JAMES BOND, o κατάσκοπος που αγαπήσαμε (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
458

 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

Θα θυμάμαι πάντα τις σαββατιάτικες απογευματινές προβολές, 4με 6 παρακαλώ, στον σούπερ για την εποχή του  κινηματογράφο Πτι-Παλαί (*). Ζεστός, με αμφιθεατρική οπτική, όταν βουλιάζοντας στις μαλακές πολυθρόνες  βλέπαμε τους πρώτους Τζέημς Μποντ. «Από τη Ρωσία με αγάπη», «Δρ.Νο», «Επιχείρηση Κεραυνός».  Είχαν προϋπάρξει ταινίες με τον OSS17 και άλλους πράκτορες αλλά ήταν απλώς περιπέτειες. Ο Τζέημς Μποντ του Γιαν Φλέμινγκ έφερνε ένα ύφος καινούργιο. Παρουσίαζε τον ψυχρό πόλεμο με στυλ, αναδείκνυε την ψυχοπαθολογία των εμπλεκομένων και κυρίως χρησιμοποιούσε αυτό το υποδόριο, φλεγματικό αγγλικό χιούμορ για να δώσει τον χαρακτήρα της παρωδίας στα έργα του. Αναζήτησα τότε τα βιβλία του Φλέμινγκ από τις εκδόσεις Λυχνάρι – τα αγόραζες στα περίπτερα.  Και είδα ότι ο Φλέμινγκ με συγκινούσε εξίσου με τον  Λε Καρέ, τον Γκρέιαμ Γκρην και τον Έρικ Άμπλερ.

Αφορμή για αυτή τη νοσταλγική αναδρομή μου δίνει το πολύ καλό αφιέρωμα του περιοδικού Πολάρ με τίτλο «Fleming, Bond and Spies».

Ο Μποντ είναι  ένας μυθικός σταρ που έρχεται από έναν άλλο αιώνα αλλά έχει καταφέρει να επιβιώσει και στον παρόντα χρόνο. Βεβαίως με αβαρίες. Υπάρχουν από την μια τα κείμενα του Γιαν Φλέμνγκ από την άλλη οι ταινίες με πρωταγωνιστή τον Τζέημς Μποντ. Δυο διαφορετικές εικόνες. Τα φίλμ με ήρωα τον Τζέημς Μποντ , κατά τη γνώμη μου, ακολούθησαν το φλεγματικό πνεύμα του Φλέμινγκ κυρίως στις πρώτες περιπέτειες. Αργότερα και υπό το κράτος της συνεχούς επαφής με τις ιστορικές αλλαγές επικράτησε ο μάτσο ήρωας, λιγότερο κομψός και περισσότερο υπεράνθρωπος. Το φλεγματικό χιούμορ εξαφανίστηκε, τον κομψό Σων Κόννερυ (και τον δανδή Ρότζερ Μούρ)  αντικατέστησε το κρετινικό ύφος Ντανιέλ Κρεγκ. Έμεινε μόνο μια άγευστη περιπέτεια.

Το αφιέρωμα του περιοδικού Πολάρ έχει αφορμή τη νέα βιογραφία του Φλέμινγκ από τον Όλιβερ Μπάκτον, ο οποίος δίνει και σχετική συνέντευξη που τιτλοφορείται «Χωρίς αμφιβολία ο Κόννερυ   είναι ο πραγματικός Μποντ».

Ο Ομπέρτο Έκο, ο πρώτος μελετητής σε πανεπιστημιακό επίπεδο της μαζικής κουλτούρας στη διάσημη μελέτη του «Ο υπεράνθρωπος των μαζών» έχει ένα ειδικό κεφάλαιο για τον Μποντ του Φλέμινγκ. Και ενώ σημειώνει ότι ο Φλέμινγκ αναπτύσσει την αφήγησή του μανιχαϊστικά και  ότι υποκρύπτει έναν αντιδραστικό εγώ,  εντούτοις διαπιστώνει ότι «αυτό που αρέσει στον καλλιεργημένο αναγνώστη, είναι ότι αντιμετωπίζει, με ελαφρώς εστετίστικη ευχαρίστηση, την καθαρότητα μια πρωτόγονης εποποιΐας που ανεπαίσχυντα και κακεντρεχώς μεταφράζεται σε τρέχοντες όρους. Έτσι χειροκροτεί στον Φλέμινγκ τον λόγιο, τον αναγνωρίζει ως δικό του, φυσικά πιο ικανό και απροκάλυπτο».  Δεν είναι τυχαίο ότι στην εν λόγω μελέτη του Έκο περιλαμβάνονται και άλλοι υπεράνθρωποι όπως ο Κόμης Μοντεχρήστος, ο Ροκαμβόλ, ο Αρσέν Λουπέν ή ακόμα και  ο Ταρζάν. Το κύριο ερώτημα που απασχολεί τον Έκο αλλά και τους μετέπειτα μελετητές της παραλογοτεχνίας είναι το γιατί ενώ ιδεολογικά είναι από αμφισβητήσιμη έως κατακριτέα παράγει ευχαρίστηση όχι μόνον στις απαίδευτες μάζες αλλά και στους εστέτ.

Διαχωρίζω την ευχαρίστηση που προκαλούν τα βιβλία του Φλέμινγκ από την απείρως διαφορετική που προκαλεί η κινηματογραφική τους απόδοση. Για παράδειγμα ας δούμε την περιγραφή ενός φόνου πως αποτυπώνεται από τον Φλέμινγκ στο χαρτί και που είναι αδύνατον να αποδοθεί στην οθόνη.

