Ιωάννα Ντούλα.
Κάθεσαι στην τελευταία σειρά. Άμστερνταμ, Ρότερνταμ, Αϊντχόφεν, όλος ο χάρτης κάτω από τα πόδια σου. Εκεί έλεγες πως βρίσκεσαι. Με το εταιρικό σακίδιο στην πλάτη, μέρα παρά μέρα και σ’ άλλο μέρος. Εντάξει, δεν ήταν ό,τι ακριβώς ονειρεύτηκες, είχε μόνο μια μικρή σχέση με τα πτυχία σου, αλλά τι να γίνει. Το ‘χες πάρει απόφαση ότι ενταύθα τα προσόντα σου ήταν υπεραρκετά –ποιος τη χάρη σου- για οποιαδήποτε θέση και αν διάλεγες. Εν μία νυκτί έγινες αυτό που σε μία νύκτα ήρεμη κατά τα άλλα μπορεί και να ‘χες φαντασιωθεί˙ πολίτης του κόσμου.
Τηλεφωνούσες στον πατέρα σου συνήθως απ’ τον σταθμό, περπατώντας πάνω-κάτω στην αποβάθρα. Δεν σε ρώταγε πολλά, έπαιρνε προς στιγμήν το στίγμα σου και έκλεινε βιαστικά, μην τυχόν και σε καθυστερήσει. Νευρωτικά δίκτυα, έλεγε με καμάρι πως κάνει ο γιος του, εσύ τον διόρθωνες, «νευρωτικά, νευρωτικά, ξέρω εγώ τι λέω», σου απάνταγε. Είχες προσπαθήσει να του εξηγήσεις, του ‘κανες διαγράμματα σε σελίδες, σε χαρτοπετσέτες στο τραπέζι της κουζίνας, του μίλαγες για τις εφαρμογές˙ τίποτα δεν καταλάβαινε. «Δύσκολη επιστήμη διάλεξες αγόρι μου», σου απάνταγε σκυφτός. Εκείνος είχε ζήσει μια ζωή ευθεία, δεν άντεχε την πολυπλοκότητα. Εσύ, λάτρης των διακλαδώσεων, του μίλαγες για νευρώνες, για τον εγκέφαλο, του εξηγούσες, το πάλευες. Έτσι και εκείνου του κόλλησε η νεύρωση, η μόνη λέξη σχετική που καταλάβαινε.
Φοράς κοστούμι, ποιος να σου το ΄λεγε, συμπτωματικά αυτό που έβαζες ανελλιπώς στις συνεντεύξεις. Το είχες αγοράσει επί τούτου, χειμώνα ευτυχώς, στη Σταδίου. Στο τέλος παραιτήθηκες απ’ την προσπάθεια, το κοστούμι δεν έκανε τελικά καμία διαφορά, «θα σας έχουμε στα υπόψη» σου απάνταγαν έτσι και αλλιώς, με τη στολή του σκι αν πήγαινες μπορεί και να ‘χες καλύτερη τύχη. Θα μοιάζεις εντελώς παράταιρος με το συγγενολόι στη ΜΕΘ, θα σχολιάσουν ότι ήρθες άρον-άρον, κουστουμαρισμένος, για να ξεμπερδεύεις. Καρφί δεν σου καίγεται. Από τότε που έφυγες έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου˙ σαν τη μάνα σου έλεγαν, «γονίδια βλέπεις».
Αν τύχαινε κανείς και σε ρώταγε, του ‘λεγες πως σ’ είχε κερδίσει ο Βορράς. Την είχες έτοιμη την απάντηση, στο τσεπάκι. Είχες πάει σε μέρη πολλά, τι να γίνει, ξέμεινες εκεί. Πέρναγες καλά, είχες λύσει επιτέλους τα θέματά σου. Τις μέρες δουλειά -οι κόποι ετών κορνίζα στον τοίχο- τα βράδια κορίτσια, ποτά, κοκτέιλ για όλα τα γούστα. Έτσι όμως και γλίστραγε το χέρι του στην άλλη τσέπη -χωρίς φυσικά να τον δεις- καταλάβαινε.
Όταν είχες τις μαύρες σου δεν απάνταγες στα τηλέφωνα. Χανόσουν για μέρες. Με τις σωστές γνωριμίες στην Ολλανδία εξάλλου, μπορούσες να βρεις ό,τι ήθελες. Διάλεγες ταξίδι και το ‘κανες. Σου ΄λειπε ο ήλιος, οι περίπατοι στο βουνό, τα πάντα επίπεδα σ’ αυτή τη χώρα, από όποια πλευρά και αν το κοιτούσες. Κλεινόσουν στο διαμέρισμά σου στον τρίτο όροφο, σε μια πόλη μικρή, στρογγυλή και κοιτούσες το τζάμι. Όλος ο κόσμος σου ένα τζάμι, μια γυάλα που κουβάλησες μαζί στη βαλίτσα σου, που στέκονταν πάντα ανάμεσα σε εσένα και οποιονδήποτε άλλον.
