Ιστορίες για μισές υπάρξεις

0
199

της Κατερίνας Δ. Σχοινά.

Στο οπισθόφυλλο του πρώτου βιβλίου της Σταυρούλας Τσούπρου (Σε κοιτούν, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2013) η παρακειμενική αρωγή στον αναγνώστη φαίνεται σημαντική για την πρόσληψη των κειμένων του τόμου. Συγκεκριμένα, στο οπισθόφυλλο αυτό συνυπάρχει απόσπασμα από κείμενο του βιβλίου («τον τρέμω»), αναφερόμενο στην παντοδυναμία του Φόβου  («που θα ερχόταν»), μαζί με παράθεμα του Πάτρικ Νες (από Το τέρας έρχεται). Η μετέπειτα επαινετική κριτική της Τσούπρου στο εν λόγω  μυθιστόρημα, αναρτημένη στο diastixo τον Οκτώβριο του 2015, αποτίνει δεύτερο φόρο τιμής στο παραγνωρισμένο στη χώρα μας έργο του Νες, αλλά υπογραμμίζει και την ιδιαίτερη σχέση της Τσούπρου με το έργο αυτό. Το «τέρας» στο βιβλίο του Νες είναι ένα παραμυθικό και παραμυθητικό κοσμολογικό δένδρο και η γνώση που προσφέρουν οι άγριες ιστορίες του ανακουφίζει τον έφηβο ήρωα του έργου από τον πόνο της ενηλικίωσης: την επίγνωση του αμετάκλητου, τη μέγιστη δοκιμασία της ψυχής. Η πεζογραφία της Τσούπρου δεν απέχει πολύ από αυτή τη διττή λειτουργία.

Στα δεκαπέντε κείμενα της συλλογής Σε κοιτούν το πρώτο (υπό τον εύγλωττο τίτλο «Προοίμιο») συνιστά προγραμματικό του βιβλίου λόγο περί ψυχής. Για τον Αριστοτέλη του ομώνυμου έργου η ψυχή είναι η εντελέχεια του σώματος, αιτία και αρχή του, πηγή και σκοπός της κίνησής του, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό. Μοναδική ψυχική λειτουργία που δε συνδέεται με τη σωματικότητα είναι, κατά  τον Σταγειρίτη πάντα, ο ενεργητικός νους, καθαρή ενέργεια και μορφή, υπερατομικός και όμοιος με τη θεότητα, αθάνατος γι’αυτό απέναντι στη θνητή ατομική ψυχή. Η ψυχή φαίνεται και στο «Προοίμιο» της Τσούπρου να υπάρχει ως δυνατότητα, συνυφασμένη με το θνητό σώμα: το σώμα που πονάει μόνο του και που γι’αυτό σκληραίνει σταδιακά το εξωτερικό κέλυφος της ψυχής του. Στον «κάποιας τρυφεράδας» μαλακό πυρήνα της ψυχής κρύβεται ίσως η διανοητική της ελευθερία: σε αυτό το κομβικό σημείο  από και προς το όλον μένει τελικώς να αποφασιστεί η φυγόκεντρη ή κεντρομόλος κίνηση, η ανάδυση ή η κατάδυση, η ευθεία ή η ανάποδη διαδρομή. Σαν το «τέρας» στο βιβλίο του Νες που συμμετέχει σε μια τελετή ενηλικίωσης αφηγούμενο ιστορίες, τα τέρατα στο βιβλίο της Τσούπρου ξορκίζουν τους εφιάλτες της ενήλικης επίγνωσης  αποκτώντας δια της γραφής υλική υπόσταση: σκληρό κέλυφος (σαν αυτό της ψυχής), κατάμαυρο πυρήνα, μια οπή, ένα κενό, «όπως ένα άδειο σκοτεινό δωμάτιο» ή όπως οι μαύρες τρύπες του σύμπαντος∙ κάτι χρώματα στο ενδιάμεσο, σε ένα ιριδίζον πέλαγος για δεινούς κολυμβητές, αποσπούν ενίοτε την προσοχή. Ωστόσο, όσο κι αν αναβάλλεις κατά βάθος, τα τέρατά σου «Σε κοιτούν», όπως επιμένει το εξαιρετικό κείμενο που επιγράφει τη συλλογή, σε κοιτούν ευθέως (με βεβαιωτική διατύπωση) όλα αυτά που εκδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου: οι υπερφίαλοι νεανικοί αφορισμοί σου, τα παιδιά που δεν γέννησες, οι ματαιώσεις σου, οι φρουροί της συνείδησής σου, και κυρίως ο «άπονος Πόνος» σου, ο «Φόβος του Φόβου» σου, ο προαιώνιος εγκάτοικος των δυσπρόσιτων μερών του εγκεφάλου σου, η απουσία στα μάτια σου, τα φάσματα της άλλης πλευράς, οι αυταπάτες σου, τα καλολαδωμένα γρανάζια εφιαλτικών μηχανισμών που (περι)ορίζουν τη ζωή σου, οι χαμένοι παράδεισοι. Σε κοιτά η παραδοχή τους.

