Της Έλενας Χουζούρη.
Μετά την ανάγνωση και του ενδέκατου μυθιστορήματος του Jo[Γιο, νορβηγικά] Nesbo Η ΔΙΨΑ με πρωταγωνιστή τον Χάρι Χόλε, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μετά τα, για μια ακόμη φορά, ξενύχτια μου για να τελειώσω το, εκ 665 σελίδων, βιβλίο, άρχισα να σκέφτομαι τι ακριβώς με ελκύει τόσο πολύ σ’ αυτόν, τον Νορβηγό συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Δεν ξέρω αν οι ίδιοι, με εμένα, λόγοι ελκύουν εκατομμύρια αναγνώστες ανά τον κόσμο που δηλώνουν τρελαμένοι με τα πολυσέλιδα αστυνομικά του Νορβηγού, εγώ πάντως είμαι πια σε θέση να επισημάνω και να σταθώ σ’ αυτούς τους λόγους. Και ο πρώτος, αναμφισβήτητα, ονομάζεται, Χάρι Χόλε. Και ποιος είναι ο Χάρι Χόλε; Και πολύ περισσότερο σε τι διαφέρει από τους άλλους διάσημους επιθεωρητές, ντετέκτιβ και αστυνόμους, παλαιούς και νεώτερους, ξεκινώντας από τον πατέρα όλων, τον φλεγματικό Άγγλο, Σέρλοκ Χολμς, περνώντας στον εκκεντρικό Βέλγο Πουαρώ, προχωρώντας στον αυτοσαρκαστικό Αμερικανό Μάρλοου, διασχίζοντας την γαλλική ενδοχώρα με τον μετρ της ψυχογραφίας Επιθεωρητή Μαιγκρέ, φτάνοντας στους φερμένους από τα παρισινά οδοφράγματα του Μάη του ΄68 απογοητευμένους, συνήθως, αριστερούς ντετέκτιβ του γαλλικού neopolar, τους Ισπανο-μεξικάνους αναρχίζοντες και σαρκαστικούς προς πάσα κατεύθυνση, ντετέκτιβ των Μονταλμπάν και Τάιμπο ΙΙ, έως τον αλκοολικό και ιδιόρρυθμο Σκωτσέζο Επιθεωρητή Τζον Ρέμπους του Ίαν Ράνκιν; To ότι ο Νορβηγός Επιθεωρητής διαφέρει παρασάγγας από τους Έλληνες συναδέλφους του δεν χρειάζεται καν να το επισημάνω, άλλωστε οι πιο γνωστοί στην καθ’ ημάς αστυνομική λογοτεχνία, Μπέκας και Χαρίτος, δεν είναι παρά συντηρητικοί, μικροαστοί, οικογενειάρχες, αστυνόμοι, που ούτε ένα ποτηράκι κρασί δεν πίνουν. Εκείνο όμως που χρειάζεται να υπογραμμίσω, πριν επιστρέψω στον Χάρι Χόλε , είναι ότι στην αναγνωστική μνήμη μένουν περισσότεροι οι ντετέκτιβ, οι Επιθεωρητές ή οι αστυνόμοι, παρά οι συγγραφείς που τους έχουν δημιουργήσει. Η περίπτωση του Σερ Κόναν Ντόυλ σε σχέση με τον ήρωα του, Σέρλοκ Χολμς, είναι χαρακτηριστική. Δεν είναι δε λίγες οι φορές που όταν ο συγγραφέας αποφασίζει να αποσύρει τον διάσημο ντετέκτιβ ή Επιθεωρητή του και να δημιουργήσει έναν άλλον δεν καταφέρνει να πείσει τους αναγνώστες του με αποτέλεσμα να τον επαναφέρει στο προσκήνιο. Αυτό συνέβη όταν ο Ίαν Ράνκιν συνταξιοδότησε τον Ρέμπους και πλάσαρε τον άνευρο Μάλκολμ Φοξ. Το ίδιο έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι συνέβη και με τον Jo Nesbo. H «επιστροφή» του Χάρι Χόλε δεν είναι καθόλου τυχαία. Διάβασα και τα βιβλία του από τα οποία απουσιάζει ο Χόλε, έστω κι αν η επίδρασή του είναι εμφανής στην αστυνομική ομάδα που πρωταγωνιστεί. Αν και η συγγραφική μέθοδος που ακολουθεί ο Nesbo, για την οποία επίσης θα μιλήσω παρακάτω, παραμένει η ίδια, το φαγητό, χωρίς τον Χόλε, είναι σχεδόν…ανάλατο.