Τη γλώσσα την έμαθες, σου πλήρωσαν ειδικό ταχύρυθμο σεμινάριο επτά εβδομάδων, μπορούσες μια χαρά να συνεννοηθείς. Συνέχιζες να μιλάς αγγλικά από άποψη, μόνο τον χαιρετισμό κράτησες, Hoi. Στη δουλειά τα κατάφερνες, ταξίδια σ’ όλη τη χώρα, παραδοτέα στην ώρα τους. Όσοι σε γνώριζαν στην Ουτρέχτη, είχαν να το λένε, ο Έλληνας που πρόλαβε. Ύστερα σταμάτησαν και αυτοί να προσλαμβάνουν, δυσκόλεψαν τα κριτήρια, ό,τι έγινε, έγινε. Σε καλούσαν πού και πού σε καμιά εταιρική συνάντηση –ήσουν πια τυπικά ένας από αυτούς, έκαναν τα πάντα για να σε αφομοιώσουν- πίνατε κανένα ποτό μαζί κάθε δεύτερη Παρασκευή στη γωνιακή παμπ Luciferdoosje και αυτό ήταν όλο. Δεν τους έλεγες πολλά, προσπαθούσες να ‘σαι στοιχειωδώς ευχάριστος, έμπαινες στο ρεύμα και κύλαγες, χαμογελούσες μια στο τόσο για να μένεις στην επιφάνεια σε μια χώρα κάτω από τη θάλασσα. Επέπλεες. Τα Σαββατοκύριακα έβγαινες με μια παρέα Θεσσαλονικιών και ένα παιδί απ’ την Τρίπολη. Κομπιουτεράδες οι άλλοι, οικονομολόγος ο Αρκάς. Όλοι τους καλά μυαλά, εν πολλοίς τα βρίσκατε. Με τις γυναίκες η σχέση σου παρέμενε βασική˙ άφηναν δαχτυλιές πάνω στη γυάλα και έφευγαν πριν ξημερώσει.
Είχες συνηθίσει τη μυρωδιά απ΄ τα κανάλια, τις ανακατεμένες κουζίνες, το σκοτάδι. Τα σπίτια με κλίση. Νόμιζες πως τα πάντα συνηθίζονταν. Το τηλέφωνο το σήκωσες με την τρίτη. Hoi. Όταν ο πατέρας σου γκρίνιαζε που δεν σ’ έβρισκε, «μη φοβάσαι», του ΄λεγες, «άμα κάτι μου συμβεί, πρώτος εσύ θα το μάθεις». Εκείνος συνέχιζε, «Κι άμα κάτι συμβεί σ’ εμένα; Δεν με σκέφτεσαι εμένα;». Τον σκεφτόσουν, πώς δεν τον σκεφτόσουν. Χρυσό τον είχες κάνει να του πληρώσεις τα εισιτήρια, να ‘ρθει να σε δει. Όταν ζόρισαν τα πράγματα, έγινες φορτικός. «Έλα τώρα που μπορείς», του ΄λεγες, «θα στα κανονίσω όλα εγώ». Θα τα βολεύατε, θα ήσασταν όλοι ευτυχισμένοι. Δεν ήθελε. Μόνο σε έπαιρνε μέρα παρά μέρα και σου κλαψούριζε για την κατάσταση, για τη σύνταξη, για τις ουρές στην τράπεζα. Τόσα χρόνια μόνος του, είχε γίνει πρωταθλητής στην κλάψα.
Δεν του είπες ποτέ πως ήξερες πού βρίσκεται η μάνα σου. Τη συνάντησες σε ένα από τα ταξίδια σου, σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τη δεδομένη στιγμή ως το σημείο καμπής, τότε άρχισες να νερώνεις την πραγματικότητα. Έχτιζες ιστορίες με κλίση, ετοιμόρροπες. Την έβγαλες γρήγορα απ’ τη δύσκολη θέση, νόμισες πως θα μάτωνε την παλάμη της με τα νύχια της. Γύρισες την πλάτη και έφυγες, ακριβώς όπως σε κάθε περίπτωση -γονίδια βλέπεις- ήσουν προγραμματισμένος να κάνεις. Εκείνη σε ακολούθησε, έμαθε κάποια πράγματα για εσένα, πού και πού σου έγραφε, πού και πού άνοιγες τα γράμματά της.
Όσο βρίσκεσαι στον αέρα, νιώθεις καλά. Η αίσθηση του κενού σε ανακουφίζει. Σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Δεν ξέρεις πώς νιώθεις, το στομάχι σου ανακατεύεται, αλλά έχεις μια διαύγεια που σε εκπλήσσει. Μετράς τις σειρές καθισμάτων, υπολογίζεις. Τα χιλιόμετρα, τα χρόνια που πέρασαν, τις συσπάσεις στο πρόσωπό του όταν γελάει, κοντεύεις να τις ξεχάσεις. Σου είπαν είναι σοβαρά τα πράγματα, ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν τον είδε, θα χρειαστεί αίμα, θα κάνουν ό,τι μπορούν. Δεν πρόλαβες να ρωτήσεις πολλά. Όπως ήσουν άλλαξες γραμμή για Schiphol και πήρες την πρώτη πτήση που βρήκες. Αναρωτιέσαι αν κάποια στιγμή θα ξυπνήσει, αν θα σε γνωρίσει, αν θα είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένας άγνωστος με λευκές πυτζάμες.
Κάθεσαι ακίνητος, δεν σε ενδιαφέρει η θέα από το παράθυρο. Δεν κοιτάς καν τον διπλανό σου, συγκεντρώνεις το βλέμμα σου σε μια σκούρα κηλίδα στο μπροστινό κάθισμα. Η ιστορία σου -κεκλιμένη- ταξιδεύει μαζί σου, στριμωγμένη στο σακίδιο πλάτης κάτω από τα πόδια σου. Ώρες-ώρες και ο ίδιος αμφιβάλεις αν θυμάσαι ποιος είσαι στην πραγματικότητα.