Της Νίκης Κώτσιου.
Τρία χρόνια μετά τον θρυλικό Μόμπι Ντικ, ο Χέρμαν Μέλβιλ γράφει τα Μαγεμένα Νησιά(1854) επανερχόμενος λίγο-πολύ σε προσφιλή και οικεία θέματα. Πρόκειται για ένα «οδοιπορικό» στα Νησιά Γκαλαπάγκος, που κατανέμονται γύρω από τον Ισημερινό, όπου μάλιστα το 1835 είχε διεξάγει εκτεταμένες έρευνες και ο Κάρολος Δαρβίνος, πριν καταλήξει στη θεωρία της φυσικής επιλογής. Ωστόσο για τον Μέλβιλ, τα νησιά Γκαλαπάγκος δεν φαίνεται να ήταν ένας εξωτικός παράδεισος αλλά μάλλον μια εκδοχή επίγειας κόλασης. Στα δέκα αφηγήματα-«σκίτσα» που συναπαρτίζουν τη σπονδυλωτή νουβέλα «Τα Μαγεμένα Νησιά»(σε άψογη μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή, από τις εκδόσεις Ποικίλη Στοά), τα Γκαλαπάγκος χάνονται μέσα στην αχλύ ενός κοσμογονικού μύθου και παίρνουν διαστάσεις περίπου βιβλικές, καθώς αποτυπώνονται εξόχως ατμοσφαιρικά από την πένα του διάσημου συγγραφέα. Απόκοσμα, αφιλόξενα, μυστηριώδη, με μια σκοτεινή αύρα να τα περιβάλλει, τα ηφαιστειογενή Μαγεμένα Νησιά αντίκεινται σε καθετί ανθρώπινο με έναν τρόπο εμβληματικό. Άνυδρα, άγονα, απρόσιτα κι ενίοτε επικίνδυνα, διάσπαρτα από κρυφά σπήλαια κι απότομες χαράδρες, απάτητα από τον άνθρωπο, κατοικούνται σχεδόν αποκλειστικά από ερπετοειδή. Εγκλωβισμένα μέσα σε έναν αμετακίνητο και αμετάβλητο χωροχρόνο χωρίς καμία εναλλαγή, διαπαντός αποκλεισμένα από την ανθρώπινη κανονικότητα, τα Γκαλαπάγκος του Μέλβιλ, βουτηγμένα στην ηφαιστειακή στάχτη και τη σιωπή, γίνονται ο γκροτέσκος τόπος της πιο απύθμενης απελπισίας. Η ματιά του αφηγητή αποδίδει το φυσικό τοπίο σε τόνους ακραία πεσιμιστικούς, που απηχούν αισθήματα παραίτησης, εξάντλησης και παρακμής. Τα Γκαλαπάγκος έρχονται να εικονογραφήσουν ιδανικά την ερήμωση και τη ματαιότητα.
«…Σε πολλά μέρη η ακτή είναι σκεπασμένη από πέτρες ή μάλλον από ηφαιστειακά θραύσματα. Γκρεμισμένες μάζες από ένα μαυριδερό ή πρασινωπό υλικό σαν σκωρία από υψικάμινο, σχηματίζουν σκοτεινές σχισμές και σπήλαια εδώ κι εκεί, μέσα στα οποία η θάλασσα αδειάζει ακατάπαυστα με μένος τον αφρό της, απλώνοντας από πάνω τους ένα πέπλο γκρίζας καχεκτικής ομίχλης μέσα στην οποία πετούν εξώκοσμα πτηνά μεγαλώνοντας την αντάρα με τις στριγκλιές τους».
Σ’ αυτό τον κολασμένο τόπο της απόγνωσης, δεσπόζουν πολυάριθμες τεράστιες χελώνες που διασχίζουν με την ιερατική αργοπορία τους τεράστιες εκτάσεις κουτουλώντας στα εμπόδια ή κουτρουβαλώντας σε γκρεμούς αλλά πάντα συνεχίζοντας τον αδιάκοπο δρόμο τους στο πουθενά. Ο Μέλβιλ αφιερώνει στις χελώνες ένα ολόκληρο κεφάλαιο αλλά τις επαναφέρει και σε άλλες ιστορίες δίνοντάς τους σημαίνοντα ρόλο. Ο αφηγητής δεν παύει να τις παρατηρεί με την τεταμένη προσοχή του φυσιοδίφη αλλά και με διάθεση φιλοσοφική διαισθάνεται κάποιο κρυφό νόημα στην παρουσία τους. Αν και ξεκινά με αυστηρά επιστημονική πρόθεση αποδίδοντας με ακρίβεια και λεπτομέρεια τα φυσικά χαρακτηριστικά τους, στη συνέχεια λοξοδρομεί λόγω της ποιητικής του συνείδησης και αναπόφευκτα οδηγεί το συλλογισμό του σε άλλες ατραπούς περνώντας πλέον στην περιοχή της φαντασίας και του συμβολισμού. «Και δεν ήταν απ’ αυτά τα χελωνάκια της λάσπης που βρίσκουν τα σχολιαρόπαιδα, αλλά κατάμαυρες σα ρούχο χήρας, βαριές σα μεταλλικά μπαούλα, με πελώρια καβούκια γεμάτα κυκλικά και σφαιρικά σχήματα σαν ασπίδες μετά τη μάχη…» Τα καυκαλά τους είναι σημαδεμένα απ΄τα χτυπήματα και τις αλλεπάλληλες πτώσεις που συνεπάγεται η περιπετειώδης συνήθως διαδρομή τους σα να φέρουν ανάγλυφα πάνω τους τα σημάδια ενός ατέλειωτου σισύφειου μαρτυρίου. Ο αφηγητής στέκει εκστατικός μπροστά στο ήρεμο αλλά αμετάκλητο δράμα των χελώνων μαντεύοντας ίσως αναλογίες με την ανθρώπινη κατάσταση. «Γνωρίζω πως στις διαδρομές τους πέφτουν ηρωικά πάνω σε βράχους, και παραμένουν εκεί για πολύ, πολεμώντας, σκάβοντας , παλεύοντας να τους μετακινήσουν και να συνεχίσουν έτσι την άκαμπτη πορεία τους[…]Καμιά άλλη μορφή ζώου δεν εκφράζει τόσο ικετευτικά την αιώνια θλίψη και την καταναγκαστική απόγνωση…» Εκτενής αναφορά γίνεται επίσης και σε άλλα πλάσματα της φύσης, κυρίως σε είδη πουλιών, και πάλι όμως με χροιά συμβολική έτσι ώστε να εξάγονται συμπεράσματα ηθικού χαρακτήρα σχετικά με ανθρώπινες συμπεριφορές και ιδιότητες, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει στους μύθους του Αισώπου.