Τι μοναδικό έχει λοιπόν αυτός ο πανύψηλος – ένα και ενενήντα τρία!- οστεώδης Επιθεωρητής, με τα κοντοκουρεμένα, σαν βούρτσες, ξανθά μαλλιά , τα ψυχρά γαλάζια μάτια και τις ουλές στο πρόσωπο; Το βασικότερο, κατά την άποψή μου, είναι ο ιδιαίτερος ψυχισμός του. Αρκετά από τα στοιχεία αυτού του ψυχισμού αναμφισβήτητα συναντώνται και σε άλλους μυθιστορηματικούς « συναδέλφους» του Χάρι Χόλε, όπως: Εσωστρέφεια, μοναχικότητα, εξάρτηση από το αλκοόλ, τάσεις αυτοκαταστροφής, ψυχολογικές διακυμάνσεις , καταθλιπτικά φαινόμενα. Εκείνο όμως που τον ξεχωρίζει από τους άλλους είναι η ιδιότυπη σχέση του με το έγκλημα και μάλιστα το κατά συρροή και, ακολούθως, με τους αντίστοιχους δολοφόνους. Μια σχέση σχεδόν εμμονική, σχέση ζωής θα μπορούσε ίσως υπερβολικά να χαρακτηριστεί, αφού το κυνήγι του εκάστοτε δολοφόνου και ιδίως του κατά συρροή τροφοδοτεί και διεγείρει ολόκληρη την ύπαρξη του Χάρι Χόλε. Είναι αποκαλυπτικά τα όσα σκέφτεται για τον Χόλε, ο για πολλά χρόνια συνεργάτης Ψ της αστυνομίας του Όσλο, Στίλε Άουνε, στο τελευταίο μυθιστόρημα του Νέσμπο, με τον, πολλαπλά σημαίνοντα, τίτλο Η Δίψα : «Να τον κάνει να καταλάβει πως η εμμονή του να κυνηγάει δολοφόνους δεν έμοιαζε με τον εθισμό του με το αλκοόλ. Κι ότι δεν ήταν η φυγή αυτό που καθοδηγούσε τον ατομικιστή φίλο του αλλά το ένστικτο του κοπαδιού. Με την καλή έννοια: μία βαθιά ηθική και αίσθηση ευθύνης απέναντι στην κοινότητα.» Ή ακόμα πιο ενδεικτικά σε άλλη σελίδα: «Ο Χάρι είχε βάλει σκοπό της ζωής του να πιάνει δολοφόνους. Αν λοιπόν τα κατάφερνε και όλοι οι δολοφόνοι εξαφανίζονταν, θα εξαφανίζονταν και ο ίδιος». Με άλλα λόγια, ο δίμετρος Επιθεωρητής του Νέσμπο έχει μια ακόρεστη δίψα για κυνήγι που δεν σχετίζεται τόσο με την απόδοση δικαιοσύνης όσο με μια ψυχοσύνθεση που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ακραίες εντάσεις. Κάποιος, εκτός του μυθιστορηματικού σύμπαντος του Νέσμπο, ψυχολόγος θα μπορούσε να διαγνώσει στοιχεία διπολικής διαταραχής, από αυτήν που δεδηλωμένα πάσχει η Επιθεωρήτρια Κατρίνε Μπρατ, η οποία εξελίσσεται μυθιστορηματικά, ως το alter ego του Χάρι Χόλε. Η ψυχοσύνθεση αυτή τον οδηγεί σε μια κατά κανόνα παραβατική συμπεριφορά σε σχέση με τους κανόνες που διέπουν την Αστυνομία προκειμένου να πιάσει το θήραμά του, δηλαδή τον εκάστοτε δολοφόνο. Η μη υπακοή στους θεσμικούς κανόνες της Αστυνομίας, εμφανίζεται και σε άλλους μυθιστορηματικούς Επιθεωρητές, όπως λόγου χάριν στον Τζον Ρέμπους, ακόμα και στον δικό μας, Αστυνόμο Χαρίτο, κάποιες φορές, και ομολογώ ότι, για μένα τουλάχιστον, είναι ένα ιδιαίτερα γοητευτικό μυθιστορηματικό στοιχείο . Στην περίπτωση όμως του Χόλε είναι άρρηκτα συνυφασμένη τόσο με την ψυχοσύνθεσή του όσο και με μια εντελώς προσωπική άποψη που έχει για την ηθική. Αυτήν ακριβώς που ήδη επεσήμανα «δια στόματος» Στίλε Άουνε. Έχω όμως την εντύπωση ότι είναι και κάτι περισσότερο από όσα «παραθέτει» ο Άουνε στο τελευταίο μυθιστόρημα του Νέσμπο. Ότι πρόκειται για μια ιδιότυπη αίσθηση που διαθέτει ο Χόλε σχετικά με την κοσμική ισορροπία που διαταράσσεται με τις δολοφονίες και που πάση θυσία πρέπει να επανέλθει με την εξόντωση των στοιχείων εκείνων που την προκαλούν. Στη Δίψα εμφανίζεται κι ένα άλλο στοιχείο, εκείνο της