Του Θανάση Χατζόπουλου. (Κλείτος Κύρου, Ανέστης Ευαγγέλου, Αντώνης Φωστιέρης, Άγγελος Καλογερόπουλος.
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
(1921-2006)
ΤΟ ΚΑΤΟΠΤΡΟ
Τα χέρια της άσπρα λουλούδια στη βροχή
Βροχή που άστραψε μες στο σκοτάδι σχηματίζοντας
Λίμνες χρυσές που μέσα τους βυθίστηκες
Ζητώντας το θάνατο να θανατώσεις ανοίγοντας
Χιλιάδες κύκλους που διαστέλλονταν φανερώνοντας
Το σημείο του υποθετικού σου πνιγμού
Όταν ανέβηκες στην επιφάνεια είχαν διαβεί
Αιώνες τρυφερής σιωπής ήσουν αναίσθητος
Κορυδαλλοί βουίζανε στ’ αυτιά σου χέρια
Και πόδια ήταν σφαγμένα απ’ τις κλειδώσεις
Κι όμως γελούσες μες στην ακεραιότητά σου
Ήταν ο μόνος τρόπος ν’ αγαπήσεις
ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ
Τόσες ζητωκραυγές
Τόσα όνειρα
Τόσες αστραπές
Πού να χωρέσουν
Ύστερα από την καταστολή
Οι θλιβεροί επιζώντας
Είκοσι χρόνια περιφέρουν
Τα λείψανα της πυρκαγιάς
Κι αναλογίζονται με κάποιο φθόνο
Τις αναλλοίωτες μορφές Εκείνων
Που έπεσαν σε μιαν ακμή
(ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΙ, 1963)
ΑΡΓΙΑ
Μέσα μου ένας κορυδαλλός
Ποδοπατούσε τη φωνή μου
Κλείστε τα παράθυρα
Να μη φύγουν τα πουλιά
Έκανα γοερά νοήματα
Παραμόνευα ένα σκίρτημα λόγου
Κρατώντας μολύβι στο χέρι
Μέσα στα βραχνά μεσάνυχτα
Ήταν μια νύχτα αργίας
Τα πρατήρια ονείρων
Λειτουργούσανε τη μέρα
(ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ, 1987)
ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
Χρόνια αγωνίζεσαι χτίζοντας
Τα υλικά παράταιρα οι λέξεις
Τρύπιες χωρίς εμβέλεια
Πλήθος τα χάσματα των συνειρμών
Κι εσύ ένας αδιόρθωτος
Τελειομανής να σκέφτεσαι
Κάθε φορά την ιστορία
Του γνωστού εκείνου Πύργου
Κάποτε όμως ακούγονται
Κρότοι ανεξήγητοι
Και παράξενοι
Μες στο σκοτάδι
Πάνω σου απειλητικός
Ένας ουρανός μια υγρή
Οροφή ετοιμόρροπη
Είναι η ώρα που οι άγγελοι
Γυρίζουν στα σπίτια τους
(Ο ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ, 1996)
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
(1937-1994)
ΤΙ ’ΝΑΙ Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ
Τι ’ναι η ζωή δεν ξέρω πια και τι ’ναι ο θάνατος.
Τα χρόνια που περνούν ένα ένα
λάσπη πολλή κι πέτρα επισωρεύουν στη ζωή μου
τη χτίζουν ανεπαίσθητα
σιγά σιγά αλλοιώνουν τα συστατικά της
σβήνουν τη γεύση της, τη δύναμή της,
συγχέονται οι γραμμές, μπερδεύομαι –
τι ’ναι η ζωή δεν ξέρω πια και τι ’ναι ο θάνατος.
ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑ ΠΙΚΡΟ
Συστάδες λέξεων,
άγριοι θάμνοι των λόγων,
σκοτεινό δάσος, επικίνδυνο, όλο παγίδες,
πικρό μου προσφιλές ενδιαίτημα
όπου περίτρομο καταφεύγει,
όμως μ’ εμπιστοσύνη κιόλας,
το άσπρο πουλί του στήθους, το φυλακισμένο.
