James Baldwin: «Τίνος είναι αυτό το Χάρλεμ, τέλος πάντων;»

0
946

Του Σάκη Παπαδημητρίου.

 

          Ο τόμος με δοκίμια για τη γυναικεία γραφή με τον τίτλο «Η δι-εκδίκηση της Barbie», εκδόσεις Κοχλίας το 2002, επιμέλεια–εισαγωγή Χριστιάνας Λαμπρινίδη, κρύβει μία έκπληξη στις σημειώσεις που συμπληρώνουν τη συνέντευξη της Toni Morrison: το τελευταίο δοκίμιο του James Baldwin (1924-1987) που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1996 στο περιοδικό Essence Magazine, δηλαδή σχεδόν μία δεκαετία μετά το θάνατο του συγγραφέα. Το θέμα του: Whose Harlem is thisanyway?

Aυτή μάλλον είναι η πρώτη επαφή με γραπτό του  James Baldwin στην ελληνική γλώσσα, εκτός αν έχει δημοσιευτεί παλαιότερα απόσπασμα από το έργο του (όπως στη συλλογή « Σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία», εκδόσεις Αιγόκερως 1981, στην οποία περιλαμβάνεται απόσπασμα από το μυθιστόρημα ««Μια άλλη χώρα» σε μετάφραση Αγγελικής Στρατηγοπούλου) ή έχουν μεταφραστεί ποιήματά του σε κάποιο περιοδικό και δεν το έχω προσέξει. Σήμερα, ευτυχώς, βρίσκουμε τουλάχιστον τρεις εκδόσεις σημαντικών έργων του γραμμένων στη δεκαετία του ’50.

1.      «Μια άλλη χώρα», μετάφραση Κωστή Αρβανίτη, εκδόσεις Πατάκη, 2003.

2.      «Το δωμάτιο του Τζοβάνι», μετάφραση Τερέζας Βεκιαρέλλη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2004.

3.      «Φώναξέ το στα βουνά», μετάφραση Μαρίας Κονδύλη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005.

Στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης του μυθιστορήματος «Μια άλλη χώρα», o Κωστής Αρβανίτης μεταφράζει πολύ καλύτερα το κείμενο του James Baldwin για το Χάρλεμ με τον τίτλο «Τίνος είναι αυτό το Χάρλεμ, τέλος πάντων;». Ας διαβάσουμε μερικές παραγράφους από τη βόλτα του συγγραφέα στην παλιά του γειτονιά – συγκινημένος και οργισμένος, όπως και στα βιβλία του.

 

     Γύρω στην 123η οδό, χτίζουν έναν τεράστιο ουρανοξύστη. Οι κάτοικοι της γειτονιάς έχουν γράψει, με άσπρη μπογιά, πάνω στους τοίχους της οικοδομής: Που θα ζήσουμε; Γιατί το Χάρλεμ είναι ένα υπερβολικά πολύτιμο οικόπεδο και το δημόσιο και τα σχετικά συμφέροντα διεκδικούν τη γη με ανακαίνιση ή αναβάθμιση, θέλοντας να διώξουν τους αράπηδες.

          Που θα ζήσουμε; Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο και η παρουσία μας εδώ πέρα, και το αντιμετώπιζε κάθε γενιά. Οι εκλεγμένοι ηγέτες μας δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν, κι έτσι φτάνουμε στην ισοπέδωση όλων των αμερικανικών κοινοτήτων.

          Με έχει πιάσει αγωνία – αλλά όχι απελπισία – και θα σας πω γιατί. Πιστεύω ότι η λευκή νεολαία αυτής της χώρας βρίσκεται σε πολύ πιο επικίνδυνη και δυσμενή θέση – δεδομένων των ηθικών επιλογών και της αποξένωσης από την πραγματικότητα που τους κληροδότησε αυτό που τους έκαναν να πιστεύουν ότι είναι η ιστορία τους. Όσο για τους μαύρους νέους, πέρα από την άβολη θέση στην οποία βρίσκομαι, καθώς εγώ ανήκω στους γεροντότερους, στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι καινούργιο γι’ αυτούς.

………………………………………………………………………………………………………………………

          Τα ναρκωτικά τα έριξαν στο γκέτο πιο νωρίς απ’ ό,τι στην προηγούμενη γενιά, και όλοι ξέρουμε γιατί. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να σκίσεις τη γάτα, ειδικά αν η γάτα είναι μαύρη. Αν δεν ήταν σίγουρο ότι τα ναρκωτικά θα εξαπλώνονταν σαν μάστιγα, δε θα πείραζε που κάποιοι έγιναν πλούσιοι: Το κίνητρο του κέρδους σε κάνει αράπη ή επιτηρητή των αραπάδων…

                                                  …Στο μεταξύ, οι νόμοι για τα ναρκωτικά μπορούν να χρησιμοποιούνται επιλεκτικά και σποραδικά, κατά των φτωχών ή των κατά τα άλλα ανεπιθύμητων, πράγμα που δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η επιβολή τους είναι ένα τρομερό πολιτικό και οικονομικό όπλο ενάντια σ’ αυτό που αποκαλούμε Τρίτο Κόσμο.