Το σύμπλεγμα των Μαγεμένων Νησιών δεν προμηνύει τίποτε καλό και αναπτύσσεται σαν μια μυστηριώδης έρημη χώρα, εντελώς στεγνή, καμένη από τη λάβα και απελπιστικά απογυμνωμένη. Μέσα σ’ αυτό το αποτρόπαιο τοπίο της ξηρασίας , που ενίοτε αντηχεί από το συριγμό των ερπετών, τίποτα δεν ανθίζει και δεν ευδοκιμεί. Οι ναυτικοί το αποστρέφονται και μόνο εκτάκτως καταφεύγουν εκεί, όταν δε γίνεται αλλιώς. Ο αφηγητής περιγράφει με θλίψη τους λιγοστούς κι απρόθυμους επισκέπτες των Γκαλαπάγκος : ερημίτες, ναυαγοί, φυγάδες, αποσυνάγωγοι, λιποτάκτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς και μια χαροκαμένη Ινδιάνα, που αποκλείστηκε και έμεινε ολομόναχη στον άξενο τόπο μετά από τον επεισοδιακό πνιγμό συζύγου και αδελφού. Η ιστορία της Χουνίλα είναι από τις ωραιότερες του βιβλίου και αναδεικνύει με τρόπο αποκαλυπτικό τη διττή όψη της ανθρώπινης φύσης, που άλλοτε διαστρεβλώνεται κι εξαχρειώνεται απ’το κακό ενώ άλλοτε ανυψώνεται κι εξευγενίζεται από το καλό.
Πάντως, ακόμα και σε αυτό τον οικτρό τόπο βρίσκει μέρος για να ρίξει ρίζες η ανθρώπινη αρχομανία, το πάθος για την άσκηση εξουσίας και για την καθυπόταξη του άλλου, που κανονικά σε τόσο δύσκολες συνθήκες θα έπρεπε να θεωρείται σύντροφος και όχι ανταγωνιστής ή εχθρός.Ο αφηγητής του Μέλβιλ διηγείται τη σπαρταριστή ιστορία ενός μυστήριου, διαβολικού τύπου, του Όμπερλους, που, ψευτοζώντας αρχικά χάρη στην καλλιέργεια εκφυλισμένης πατάτας την οποία μάλιστα πουλούσε στους ναυτικούς, θέλησε στη συνέχεια να νιώσει άρχων και κυρίαρχος σ’ αυτόν τον ξεχασμένο, καταραμένο τόπο και μηχανεύτηκε μια σειρά από δόλια και άνανδρα τεχνάσματα για να αιχμαλωτίσει εξαπατημένους ναύτες από τα πληρώματα των διερχόμενων πλοίων. Η αφήγηση ξετυλίγεται σαν βιβλική παραβολή, χωρίς να λείπουν όμως και κάποιες ελαφρές πινελιές χιούμορ, με σκοπό την πικρή διακωμώδηση του ανθρώπου που θέλησε να νιώσει βασιλιάς μέσα στην απόλυτη ερημιά.
Για τον Μέλβιλ, υπάρχει πάντα ένα καθοριστικό ρήγμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που πρέπει με κάποιο τρόπο να γεφυρωθεί. Σε μείζονα έργα του αλλά και στη μικρή αυτή νουβέλα, αναζητούνται ίσως τρόποι συμφιλίωσης αλλά και σημαίνεται μια πάλη δίχως τελειωμό ανάμεσα στα δύο μέρη. Στα Μαγεμένα Νησιά, κυριαρχεί η σιωπή του θεού και η αδιαπραγμάτευτη εχθρότητα της φύσης. Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό που ίσως απηχεί την ίδια την ανθρώπινη συνθήκη, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για σωτηρία παρά μόνο για μια «ανέλπιδη ελπίδα».
INFO: Χέρμαν Μέλβιλ: Τα Μαγεμένα Νησιά, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, σελ. 152, εκδ. Ποικίλη Στοά,2016