Κερδίζω την αναπνοή μου.
(ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ, 1966)
Ο ΕΦΗΒΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Καθώς ο έφηβος άνεμος σηκώνεται τη νύχτα
και στη λεύκα μπαίνει βαθιά πλάι στο ποτάμι
κι εκείνη ανατριχιάζει σύγκορμη και σειούνται
όλα μεμιάς τα φύλλα της κι αναριγούν
κι οι πιο κρυφές της ρίζες –
όμοια
μπήκα και βγήκα μέσα σου νυχτερινός,
ακούραστος,
κι αναριγήσανε τα πιο βαθιά σου φύλλα.
(ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ, 1976)
ΟΣΟ ΠΕΡΝΑ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο πολύ,
τα λόγια μου γυρίζουνε σε προφητείες καταστροφής.
Μού ’λεγε ο φίλος, σύντροφος της συντεχνίας, πρόσεξε
και παίζεις επικίνδυνο παιχνίδι – δεν το αντέχει
τόσο φορτίο θανάτου ο άλλος (άνω τελεία) κοίταξε
την αντοχή μας να υποκλέψεις, να βρεις
τον τρόπο να μιλήσεις πιο γλυκά.
Δεν είχε, βέβαια, προβλέψει όσα μας μέλλονται
να δούμε, κι όσα μας μέλλονται,
αθώος,
δεν είχε εξασκηθεί αρκετά μες στο σκοτάδι
της μήτρας, όπου σαλεύει αθόρυβα το μέλλον,
αυτό
που, φίλοι μου, το ξέρω, το έμαθα καλά,
μετρώντας το με ματωμένες πτώσεις του παρόντος
αυτό που κάνει,
όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο πολύ,
τα λόγια μου να γυρίζουνε σε προφητείες καταστροφής.
(Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΣΗ, 1979)
ΒΡΟΧΟΥΛΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
Ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο προαύλιο
κείνο το πρωινό του Οχτώβρη και λιαζόμασταν
με κόπο σέρνοντας τα κάτισχνά μας πόδια
στο βρώμικο λιθόστρωτο, με τα κουρέλια
των ενδυμάτων μας που είχαν κολλήσει
στις ανοιχτές πληγές, όταν –ποιος το περίμενε;–
τρυφερά συννεφάκια ξεπρόβαλαν στον ουρανό
και τρέχανε και παίζανε και έσταξαν
μια κι ύστερα δυο και τρεις σταγόνες
κι άρχισε μια βροχούλα σιγανή,
ουράνια δρόσος.
Τότε σηκώθηκε ένας απ’ το πλήθος
κι έκλαιγε και στηθοκοπιόταν κι έλεγε
κι όλοι μαζί επαναλαβαίναμε τα λόγια του:
Βροχή, βροχούλα ιαματική των ουρανών
πλύνε μας τις πληγές, καθάρισέ μας
μαλάκωσε το σώμα μας και την ψυχή μας
γιάτρεψε το μυαλό μας
μην αποστρέφεις πια το πρόσωπό σου απ’ τους φτωχούς.
Τέλος του Οχτώβρη, παραμονές Χειμώνα, μη μας λησμονείς
τέλος του Οχτώβρη, παραμονές Χειμώνα, ελέησέ μας
μάθε μας την Αγάπη
ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ ΠΙΑ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Όχι μονάχα πια οι νεκροί
αλλά κι όλα τ’ αγέννητα ακόμα
βρέφη κοιμούνται στην ευρύχωρη καρδιά μου.
Δικαιοσύνη της ζωής και του θανάτου
σ’ αποδέχομαι.
Ό,τι γεννιέται
πρέπει να πεθαίνει.
(Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1987)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ
(1953)
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο
Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
Τα κόκαλά του φρίξαν απ’ το κρύο
Γέμισαν τρύπες απ’ το πείσμα του αμετάκλητου
Ένα παιδί σηκώνεται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι του
Ανοίγει τις κουρτίνες στο φεγγάρι
Τ’ άγριο φως το τρόμαξε υπνοβατεί στη στέγη
Λίγο ακόμα θ’ ανεβεί στα σύννεφα
Λίγο ακόμα θα μαδήσει τη γενειάδα του θεού.