………………………………………………………………………………………………………………………

          Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι οι μαύροι κατάφεραν να γλιτώσουν από τη συμπόνια των λευκών. Τώρα οι λευκοί πρέπει να μάθουν να ζουν χωρίς την επιβεβαίωση της οργής των μαύρων.

 

Ο James Baldwin γεννήθηκε το 1924 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και εκεί μεγάλωσε. Από μικρός αποφάσισε να αφιερωθεί στο γράψιμο. Και πράγματι, ενώ ήταν ακόμη νέος, δημοσιεύονται δοκίμια και κριτικές του σε περιοδικά, όπως το The Nation and PartisanReview. Το 1948 εγκαταλείπει την Αμερική για προσωπικούς λόγους, αλλά και λόγω των φυλετικών διακρίσεων, και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Το πρώτο του μυθιστόρημα  «Φώναξέ το στα βουνά» εκδόθηκε το 1953 και είναι εμφανώς αυτοβιογραφικό. Άλλωστε ο ίδιος το έχει ομολογήσει, τονίζοντας μάλιστα ότι έπρεπε πρώτα να γράψει για την παιδική και εφηβική του περίοδο και μετά να συνεχίσει το έργο του το οποίο περιλαμβάνει μυθιστορήματα, θεατρικά, δοκίμια, ποιήματα κ.α. Μιλάει λοιπόν για ένα αγόρι που μεγαλώνει στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’30, για την φτώχεια και τον ρατσισμό, για τις συγκρούσεις με τον αυστηρό ιεροκήρυκα πατέρα ή πατριό του, για το ξύπνημα της ομοφυλοφιλίας του, για την καθοριστική επίδραση της Εκκλησίας στην κοινότητα των Αφρο-Αμερικανών καθώς και για την προσωπική του σχέση με τον χριστιανισμό. Ο James Baldwin ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά τη Βίβλο. Σ’ όλο το βιβλίο συναντούμε αποσπάσματα και ιδιαιτέρως την ανάλυση και την ερμηνεία που ταιριάζει στις συνθήκες των μαύρων, καθώς επίσης πολλούς στίχους από γκόσπελ. Είναι γνωστό ότι ο χριστιανισμός προσέφερε στους μαύρους δούλους το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος. Οι Αφρικανοί στην Αμερική ταύτιζαν τη μοίρα τους και τα δεινά τους με τον «περιούσιο λαό» του Ισραήλ και έτσι διατηρούσαν ελπίδες για τη σωτηρία τους. Φυσικά όλα αυτά θα πραγματοποιούνταν με την πίστη στον Χριστό και με τις προσευχές και όχι με τους αγώνες, τις διεκδικήσεις και τις συγκρούσεις που θα έρθουν ευτυχώς από τη δεκαετία του ’50 και μετά. Εδώ πλέον δημιουργείται μια απίθανη κατάσταση ενοχών. Ο πατριός του James Baldwin, στο μυθιστόρημα «Φώναξέ το στα βουνά»επαναλαμβάνει: « Ας θυμηθούμε ότι γεννιόμαστε μέσα στην αμαρτία». Οποιαδήποτε σκέψη, επιθυμία ή πράξη διαφορετική του ήρωα, δηλαδή του συγγραφέα, τον μετατρέπει αυτομάτως σε αμαρτωλό και τον γεμίζει τύψεις. Ο αυθορμητισμός συγκρούεται με τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας, την υποκρισία των ευαγγελιστών ιεροκηρύκων και το συμπαγές προστατευτικό τείχος της μαύρης κοινότητας. Τελικά, για μένα τουλάχιστον, είναι ένα κουραστικό αφήγημα. Αυτή η καταφυγή στη θρησκεία με διπλή έννοια, δηλαδή με τη σωματική και τη μεταφυσική διάσταση. Μας έχουν πρήξει και στην Ελλάδα με τα ίδια θέματα, ιδίως από τη δεκαετία του ’70!(Ας μην πω περισσότερα για τους υποστηρικτές της συμβίωσης κομουνισμού και ορθοδοξίας). Καταλαβαίνουμε τι τράβηξε ο έφηβος JamesBaldwin, καταλαβαίνουμε ότι λυτρώθηκε με τη δημοσιοποίηση της ζωής του αλλά δεν πάει άλλο.