«Ακούστηκε ένα «πουφ», λίγο πιο οξύ, μα όχι δυνατότερο από τον κρότο που κάνει μια φυσσαλίδα όταν βγαίνει από το σωληνάριο της οδοντόκρεαμας. Τίποτα άλλο , και ξαφνικά το μέτωπο του Λε Σιφρ απόκτησε ένα τρίτο μάτι, στο ίδιο ύψος με τα άλλα δύο, εκεί ακριβώς που άρχισε να ξεπροβάλει η χοντρή του μύτη. Ήταν ένα μάτι μικρό και μαύρο, χωρίς βλεφαρίδες ή φρύδια. Για μια στιγμή, τα τρία μάτια κοίταξαν το δωμάτιο, έπειτα το πρόσωπο του Λε Σιφρ κρεμάστηκε και τα δύο πλαϊνά του μάτια στράφηκαν αργά προς το ταβάνι» (Καζινό Ρουαγιάλ).

 

 

Ο βιογράφος του Φλέμινγκ στη συνέντευξη του στους Καλφόπουλο και Αποστολίδη πιστεύει ότι ο Φλέμινγκ «είναι ένας ενδιαφέρον συγγραφέας που η τεχνική του και οι δεξιότητες του έχουν υποτιμηθεί». Θεωρεί ότι είναι επηρεασμένος από τον Χάμετ και κυρίως τον Τσάντλερ, με τον οποίον ήταν φίλοι και αποτέλεσε πηγή έμπνευσή του. Τα κοινά στοιχεία που έχουν με τον Λε Καρρέ είναι ότι και οι δύο υπηρέτησαν στις Μυστικές Υπηρεσίες αλλά για τον Φλέμινγκ αυτές είναι συμπαγείς ενώ για τον Λε Καρρέ οι Μυστικές Υπηρεσίες βυθίζονται στον αλληλοσπαραγμό και την παρακμή. Είναι ένα «Τσίρκο» που ο Σμάιλυ θέλει να εγκαταλείψει, κάτι που δεν συμβαίνει με τον Μποντ.

Ο Πέτρος Μαρτινίδης , από τους πρώτους έλληνες που ασχολήθηκαν με την παραλογοτεχνία θεωρεί ότι ο κόσμος του Μποντ αντανακλά την ευφορία των σίξτις –  ήταν η ανέμελη αυτοπεποίθηση μιας κοινωνίας της αφθονίας απέναντι στον κόσμο του “σιδηρού παραπετάσματος. Ο Μποντ συνιστούσε την διαφαινόμενη νίκη των Δυτικών στον ψυχρό πόλεμο”.  Στο ερώτημα τι ήταν αυτό που συγκινεί ακόμα στον Μποντ ο Πέτρος Μαρτινίδης δηλώνει ότι προτιμά τον παλιότερο «ψυχροπολεμικό» Μποντ από τον πολυπολιτικό γιατί «διαθέτει τυπική παραλογοτεχνική ελαφρότητα» καθώς παρουσιάζει «το έγκλημα σαν παραμύθι».

Οι μελετητές του Φλέμινγκ/  Μποντ εστιάζουν ιδιαίτερα στην παρουσία των γυναικών στις ιστορίες του αναρωτώμενοι αν ο Μποντ είναι ένας ηλίθιος σεξιστής ή ακαταμάχητος Δον Ζουάν. Αν οι γυναίκες είναι υπόδουλες στο «μάτσο» ή στον Κακό. Ο Κ.Καλφόπουλος θα σημειώσει ότι ο ρόλος των γυναικών θα αλλάξει συν το χρόνω και θα ακολουθήσει τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας ή και τα σημάδια των καιρών (έμφυλες και ταυτοτικές αναφορές κλπ).

Στο ίδιο τεύχος  του Πολάρ υπάρχουν κείμενα για τα περίφημα γκάτζετ και τα αυτοκίνητα του Τζέημς Μποντ , απαραίτητο συμπλήρωμα της περσόνας του. Ακόμα άρθρα για τις πόλεις που επισκεπτόταν ο Γιαν Φλέμινγκ, στο πλαίσιο μιας σειράς ταξιδιωτικών ρεπορτάζ, και το πως αυτές ενσωματώθηκαν στα πεδία δράσης του ήρωα του.

(*) Το Πτι-Παλαί, σήμα κατατεθέν στο Παγκράτι (μαζί με Όαση, Παλάς, Λάουρα),  παρέμεινε γλυκός και ζεστός επί αδελφών Στεργιάκη. Να δούμε αν θα ξανανοίξει…

**

Για την ιστορία στο τεύχος 10 του Πολάρ (Ιούνιος 2022) γράφουν  για τον Αφιέρωμα στον Μποντ οι : Ανδρέας Αποστολίδης, Κώστας Θ. Καλφόπουλος, Βασίλης Δανέλλης, Τεύκρος Μιχαηλίδης ενώ περιέχονται συνεντεύξεις με τον Oliver Buckton και τον Πέτρο Μαρτινίδη.

 

 

 

Ζητήστε τα βιβλία του Γιαν Φλέμινγκ εδώ 

 

Προηγούμενο άρθροΟμήρου Οδύσσεια: Μια σύγχρονη απόδοση για νεαρούς αναγνώστες και όχι μόνο (του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Επόμενο άρθροBooker: Ο γηραιός Alan Garner το φαβορί; (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