Χρύσα Σπυροπούλου
Το μπαρ ‘Ο ξανθός άγγελος’ στη Μαυρομιχάλη ήταν γεμάτο καπνούς και φωνές. Σε ορισμένα τραπέζια ήταν στρωμένη η τσόχα και οι παρέες έδειχναν προσηλωμένες στο παιχνίδι. Οι γυναίκες λίγες. Τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο σέρβιραν και συνομιλούσαν με τους πελάτες. Στο τραπέζι κοντά στην τζαμαρία κάθονταν πέντε έξι άντρες, όλοι φορώντας κουστούμι και γραβάτα, αλλά κάθε τι πάνω τους εκείνη τη στιγμή φαινόταν κουρασμένο, χωρίς τη φρεσκάδα του πρωινού. Κάπνιζαν και κοίταζαν την ξανθιά κοπέλα που ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του μεσήλικα με τα γκρίζα μαλλιά. Φαινόταν ξαναμμένος, ίσως ήταν μεθυσμένος. Δεν υπήρχε κανένας άλλος γι’ αυτόν εκτός από τη Βέσνα. Εκείνος της μιλούσε και εκείνη άκουγε υποτακτικά χωρίς να του απαντάει.
- Είχα δίκιο, Αντρέα, όταν σου’ λεγα να έρθουμε; Είδες περίπτωση; Τι κελεπούρι σου βρήκα; Δεν έχεις παράπονο…
Ο Αντρέας στράφηκε και τον κοίταξε ανέκφραστα.
– Να’ σαι καλά… Το’ χα ανάγκη αυτό. Εννοώ την αλλαγή. Κουράστηκα…Τόσα χρόνια γραφείο σπίτι, σπίτι δουλειά…Βαρέθηκα και τη Νίκη με τη γκρίνια της, τα παιδιά με τα προβλήματά τους…
– Ποτέ δεν είναι αργά, του είπε ο άλλος. Εγώ κάνω αυτήν τη διαδρομή εδώ και τρία χρόνια και δεν έχει πάρει είδηση η γυναίκα μου…
– Ελπίζω να έχω την ίδια τύχη μ’ εσένα.
– Από σένα εξαρτάται…
Ο Αντρέας έβαλε το χέρι του στον ώμο της κοπέλας και αναζήτησε τον κόρφο της. Οι άλλοι έπιναν, κάπνιζαν και προσπαθούσαν ν’ ακούσουν τα λόγια του φίλου τους. Έκαναν χάζι με τις τολμηρές κινήσεις και την ελευθεροστομία του. Πού να το φαντάζονταν ότι θα τσιμπούσε με την πρώτη. Είχαν στοιχηματίσει ότι θα κατάφερναν να τον παρασύρουν στην ‘τρύπα’ τους, εκεί όπου έβρισκαν ό,τι τους έλειπε στα σπίτια και τις γυναικούλες τους. ‘Η ροζ προστασία’, έλεγε ο Θάνος στον Ανδρέα, ‘βρίσκεται στο μπαρ ‘Ο ξανθός άγγελος’. Εκεί θα βρεις ψηλές γυναικάρες, που είναι έτοιμες να ικανοποιήσουν κάθε σου επιθυμία, χωρίς να έχουν απαιτήσεις σαν τις δικές μας τις Ελληνίδες. Ξέρουν να προσφέρουν ευχαρίστηση κερδίζοντας μόνο λίγα ευρώ. Αξίζει τον κόπο και το ρίσκο. Μην είσαι κορόιδο, αρκεί να ξεγελάς τη δικιά σου’.
Μόνο ο Χρήστος, ο συμφοιτητής του Ανδρέα από τη Νομική Κομοτηνής, τους έλεγε ότι δεν θα ακολουθήσει ο φίλος τους γιατί αγαπούσε τη Νίκη και ήταν σπιτόγατος. Και τώρα ο Χρήστος έχασε το στοίχημα και για δύο εβδομάδες κερνούσε στο μπαρ τα ουίσκι λέγοντας ότι το κάνει γιατί τη μια πέρασε στο Πανεπιστήμιο η κόρη του, την άλλη γιατί είχε τα γενέθλιά του, την τρίτη γιατί γέννησε το σκυλί τους. Ποιος έδινε όμως σημασία; Ο Αντρέας ήταν στον κόσμο του και δεν πολυνοιαζόταν για τις ασήμαντες λεπτομέρειες.