Οι προβληματισμοί του συγγραφέα συνεχίζονται με «Το δωμάτιο του Τζοβάνι», «ένα κλασικό αφήγημα πάθους και θανάτου», όπως το έχουν χαρακτηρίσει, «το οποίο εκδόθηκε το 1956 και αντικατοπτρίζει την προσωπική πάλη του συγγραφέα με τη σεξουαλική αμφισημία». Πολύ τολμηρό θέμα, αν αναλογιστούμε την εποχή του άκρατου πουριτανισμού. Ο ήρωας, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν είναι μαύρος. Είναι νεαρός λευκός αμερικανός που βρίσκεται στο Παρίσι (όπως ο συγγραφέας) και προσπαθεί να βγάλει άκρη ενώ διατηρεί ταυτοχρόνως ερωτική σχέση με μια γυναίκα και έναν άντρα. Μια φράση που διαβάζουμε συχνά είναι: «να βρουν τον εαυτό τους». Ο περίγυρος είναι το Παρίσι, το καλλιτεχνικό αλλά και το νυχτερινό των ύποπτων μπαρ, πάντως όχι το φωτισμένο, τουριστικό Παρίσι.

Μετά τα δύο αυτά βιβλία, τα οποία είναι και χρονολογικά τα πρώτα του, ο James Baldwin συνέχισε γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα και  δοκίμια που τον επέβαλαν ως έναν από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς, και όχι μόνο Αφρο-Αμερικανούς. Στον τομέα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μαύρων και της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων, ο JamesBaldwin παίρνει θέση δίπλα στον Martin Luther King jr. και τον Malcolm X. Στους τίτλους ορισμένων έργων του διακρίνουμε την αγάπη και τον σεβασμό του στα σπιρίτσουαλ και τα μπλουζ και μάλιστα στη πιο βαθειά έννοια του Αφρο-Αμερικανού πολιτισμού – Blues ForMr.Charlie, Sonny’s Blues, Jimmy’s Blues κ.α.

Το βιβλίο που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, και από πλευράς σχέσεων τζαζ και λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα των 530 σελίδων «Μια άλλη χώρα». Εδώ τα κεντρικά πρόσωπα είναι καλλιτέχνες: ένας μαύρος ντράμερ της τζαζ, η αδελφή του, τραγουδίστρια των μπλουζ, δύο συγγραφείς, ο ένας με ταλέντο αλλά χωρίς επιτυχίες και ο άλλος χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο που είναι επιτυχημένος και ένας ηθοποιός. Βρισκόμαστε και πάλι στο Χάρλεμ και στη Νέα Υόρκη. Ο James Baldwin σκαλίζει μέχρι τελικής πτώσεως διαφυλετικές σχέσεις, ερωτικές κυρίως και φιλικές, προσθέτει ισχυρές δόσεις μίσους, ζήλιας, τρέλας, μοναξιάς, ομοφυλοφιλίας και … αυτοκτονίας. Τα βάζει, ως συνήθως, με τις ΗΠΑ, τις φυλετικές διακρίσεις, τα παιχνίδια λευκού–μαύρου. Η μουσική έχει σημαντικό μερίδιο, μεγαλύτερο πάντως από τα άλλα δύο βιβλία, και γενικώς είναι ένα μυθιστόρημα αξιώσεων με στιβαρή γλώσσα και δυνατές καταστάσεις και περιγραφές τόσο που διαβάζεται και σήμερα, 50 χρόνια από την πρώτη έκδοση, με αμείωτο ενδιαφέρον. Ένα μικρό δείγμα.

 

          Ο προορισμός του ήταν ένα μπαρ στην ανατολική άκρη του Βίλλατζ, που μέχρι πρόσφατα δεν ήταν παρά ένα συνοικιακό μπαρ. Τώρα όμως ειδικευόταν στην τζαζ και μερικές φορές λειτουργούσε ως χώρος εμφάνισης νεότερων αλλά όχι εντελώς αδόκιμων ή άγνωστων ταλέντων και προσωπικοτήτων. Η μπάντα της βραδιάς αναγραφόταν σ’ ένα χαρτονένιο πόστερ, στη μικρή τζαμαρία. Ο Έρικ αναγνώρισε το όνομα ενός ντράμερ που είχε γνωρίσει με το Ρούφους πριν από χρόνια ο οποίος δε θα τον θυμόταν. Στην τζαμαρία υπήρχαν επίσης αποκόμματα από στήλες εφημερίδων και περιοδικών που επαινούσαν τις ανορθόδοξες αρετές του μαγαζιού.

          Έτσι, οι ανορθόδοξοι γέμιζαν την αίθουσα, που ήταν πολύ μικρή, χαμηλοτάβανη, με το μπαρ στη μια πλευρά και τα τραπέζια με τις καρέκλες στην άλλη. Στην άκρη του μπαρ, στο βάθος, η αίθουσα φάρδαινε, αφήνοντας χώρο για περισσότερα τραπέζια και καρέκλες, κι ένας πολύ στενός διάδρομος οδηγούσε στις τουαλέτες και στην κουζίνα. Κι εκεί, στο φαρδύ μέρος, γωνιακά, υπήρχε μια απότομη μικρή σκηνή για την μπάντα.