Στο επόμενο λογοτεχνικό εγχείρημα της Τσούπρου, στη συλλογή διηγημάτων Οι αντίχειρες των παλαιών θεών (εκδ. ρώμη, 2015), η παραδεδεγμένη υπαρξιακή αγωνία, ως σαρξ εκ της ενήλικης σαρκός της κύριας αφηγηματικής φωνής που συνέχει τις 26 ιστορίες του βιβλίου, είναι αδιαμφισβήτητη. Η υλική της εκδήλωση μοιάζει με τον δυνατό περιοδικό πόνο που σφυροκοπά τα μηλίγγια, το αποτύπωμα από τους «αντίχειρες των παλαιών θεών» του τίτλου, πάνω στο φθαρτό ανθρώπινο σώμα[1]∙ και με την ταλαιπωρημένη ψυχή με το σκληρό κέλυφος, θα προσέθετε ο αναγνώστης της πεζογραφίας της Τσούπρου. Η εύθραυστη θνητή ψυχή στο καταπονημένο σώμα των ιστοριών της συγγραφέως επιδίδεται σε επιτυχείς «εκστρατείες ζωής» εν υπνώσει, ατελέσφορες, ωστόσο, καταδικασμένες σε αποτυχία εν εγρηγόρσει. Ο ενεργητικός, όμως, νους, υπερατομικός και με θεϊκή μοίρα (δηλαδή μερίδιο), αξιώνει εν προκειμένω τον πρώτο λόγο κι αναλαμβάνει δράση: να απλώσει δια της γραφής τα «δάκτυλα στα χάη», σαν τον μακρινό του πρόγονο Κώστα Καρυωτάκη, προσανατολισμένα προς όλες τις διαστάσεις, κυρίως την τέταρτη.