Ψέματα ψέματα ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο
Οι αιώνες κελαρύζουν μέσα του κρύο νερό
Οι αιώνες στα μηνίγγια του βουίζουν μέλισσες
Μυρμήγκια οι αιώνες γύρω από το στρώμα του
Λίγο ακόμα θα ξεσκίσει την κουρτίνα του ύπνου του
Θα σηκωθεί ν’ αγκαλιαστούμε κλαίγοντας
(ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ, 1977)
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ
Αν πέρασες για λίγο στο τραγούδι μου
Είναι που δεν υπάρχεις
Αφού ό,τι ζει
Μιλάει μονάχο για τη δόξα της ζωής του
Αφού ό,τι έζησε, ξεφούσκωσε στο φως
το θούριο το μπαλόνι του θριάμβου του.
Όμως κ’ εσύ τραγούδησες σωστά,
Με σιωπή,
Περίμενες να εξαντληθεί ο Ύμνος
Να σβήσουν τα καντήλια της θεότητας
Καθώς εκείνο που λατρεύτηκε μισιέται
Κι αυτό που ειπώθηκε το παίρνει ο καιρός
Τ’ αλέθει η λήθη το σκορπάει στο έγινε.
Τραγούδησες σωστά, με σιωπή,
Βουίξανε οι σάλπιγγες της μήτρας
Κι απάντησε στην ίδια γλώσσα ο θάνατος
Άηχη φωνή
Πηχτό ακατάσχετο το μαύρο απ’ την αρχή
Μέσα του λιώνει
Με στριγκλιές φωτός
Η σφαίρα.
(Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ, 1981)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ή ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όποιος μπαίνει στο θάνατο δε μιλάει πια γι’ αυτόν
Κι όποιος ζει τη ζωή την ξεχνάει για πάντα.
Πάρε λοιπόν το μολύβι του Τίποτα
Ζωγράφισε τα γνήσια τοπία
Και πες το εγώ «κανείς»
Τον κόσμο «κήπο απότιστο»
Μες στα φυτά της φαντασίας να ξαπλωθείς
Ροκάνισε το μισητό σου σώμα.
ΤΟ ΣΩΜΑ
Το σώμα εγκαταλείπει βιαστικό τα ξένα σώματα
Γυρνάει τυφλό σε μια φωλιά ζεστό σκοτάδι
Εκεί θα μηρυκάσει το χορτάρι του έρωτα
Σε φύλλα μέθης θα τυλίξει τα φιλιά –
Το σώμα είναι ζώο και βοσκάει ανάμνηση
Σβήνει το ξάναμμα στα υγρά της μοναξιάς του
Το σώμα θρέφεται με ακρίδες νοσταλγίας
Το σώμα ξεδιψάει με δάκρυα,
ΨΥΧΟΡΡΑΓΙΑ
Σέρνομαι ανάμεσα σε λάμψεις που αγκυλώνουνε
Κι εκλιπαρώ τη νύχτα νά’ρθει να ελεήσει.
Το μόνο σκοτεινό για τη συνείδηση
Δεν είν’ η ασύλληπτη σκηνοθεσία της φύσης
Μα ενός μυαλού το αδηφάγο άδειο
Η ωραία και ασύλητη μονή
Του μηδενός.
(ΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1987)
Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
Εγκαταλείπω ξανά τη σιωπή της ψυχής μου
Και μπαινοβγαίνω στα εκκωφαντικά λιθογραφεία
Του τίποτα. (Πέτρινοι κύλινδροι αλέθουν συλλαβές
Να μη μας λείψει το επιούσιο ποίημα.) Μαύρο ψωμί
Με μαύρο αλεύρι – αναρωτήθηκε άραγε κανείς
Γιατί στο τύπωμα βγαίνουν οι λέξεις
Μαύρες;
Ποια γενετήσια κλίση αποφάσισε
Πως είναι πένθος κάθε σκέψη; Ποιο ένστικτο
Ρίχνει χαστούκι στα εύοσμα
Παιδιά της σημειολογίας
Που άφησαν
Σκανδαλωδώς να τους ξεφύγει το εμφανές;
(Προσποιούμενος συχνά συγκινήσεις
Κατάντησα ευαίσθητος.