– Βέσνα, θα μου πεις την ιστορία σου;
– Καλύτερα να μην ξέρεις…Γιατί να σου μιλήσω για το παρελθόν μου;
– Μα θέλω να σε γνωρίσω…Κι εσύ δεν θέλεις το ίδιο για μένα;
– Σε ξέρω…Όσο λιγότερα ξέρει ο κάθε ένας για τον άλλο τόσο το καλύτερο, πρόσθεσε με νόημα.
Ο Αντρέας ρούφηξε τον καπνό και έσκυψε να την φιλήσει στον ώμο. Κοίταξε τους φίλους του με υπερηφάνεια για το απόκτημά του και ζήτησε να του βάλουν κι άλλο ουίσκι στο ποτήρι.
– Μην πίνεις τόσο, θα μεθύσεις, του είπε ο Χρήστος.
– Τώρα! Ακούστηκε ειρωνική η φωνή του Θάνου…
Τη στιγμή εκείνη πέρασε από κοντά τους μια γυναίκα, που φορούσε κομψό ταγιέρ, αδιευκρίνιστης ηλικίας. Κοντοστάθηκε και κοίταξε επίμονα τον Ανδρέα. Καμιά αντίδραση δεν υπήρξε από εκείνον και έτσι βγήκε από το μαγαζί και χάθηκε πίσω από την πόρτα του θεάτρου Ο φούρνος. Μόνο ο Θάνος την πρόσεξε αλλά δεν έδωσε και μεγάλη σημασία σε μια γυναίκα που απλώς κατά λάθος θα είχε βρεθεί σε κείνο το περιβάλλον.
- Μωρό μου, θα μπορούσαμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα. Θέλεις;
- Λίγο αργότερα, του απάντησε η άλλη ναζιάρικα και του κράτησε το χέρι υποτακτικά.
- Χτυπάει το κινητό σου, Ανδρέα, δεν το ακούς;
Εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά στις εισερχόμενες κλίσεις και το αγνόησε. Συνέχισε να μιλάει με έξαψη στην Βέσνα, που πότε πότε γύριζε και κοίταζε προς την είσοδο. Ήταν φανερό πως κάποιον περίμενε…
Την επόμενη μέρα ο Αντρέας αφού πέρασε πρώτα από τα Δικαστήρια, πήγε στο γραφείο του στην οδό Διδότου. Πήρε την εφημερίδα από το χαλάκι, όπου την είχε αφήσει η θυρωρός και μπήκε νωχελικά στο διάδρομο. Άκουγε κιόλας τον ήχο του τηλεφωνητή που τον ειδοποιούσε ότι υπήρχε μήνυμα. Το πρώτο ήταν από τη συνάδελφό του, που συχνά τον συμβουλευόταν σε θέματα Πολιτικής Δικονομίας. Τον θεωρούσε, συνήθιζε να λέει, ειδικό σ’ αυτά. Το δεύτερο του φάνηκε παράξενο. Η φωνή βραχνή, ασταθής, τα ελληνικά σπαστά αλλά παρ’ όλ’ αυτά ακούγονταν απειλητικά: ‘Οι φωτογραφίες θα φτάσουν στα χέρια της γυναίκας σου αν δεν μας δώσεις 6.000 ευρώ. Θα σε ξαναπάρω.’ Ο Αντρέας δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Τι είναι αυτό πάλι; Ποιος διάολος είναι; Πήγε να σβήσει το μήνυμα, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε και έβαλε να το ακούσει για άλλη μία φορά. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ακούμπησε τους φακέλους στο γραφείο του και προσπάθησε να διαβάσει τις υποθέσεις του. Αδύνατον. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έκανε διάφορους συλλογισμούς μήπως και κατέληγε κάπου, αλλά μάταια. Για ποιες φωτογραφίες μιλούσε ο τύπος;
Χτύπησε το κινητό του. Είδε ότι ήταν η γυναίκα του. Πήρε βαθιά ανάσα και της απάντησε. Την άκουσε ανήσυχη.
