βραχιόλια, ζώνη, όλο ευωδιά,
και σα να μ’ αγαπούσε με κοιτάζει
κι αναστενάζει σιγανά.

Γλυκόρριζες μού βρήκε, κι άγριο μέλι,
βρήκε του μάννα τη δροσιά,
και μου ’πε με τη ξωτικιά της γλώσσα
‘‘Ναι! σ’ αγαπώ στ’ αληθινά’’.

Στη νεραϊδοσπηλιά της σα με πήγε,
μ’ είδε και στέναξε βαθιά.
Της φιλώ τ’ άγρια και θλιμμένα μάτια,
ώσπου τα κοίμησα γλυκά.

Και κοιμηθήκαμε πάνω στα βρύα,
κι όνειρον είδα, ω δυστυχιά,
τ’ όνειρο, που στερνό μου όνειρο εστάθη,
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά!

Σαν το θάνατο αχνοί ήταν βασιλιάδες,
και πλήθη μαχητών χλωμά,
που κράζανε ‘‘Στα δίχτυα σ’ έχει πιάσει
η αδάκρυτη Καλοκυρά’’.

Κι είδα στα σκότη τ’ άσαρκά τους χείλη,
σα φριχτό μήνυμ’ ανοιχτά,
και βρέθηκα, ξυπνώντας, εδώ πάνω
στου λόφου την ψυχρή πλαγιά.

Γι’ αυτό πάω κι έρχομαι, κι όλο γυρίζω,
εδώ μονάχος, μ’ όψη αχνή,
της λίμνης κι αν ξεράθηκαν τα βρύα,
κι αν πια δεν κελαηδεί πουλί.

Μετάφραση: Μάρκος Τσιριμώκος

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ άνθρωπος του βασιλιά (της Κυριακής Μπεϊόγλου)
Επόμενο άρθροΖωντανοί ίσκιοι – Το ολόφωτο σώμα της μνήμης και της γραφής (της Αθηνάς Βογιατζόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