Και με τι χέρια να ζυμώσεις τώρα το ψωμί
Με τι κουράγιο να τελειώσεις το ποίημα).
ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΊΟ Η ΦΥΣΗ
Στον Νικόλα
Να τρώτε φύλλα της μουριάς, αν θέλετε
Η μύξα σας να γίνει από μετάξι.
Και προπαντός να ’στε σκουλήκια. Που έρποντας –
Και τα λοιπά και τα λοιπά.
Τι ανήθικη τι ευτελής που γίνεται
Συχνά η φύση! Ορίστε μας (ανω τελεία)
Πώς ν’ αμολήσεις νήπιο στους αγρούς,
Να το διδάξουν ποιοι;
Γλειψιματίες κισσοί φτηνιάρες πεταλούδες
(Ρουφούν στα χείλια τους ανθούς που χάνονται<0
Δέντρα που εκεί που σου κουνούν τα φύλλα, αιφνίδια
Κόβουνε ύπνους νηνεμίας, τα αγενέστατα.
Και να ’ταν μόνο δέντρα; Ομοταξίες ολόκληρες
Του ζωικού
Το ’χουνε ρίξει στα σκληρά και αποχαυνώνονται
Με χειμερία. (Προσέξατε (άνω τελεία)
Δε μνημονεύω εδώ ούτε τη βία ούτε το σεξ
Που, αντί για ωραίες προσευχές, ακούγονται
Κάθε λογής ξεσκίσματα στην αίθουσα
Και ολολυγμοί).
Δεν είναι αυτό σχολείο για μικρά παιδιά. Να κλείσει.
(Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ, 1996)
ΜΟΝΟ Η ΦΥΣΗ
Ποιος έξυπνος θα πέταγε μια μπαταρία γεμάτη;
Μόνο η φύση, αιφνίδια,
Τραβάει το φις του φορτιστή εκτοξεύοντας
Μηχάνημα καλώδια μπαταρίες
Στον κάλαθο –
Με των πλουσίων την άξεστη
Μυθώδη
Ξιπασιά.
(ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ, 2003)
ΑΜΟΡΓΟΣ
Αυτός ο βράχος με το αλάτι του
Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.
Και το νερό του
Που σε ράντισε ασαράντιστο,
Πρώτο μετά το αμνιακό.
Κάτι αρμέγει μαύρο στ’ όνομά της
Α μ ο ρ γ ό ς
Όπως πλατιά που πλαταγίζει απάνω αστερόεσσα
Νύχτα.
Η νύχτα η πιο –
Να φέγγει τότε κι η μικρή πυγολαμπίδα
Διάττοντας
Δεκαετία εξήντα του εικοστού
Κι ας έφυγε
Σφυρίζει αρόδου
Το παπόρι αθέατο
Μοσχάνθη Μαριλένα Ιόνιον
Με την καρίνα οργώνοντας
Γραμμή
Τη θάλασσα της νοχταλγίας
Την άγονη.
ΕΞΕΡΧΟΜΕΝΟ ΜΗΝΥΜΑ
Ετούτη τη στιγμή δεν είμ’ εδώ.
Σ’ ένα μικρό κελί του στήθους
Αναπαύομαι.
Ούτε φωνή ούτε φως μου διακόπτουνε
Την ύπατη αγαλλίαση
Του τίποτα.
Έξω σαν πάντα, περιφέρονται οι φίλοι μου
Ξελαρυγγιάζονται τα χρώματα της μέρες
Ιδέες και πάθη σταθερώς ανακυκλώνονται.