Η εκστρατεία ζωής μεταφράζεται, λοιπόν, κατά τα φαινόμενα ως μια απόπειρα να ξανακερδηθεί δια της γραφής ο αδίκως χαμένος χρόνος και να αντιπαρατεθεί δια της λογοτεχνίας/εσόπτρου η μεγάλη κινητικότητα του εσωτερικού, ψυχικού χρόνου προς την πλανερή εξωτερική εικόνα της βραδύτητας και της ακινησίας. Για τους άλλους, ως βραδύτητα ή ακινησία μπορεί να εκλαμβάνεται η άρνηση της πεπατημένης: της υποκριτικής οικογενειακής ευτυχίας που εγγυάται συνήθως η τεκνοποιία, της αμοραλιστικής επαγγελματικής αναρρίχησης, της ανταπόκρισης στις προσδοκίες που θέτει το «πλέγμα της εικονικής τους πραγματικότητας», διαμορφωμένης μέσα στην «ανελέητη τύρβη της καθημερινότητας»[2]. Έτσι, όταν επιλέγεται η τεθλασμένη, «πολυτεθλασμένη μάλιστα» διαδρομή, όταν επιχειρείται η συνομιλία με τα φάσματα και τις σκιές, ο δρόμος είναι υποχρεωτικά μοναχικός∙ ακριβώς όπως είναι, δηλαδή, ο δρόμος της γραφής. Τότε γιατί γράφεις, αναρωτιέται αμέσως ή εμμέσως στα κείμενα της συλλογής η συγγραφέας. Γιατί (ξανα)ζείς μέσω των εσωτερικών σου τοπίων που ζωντανεύουν δια της γραφής, γιατί προτιμάς την α-λήθεια και το «κλειδωμένο για πάντα απρόσιτο», γιατί αποπληρώνεις οφειλές προς ζώντες και τεθνεώτες που σου εμπιστεύθηκαν τις ακριβές τους ιστορίες, γιατί επιθυμείς να προσφέρεις δικαιωματικά ένα δώρο στον εαυτό σου∙ γιατί απλώς «σε τραβάνε οι λέξεις απ’ τη μύτη του στυλό». Γιατί, σε τελική ανάλυση, είναι «δικός σου λογαριασμός».

Το επόμενο ζήτημα είναι πώς γράφεις; Σε ποια γλώσσα και με ποια τεχνική; Πώς αντλείς από την προομιλητική χώρα και τον ανυπολόγιστο πλούτο της «ανασκαφικά ευρήματα», πώς απαλλάσσεις τις λέξεις από τις εγκυστωμένες για χρόνια σημασίες τους και τις παραδίδεις στον αναγνώστη σου αμόλυντες, ανέπαφες από τη διαβρωτική του νοήματος μακραίωνη διαδικασία που προηγήθηκε (χωρίς «στολίδια», «φτειασίδια» και «προσωπεία»), πώς, με άλλα λόγια, ξανακούς τη γλώσσα «των παλαιών θεών»; Εμπιστευόμενος τη φαντασία σου, μπορεί να είναι μια απάντηση, εκείνη τη φαντασία που σου «στέρησε η πολλή μελέτη», υπεύθυνη επίσης και για το «μπούκωμα» ή την «ταπείνωση» που σου προκάλεσε «το διάβασμα των άλλων», περιορίζοντάς σε για καιρό να γράφεις σημειώσεις και παραπομπές στα κείμενά τους, ενώ εσύ «μπορείς», μπορείς να «βάζεις προτάσεις τη μια κοντά στην άλλη». Επίσης, γράφεις χωρίς προσδοκία υλικής αμοιβής, εκτός αν ως υλική αμοιβή εκλάβεις το απτό σώμα του τυπωμένου δικού σου κειμένου που φέρει με θάρρος την υπογραφή σου. Επομένως γράφεις συμφιλιωμένος με την ιδέα της έκθεσης, αφήνοντας τον «ξένο κόσμο να σε γνωρίσει τόσο καλά» , ακόμα κι αν αυτό συμβεί στην περίπτωση μόνον ελάχιστων προσεκτικών αναγνωστών σου, εκπαιδευμένων μάλλον στη γλώσσα σου: στη γλώσσα της σιωπής, τη μία και τη μόνη, την κοσμογονική, «βασίλισσα» και «τυραννίδα», που μπορεί ενίοτε να διαρρηγνύουν ξεχασμένες τούρκικες λέξεις από το ιδίωμα του παππού, διακριτικοί χτύποι του ήλιου στο τζάμι, η άλως των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Αυτή η απαιτητική διαδικασία της αφαίρεσης που συμβαίνει με την καταβύθιση στη γλωσσική μήτρα διέπει γενικώς και τον τρόπο με τον οποίο γράφεται η λογοτεχνία: «να πεταχτούν όλα» (ή σχεδόν), γενικώς «να λιγοστεύουν, συνεχώς να λιγοστεύουν», ώστε να μείνει το απολύτως απαραίτητο, όπως εν πολλοίς συμβαίνει στα ολιγόλογα πεζογραφήματα της Τσούπρου. Η ακαδημαϊκή προσωπική ιστορία της συγγραφέως την έχει εφοδιάσει με πλούσια θεωρητική σκευή και της εξασφαλίζει βαθιά γνώση όλων εκείνων των συμβάσεων που συνιστούν τη λογοτεχνική γλώσσα. Η συγγραφέας θυμίζει ορισμένες: «οι επιτυχημένες μυθοπλασίες έχουν τουλάχιστον έναν άνθρωπο ‘μέσα’», παρουσιάζουν «χαρακτήρες», βάζουν ‘λίγο από τον εαυτό σου και πολύ από τους άλλους», χρησιμοποιούν «παρομοιώσεις»,  οι ρεαλιστικές (και δημοφιλέστερες) διαθέτουν «εξωστρέφεια», αρκετή «φαντασία», διακειμενικότητα αναμενόμενη, αφού εν τέλει αφηγούνται αυτά που κι άλλοι «τα έχουν ξαναπεί», απλώς διαφέρουν μόνον «οι τρόποι». Και τι συμβαίνει, λοιπόν, με τις μυθοπλασίες της Τσούπρου, συγκεκριμένα αυτές που συστεγάζονται στον τόμο Οι αντίχειρες των παλαιών θεών; «Ποιος μίλησε για μυθοπλασία» ή ποιος μίλησε για φαντασία (και όχι για «ονειροπολήσεις»), ποιος για εξωστρέφεια (όταν η απεύθυνση είναι προς εαυτόν), ποιος για χαρακτήρες (υπάρχει ένα Πρόσωπο, αδιαίρετο, υπερχρονικό και διατοπικό, των λογοτεχνικών τόπων συμπεριλαμβανομένων).