- Κάποιος μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι έχεις μπλέξει άσχημα, Ανδρέα. Είναι αλήθεια; Και με ποιους ή με τι έχεις μπλέξει; Κοντεύω να τρελαθώ.
- Σου είπε όνομα;
- Όχι. Ήταν άγνωστος και δεν μιλούσε καλά ελληνικά.
- Μην ανησυχείς, θα πρόκειται για φάρσα.
- Μα τι φάρσα; Ήξερε τα ονόματά μας!
- Ε και; Τι σημαίνει αυτό; Έτσι γίνεται καλύτερα πιστευτός. Μη δίνεις σημασία. Η Λίζα;
- Τι η Λίζα; Σχολείο είναι. Πού αλλού; Του είπε εκνευρισμένη. Το μεσημέρι μην αργήσεις.
Τη στιγμή που πήγαινε να του το κλείσει, την ρώτησε:
- Είδες στην αναγνώριση τον αριθμό του;
- Φυσικά και κοίταξα. Όπως το περίμενα όμως, είχε απόκρυψη.
- Εντάξει, Νίκη, μην τα μεγαλοποιείς τα πράγματα. Δεν είναι τίποτα. Αν μπορέσω θα έρθω σπίτι το μεσημέρι, αλλιώτικα τα λέμε το βράδυ. Μην ξεχνάς ότι έχω πολλή δουλειά.
Το υπόγειο διαμέρισμα στην οδό Φυλής έβλεπε σε μια πλατεία, όπου συγκεντρώνονταν συνήθως οι άστεγοι. Ψωμιά και πεταμένες χαρτοσακούλες βρίσκονταν σε κάθε γωνιά της. Η Βέσνα, όταν καμιά φορά ξυπνούσε κατά το μεσημέρι, στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε τους περαστικούς αλλά και τους θαμώνες. Τους είχε μάθει όλους. Ήξερε πού καθόταν ο καθένας, τις συνήθειές τους. Τους παρακολουθούσε και ένιωθε ότι η ίδια στάθηκε πιο τυχερή. Έτσι και τώρα. Παρ’ όλες τις υποχωρήσεις και τις ταπεινώσεις, που δεχόταν από τον Άλεξ, εκείνη είχε την αίσθηση ότι έπεσε στα μαλακά. Θα μπορούσε να γίνει το ‘παιδί για όλες τις δουλειές’ κάποιου πιο σκληρού και απαιτητικού. Είδε τι είχε πάθει η φίλη της η Μαρία από τον δικό της. Ακόμη είναι στο νοσοκομείο από την κακοποίηση. Άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Τι έγινε και ήρθε τόσο νωρίς, αναρωτήθηκε. Δεν είχε προλάβει να απολαύσει μόνη της τον καφέ της.
- Μου ετοιμάζεις τον καφέ μου; της φώναξε καθώς έκλεινε την πόρτα του μπάνιου με δύναμη.
Στις κακές του πάλι, σκέφτηκε και έκανε ό,τι της είπε αδιαμαρτύρητα. Μπορούσε κι αλλιώς; Θα ήθελε τόσο πολύ να του πει ότι δεν είχε χορτάσει τον ύπνο της και θα προτιμούσε να μπει και πάλι κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν τόλμησε όμως. Η βαριά μυρωδιά από το ουίσκι και τα τσιγάρα της έφερε ναυτία. Ακόμα να την συνηθίσει. Ο Άλεξ την πλησίασε και της έδειξε το τραύμα στο μπράτσο. Το αίμα είχε ξεραθεί και φαινόταν μια λεπτή γραμμή θαρρείς και κάποιος του την χάραξε προσέχοντας μην του αφήσει σημάδι.
