Joachim Gies & Co: Πέντε ποιητές

0
192

του Σάκη Παπαδημητρίου.

ugust Stramm, Arthur Rimbaud, Stefan George, Rainer Maria Rilke,  Friedrich Nietzsche)         

 

          Δύο δίσκοι του σχήματος Not Missing Drums Project και δύο του σαξοφωνίστα Joachim Gies, ο οποίος, μαζί με τονThomas Böhm-Christl, είναι συνιδρυτής του σχήματος. Πρώτα η ονομασία. Ακούγεται ως άρνηση, σα να λέμε «μπορούμε και χωρίς ντραμς»! Καλά, μην κάνετε έτσι. Ήδη από την δεκαετία του ’50, ο Jimmy Giuffre έπαιζε σε κλαμπ και φεστιβάλ και ηχογραφούσε με τρίο χωρίς ντραμς. Στην αρχή με κιθάρα και κοντραμπάσο, κατόπιν με τρομπόνι στη θέση του κοντραμπάσου και το 1961, με το ιστορικό, και αειθαλές ηχογραφικά, τρίο: Jimmy Giuffre σαξόφωνα και κλαρινέτο, Paul Bley πιάνο, Steve Swallow μπάσο. Αλλά όπως φαίνεται, με αυτόν τον τίτλο πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες τους συναυλίες στο Βερολίνο, τον Δεκέμβριο του 1999 και μετά τους έμεινε το όνομα.

Τι κάνουν ακριβώς: Δεν είναι εύκολη η περιγραφή γιατί συμβαίνουν πολλά, με διαφορετικούς συνδυασμούς ηχοχρωμάτων ή μεταμορφώσεις, ώστε πράγματι δεν είναι απαραίτητα τα κρουστά. Μουσική δωματίου κανονική, και συχνά ατονική, με υπεροχή των εγχόρδων (τσέλο, κοντραμπάσο, και πότε πότε βιολί ή βιόλα), σαξοφωνικές έρευνες και πολλές εγγραφές άλτο και τενόρο, ηχητικά κολάζ, ηλεκτρονικά υπό έλεγχο, εξεγέρσεις πνευστών (συνήθως τρομπόνι και πότε πότε τρομπέτα) και, τέλος, τραγούδι και φωνητικά που καλύπτουν κλασική μουσική, όπερα, σύγχρονη φωνητική και αυτοσχεδιαζόμενους βοκαλισμούς.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό, το οποίο αποδεικνύεται ίσως το σημαντικότερο στην όλη δημιουργική διαδικασία, είναι η σχέση σύνθεσης και αυτοσχεδιασμού. Πότε σταματά το ένα και αρχίζει το άλλο; Δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτο. Τόσο το καλύτερο. Όσο περισσότερο δουλεύουν μαζί και γνωρίζονται οι μουσικοί, τόσο πιο άνετα περνούν από το γνωστό στο άγνωστο, από το κατασταλαγμένο στο ελεύθερο.

Στο CD Not Missing Drums Project: Position/Dark/Red, Leo Records,Leo Lab 070 του 2000,

περιλαμβάνονται δύο κομμάτια τα οποία διαμορφώνονται με αφορμή δύο ποιήματα. Το πρώτο ποίημα του August Stramm,«Του κόσμου τα μαρτύρια». Απρόοπτες εναλλαγές μηδενιστικών αφορισμών, γερμανικές σκληρές λέξεις οι οποίες επαναλαμβάνονται από την μέτζο σοπράνο Ute Döring. Προκύπτουν διάλογοι με το σαξόφωνο και το τσέλο καθώς και με τη δική της φωνή από ηχογραφημένες πηγές. Το δεύτερο ποίημα στα γαλλικά: «Φωνήεντα» του Arthur Rimbaud. Παιχνίδια των φωνηέντων με τα χρώματα, τις εικόνες, τα συναισθήματα. Εδώ είναι εξόφθαλμες (ακουστικά εννοείται) οι οπερατικές ικανότητες της Βερολινέζας Ute Döring, η οποία ούτως ή άλλως, συνεχίζει την σχιζοφρενική ή, κατά άλλους, εμπλουτισμένη (όπως το δει κανείς) ζωή και ενεργό συμμετοχή: από τη μια μεριά, στις μεγαλειώδεις συναυλίες και παραστάσεις κλασικής και όπερας και, από τη άλλη, στις οπωσδήποτε κάπως φτωχικές και περιορισμένης δημοσιότητας εμφανίσεις με παρέες της σύγχρονης και της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής. Πάντως, μέχρι στιγμής, τα καταφέρνει και όπως φαίνεται δεν είναι η μόνη στην Ευρώπη η οποία έχει ξανοιχτεί δραπετεύοντας από τα πάλαι ποτέ αυστηρώς φρουρούμενα σύνορα της λεγόμενης «σοβαρής» μουσικής. Σήμερα παρόμοιες κινήσεις και αποφάσεις βρίσκονται σε ημερησία διάταξη. Το παιχνίδι σε δύο ταμπλώ δεν είναι πια τόσο σπάνιο και ριψοκίνδυνο.