Ο λογοτεχνικός τόπος της πεζογραφίας της Σταυρούλας Τσούπρου βρίσκεται στο όριο, ακριβώς στο μεταξύ, στην «απουσία», στα «κενά», στα «ενδιάμεσα», στον «αραιό αέρα».  Εγκατεστημένη σε τόπο μεταιχμιακό και γι’αυτό επικίνδυνο η λογοτεχνία της Τσούπρου επικροτεί την αιώρηση και δείχνει να περιφρονεί ή και να περιπαίζει ενίοτε  τις ασφαλείς βεβαιότητες. Προτιμά αντ’αυτών την ανασφάλεια και την αμφισβήτηση. Ποια μυθοπλασία, αναρωτιέται η συγγραφέας της οποίας η πεζογραφία κινείται σε αντιθετικό άξονα, οριζοντίως και καθέτως, τη μια στο πεζολογικό εδώ που περισφίγγουν οι καθημερινές μικρότητες και σφυροκοπά ανελέητα ο Πόνος, την άλλη στο ποιητικό επέκεινα, σε κενό αέρος πιο κοντά στο φως, «δευτερόλεπτα πριν ο διαφαινόμενος βυθός να σε καταπιεί» ή πριν επαναπροσγειωθείς με σπασμένα φτερά.