- Φέρε μου το ιώδιο να μου το καθαρίσεις.
- Πού το’ παθες;
- Άστα αυτά…μην ρωτάς πολλά και κάνε ό,τι σου είπα.
Όταν τον περιποιόταν, σαν να μετάνιωσε που της μίλησε απότομα ή παρακινημένος από την πίεση των καταστάσεων, συμπλήρωσε.
- Κάτι πήγε στραβά με τα τσιγάρα που περιμέναμε στο Σχιστό. Μας γέλασαν οι Έλληνες. Και το ‘πράγμα’ μας πήραν και τα λεφτά που είχαμε πάνω μας. Είμαστε άφραγκοι πάλι. Πώς την πατήσαμε δεν μπορώ να καταλάβω…είπε και έφτυσε στο πλάι. Κοίτα εσύ τώρα να μαδήσεις αυτό το κορόιδο…
- Δεν είναι βλάκας.
- Οι άντρες είναι βλάκες…δεν τον βλέπεις πώς σε λιγουρεύεται; Είναι εύκολη λεία. Κάνε λίγο την δύσκολη να τον τρελάνεις. Τόσα χρόνια παντρεμένος, βαρέθηκε το ίδιο πιάτο. Μέχρι να δω τι θα κάνω με τη γερή μπάζα…Με τον Κάρλο έχουμε σχέδια…
Τον άφησε να μιλάει, όπως συνήθιζε, κάθε φορά που ερχόταν απογοητευμένος από αποτυχημένη αποστολή. Ήταν έξυπνος αλλά ακόμα κι αυτός έκανε λάθη και πήγαιναν συχνά στραβά τα πράγματα στις δουλειές του. Μόνο αυτή θα’ πρεπε να προσέχει και να αποφεύγει τις στραβές.
- Τ’ αφήνω πάνω σου… εσύ ξέρεις, είσαι θηλυκό…Έλα δίπλα μου… Τέτοια γυναικάρα δεν κυκλοφορεί στους δρόμους…Οι Ελληνίδες κοντά σου δεν πιάνουν μία, μωρό μου.
- Τέτοια μου λες και μ’ έχεις του χεριού σου, του είπε κοιτάζοντας τον προκλητικά. Έλα να χαλαρώσουμε, πρόσθεσε τραβώντας τον προς την κρεβατοκάμαρα. Έτσι, δεν θα καθυστερούσε να αποκοιμηθεί. Ο Άλεξ δεν αργούσε να τελειώσει…
Ο Αντρέας σκεφτόταν να της προτείνει να πάνε στον ‘Άδωνι’. Ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο στην παραλιακή, κοντά στη Σαρωνίδα. Θα έβλεπε κι ο Θάνος ότι δεν του ήταν και τόσο δύσκολο να το αποτολμήσει, αλλά και η Νίκη δεν θα έπαιρνε είδηση. Θυμήθηκε το μήνυμα στον τηλεφωνητή καθώς και το τηλεφώνημα στο σπίτι του. Κάποιος μου κάνει φάρσες, σκέφτηκε και απάντησε στο κινητό του.
– Το βράδυ στο γνωστό μέρος. Εντάξει;
– Μπορεί.
– Τι έγινε; Πάλι κάνεις πίσω, καημένε;
– Όχι, όχι. Μόνο που έχω άλλα σχέδια, Θάνο.
– Τι εννοείς;
– Λέω να προχωρήσω… Σαν πολύ δεν κράτησε το φλερτ; Εσείς θα πάτε εκεί;
– Ναι, στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα. Πες μου, πού θα είσαι;
– Εκεί που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε όταν ήμαστε εργένηδες, είπε αόριστα.
– Γίνε πιο συγκεκριμένος…
– Θα τα πούμε, κατόπιν εορτής…και το έκλεισε.
