Του Στρατή Χαβιαρά.
Είπαν γι’ αυτόν, «…ένας άνδρας σχεδόν μοναστηριακής αγωγής και αφοσίωσης. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, αποφεύγει το κρέας. Ποδηλατεί μεγάλες αποστάσεις και κάθεται το λιγότερο μια ώρα στο γράψιμο κάθε μέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα. Κάποιος που δούλεψε μαζί του ολόκληρη δεκαετία ισχυρίζεται ότι τον είδε να γελάει μόνο μια φορά. Ένας άλλος, συγκαλεσμένος σε διάφορα τραπέζια, δεν τον άκουσε να λέει μια λέξη».
Γνώρισα τον Τζον Μάξγουελ Κούτσι το φθινόπωρο του 1991 στη Σχολή Αγγλικής και Αμερικανικής λογοτεχνίας και γλώσσας στο Χάρβαρντ, όπου είχε προσκληθεί να διδάξει εκείνη τη χρονιά. Πράος, ψηλός με γκρίζο μυτερό γενάκι, ένα άλογο του έλλειπε κι ένα κοντάρι – αν ο πανεπιστημιακός ανεμόμυλος του έφραζε κάποτε το δρόμο.
Στη δεύτερη μας συνάντηση αναφέρθηκα με θαυμασμό στα βιβλία του Η καρδιά της χώρας και Περιμένοντας τους βαρβάρους, προβλέποντας μάλιστα ότι στα επόμενα δέκα χρόνια θα έπαιρνε το Νόμπελ. Μια υποψία ειρωνικού χαμόγελου διαγράφτηκε κάτω απ’ το γκρίζο μουστάκι του.
Τρίτη συνάντηση και πάλι στη βιβλιοθήκη, αφορμή η ομιλία γνωστότατου Νεοϋρκέζου συγγραφέα. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και ακούω ένα παράξενο θρόισμα πλάι μου. Ο μεγάλος Νοτιοαφρικανός είχε αποκοιμηθεί και ροχάλιζε. Τον έσπρωξα ελαφρά, κατάλαβε, άνοιξε τα μάτια αλλά τον ξαναπήρε ο ύπνος σχεδόν αμέσως.
Το Νόμπελ ήρθε δώδεκα χρόνια αργότερα, είχα πέσει έξω δυο χρόνια.
Απλά εξαιρετικός…