Σε αυτήν ακριβώς την αντίθεση στηρίζεται η εκτίμησή μου για τη δυνατότητα ανάγνωσης των κειμένων της Τσούπρου ως πεζών ποιημάτων[3]. Από την εποχή ακόμα του Baudelaire, το υβριδικό είδος του πεζού ποιήματος συνδέεται με την αντισυμβατικότητα, λόγω της αμφισβήτησης των ειδολογικών στερεοτύπων που ο διφυής χαρακτήρας του εισάγει, ως προς την περιχαράκωση ποίησης και πεζογραφίας. Το ελεύθερο αυτό  «άμορφο είδος», κατά την θεωρητικό του Margueritte Murphy[4], επιτρέπει τη συνύπαρξη εντός του ειδών, φωνών και τρόπων, και διακρίνεται από εμφανή ετερογένεια, όπως συμβαίνει και με τα 26 κείμενα στο βιβλίο της Τσούπρου: άλλοτε πλησιάζουν τον μύθο ή τη σύντομη αφήγηση (π.χ. «Μυρτώ», «Τρίκος και Τέλα», «Η άλωσ-η», «Στρατιωτάκια ακούνητα»), άλλοτε προσιδιάζουν στον στοχασμό ή στον εσωτερικό μονόλογο (π.χ. «Φτειασίδια ή ‘Όσο μπορείς’», «Δυικός αριθμός ή οι δείκτες»), μπορεί  να προτιμούν την περιγραφή (π.χ. «Στην θέση του»), να δανείζονται στοιχεία θεατρικότητας (π.χ. «Το ενδιαφέρον ή το τηλεφώνημα»), να παραπέμπουν στον αυτοβιογραφικό λόγο (π.χ. «Α΄πρόσωπο»), να συνιστούν επιχειρηματολογικά κείμενα ρητορικής (π.χ. «Το έσοπτρο»), ακόμα και φιλοσοφικά δοκίμια (π.χ. «Η κατάλληλη στιγμή», «Το λεξιλόγιό μου»), αλλά και  να διαθέτουν ενίοτε, παρά την πεζολογική τους ιδιότητα, αισθητούς μουσικούς θύλακες (π.χ. επωδούς, επαναλήψεις, χασμωδίες και παρηχήσεις, όπως συμβαίνει ενδεικτικά στα «Περπατώντας περνάει» και «Οι αντίχειρες των παλαιών θεών») που παραπέμπουν περισσότερο στην ποίηση∙ στην πλειονότητά τους συναρμόζουν όλα ή πολλά από τα παραπάνω. Τα κείμενα της συλλογής, κατά τη συνήθεια των πεζών ποιημάτων, εστιάζουν περισσότερο στην ένταση που προκαλεί η συνάντηση (και σύγκρουση) σε αυτά των αντιθέτων (παραδείγματος χάριν, πρόσωπο/προσωπείο, εγώ/οι άλλοι, εγώ/αυτό, αλήθεια/φάσμα, αλλά και η πηγή του τραγικού: πρόθεση και προσδοκία/διάψευση και ματαίωση). Επίσης, αφενός διεκδικούν την αυτονομία τους και αφ’ετέρου εκρέουν η μία στην άλλη, συνιστώντας, θα’λεγε κανείς, ένα όλον, που ο αναγνώστης μπορεί κατά βούλησιν να διαβάσει όπως (με την τάξη που) επιθυμεί. Υπό αυτήν την έννοια θυμίζουν περισσότερο την ‘παιγνιώδη’, ανατρεπτική φιλοσοφία του πεζού ποιήματος, όπως την υπαγόρευσε ο Μπωντλαίρ στον εκδότη του Arsène Houssaye (στο εμβληματικό του είδους μπωντλαιρικό έργο Petits Poèmes en prose (Le Spleen de Paris)): «δεν έχει ούτε κεφάλι ούτε ουρά, καθώς όλα τα μέρη του, αντίθετα, λειτουργούν σε αυτό, εναλλάξ και αμοιβαία, πότε ως κεφάλι και πότε ως ουρά», όχι πολύ διαφορετικά από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονται από τον σύγχρονο χρήστη του διαδικτύου τα μοντέρνα κείμενα μικρομυθοπλασίας (flash fiction), που σαν τα πεζά ποιήματα επενδύουν κυρίως στο αστραπιαίο, το ακαριαίο και στο κενό, η συμπλήρωση του οποίου επαφίεται στον αναγνώστη.