χρησιμότητας. Να είμαστε χρήσιμοι σκέφτεται ή λέει ο Χόλε. Αυτή η έννοια της χρησιμότητας του εαυτού προς τους άλλους παραπέμπει εμμέσως στον προτεσταντισμό και ομολογώ ότι κάπως με ξένισε διότι εκείνο που χαρακτηρίζει τον Νορβηγό συγγραφέα και κατ’ επέκταση του ήρωα του –μυθιστορηματικού του προσωπείου- είναι η ανυπαρξία οποιασδήποτε ιδεολογίας ή πίστης. Αντίθετα εκείνο που διαπερνά το έως σήμερα μυθιστορηματικό σύμπαν του Νέσμπο και εκφράζεται δια του Χάρι Χόλε είναι ένας ακραίος σκεπτικισμός που κάποτε αγγίζει τα όρια του μηδενισμού. Ο Χόλε δεν τρέφει καμία αυταπάτη ούτε για το τι είναι ο ίδιος ούτε- πολύ περισσότερο- για το τι είναι ο άνθρωπος και ο κόσμος που έχει πλάσει. Γι αυτό και δεν κινείται με βάση κάποιες κοινωνιολογίζουσες θεωρίες, δεν προχωρεί σε αναλύσεις που βασίζονται σε πολιτικές ιδεολογίες ή σε φιλοσοφικές θεωρήσεις. Για τον Χόλε [δηλαδή τον Νέσμπο] ο άνθρωπος είναι η ίδια του η φύση. Το καλό και το κακό δεν είναι κάτι που αιωρείται στους αιθέρες αλλά σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα γονίδια σου σε πάνε από δω ή από κει ανάλογα βέβαια και μέσα σε ποιες συνθήκες, οικογενειακές κυρίως, θα ανθήσουν η θα σαπίσουν. Ακόμα κι όταν αναφέρεται σε φορτισμένα ιστορικά γεγονότα, π.χ, στη συνεργασία μερίδας Νορβηγών με τους Γερμανούς Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου [ Ο κοκινολαίμης] ή στους πολέμους της πρώην Γιουγκοσλαβίας [Ο λυτρωτής] η προσέγγιση δεν αλλάζει πολύ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σχέση του πανύψηλου Επιθεωρητή με το άλλο φύλο. Σε αντίθεση με άλλους μυθιστορηματικούς συναδέλφους του, ο Χόλε είναι απόλυτα προσανατολισμένος προς μία και μοναδική γυναίκα: Την έξυπνη, γήινη και προσγειωμένη Ράκελ, μια σχεδόν συνομήλική του γυναίκα, μητέρα ενός αγοριού, εκτός γάμου, του Όλεγκ, τον οποίο συναντούμε στην πρώιμη εφηβεία του στα πρώτα μυθιστορήματα του Νέσμπο, τον παρακολουθούμε στα ταραγμένα, τελευταία, εφηβικά του χρόνια και τον συναντούμε πάλι στη Δίψα, στα είκοσι πια χρόνια του, σπουδαστή της Αστυνομικής Ακαδημίας του Όσλο, με καθηγητή τον βετεράνο του είδους Χάρι Χόλε. Η Ράκελ αποτελεί το εξισορροπητικό στοιχείο στη σκοτεινή και χαώδη ζωή του Χόλε. Αντιπροσωπεύει τη φωτεινότητα, την αισιοδοξία, την πίστη στη ζωή. Είναι η θετική απάντηση στην γονιδιακή «βαρβαρότητα» της τεστοστερόνης. Ο Χόλε, όταν καταφέρνει να ανέβει από τα σκοτεινά βάραθρα, στα οποία συνήθως πέφτει, στην επιφάνεια, επιστρέφει στην Ράκελ. Στη Δίψα μάλιστα τον βρίσκουμε να έχει προσχωρήσει σε μια, άνευ προηγουμένου γι’ αυτόν, κανονικότητα: Έχει παντρευτεί την Ράκελ, έχει σταματήσει να πίνει, έχει αποχωρήσει από την ενεργό αστυνομική δράση, και ως καθηγητής της Αστυνομικής Ακαδημίας του Όσλο μεταδίδει τα… εκτυφλωτικά του φώτα μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, που στην μυθιστορηματική μας εκδοχή δεν είναι άλλες από όσες εμπεριέχονται στα μυθιστορήματα του Νέσμπο. ‘Εχει περάσει δηλαδή από την Κόλαση στον Παράδεισο. Έτσι, τουλάχιστον νομίζει. Γιατί δολοφόνοι υπάρχουν πάντα. Και στην τελευταία μυθιστορηματική περίπτωση, μόλις εμφανιστούν, η Δίψα να τους κυνηγήσει επανέρχεται στον πρώην Επιθεωρητή, Χάρι Χόλε, ο οποίος, εν θριάμβω, επανακάμπτει.