Το επόμενο πρωί, ο Αντρέας πήγε στο γραφείο του νωρίς. Είχε τα κέφια του και ήθελε να μείνει μόνος. Δεν ήθελε να έχει πάνω από το κεφάλι του τη Νίκη. Αρκετά άκουσε την προηγούμενη μέρα. Του γκρίνιαζε επειδή αργούσε τελευταία. Λες να υποψιάζεται τίποτε, αναρωτήθηκε. Πήρε την αλληλογραφία που βρήκε στο τραπέζι της εισόδου της πολυκατοικίας και ήταν έτοιμος να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Έβαλε τον καφέ στην καφετιέρα και για πρώτη φορά απολάμβανε τον ήχο της. Κοίταξε τον φάκελο που είχε ακουμπήσει λίγο νωρίτερα στο γραφείο του και έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. Είχε την αίσθηση ότι όλα του πήγαιναν δεξιά τελευταία. Τέτοια ικανοποίηση είχε χρόνια να νιώσει…Επιτυχίες στις αστικές του υποθέσεις, η Βέσνα ήταν κάτι άλλο από τα ήδη γνωστά…Της άξιζαν τα δώρα και τα χρήματα. Θα’ πρεπε να ζήσει κι αυτή με αξιοπρέπεια. Αργότερα θα μπορούσε να της νοικιάσει κι ένα διαμέρισμα κάπου κοντά στο σπίτι ή το γραφείο του. Την ήθελε στη ζωή του. Του είχε ξυπνήσει τις αισθήσεις και τον κοιμισμένο ανδρισμό του. Ποτέ δεν είν’ αργά, μονολογούσε, καθώς άνοιγε τον φάκελο με τον χαρτοκόπτη του. Οι φωτογραφίες ήταν σε χαρτί εκτυπωτή. Η Βέσνα στην αγκαλιά του καθώς έμπαιναν στο ξενοδοχείο. Φαινόταν μάλιστα και η πινακίδα ‘Άδωνις’. Σε μιαν άλλη ήταν στο αυτοκίνητό του, καθισμένος στη θέση του οδηγού κι εκείνη τον φιλούσε. Αλλού τους έδειχνε να περιμένουν το ασανσέρ, τη στιγμή που την φιλούσε στο λαιμό.
- Δεν είναι δυνατόν, αναφώνησε κι ένιωσε πόνο στο στομάχι. Τι θα κάνω, θεέ μου;
Χτύπησε το κινητό του. Είδε ότι είχε απόκρυψη και δεν απάντησε. Τότε άρχισε να χτυπάει το σταθερό. Το σήκωσε μηχανικά.
- Αφεντικό, είδες τι παθαίνει όποιος δεν προσέχει; Ακούστηκε η νεανική φωνή.
- Τι θέλεις; Ποιος είσαι;
- Άκουσε καλά τι θα σου πω…και κοίτα μην μπλέξεις τους μπάτσους…. Το βράδυ, στις 12, γωνία Ασκληπιού και Κατσώνη, στον κάδο των σκουπιδιών θα βάλεις σ’ ένα δέμα με εφημερίδες 6.000 ευρώ, αλλιώς αύριο το πρωί η γυναίκα σου θα έχει τις ίδιες φωτογραφίες την ώρα που θα πίνει τον καφέ της.
Το’ κλεισε. Ο Αντρέας θυμήθηκε το προηγούμενο τηλεφώνημα και προσπάθησε να συνδυάσει τις φωνές. Όχι δεν επρόκειτο για τις ίδιες. Ποιος του έπαιζε αυτό το παιχνίδι; Δεν είχε την ηρεμία να σκεφτεί. Πρόσωπα και ονόματα περνούσαν μπροστά από τα μάτια του αλλά χωρίς σημασία. Ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος. Του’ φυγε, στη στιγμή, η ευφορία των προηγούμενων λεπτών. Σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Τι να’ κανε; Σε ποιον να τηλεφωνούσε και να ζητούσε βοήθεια; Οι κολλητοί του άραγε θα τον βοηθούσαν; Ο Θάνος; Ή μήπως θα ήταν καλύτερα να μιλήσει στη Νίκη; Θα τον συγχωρούσε; Όχι, καλύτερα να τηλεφωνήσει στην Βέσνα. Αυτή θα τον καταλάβει. Μήπως όμως έχει κάποια σχέση μ’ όλα αυτά; Του πέρασε φευγαλέα η σκέψη. Δεν είναι δυνατόν, διαβεβαίωσε τον εαυτό του και σήκωσε το ακουστικό.