Διηγήματα, μικροδιηγήματα, πεζά ποιήματα ή ό,τι άλλο, τα κείμενα της Τσούπρου αναδίδουν τα αρώματα της ακριβής λογοτεχνίας. Εξάλλου, ο αναγνώστης μάλλον δεν ενδιαφέρεται για ταξινομικές κατηγοριοποιήσεις και  μετακειμενικούς  τεμαχισμούς, παρά πρωτίστως για τον εντοπισμό της καλής λογοτεχνίας  ανάμεσα στην υπερπληθώρα λογοτεχνικών κειμένων που κυκλοφορούν σε έντυπα και ψηφιακά μέσα. Τα πεζογραφήματα της Τσούπρου στην καλή λογοτεχνία ανήκουν, με αυτήν συνομιλούν. Με εμφανείς και αφανείς σπουδαίους διακειμενικούς συγγενείς (π.χ. Όμηρο, Σοφοκλή, Σαίξπηρ,  Φιτζέραλντ, Ρίτσο, Καβάφη), επιθυμούν κυρίως να μιλήσουν με τον σοφό τρόπο των παραμυθιών, να εισαγάγουν στον αβίωτο βίο το Φανταστικό, το Παράξενο και το Θαυμαστό∙ στον αναγνώστη μένει τελικώς να αποφασίσει αν θα εκλάβει αυτές τις ιστορίες ως φυσικές ή υπερφυσικές. Διαλέγονται με τη φανταστική λογοτεχνία του Γουέλλς και του Λάβκραφτ, έχουν ήρωες «τις μισές υπάρξεις της υφηλίου» (ανθρώπους που δεν αποφασίζουν αλλά αποφασίζονται), δημιουργούν παράξενες «μακροδομές»,  αέρινα έπιπλα, ρομβοειδή πλέγματα, γεωμετρικά σχήματα που επιχειρούν να γεωμετρήσουν τον φόβο και να χαράξουν το «σύνορο της καταιγίδας», περιμένουν σημάδια από «το αόρατο αλλά ζωντανό», χωρίς καθόλου να αναβάλλουν για το αύριο, με τη σπουδή του κατεπείγοντος. Δεν έχουν, όμως, καλό τέλος∙ διαπλέκουν  το πραγματικό με το φανταστικό, για να κάνουν  πιο ανεκτή τη ζωή, μετατρέποντάς την σε παραμύθι.

 

 

ΙΝFO: Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Οι αντίχειρες των παλαιών θεών, εκδ. ρώμη, 2015



[1] Προμετωπίδα και πηγή έμπνευσης του τίτλου του βιβλίου αποτελεί παράθεμα από το Αρχαίο Φως (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτης 2013) του Τζων Μπάνβιλ: «[…] όπως οι παλιοί θεοί της κοσμογονίας λέγεται πως άφηναν το αποτύπωμα των αντιχείρων τους στους κροτάφους των όντων που έπλαθαν με λάσπη, εμάς, των ανθρώπων».

[2] Στο εξής όλες οι εντός εισαγωγικών λέξεις και φράσεις θα προέρχονται από κείμενα του βιβλίου Οι αντίχειρες των παλαιών θεών.

[3] Η συγγραφέας συστήνει τα κείμενά της ως «διηγήματα» και τα ανασυστήνει ως μικρά διηγήματα ή ως «ιστορίες μπονζάι», όταν δημοσιεύει τρία εξ αυτών στον ιστότοπο του λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, στον οποίο μάλιστα, δια χειρός Γιάννη Πατίλη, συνοψίζονται (Ιανουάριος 2014)  κάποια από τα χαρακτηριστικά του είδους, με κυριότερα αυτά του μικρού μεγέθους και της ιδέας ενός αφηγηματικού όλου που διακρίνει την αναγνωστική τους πρόσληψη.

 

[4] Βλ. Margueritte S. Murphy, A Tradition of Subversion. The Prose Poem in English from Wilde to Ashbery, The University of Massachusetts Ρress, Amherst 1992.

Προηγούμενο άρθροΜία μεταγραφή του Λόρκα για παιδιά
Επόμενο άρθροΠώς μια ποιήτρια διαβάζει τους ποιητές

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