Στο CD του Joachim Gies Different Distances, Leo Records, Leo Lab 052 του 1999, ο γερμανός σαξοφωνίστας και συνθέτης δοκιμάζει τις «διαφορετικές αποστάσεις» – η καταμέτρησή τους μέσω των διαλόγων. Συνεργάζεται λοιπόν με πέντε συμπατριώτες του: Ernst-Ludwig Petrowsky άλτο σαξόφωνο (από τον οποίο και έχει επηρεαστεί), Thomas Wiedermann τρομπόνι, Thomas Böhm-Christl τσέλο, Alex Nowitz και Ute Döring τραγούδι και φωνητικά. Περιλαμβάνονται τρία ποιήματα του Stefan George τα οποία περιγράφουν τον εσωτερικό κόσμο. Αφηρημένα διαστήματα μεταξύ των στίχων, φωνή απολύτως κλασική εντός περιβάλλοντος σαξοφωνικών «βρώμικων» ήχων ή επαναλαμβανόμενων κυκλικών φράσεων με επισήμανση των εξερχόμενων δυσαρμονικών.

Η συνεργασία του Joachim Gies με την Ute Döring συνεχίζεται στο CD Rilke Anthology 1, Leo Records LR 359 του 2003. Το πρώτο κομμάτι, σόλο άλτο σαξόφωνο. Ήρεμο, λιτό, ατμοσφαιρικό και υποβλητικό με αραιές νότες οι οποίες συνδέονται από το βουητό του μεταλλικού ηχείου και από τις αρμονικές που λειτουργούν σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο χωρίς να συγκρούονται μεταξύ τους. Χαρακτηριστικός ο τίτλος: «Τα σιωπηλά λόγια».

Στη συνέχεια τέσσερα ποιήματα του Rainer Maria Rilke και κατόπιν έξι αποσπάσματα από το μυθιστόρημα«Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε». Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον. Ξέρω, είναι μια ουδέτερη έκφραση η οποία σημαίνει: «ναι, κάτι συμβαίνει που οπωσδήποτε δεν κατατάσσεται στο απαράδεκτο ή το κακόγουστο, αλλά ταυτοχρόνως κάτι απουσιάζει ή το ερέθισμα που προκαλεί δεν οδηγεί στην απόλαυση χωρίς ενδοιασμούς». Και καλά τα ποιήματα έχουν ρυθμό και ομοιοκαταληξία και, κατά κάποιο τρόπο, προτείνουν φθόγγους, αναπνοές, μελωδίες, με τον πεζό λόγο όμως τι γίνεται; Τα έξι μέρη, στα οποία συμμετέχει και ο Michael Walz ηλεκτρονικά, τροφοδοτούνται από τις πρώτες παραγράφους των «Σημειώσεων». Το βιβλίο αυτό, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1908-1909 κατά την διάρκεια της διαμονής του ποιητή στο Παρίσι, έχει χαρακτηρισθεί ως «το σημαντικότερο και ωριμότερο πεζό έργο» του Rilke και ότι ο «ήρωας κινείται μέσα σε καταστάσεις παρόμοιες με εκείνες που μερικά χρόνια αργότερα έφερε στο προσκήνιο η υπαρξιακή λογοτεχνία: αποξένωση, ναυτία, ξένο περιβάλλον, παραφροσύνη, άγχος». Ο  Joachim Gíes, ο οποίος δεν σπούδασε μόνο μουσική αλλά και λογοτεχνία και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο, έγραψε ατονικές, μετέωρες νότες που δεν συνδέονται ποτέ για να αποτελέσουν μελωδική γραμμή. Και έκανε χρήση του sprechgesang που προέρχεται από τον Schoenberg.