– Βέσνα, μου συμβαίνουν απίστευτα πράγματα. Έπεσα θύμα εκβιασμού!
- Τι θα πει αυτό; Δεν σε καταλαβαίνω…Μίλα πιο αργά.
Από μέσα ακούστηκε αντρική φωνή.
- Έχεις παρέα; Την ρώτησε ακόμα πιο ανήσυχος.
- Ο αδερφός μου είναι…Γι’ αυτό δεν μπορώ να σου μιλήσω…Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα.
Τα χέρια του είχαν ιδρώσει και οι ταχυπαλμίες δεν τον άφηναν να αναπνεύσει. Κρατούσε την ανάσα του και ένιωθε σαν να τον είχαν στριμώξει στον τοίχο με το πιστόλι στον κρόταφο. Να πέσει αυτός θύμα εκβιασμού! Απίστευτο. Να τηλεφωνήσω στον Θάνο, αναρωτήθηκε. Αυτός είναι τζίνι. Άλλωστε στα ποινικά πέρασαν από τα χέρια του τόσες και τόσες υποθέσεις εκβιασμού. Μα τι λέω τώρα, μονολόγησε. Αφού δεν ξέρω τον εκβιαστή. Πώς θα με βοηθήσει ένας δικηγόρος; Τη διαύγειά του την διαδεχόταν η θολούρα και η οργή. Τα είχε χαμένα. Τόσα χρήματα! Άραγε θα σταματήσει ο εκβιασμός ή θα συνεχίσουν, όποιοι κι αν είναι οι απατεώνες, την πίεση;
Όταν μπήκε στο μπαρ, οι φίλοι του ήταν ήδη εκεί. Έπιναν τα ποτά τους και χασκογελούσαν με τα κορίτσια που σέρβιραν. Η Βέσνα, μόλις τον είδε να μπαίνει, τον πλησίασε. Την κοίταξε σαν χαμένος, την έπιασε από τη μέση και πήγαν να βρουν τους άλλους.
- Καλώς τον. Άργησες. Σε περιμέναμε νωρίτερα.
- Δουλειά, πολλή δουλειά, απάντησε μηχανικά. Δεν ήξερε τι να κάνει. Προς στιγμήν του’ ρθε να τους τα πει όλα, αλλά συγκρατήθηκε. Αργότερα, σκέφτηκε. Ίσως μόνο στον Θάνο.
- Κακόκεφος φαίνεσαι, παρατήρησε κάποιος .
- Α, τίποτε. Κουρασμένος.
- Δεν σε είδα στο δικαστήριο. Δεν έμεινα πολύ εκεί… Είχες την υπόθεση της Βρετού σήμερα, έτσι δεν είναι;
- Ναι… έστειλα τον συνεργάτη μου. Ασχολήθηκα με κάτι άλλο.
Οι φίλοι του αλληλοκοιτάχτηκαν.
- Το ‘Cutty Sark’ του Αντρέα μας, παρήγγειλε ο Θάνος. Ναι, και τα παγάκια, όπως είπαμε.
- Αντρέα, όλα καλά; Ρώτησε η Βέσνα.
Ο άλλος άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι και απλώς την κοίταξε. Δεν του’ βγαινε λέξη. Μήπως δεν θα’ πρεπε να έρθω εδώ, αναρωτήθηκε. Κι αν αυτός, που με κυνηγάει, ψάχνει για άλλα στραβοπατήματά μου; Κοίταζε συνέχεια το ρολόι του. Η ώρα κυλούσε γρήγορα. Ασυναίσθητα αγκάλιασε την τσάντα του. Είχε τα 3.000 ευρώ. Τα υπόλοιπα θα του τα έδινε την επομένη, εξήγησε στον άγνωστο όταν του ξανατηλεφώνησε. Την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο. Είμαι ένας δειλός, μονολόγησε.