Κάπου εκεί
Μες στο πλήθος
Χαμένος κι εγώ.
ΤΟ ΚΕΛΙ
Έξω παφλάζουνε τα χρώματα της μέρας
Σκέψεις αισθήματα χαράζουν το κενό.
Κι εσύ κλεισμένος κλειδωμένος έγκλειστος
Στους τέσσερις στίχους.
(ΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ, 2013)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
(1959)
ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Κάποτε η πόλις ησυχάζει
Είναι πρωί κι ακούω τα πουλιά
φωνές
μια μηχανή μακριά.
Ακούω το νερό στα χέρια
στα μάτια μου ένας βράχος
Μία γριά που απολιθώνεται
καθώς κοιτάζει στον ακάλυπτο
λουλούδια
Μαραίνονται σα νιότη
Μια νέα γυναίκα
Ανασαίνει τον αέρα στο στήθος της
Τραγουδάει
–λες κι η ζωή μας από άλλη ζωή–
τα δώρα της αγάπης.
ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ
Είναι ωραία τα μάτια σου
ανοίγουν πρωινά
στις εσοχές του ουρανού.
Δροσίζουν οι σιωπές τα βλέφαρά σου
Τη νύχτα οι άνεμοι σου κλέβουν τα φιλιά.
Η θάλπη του πηλού μας ωριμάζει
Καρπίζει σαν στάχυ στο σώμα σου
η αγεώργητος ύλη.
Ο φόβος κάποτε
σκαλώνει στα σπαράγματα των τοίχων.
Ξεκίνησες; Ή ρέει η πόλη στην απέναντι φορά;
Αφηρημένη μοναξιά.
Θολώνει τους καθρέφτες σου
η υγρασία
μιας μακρινής μετοικεσίας.
(ΑΡΓΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ, 2002)
ΚΥΜΑ
Κάποτε ένα κύμα θα μας φέρει
μιαν ιδέα που πέρασε
μια στιγμή που πήγε χαμένη.
Τότε θα συνοψίσουμε πάλι τον κόσμο.
ΤΑ ΦΩΤΑ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΒΡΑΔΙΑΣΕΙ
Τα φώτα λίγο πριν βραδιάσει…
Με τον ιδιόκτητο στο λουράκι του σκύλο
ν’ αφήνει περιττώματα στο πεζοδρόμιο
Με στοιβαγμένους σε υπόγεια μετανάστες
με μπύρες
Με ναρκωμένους τους πόνους
στο δικό σου το σώμα
που νανουρίζει η συνεχής ροή της τιβί.
Τα φώτα λίγο πριν βραδιάσει…
Με τ’ αυτοκίνητα που ψάχνουν να παρκάρουν
Με τις ειδήσεις που φωνάζουν και φρικάρουν
Με τους εφήβους των Αγγλικών και των γυμναστηρίων
με τα πατίνια στα πόδια
Με τα χέρια στο σώμα του καλοριφέρ
που το χαϊδεύανε κάποτε άλλα χέρια
κι αυτά τα χέρια πια να μην κρατά αυτό το σώμα.
Τα φώτα λίγο πριν βραδιάσει…
Με την πατρίδα να κοιμάται στα παγκάκια
Με τη σημαία που κερδίζει το σπαστικό παιδί
Με τα μωρά να αθωώνουν στα χέρια τους
μεταλλαγμένα τέρατα
Με τις νυχτερινές επιφάνειες αγίων
Με το σπρωξίδι του αγριοπροσκυνητή, με τραβεστί
που μετανόησε και ψάχνει το δικό του μοναστήρι
Τα φώτα λίγο πριν βραδιάσει…
Απόψε μια σειρήνα θα σημάνει
απόψε μια καμπάνα θ’ ακουστεί
Κάντε στην άκρη (άνω τελεία) περνάει ο Μέγας Τελετάρχης
Με την Κάμερα
κι ο μακιγιέρ των νεκρών (άνω τελεία)
ο αποτριχωμένος Αθλητές
θα κόψει την κορδέλα.
(ΤΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, 2004)