Ας διαβάσουμε τώρα ένα από τα τέσσερα ποιήματα του Rainer Maria Rilke που επέλεξε ο γερμανός σαξοφωνίστας. Το βρίσκουμε στον τόμο «Ποιήματα», εκδοτικός οίκος Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, μεταφράσεις του ποιητή Άρη Δικταίου.

 

Ο θάνατος της αγαπημένης

 

Ήξερε για τον θάνατο ό,τι ξέρουν όλοι:

πως μας παίρνει και στη σιωπή μάς σπρώχνει.

Μα όταν, χωρίς να ξεριζωθεί από την καρδιά του,

όχι, σιγά-σιγά απ’ τα μάτια του σβήστηκε μόνο

 

και γλίστρησε προς τους άγνωστους ίσκιους,

τότε, σα να ένιωσε, ότι οι σκιές, αντίπερα, είχαν

το κοριτσίστικο χαμόγελό της σαν φεγγάρι

και τον τρόπο της, για να ευεργετούνε:

 

γνώριμοι, τότε πια, οι νεκροί του έγιναν τόσο,

σάμπως, με αυτή, να’ χε μαζί τους συγγενέψει

πολύ στενή συγγένειαν· ας μιλούσαν οι άλλοι,

 

δεν τους πίστευε αυτός, κι ονόμαζε τη χώρα κείνη:

‘’γης όμορφα απλωμένη’’, ‘’γλυκειά πάντα’’ – .

Και ψηλαφούσε, τα πόδια της ν’ αγγίξει.

 

Έκανα μερικές δοκιμές ξανακούγοντας το CD. Την ώρα που η φωνή της Ute Döring διακυμαίνεται εκφέροντας, με απρόοπτα ανοίγματα και παύσεις ασύμμετρες, τις λέξεις των «Σημειώσεων», διάβαζα την αντίστοιχη ελληνική μετάφραση του Δημήτρη Μπέσκου, εκδόσεις Γαλαξίας-Ερμείας. Είναι φανερό ότι άλλο η γερμανική γλώσσα και άλλο η ελληνική. Η γερμανική, όμως, επιλογή (για να μην πω μανία) της ατονικής σύνθεσης που δεν δέχεται ποτέ να πατήσει, έστω για λίγο, σε μια σταθερή τονική βάση και θρυμματίζει διαρκώς το λόγο, έρχεται σε σύγκρουση με την ελληνική μετάφραση του ίδιου αποσπάσματος. Φταίει μόνο η διαφορετική γλώσσα; Φταίει ο διαφορετικός τρόπος που απαγγέλλει κανείς; Φταίει ότι υπάρχουν και άνθρωποι που προτιμούν να είναι μόνοι στο δωμάτιό τους, να κρατάνε το βιβλίο στα χέρια τους και να διαβάζουν κατά βούληση, με το δικό τους ρυθμό, ρίχνοντας λοξές ματιές στις πιο πάνω ή πιο κάτω σειρές;

Ας διαβάσει λοιπόν ο καθένας ελεύθερα, όπως θέλει, μερικά αποσπάσματα από αυτό το πολύ αξιόλογο και προσωπικό βιβλίο του Rilke «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε» και, αν του έρθει διάθεση, ας φανταστεί την ανάλογη μουσική.