Αν ο πρώτος λόγος που με ελκύει στον μυθιστορηματικό κόσμο του Γιο Νέσμπο, φέρει το όνομα, Χάρι Χόλε, ο δεύτερος είναι ο τρόπος που ο Νορβηγός συγγραφέας δομεί τα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του. Χωρίς να καταπατά τις βασικές συνταγές του αστυνομικού μυθιστορήματος , ο Νέσμπο δοκιμάζεται σε πιο νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές, με κύρια χαρακτηριστικά, την πολυφωνία, και τα εναλλασσόμενα αφηγηματικά επίπεδα, τα οποία διασπούν την γραμμικότητα, ανακατεύουν τον αφηγηματικό χρόνο, διαπλέκουν τα επεισόδια, τα ανοίγουν για εισχωρήσουν σ’ αυτά νέα πρόσωπα και νέα δεδομένα, έτσι ώστε να εντείνουν το σασπένς, αιχμαλωτίζοντας κυριολεκτικά τον αναγνώστη, που του είναι αδύνατον να κλείσει το βιβλίο. Η μαστοριά όμως του Νέσμπο έγκειται στην μοναδική αίσθηση της οικονομίας και της ισορροπίας που διαθέτει. Σε αντίθεση με άλλους Σκανδιναβούς βασικά συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων που ακολουθούν παρόμοιες αφηγηματικές τεχνικές,, ούτε μία σελίδα στα ογκώδη μυθιστορήματά του Νέσμπο δεν περισσεύει. Τίποτα δεν πλατειάζει. Δεν κουράζει. Δεν είναι περιττό. Οι ρυθμοί ακολουθούν ένα εξαιρετικό τέμπο και κάθε τι δείχνει να έχει σχεδιαστεί αρμονικά. . Δεν γνωρίζω πως δουλεύει ο Νορβηγός συγγραφέας, αν δηλαδή γράφει τα μυθιστορήματα του βάσει προγενέστερου σχεδίου ή εξελίσσονται και διαμορφώνονται κατά την πορεία της συγγραφής τους. Η δομή τους πάντως δείχνει ότι βασίζονται σε πολύ προσεκτικό σχεδιασμό.
Ένα τρίτο γοητευτικό για μένα στοιχείο,- κάτι που το συναντάμε και σε άλλους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας- είναι η αίσθηση του ταξιδιού σε μια χώρα, σε μια πόλη, που δεν μπορώ να πω ότι θα ήταν στις πρώτες ταξιδιωτικές επιλογές μου. Χάρη όμως στα μυθιστορήματα του Νέσμπο, είναι σαν να έχω επισκεφτεί τη Νορβηγία, και προπαντός το Όσλο, να έχω αφεθεί στα μοναδικά του φιορδ, να έχω περιπλανηθεί στις πιο κακόφημες γειτονιές του αλλά και στις πιο εύπορες, να έχω παρακολουθήσει τις αλλαγές των χρωμάτων ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και βέβαια να έχω εισχωρήσει στα βαθύτερα και σκοτεινότερα σημεία της κοινωνίας της Νορβηγίας, για την οποία είχαμε –και εξακολουθούμε νομίζω να έχουμε, την άποψη ότι, όπως και οι άλλες Σκανδιναβικές χώρες είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, τέλεια. Τα μυθιστορήματα του Νέσμπο ανατρέπουν αυτήν την ειδυλλιακή άποψη.
Ένα τέταρτο τέλος στοιχείο, είναι οι πληροφορίες σχετικά με το κατά συρροή έγκλημα καθώς και την ψυχοσύνθεση αυτών που το διαπράττουν, τις οποίες άρδευσα από τα μυθιστορήματα του Νέσμπο. Στη Δίψα πληροφορήθηκα για τον βαμπιρισμό αλλά –προπαντός- για το τι κινδύνους μπορεί να κρύβουν τα «τυφλά» ερωτικά ραντεβού που κλείνονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Tinder στο εν λόγω μυθιστόρημα – αγνοώ αν υπάρχει στα καθ ’ημάς.
Κλείνω όπως άρχισα: Δηλώνοντας την αναγνωστική μου προσήλωση στο Νέσμπο αρκεί να μην αποσύρει τον Χάρι Χόλε! Όσο για τις μεταφράσεις των μυθιστορημάτων του Νέσμπο, της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη ,από τα Νορβηγικά, είναι πολύ καλές αν και θα προτιμούσα μια πιο λελογισμένη χρήση του ρήματος κατανεύω.
Info: JO NESBO: Η ΔΙΨΑ [εκδ. Μεταίχμιο]