          Ο Έρικ είχε φτάσει στο διάλειμμα. Οι μουσικοί πηδούσαν από τη σκηνή, σκούπιζαν τα μέτωπά τους με μεγάλα μαντήλια και πήγαιναν κατά την πόρτα της εισόδου, που θα έμενε ανοιχτή περίπου για δέκα λεπτά. Η ζέστη μέσα στην αίθουσα ήταν τρομερή και ο ανεμιστήρας στο κέντρο του ταβανιού δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τη μετριάσει. Και η αίθουσα βρομούσε: σκόνη μαζεμένη από χρόνια, μούχλα, ξερασμένο αλκοόλ, κουζινίλα, κάτουρο, ιδρώτα, λαγνεία. Ο κόσμος στεκόταν σε τρεις τέσσερις σειρές μπροστά στο μπαρ, κολλώντας και γυαλίζοντας απ’ τον ιδρώτα, πολύ πιο ευχαριστημένος από τους μουσικούς, που είχαν βγεί στο πεζοδρόμιο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που κάθονταν στα τραπέζια δεν το είχαν κουνήσει, και φαίνονταν αρκετά νέοι. Τα αγόρια με σπορ πουκάμισα και λινά παντελόνια, τα κορίτσια με ξεχειλωμένες μπλούζες και φαρδιές φούστες.

          Στο πεζοδρόμιο, οι μουσικοί στέκονταν όλοι μαζί, κάνοντας ακόμα αέρα με τα μαντήλια τους. Τα πρόσωπά τους ήταν σε ήρεμη επαγρύπνηση, αγνοώντας τους περαστικούς ζητιάνους και τον αστυνομικό που περπατούσε πάνω κάτω με σουφρωμένα χείλη και τα μάτια του τυφλωμένα από ακατανόμαστες υποψίες και φόβους.

 

James Baldwin – David Linx – Pierre Van Dormael

A LOVER’S QUESTION

Label Bleu LBLC 6607, 1999

 

          Eκτός από τις τρεις ελληνικές εκδόσεις κυκλοφορεί και κάτι ακόμη: η καλαίσθητη έκδοση της γαλλικής Label Bleu η οποία περιλαμβάνει ένα CD και ένα βιβλίο 150 σελίδων, δίγλωσση έκδοση, δηλαδή αγγλικά και γαλλικά. Δύο οι υπεύθυνοι αλλά πολλοί περισσότεροι οι μουσικοί οι οποίοι συμμετέχουν. Ο David Linx φωνητικά και κρουστά, ο Pierre Van Dormael κιθάρα. Επίσης βασικά μέλη ο Μιχάλης Χατζηγεωργίου μπάσο και φυσικά ο James Baldwin. Ακούμε στα οκτώ μέρη του CD και τους εξής: Steve Colemanάλτο σαξόφωνο, Slide Hampton τρομπόνι, Jimmy Owens τρομπέτα, Toots Thielemans φυσαρμόνικα, Deborah Brown τραγούδι, ByardLancaster σαξόφωνα και φλάουτα, Bob Stewart τούμπα κ.α. Οι ηχογραφήσεις στις Βρυξέλες και στη Νέα Υόρκη το 1986-87, λίγο πριν τον θάνατο του James Baldwin την 1η Δεκεμβρίου 1987 στο σπίτι του, στη Νότια Γαλλία.

Το CD αυτό παίρνει δικαιωματικά θέση πολύ ψηλά στον κατάλογο του θέματος «τζαζ και λογοτεχνία» με την παραλλαγή «αφρο-αμερικανική μουσική και ποίηση». Ο James Baldwin μιλάει και τραγουδά Precious Lord – τον κυνηγούν η Βίβλος και τα γκόσπελ. Ένταση και κραυγές, όπως στα γραπτά του. Ρυθμός έντονος και κινητικός. Μουσική με διαρκείς εναλλαγές: αργή-γρήγορη, παραδοσιακή-σύγχρονη τζαζ, γκόσπελ και μπλουζ, σόουλ και λίγο ποπ. Η φωνή του ποιητή, κι αυτη με ηχοχρώματα και ρυθμολογία (έχει βέβαια ηχογραφηθεί χωριστά), υποστηρίζεται από τα μουσικά όργανα, τις φωνές και φυσικά από τις συνθέσεις του David Linx και του Pierre Van Dormael οι οποίες δημιουργήθηκαν πάνω στην ποίηση και στη φωνή του James Baldwin. Εξαιρετική περίπτωση.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜαρία Τζίκα: ελαττωματικό χώμα
Επόμενο άρθροΗ πατρίδα της γλώσσας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