 

          Ώστε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν, εγώ θα έλεγα μάλλον πως πεθαίνει κανείς εδώ. Ήμουν έξω. Είδα Νοσοκομεία. Είδα έναν άνθρωπο που κλονίστηκε κ’ έπεσε. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω του…

          Να μη μπορώ να κοιμηθώ μ’ ανοιχτό το παράθυρο. Ηλεκτρικοί σιδηρόδρομοι λυσσάνε κουδουνίζοντας μέσα από την κάμαρά μου. Αυτοκίνητα περνάνε από  πάνω μου. Μια πόρτα κλείνει με πάταγο. Κάπου ένα τζάμι θρυμματίζεται, ακούω τα μεγάλα του θραύσματα να γελάνε, τα μικρά θρύμματα να κρυφογελάνε. Κ’ ύστερα έξαφνα υπόκωφος, κλεισμένος θόρυβος από την άλλη μεριά, από μέσα από το σπίτι. Κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα. Έρχεται, έρχεται, ακατάπαυστα. Είναι εδώ, είναι ώρα εδώ, προσπερνάει. Και πάλι ο δρόμος. Ένα κορίτσι τσιρίζει. Ah tais toi, je ne veux plus. Ο ηλεκτρικός χυμάει φρενιασμένος πάνω απ’ αυτό, πάνω απ’ όλα. Κάποιος φωνάζει. Άνθρωποι τρέχουν, προσπερνιούνται. Ένας σκύλος γαβγίζει. Τι ανακούφιση: ένας σκύλος. Κατά τα ξημερώματα κράζει κιόλα ένας πετεινός κι αυτό είναι ευεργεσία δίχως όρια. Ύστερα αποκοιμιούμαι ξαφνικά.

          Αυτοί είναι οι θόρυβοι. Όμως εδώ υπάρχει κάτι που είναι το φοβερώτερο: η ηρεμία. Νομίζω, σε μεγάλες πυρκαγιές έρχεται κάποτε μια τέτοια στιγμή έσχατης εντάσεως, τα τόξα του νερού χαμηλώνουν, οι πυροσβέστες δε σκαρφαλώνουν πια, κανείς δε σαλεύει. Αθόρυβα τραβιέται επάνω ένα γείσωμα μαύρο κ’ ένας τοίχος ψηλός, που πίσω του η φωτιά ανεβαίνει, γέρνει αθόρυβα. Όλοι στέκουν και περιμένουν μ’ ανασηκωμένους τους ώμους, τα πρόσωπα συσπασμένα πάνω από τα μάτια, πάνω στο φοβερό χτύπημα. Έτσι είναι εδώ η ηρεμία…

          Φοβάμαι. Για το φόβο πρέπει κανείς κάτι να κάνει όταν τον έχει μια φορά. Θα ήταν πολύ άσχημο ν’ αρρωστήσω εδώ, κι αν του ερχόταν στο νου κάποιου να με μεταφέρει στο Hotel-Dieu, ασφαλώς θα πέθαινα εκεί…

          Αυτό το θαυμάσιο Ξενοδοχείο είναι πολύ παλιό, από την εποχή ακόμα του βασιλιά Λουδοβίκου πεθαίνανε εκεί μέσα σε μερικά κρεβάτια. Τώρα πεθαίνουν σε 559 κρεβάτια.

          Φυσικά κατά τρόπο εργοστασιακό. Με τέτοια κολοσσιαία παραγωγή, ο κάθε χωριστός θάνατος δεν είναι επεξεργασμένος και τόσο καλά, αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο. Η ποσότητα φταίει. Ποιος δίνει σήμερα κάτι παραπάνω για ένα καλοδουλεμένο θάνατο; Κανείς. Ακόμα και οι πλούσιοι, που θα μπορούσαν πράγματι να πεθαίνουν διεξοδικά, αρχίζουν να γίνονται βαρετοί κι αδιάφοροι· η επιθυμία, να έχει κανείς έναν ιδιαίτερο θάνατοι ολοένα πιο σπάνια. Λίγο ακόμα, και θα είναι τόσο σπάνιος όσο και μια ιδιαίτερη ζωή. Θεέ μου, υπάρχουν όλα. Έρχεται κανείς, βρίσκει μια ζωή, έτοιμη, δεν έχει παρά να τη φορέσει. Θέλει κανείς να φύγει ή αναγκάζεται να το κάνει. Λοιπόν δίχως κόπο: Voilà votre mortmonsieur. Πεθαίνει κανείς, όπως ακριβώς έρχεται· πεθαίνει το θάνατο που ανήκει στην αρρώστια που έχει κανείς…