– Είπες τίποτα; Τον ρώτησε ο Θάνος.
– Όχι, όχι! Κάτι σκέφτομαι. Α, σε λίγο φεύγω. Έχω μια δουλειά. Πήγε κιόλας 12 η ώρα. Πάλι θα φτάσω αργά στο σπίτι…
Ο Θάνος τον περίμενε έχοντας ακουμπισμένο το φάκελο στο τραπέζι, σ’ ένα από τα καφέ της Βαλαωρίτου.
– Τι νέα; Τον ρώτησε μόλις τον είδε.
Ο Αντρέας κάθισε και έβγαλε το μαντίλι να σκουπίσει τον ιδρώτα που έρεε.
– Καλά. Με κούρασε η ανηφόρα της Ακαδημίας.
– Τελευταία φαίνεσαι ανήσυχος. Συμβαίνει τίποτε;
– Μπα, όχι, πολλή δουλειά.
– Σταμάτησες να έρχεσαι στο στέκι μας. Γιατί; Πήρε τίποτε είδηση η Νίκη;
– Α, όχι, ευτυχώς….όλα όπως τα ξέρεις. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Δεν προλαβαίνω πια…πολλές ιστορίες. Δεν ξέρεις όμως. Όταν ηρεμήσουν τα πράγματα στο γραφείο, θα έρθω.
– Τι κάνουν οι άλλοι;
– Το διασκεδάζουν.
– Η Βέσνα;
– Α, αυτή χάθηκε. Μάλλον γύρισε στην πατρίδα της, στον καλό της. Ήρθαν όμως κάτι άλλοι κόμματοι…Ο φάκελος είναι για σένα…
– Τι έχει;
– Κάτι που σ’ ενδιαφέρει…Άσε να πιούμε τον καφέ μας και τον ανοίγεις στο σπίτι σου. Πώς πήγε τελικά η υπόθεση της Βρετού; Τον ξεζούμισε τον πρώην της;
– Όχι άσχημα. Θα μπορούσαμε να πάμε ακόμα καλύτερα όμως…
– Ε, η προσδοκία κάθε καλού δικηγόρου…
Στο σπίτι όλοι είχαν πέσει για ύπνο. Μόνο η Ήρα, το λάμπραντορ, μόλις άκουσε τα βήματα του Αντρέα, ξύπνησε και τον πλησίασε κουνώντας την ουρά της, για να την χαϊδέψει. Κουρασμένος, ακούμπησε το φάκελο, που του είχε δώσει ο Θάνος στο τραπέζι του διαδρόμου, κι έριξε την τσάντα του στην πολυθρόνα. Από μια άποψη ήταν καλύτερα που δεν βρήκε την Νίκη να τον περιμένει. Θα έκανε το ντους του, θα έπινε το ‘Cutty Sark’ και θα έπεφτε ανακουφισμένος στο κρεβάτι.
- Αντρέα; Τι είναι αυτά που κάνεις; Ακούστηκε οργισμένη η φωνή της Νίκης .
- Έχω δουλειά αυτήν τη στιγμή. Τι έπαθες; Είμαι με πελάτη. Σε κλείνω… Θα σου τηλεφωνήσω μόλις τελειώσω…της είπε εκνευρισμένος.
- Στο τραπέζι του διαδρόμου βρήκα έναν φάκελο με 6.000 ευρώ, κάτι φωτογραφίες και ένα σημείωμα: ‘ Βάλαμε στοίχημα. Τόλμησες. Άδωνις και τα τέτοια…. Έχασε κάποιος από μας. Στα επιστρέφουμε. Θα μας συγχωρήσεις;’ Αυτά γράφει… Και η ξανθιά; Ποια είναι αυτή; Τελειώσαμε Αντρέα, αρκετά σε ανέχτηκα…