          Όταν αναλογίζωμαι το σπίτι, που δε μένει πια τώρα κανείς, πιστεύω, πως πρέπει να ήταν αλλιώτικα πριν. Άλλοτε ξέρανε (ή το μαντεύανε ίσως) πως είχαν το θάνατο μέσα τους όπως ο καρπός τον πυρήνα. Τα παιδιά είχαν έναν μικρόν μέσα τους και οι ηλικιωμένοι έναν μεγάλον. Οι γυναίκες τον είχαν στον κόλπο κ’ οι άντρες στο στήθος. Αυτόν είχαν και τούτο έδινε στον καθένα ιδιαίτερη αξιοπρέπεια και μιαν ήρεμη υπερηφάνεια.

 

Και ένα ακόμη  CD του σχήματος Not Missing Drums Project: Die Frhliche Avantgarde – The Gay Avantgarde, Leo Records LR 333 του 2002. Ο υπότιτλος: «Ο Νίτσε για σύγχρονους ανθρώπους». Οι συνθέσεις, η επιλογή των κειμένων, και όλη η ιδέα γενικώς, ανήκει στους Joachim Gies και Thomas Böhm-Christl. Το τελικό αποτέλεσμα βασίζεται στην ηχογράφηση συναυλίας του σχήματος τον Οκτώβριο του 2001, στο Βερολίνο. Πάνω σ’ αυτή την ηχογράφηση έγιναν ορισμένες επεμβάσεις και προσθήκες προηχογραφημένων σημείων ή αποσπασμάτων από έργα του Βάγκνερ και του Μάλερ.

Αυτό το CD είναι σαφώς ανώτερο από το προηγούμενο. Οι Not Missing Drums Project τα έβγαλαν πέρα ηρωικά και μας έδωσαν το καλύτερό τους έργο. Επέλεξαν κείμενα, αποσπάσματα, αφορισμούς, ποιήματα και τα συνέδεσαν με φωνές και όργανα. Όχι λοιπόν μια φωνή και ένα σαξόφωνο, αλλά ταυτοχρόνως απαγγελία, τραγούδι και φωνητικές προσπάθειες για ομιλία. Ο Matthias Bauer απαγγέλλει με γεμάτο ήχο και παίζει κοντραμπάσο. Η Ute Döring τραγουδά τα γραμμένα μέρη και συμμετέχει στα ελεύθερα. Ο Alex Nowitz: ψίθυροι, κραυγές, αδιευκρίνιστες λέξεις και κάποια ηλεκτρονικά. Ο Jörg Hukeτρομπόνι με τζαζ φρασεολογία. Ο Joachim Gies άλτο και τενόρο σαξόφωνο καθώς και πλήκτρα.

Και πάλι ενώπιον του δίπτυχου: σύνθεση και αυτοσχεδιασμός. Τώρα όμως, όλα γίνονται πιο ελεύθερα και ακούγονται έτσι. Ένας κρυφός ρυθμός καθοδηγεί τη ροή. Η ατονική μουσική δωματίου δέχεται φωνητικές και σαξοφωνικές επεμβάσεις. Τα πληκτροφόρα αποδίδουν στοιχεία οικεία σημερινών ρυθμικών κομματιών. Ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί από έναν ή δύο, παρασύρουν και τους υπόλοιπους.

Όπως αναφέρεται στο σημείωμα του συνοδευτικού έντυπου, με το CD, «The Gay Avantgarde» αποκαλύπτεται η λεπτή, ψυχολογική και ειρωνική πλευρά του Νίτσε. Επίσης ότι ο Νίτσε, ως ο ‘’πλέον μουσικός φιλόσοφος του 19ου αιώνα’’, θέτει τα πάντα σε κίνηση και ο ίδιος στέκεται στο χείλος του ηφαιστείου και γελά.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΥπόθεση αυστηρώς προσωπική
Επόμενο άρθροΠολιτικός κινηματογράφος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